Της Κάτιας Παπαδοπούλου
Τα ελληνικά προϊόντα κερδίζουν καθημερινά όλο και περισσότερους στον πλανήτη και με την κατάλληλη προώθηση μπορούν να τον κατακτήσουν. Άλλωστε το πρώτο βιβλίο με συνταγές μαγειρικής στον κόσμο είναι ελληνικό και είχε γραφτεί το 423 πΧ.
Πλούσια και γενναιόδωρη η ελληνική γη προσφέρει αφειδώς τους καλύτερους καρπούς της. Κάθε τόπος έχει την δική του γεύση, την δική του «κατάθεση» στο τραπέζι. Ένας «θησαυρός» που σιγά σιγά βρίσκει την θέση που του αξίζει στον παγκόσμιο γαστρονομικό χάρτη. Οι νοστιμιές της Ελλάδας κατακτούν τις κουζίνες του κόσμου και κερδίζουν τους ουρανίσκους των πιο απαιτητικών της γευσιγνωσίας.
«Ψήφο» εμπιστοσύνης στα ελληνικά προϊόντα για την άριστη ποιότητά τους δίνει κι ο σεφ Αθανάσιος Μπαλασκάκης, ο οποίος όπως υπογραμμίζει στο «ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ» η γαστρονομία και τα ελληνικά προϊόντα είναι «άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας. Εξάλλου, η χώρα μας από την αρχαιότητα έχει μια μεγάλη παράδοση στην γαστρονομία. Να πούμε ότι το πρώτο βιβλίο με συνταγές μαγειρικής στον κόσμο είναι ελληνικό, έχει γραφτεί το 423 π.Χ. Από αυτό και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντική θέση κατέχει στον πολιτισμό της χώρας μας».
Αυτήν την ιστορική σχέση γαστρονομίας και ελληνικής κουλτούρας προσπαθούν οι επαγγελματίες του χώρου να μεταδώσουν αλλά και να την καθιερώσουν στο εξωτερικό προωθώντας τα ελληνικά τρόφιμα. «Γίνονται πολλές δράσεις είτε μέσα από τις λέσχες αρχιμαγείρων, μέσω συνεργασιών και συμμετοχών μας σε εκθέσεις στο εξωτερικό από όπου αναδεικνύουμε τον πλούτο της Ελλάδας και τα ποιοτικά προϊόντα που παράγει η ελληνική γη. Βέβαια μεγάλο μας ‘όπλο’ είναι το ελαιόλαδο, το οποίο είναι από τα καλύτερα στον κόσμο». Όπως τονίζει ο κ. Μπαλασκάκης, απώτερος στόχος είναι η Ελλάδα να γίνει και γαστρονομικός προορισμός. «Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Προς αυτήν την κατεύθυνση εργαζόμαστε όλοι οι επαγγελματίες του χώρου. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο σουβλάκι, τζατζίκι και μουσακάς. Υπάρχουν τοπικά προϊόντα τα οποία είναι εξαιρετικής ποιότητας. Εξάλλου, η προσωπική μου εμπειρία σε επαφή που είχα σε παγκόσμιο συνέδριο αρχιμαγείρων με συναδέλφους μου από όλες τις πλευρές του πλανήτη ήταν ότι όλοι δοκίμασαν τα ελληνικά προϊόντα και ενθουσιάστηκαν».
Οι «πρωταθλητές» πάντως των ελληνικών τροφίμων σύμφωνα με τον κ. Μπαλασκάκη είναι το ελαιόλαδο, ακολουθεί το κρασί, το οποίο συνεχίζει να κατακτά μεγάλες αγορές στο εξωτερικό, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως διάφορες ποικιλίες τυριού, κι έπεται το μέλι, τα όσπρια, μαρμελάδες από φρέσκα φρούτα. «Προτεραιότητά μου πάντως πάντοτε είναι να χρησιμοποιώ κατ’ εξοχήν ελληνικά προϊόντα. Έχουμε ένα ‘θησαυρό’, ο οποίος είναι ακόμη ανεκμετάλλευτος αλλά μπορεί να φέρει πολλά οφέλη στον τουρισμό και στην οικονομία μας αν να προωθηθεί με σωστό και συστηματικό τρόπο» καταλήγει ο κ. Μπαλασκάκης.
