Με τη συνθήκη του Λονδίνου της 7/5/1832, πήραμε το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων, αλλά μαζί με αυτό αποκτήσαμε και τον νεαρό Όθωνα, ο οποίος πριν καλά-καλά αποβιβαστεί στο Ναύπλιο, συμφώνησε ότι προηγούνται οι αποπληρωμές των χρεολυσίων έναντι οποιασδήποτε άλλης κρατικής δαπάνης.
Αυτά ήταν τα καλά νέα. Τα χειρότερα ήταν, ότι από τα 60 εκ. φράγκα, στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Οι δανειστές μας όχι μόνον παρακράτησαν έναντι προηγούμενων οφειλών 2 εκατ., όχι μόνον πήραν προμήθεια άλλα τόσα, αλλά υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε 11 εκατ. στον Σουλτάνο για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας, που είχαμε ήδη απελευθερώσει δια των όπλων! Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στους όρους του δανείου προβλέπονταν μία σειρά ανωφελών δαπανών που αφορούσαν στα έξοδα της Αντιβασιλείας και σε μισθούς στρατιωτικών, κυρίως Βαυαρών (5.142 εκ των 8.205 ανδρών του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού). Εν κατακλείδι, από τα 60 εκατ., στα ταμεία του κράτους, υπέρ των ελληνικών κρατικών δαπανών, εκταμιεύτηκαν μόνον 2,7 εκατ. φράγκα.
Με τα ελάχιστα δημόσια έσοδά της από τη φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής, η Ελλάδα εξυπηρέτησε το δάνειο αυτό κακήν κακώς μέχρι τον Μάιο του 1843, οπότε ο Όθων ανέστειλε οριστικά τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός αγορών για τριανταπέντε χρόνια μετά την πτώχευση του ’43. Μπορεί μεν οι ιδιώτες ομολογιούχοι να εξοφλήθηκαν στο άρτιο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, αυτές όμως προσπάθησαν με κάθε μέσο πολιτικού πειθαναγκασμού να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή τους. Στις αέναες διαπραγματεύσεις η ελληνική πλευρά συζητούσε μόνο για το δάνειο του 1832 και οι δανειστές αποφάσισαν να πιέσουν δραστικά εκμεταλλευόμενοι το «λάθος» του Όθωνα να συνδράμει στρατιωτικά τους Ρώσους στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου 1854-56.
Οι Αγγλο-Γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά για τρία χρόνια, δηλ. και μετά τη λήξη του πολέμου, δικαιολογώντας την κατοχή του με βάση τους όρους του δανείου που προέβλεπε την κατά προτεραιότητα είσπραξη των τελωνειακών εσόδων έναντι των οφειλών.
Η επιτροπή εκείνης της τρόικας εγκαταστάθηκε εν Αθήναις επί τριετίαν ώστε «να μελετήσει την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση». Οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων αποφάνθηκαν ότι «η Ελλάς καλώς διοικούμενη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας τα υποχρεώσεις αυτής». Έτσι, ο μοχλός των δανείων χρησιμοποιήθηκε και για την επιβολή της Δυναστείας του Γεωργίου του Α’ σε αντικατάσταση του όχι καλώς διοικούντα Βαυαρού ηγεμόνα. Ενόσω η Ελλάδα παρέμενε εκτός αγορών, οι Βρετανοί επέβαλαν τον εξάδελφο της Βικτωρίας, προικίζοντάς τον εκτός από τα Επτάνησα και με μία βασιλική χορηγία 300.000 φράγκων, κουρεύοντας ισόποσα το ελληνικό χρέος.
Το τέταρτο εξωτερικό δάνειο συνάφθηκε το 1879, οπότε και η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους, αφού ο καγκελάριος Βίσμαρκ απείλησε να μπλοκάρει τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας, αν δεν εξοφλούντο άμεσα οι Βαυαροί κληρονόμοι. Ο οδυνηρός συμβιβασμός περιέλαβε όχι μόνο τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832, αλλά και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας που αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά μέχρι και 5 δρχ. ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100. Kάποιοι Ολλανδοί ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, «105 χρόνια μετά την διασπάθιση των δανείων του 1824-1845».
Ωστόσο, το άνοιγμα των αγορών έφερε μέσα στα επόμενα 14 χρόνια τον επταπλασιασμό του δημοσίου χρέους. Η παρεμβατική πολιτική Τρικούπη με τα τεράστια δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αποξηραντικά έργα, Ισθμός Κορίνθου), εκτίναξε τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό δανεισμό, παρά τη ραγδαία φορολογική επιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων με έμμεσους φόρους. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων του 1879, ακολούθησε νέο δάνειο 120 εκατ. φράγκων το 1881 και τρίτο 100 εκατ. φράγκων το 1884 και τέταρτο 135 εκατ. φράγκων το 1887 και ούτω καθ’εξής.....
Συνολικά από το 1879 έως το 1893, η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα ενώ κατέβαλε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά περίπου 536! Μόνο το 6% των δανείων χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις. Το πασίγνωστο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ειπώθηκε όταν πλέον τα τοκοχρεολύσια έφτασαν να απορροφούν το 50% των δημοσίων εσόδων. Αυτήν τη φορά εντούτοις, οι δανειστές μας αντέδρασαν πιο δημιουργικά. Δεν είχαμε ούτε αλλαγή βασιλέα ούτε κανονιοφόρους στον Πειραιά, παρά μόνον το εθνικό δράμα της ήττας του 1897.
