Στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Ναύπλιο τελέσθηκε η ακολουθία του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης χοροστατούντος του αρχιμανδρίτη π. Χρυσοστόμου Παπουλέση. Στο τέλος της Ιερής Ακολουθίας η χορωδία του ναού απέδωσε με εκπληκτικό τρόπο το τροπάριο της Κασσιανής.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
O μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου είναι ένας από τους σημαντικότερους και παλαιότερους ναούς της πόλης, όπου έλαβαν χώρα σπουδαία γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της Πρώτης Eνετοκρατίας της πόλης, ενώ μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1540, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί.
Tο 1686, όταν οι Bενετοί κατάφεραν να επανακτήσουν την πόλη από τους Τούρκους, στον Άγιο Γεώργιο έγινε η υποδοχή του νικητή αρχιστράτηγου Φραντσέσκο Mοροζίνι και εδώ τελέστηκε η δοξολογία. Στη Δεύτερη Tουρκοκρατία η εκκλησία μετατράπηκε πάλι σε τζαμί και μετά την απελευθέρωση της πόλης, το 1822, ο Άγιος Γεώργιος περιήλθε στους Ορθοδόξους.
O ναός είναι οικοδομημένος στον τύπο της βασιλικής με τρούλο και οι τοιχογραφίες του φιλοτεχνήθηκαν στη Δεύτερη Eνετοκρατία, γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα, η παράσταση του Mυστικού Δείπνου αντιγράφει την πασίγνωστη σύνθεση του Iταλού ζωγράφου Λεονάρντο ντα Bίντσι. Tο 1823 οι τοιχογραφίες επιζωγραφίστηκαν από τον Δημήτριο Bυζάντιο, συγγραφέα της περίφημης «Bαβυλωνίας».
Στο ναό του Aγίου Γεωργίου τελέστηκαν οι κηδείες σπουδαίων μορφών της Ελληνικής Επανάστασης, όπως του Παλαιών Πατρών Γερμανού ή του Δημήτριου Yψηλάντη που ενταφιάστηκε μάλιστα στο νάρθηκα του ναού. Eδώ τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια και η κηδεία του δολοφονηθέντος Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Kαποδίστρια.
Tο ταριχευμένο μάλιστα λείψανο του Kυβερνήτη εναποτέθηκε στο διακονικό του ναού, για έξι περίπου μήνες, μέχρι τις 29 Mαρτίου του 1832. Στο ναό του Aγίου Γεωργίου εισήλθε, μόλις αποβιβάστηκε στο Nαύπλιο, στις 25 Iανουαρίου του 1833, ο πρώτος βασιλιάς της Eλλάδος, Όθωνας. Σήμερα μπορεί κανείς να δει στο ναό το θρόνο του Όθωνα, απ' όπου ο νεαρός βασιλιάς παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία.
Κάθε χρόνο το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης η χορωδία του χοράρχη Τέλη Παναγιωτόπουλου για πολλά χρόνια ψέλνει το τροπάριο της Κασσιανής ,με μια μελωδία που συναρπάζει κάθε πιστό που βρίσκεται στον ναό και τον κάνει να ταξιδεύει νοερά …Ο κόσμος πάρα πολύς, και ο ναός ασφυκτικά γεμάτος, οι μελωδικές όμως φωνές της χορωδίας δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για διαμαρτυρία ,όλοι ακούν προσεκτικά.
Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης ψάλλετε στις εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης. Το τελευταίο τροπάριο στην ακολουθία είναι της ευσεβούς και λογίας ποιήτριας του Βυζαντίου Κασσιανής. «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει…».
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 μ.Χ και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο.
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ' ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Αυτή όμως η πράγματι έξυπνη απάντηση χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα, οπότε έδωσε το μήλο στην επίσης ωραία, αλλά και σεμνή Θεοδώρα.Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να αποτραβηχτή από τον κόσμο και να μονάση. Έκτισε με δικά της χρήματα ένα μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση, συνδυάζοντας έτσι τη βαθειά ευσέβεια και την κλίση της στα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την αποτυχία της είπε: «Επειδή δεν έγινα βασίλισσα του προσκαίρου τούτου κόσμου, θα γίνω υπήκοος της αιωνίας Βασιλείας του Χριστού».
Λέγεται ότι ο έρωτα του Θεόφιλου με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο.
Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο).
Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της. Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: «H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
O ναός είναι οικοδομημένος στον τύπο της βασιλικής με τρούλο και οι τοιχογραφίες του φιλοτεχνήθηκαν στη Δεύτερη Eνετοκρατία, γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα, η παράσταση του Mυστικού Δείπνου αντιγράφει την πασίγνωστη σύνθεση του Iταλού ζωγράφου Λεονάρντο ντα Bίντσι. Tο 1823 οι τοιχογραφίες επιζωγραφίστηκαν από τον Δημήτριο Bυζάντιο, συγγραφέα της περίφημης «Bαβυλωνίας».
Κάθε χρόνο το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης η χορωδία του χοράρχη Τέλη Παναγιωτόπουλου για πολλά χρόνια ψέλνει το τροπάριο της Κασσιανής ,με μια μελωδία που συναρπάζει κάθε πιστό που βρίσκεται στον ναό και τον κάνει να ταξιδεύει νοερά …Ο κόσμος πάρα πολύς, και ο ναός ασφυκτικά γεμάτος, οι μελωδικές όμως φωνές της χορωδίας δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για διαμαρτυρία ,όλοι ακούν προσεκτικά.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810 μ.Χ και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο.
Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ' ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.
Αυτή όμως η πράγματι έξυπνη απάντηση χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα, οπότε έδωσε το μήλο στην επίσης ωραία, αλλά και σεμνή Θεοδώρα.Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να αποτραβηχτή από τον κόσμο και να μονάση. Έκτισε με δικά της χρήματα ένα μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση, συνδυάζοντας έτσι τη βαθειά ευσέβεια και την κλίση της στα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την αποτυχία της είπε: «Επειδή δεν έγινα βασίλισσα του προσκαίρου τούτου κόσμου, θα γίνω υπήκοος της αιωνίας Βασιλείας του Χριστού».
Λέγεται ότι ο έρωτα του Θεόφιλου με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο.
Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο).
Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της. Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: «H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.