Στο στόχαστρο οι γαστροτουρίστες
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται κι ο πρόεδρος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας και πρόεδρος διοικούσας Επιτροπής Ινστιτούτου Ελληνικής Γαστρονομίας, Θωμάς Λαζανάς, ο οποίος όπως επισημαίνει ότι «η Ελλάδα είναι ένας από τους τοπ τουριστικούς προορισμούς. Θα έλεγα μάλιστα ότι το μαγαζί είναι γωνία. Έχει μια κουλτούρα και μια ιστορία εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η γαστρονομία είναι ένας άυλος πολιτισμός και θα πρέπει να γίνει μια μεθοδευμένη κίνηση, μια συνέργεια, να ενωθούν όλοι οι παράγοντες τουρισμού, αγροτικής ανάπτυξης, γαστρονόμοι και να φτιάξουν ένα μοντέλο ώστε οι επισκέπτες στην χώρα να βρίσκουν έναν τουριστικό οδηγό με ποικίλες πληροφορίες της κάθε περιοχής της Ελλάδας, καθώς βασικό στοιχείο είναι οι τοπικές γεύσεις, τα τοπικά στοιχεία».
Ο κ. Λαζανάς αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στους στόχους της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας είναι η γαστρονομική και τουριστική ανάπτυξης «αναδεικνύοντας πέντε ως δέκα τοπικές γεύσεις δίνοντας όμως ένα στοιχείο πιο μοντέρνο. Για παράδειγμα, το ελληνικό ελαιόλαδο είναι κυρίαρχο προϊόν, εξαιρετικής ποιότητας και πλούσιο σε οργανοληπτικά στοιχεία. Βέβαια στα κορυφαία προϊόντα είναι εκτός από τα εσπεριδοειδή είναι και οι φράουλες, η σταφίδα, η οποία είναι υπερτροφή, το μέλι. Η Ελλάδα έχει στην ‘καρδιά’ της μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες μέσω των οποίων μπορούν να προωθούνται τα τοπικά προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας πρέπει κι όσοι επαγγελματίες ανήκουμε στον χώρο να οπλιστούμε, να δημιουργήσουμε δράσεις. Αφού είμαστε κι εμείς ‘γρανάζι’, ένα κομμάτι του τουριστικού μηχανισμού πρέπει να προσφέρουμε. Εγώ αισθάνομαι υπερήφανος σε κάθε προσπάθεια που κάνω στο ξενοδοχείο όπου εργάζομαι παρουσιάζοντας την ελληνική κουζίνα ζωντανά στους τουρίστες μπροστά στην θάλασσα ή στην πισίνα, δείχνοντας πώς μπορεί κάποιος να μαγειρέψει ένα απλό φαγητό, μυώντας τους να δοκιμάσουν. Διότι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται στην χώρα μας θέλει να ρουφήξει σαν σφουγγάρι την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της, το χαμόγελό της, τις γεύσεις της».
Στα σχέδια του κ. Λαζανά είναι να γίνει καταγραφή της ελληνικής γαστρονομίας, η οποία θα διατεθεί στον ΕΟΤ. «Είναι στόχος ζωής για μένα να υπάρχει ένα site όπου η ελληνική γαστρονομία θα είναι χωρισμένη ανά περιοχές, ανά περιφέρειες. Εξάλλου, ο γαστροτουρισμός κάθε μέρα μεγαλώνει, ιδιαίτερα την επόμενη πενταετία θα σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη. Θα πρέπει να οργανώνονται φεστιβάλ, τα οποία είναι ένα ‘όπλο’, καθώς μπορείς σε έναν χώρο 1000 τμ. να φέρεις την Ελλάδα στο πιάτο των επισκεπτών. Δεν πρέπει να χαρακτηριστεί η Ελλάδα ως χώρα του μουσακά και της πίτας. Βέβαια, υπάρχουν και πολλά μοναστήρια τα οποία έχουν μια ιδιαίτερη γαστρονομία και θα μπορούν να ανοίξουν τις πύλες τους κι εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο οι επισκέπτες να μπορούν να πειραματιστούν στην μοναστηριακή κουζίνα, ενώ και ξενοδοχειακές μονάδες να εντάξουν και να διαθέτουν την πυθαγόρεια διατροφή με στόχευση τους vegan τουρίστες, οι οποίοι είναι αρκετά εκατομμύρια».
Ο πρόεδρος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας και πρόεδρος διοικούσας Επιτροπής Ινστιτούτου Ελληνικής Γαστρονομίας, Θωμάς Λαζανάς υπογραμμίζει ότι η κρίση έχει δημιουργήσει ιδέες, αφύπνισε τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, την αγροτική κοινότητα αλλά και πολλούς νέους, ενώ δήλωσε ότι «ως λέσχη θα προχωρήσουμε σε διάβημα διαμαρτυρίας σε μεγάλο εκδοτικό οίκο των ΗΠΑ ο οποίος σε βιβλιογραφία σχετικά με την μεσογειακή διατροφή προσπέρασε την Ελλάδα και την εξαίρεσε. Όμως θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η μεσογειακή διατροφή είναι η ελληνική. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα τώρα να κάνουμε μια προσπάθεια να δώσουμε τα χέρια. Η συλλογικότητα είναι υπέρτατο αγαθό» καταλήγει ο κ. Λαζανάς.