Αυτά ήταν τα καλά νέα. Τα χειρότερα ήταν, ότι από τα 60 εκ. φράγκα, στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Οι δανειστές μας όχι μόνον παρακράτησαν έναντι προηγούμενων οφειλών 2 εκατ., όχι μόνον πήραν προμήθεια άλλα τόσα, αλλά υποχρεωθήκαμε να πληρώσουμε 11 εκατ. στον Σουλτάνο για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας, που είχαμε ήδη απελευθερώσει δια των όπλων! Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, στους όρους του δανείου προβλέπονταν μία σειρά ανωφελών δαπανών που αφορούσαν στα έξοδα της Αντιβασιλείας και σε μισθούς στρατιωτικών, κυρίως Βαυαρών (5.142 εκ των 8.205 ανδρών του νεοσύστατου Ελληνικού Στρατού). Εν κατακλείδι, από τα 60 εκατ., στα ταμεία του κράτους, υπέρ των ελληνικών κρατικών δαπανών, εκταμιεύτηκαν μόνον 2,7 εκατ. φράγκα.
Με τα ελάχιστα δημόσια έσοδά της από τη φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής, η Ελλάδα εξυπηρέτησε το δάνειο αυτό κακήν κακώς μέχρι τον Μάιο του 1843, οπότε ο Όθων ανέστειλε οριστικά τις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων. Η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός αγορών για τριανταπέντε χρόνια μετά την πτώχευση του ’43. Μπορεί μεν οι ιδιώτες ομολογιούχοι να εξοφλήθηκαν στο άρτιο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, αυτές όμως προσπάθησαν με κάθε μέσο πολιτικού πειθαναγκασμού να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή τους. Στις αέναες διαπραγματεύσεις η ελληνική πλευρά συζητούσε μόνο για το δάνειο του 1832 και οι δανειστές αποφάσισαν να πιέσουν δραστικά εκμεταλλευόμενοι το «λάθος» του Όθωνα να συνδράμει στρατιωτικά τους Ρώσους στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου 1854-56.
Οι Αγγλο-Γάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά για τρία χρόνια, δηλ. και μετά τη λήξη του πολέμου, δικαιολογώντας την κατοχή του με βάση τους όρους του δανείου που προέβλεπε την κατά προτεραιότητα είσπραξη των τελωνειακών εσόδων έναντι των οφειλών.
Η επιτροπή εκείνης της τρόικας εγκαταστάθηκε εν Αθήναις επί τριετίαν ώστε «να μελετήσει την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση». Οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων αποφάνθηκαν ότι «η Ελλάς καλώς διοικούμενη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας τα υποχρεώσεις αυτής». Έτσι, ο μοχλός των δανείων χρησιμοποιήθηκε και για την επιβολή της Δυναστείας του Γεωργίου του Α’ σε αντικατάσταση του όχι καλώς διοικούντα Βαυαρού ηγεμόνα. Ενόσω η Ελλάδα παρέμενε εκτός αγορών, οι Βρετανοί επέβαλαν τον εξάδελφο της Βικτωρίας, προικίζοντάς τον εκτός από τα Επτάνησα και με μία βασιλική χορηγία 300.000 φράγκων, κουρεύοντας ισόποσα το ελληνικό χρέος.
Το τέταρτο εξωτερικό δάνειο συνάφθηκε το 1879, οπότε και η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους, αφού ο καγκελάριος Βίσμαρκ απείλησε να μπλοκάρει τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας, αν δεν εξοφλούντο άμεσα οι Βαυαροί κληρονόμοι. Ο οδυνηρός συμβιβασμός περιέλαβε όχι μόνο τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832, αλλά και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας που αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά μέχρι και 5 δρχ. ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100. Kάποιοι Ολλανδοί ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, «105 χρόνια μετά την διασπάθιση των δανείων του 1824-1845».
Ωστόσο, το άνοιγμα των αγορών έφερε μέσα στα επόμενα 14 χρόνια τον επταπλασιασμό του δημοσίου χρέους. Η παρεμβατική πολιτική Τρικούπη με τα τεράστια δημόσια έργα (οδικό δίκτυο, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αποξηραντικά έργα, Ισθμός Κορίνθου), εκτίναξε τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό δανεισμό, παρά τη ραγδαία φορολογική επιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων με έμμεσους φόρους. Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων του 1879, ακολούθησε νέο δάνειο 120 εκατ. φράγκων το 1881 και τρίτο 100 εκατ. φράγκων το 1884 και τέταρτο 135 εκατ. φράγκων το 1887 και ούτω καθ’εξής.....
Συνολικά από το 1879 έως το 1893, η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα ενώ κατέβαλε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά περίπου 536! Μόνο το 6% των δανείων χρησιμοποιήθηκε για παραγωγικές επενδύσεις. Το πασίγνωστο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ειπώθηκε όταν πλέον τα τοκοχρεολύσια έφτασαν να απορροφούν το 50% των δημοσίων εσόδων. Αυτήν τη φορά εντούτοις, οι δανειστές μας αντέδρασαν πιο δημιουργικά. Δεν είχαμε ούτε αλλαγή βασιλέα ούτε κανονιοφόρους στον Πειραιά, παρά μόνον το εθνικό δράμα της ήττας του 1897.
Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος επέβαλλε το 1898 στην Ελλάδα νομισματική και δημοσιονομική πειθαρχία, που οδήγησε σε πτώση των τιμών και εκσυγχρονισμό του νομισματικού συστήματος, αφήνοντας στην ελληνική κυβέρνηση την ευχέρεια να αλλάξει μόνη της το φορολογικό σύστημα.
ΠΗΓΗ: premium.paratiritis.gr
ΠΗΓΗ: premium.paratiritis.gr