Ήρθε η ώρα για συνέργειες, μάρκετιγνκ και το τέλος του ..τενεκέ
Τυποποίηση και μάρκετινγκ, είναι τα «κλειδιά» για την επιτυχία στις αγορές του εξωτερικού υποστηρίζουν οι ελαιοπαραγωγοί. «Μπορεί να έχουμε ένα άριστο προϊόν ωστόσο χρειάζεται κι η σωστή προώθηση και το branding» υποστηρίζουν.
Όπως είναι αναμενόμενο η τοπική οικονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη – και εξαρτώμενη σε ορισμένες περιπτώσεις- με την παραγωγή ελαιολάδου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ», ο ελαιοπαραγωγός Κωνσταντίνος Αυγερινός «εμείς είμαστε από την Πελοπόννησο από την Ηλεία, Μεσσηνία. Είναι κατεξοχήν παραγωγικές περιοχές. Για κάθε οικογένεια το 60% του εισοδήματός της προέρχεται από τις ελιές, από το ελαιόλαδο. Άρα είναι άμεσα συνδεδεμένη η ελαιοπαραγωγή με την οικονομία της τοπικής κοινωνίας. Κι όταν δεν έχει παραγωγή όπως δεν είχαμε πέρυσι λόγω κάποιας ασθένειας στο δέντρο, η οικονομία είχε αρνητικό πρόσημο. Δεν κινιόταν τίποτε. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι η ελιά είναι καθαρά ελληνικό προϊόν. Εμείς έχουμε τα καλύτερα λάδια, τις καλύτερες επιτραπέζιες ελιές. Είναι ένα προϊόν που μας αντιπροσωπεύει».
Όσον για την εξωστρέφεια του προϊόντος στο εξωτερικό ο κ. Αυγερινός τονίζει ότι «τα προϊόντα μας τον τελευταίο καιρό αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος, διότι είμαστε ακόμη πίσω κυρίως στο θέμα του μάρκετινγκ. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι έχει επικρατήσει το χύμα ελαιόλαδο, αφού ο κάθε παραγωγός, η κάθε μικρή επιχείρηση πουλάει το ελαιόλαδό του χύμα, στους τενεκέδες. Όταν λοιπόν γίνεται κάτι τέτοιο και δεν το τυποποιεί δεν μπορεί να δώσει υπεραξία στο προϊόν του κι άρα είναι και χαμηλές οι τιμές του ελαιολάδου και δεν μπορούμε να βγούμε έτσι στην διεθνή αγορά. Να πω όμως ότι πιστεύω ότι σιγά σιγά η νέα γενιά ελαιοπαραγωγών έχει καταλάβει ότι πρέπει το ελαιόλαδο να μπει μέσα σε μπουκάλι, να γίνεται τυποποίηση. Βέβαια περιμένουμε μια βοήθεια και από το κράτος σε αυτήν την κατεύθυνση, να συμμετέχουμε σε εκθέσεις. Οι Ιταλοί για παράδειγμα συμμετέχουν σε κάθε έκθεση, φεστιβάλ που γίνεται σε όλη την Ευρώπη ή τον κόσμο υπό την σκέπη του κράτους. Οι Ιταλοί είναι πολύ καλοί στο μάρκετινγκ κι έχουν καλές ετικέτες, καλές συσκευασίες, δυνατά brand name. Η ποιότητα όμως της ελληνικής ελιάς είναι άριστη, καθώς κάθε χρόνο οι Ιταλοί προπληρώνουν κι έρχονται κι αγοράζουν όλην την ελληνική παραγωγή γιατί είναι έξτρα παρθένα κι έτσι τα αγοράζουν για να φτιάξουν και τα δικά τους».
«Δεν πρόκειται μόνο για ένα προϊόν είναι ένα ‘εργαλείο’ που αν αξιοποιηθεί και προωθηθεί σωστά μπορεί να συμβάλλει στην τουριστική ανάπτυξη» δηλώνει ο κ. Αυγερινός. «Μπορούν να φτιαχτούν επισκέψιμα αγροκτήματα, για αγροτουρισμό, να έρχονται οι ξένοι να μαθαίνουν να μαζεύουν τις ελιές, να μάθουν την μεσογειακή διατροφή, να μάθουν περισσότερα πράγματα για το προϊόν μας.Το ζήτημα είναι ότι το αδύναμο σημείο μας είναι οι μη συνεργασίες και συμπράξεις. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, να κάνουμε συνεταιρισμούς ώστε να προχωρήσουμε δυνατά στην Ευρώπη. Ο καθένας μόνος του δεν έχει την δύναμη. Το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι να γίνουν μικροί συνεταιρισμοί παραγωγών για να μπορούμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί».
Το λάδι ως …φάρμακο
Στον σημαντικό ρόλο και συμβολή της ελιάς στις τοπικές οικονομίες αναφέρθηκε κι ο ελαιοπαραγωγός, Νίκος Κριμνιανιώτης. «Είναι ένα προϊόν που μπορεί να συμβάλλει και να παίξει σημαντικό ρόλο και στην τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας εφόσον προωθηθεί σωστά».
Υπάρχουν ελιές – «μουσεία» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ενώ μιλώντας για το ελληνικό λάδι, «έναν θησαυρό που έχουμε στα χέρια μας» όπως δήλωσε, «η τελευταία μας κίνηση είναι να αναδείξουμε ότι το λάδι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα κάτω από κάποιες συνθήκες είναι φάρμακο. Δεν είναι απλώς ένα τρόφιμο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι είναι ένα λειτουργικό τρόφιμο, το οποίο κάτω από κάποιες συνθήκες παραγωγής και συντήρησης μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη πολλών ασθενειών και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει και ως φάρμακο. Εξάλλου, στόχος μας είναι να φτιάξουμε μια καινούργια κατηγορία ελαιόλαδου με πιστοποιήσεις, το μεσογειακό υγειοπροστατευτικό ελαιόλαδο.
Εμείς προσπαθούμε να εκπαιδεύσουμε τους παραγωγούς να παράγουν φυσικό ελαιόλαδο με στόχος τις διεθνείς αγορές», στις οποίες όπως επεσήμανε ο κ. Κρημνιανιώτη υστερούμε. «Είμαστε πίσω σε σχέση με άλλες χώρες όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία διότι δεν έχουμε οργανωμένο μάρκετινγκ. Με αυτό που πάμε όμως να κάνουμε τώρα προσπαθούμε κατά κάποιον τρόπο να αναδείξουμε τα ελληνικά προϊόντα, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι έξτρα παρθένα ελαιόλαδα και τα οποία είναι υγειοπροστατευτικά. Έτσι, αν το μάθει ο κόσμος ότι το ελληνικό λάδι σημαίνει υγειοπροστασία τότε δεν θα χρειαστεί ιδιαίτερη διαφήμιση».
Στα κενά στο μάρκετιγνκ έρχεται να προστεθεί και το θέμα του …τενεκέ. «Το θέμα είναι ότι ο τενεκές με λάδι είναι 16 με 17 κιλά. Όταν το παίρνει μια οικογένεια η οποία ζει σε μια αστική περιοχή και θα το χρησιμοποιήσει για μερικούς μήνες, ύστερα από 20 μέρες ο τενεκές θα πάρει τόσο αέρα, θα οξειδωθεί, με αποτέλεσμα το λάδι αυτό θα είναι ένα πολύ καλό λίπος για τηγάνισμα και μαγείρεμα, αλλά δεν θα έχει τις υγειοπροστατευτικές ιδιότητες. Δυστυχώς ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευτεί. Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το λάδι ως λίπος για μαγείρεμα, για τηγάνισμα. Και το έλλειμμα εκπαίδευσης αγγίζει και τους καλλιεργητές. Χρειάζεται μια εκπαίδευση στην καλλιέργεια και στο κλάδεμα της ελιάς, στην περιποίηση, στον τρόπο μαζέματος… Αν κάνετε μια περιοδεία το φθινόπωρο σε ελαιοτριβεία θα δείτε ότι η εικόνα είναι πολύ δυσάρεστη». Τέλος, ο κ. Κριμνιανιώτης αναφέρθηκε στον πολιτισμό της ελιάς και τον ρόλο που έχει παίξει ο πολιτιστικός οργανισμός ‘Δρόμοι της Ελιάς’ με έδρα την Καλαμάτα στην ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων στην βόρεια Ευρώπη.
Τα ελληνικά προϊόντα κερδίζουν καθημερινά όλο και περισσότερους στον πλανήτη και με την κατάλληλη προώθηση μπορούν να τον κατακτήσουν. Άλλωστε το πρώτο βιβλίο με συνταγές μαγειρικής στον κόσμο είναι ελληνικό και είχε γραφτεί το 423 πΧ.
Πλούσια και γενναιόδωρη η ελληνική γη προσφέρει αφειδώς τους καλύτερους καρπούς της. Κάθε τόπος έχει την δική του γεύση, την δική του «κατάθεση» στο τραπέζι. Ένας «θησαυρός» που σιγά σιγά βρίσκει την θέση που του αξίζει στον παγκόσμιο γαστρονομικό χάρτη. Οι νοστιμιές της Ελλάδας κατακτούν τις κουζίνες του κόσμου και κερδίζουν τους ουρανίσκους των πιο απαιτητικών της γευσιγνωσίας.
«Ψήφο» εμπιστοσύνης στα ελληνικά προϊόντα για την άριστη ποιότητά τους δίνει κι ο σεφ Αθανάσιος Μπαλασκάκης, ο οποίος όπως υπογραμμίζει στο «ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ» η γαστρονομία και τα ελληνικά προϊόντα είναι «άρρηκτα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας. Εξάλλου, η χώρα μας από την αρχαιότητα έχει μια μεγάλη παράδοση στην γαστρονομία. Να πούμε ότι το πρώτο βιβλίο με συνταγές μαγειρικής στον κόσμο είναι ελληνικό, έχει γραφτεί το 423 π.Χ. Από αυτό και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντική θέση κατέχει στον πολιτισμό της χώρας μας».
Αυτήν την ιστορική σχέση γαστρονομίας και ελληνικής κουλτούρας προσπαθούν οι επαγγελματίες του χώρου να μεταδώσουν αλλά και να την καθιερώσουν στο εξωτερικό προωθώντας τα ελληνικά τρόφιμα. «Γίνονται πολλές δράσεις είτε μέσα από τις λέσχες αρχιμαγείρων, μέσω συνεργασιών και συμμετοχών μας σε εκθέσεις στο εξωτερικό από όπου αναδεικνύουμε τον πλούτο της Ελλάδας και τα ποιοτικά προϊόντα που παράγει η ελληνική γη. Βέβαια μεγάλο μας ‘όπλο’ είναι το ελαιόλαδο, το οποίο είναι από τα καλύτερα στον κόσμο». Όπως τονίζει ο κ. Μπαλασκάκης, απώτερος στόχος είναι η Ελλάδα να γίνει και γαστρονομικός προορισμός. «Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Προς αυτήν την κατεύθυνση εργαζόμαστε όλοι οι επαγγελματίες του χώρου. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο σουβλάκι, τζατζίκι και μουσακάς. Υπάρχουν τοπικά προϊόντα τα οποία είναι εξαιρετικής ποιότητας. Εξάλλου, η προσωπική μου εμπειρία σε επαφή που είχα σε παγκόσμιο συνέδριο αρχιμαγείρων με συναδέλφους μου από όλες τις πλευρές του πλανήτη ήταν ότι όλοι δοκίμασαν τα ελληνικά προϊόντα και ενθουσιάστηκαν».
Οι «πρωταθλητές» πάντως των ελληνικών τροφίμων σύμφωνα με τον κ. Μπαλασκάκη είναι το ελαιόλαδο, ακολουθεί το κρασί, το οποίο συνεχίζει να κατακτά μεγάλες αγορές στο εξωτερικό, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως διάφορες ποικιλίες τυριού, κι έπεται το μέλι, τα όσπρια, μαρμελάδες από φρέσκα φρούτα. «Προτεραιότητά μου πάντως πάντοτε είναι να χρησιμοποιώ κατ’ εξοχήν ελληνικά προϊόντα. Έχουμε ένα ‘θησαυρό’, ο οποίος είναι ακόμη ανεκμετάλλευτος αλλά μπορεί να φέρει πολλά οφέλη στον τουρισμό και στην οικονομία μας αν να προωθηθεί με σωστό και συστηματικό τρόπο» καταλήγει ο κ. Μπαλασκάκης.
Στο στόχαστρο οι γαστροτουρίστες
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται κι ο πρόεδρος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας και πρόεδρος διοικούσας Επιτροπής Ινστιτούτου Ελληνικής Γαστρονομίας, Θωμάς Λαζανάς, ο οποίος όπως επισημαίνει ότι «η Ελλάδα είναι ένας από τους τοπ τουριστικούς προορισμούς. Θα έλεγα μάλιστα ότι το μαγαζί είναι γωνία. Έχει μια κουλτούρα και μια ιστορία εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η γαστρονομία είναι ένας άυλος πολιτισμός και θα πρέπει να γίνει μια μεθοδευμένη κίνηση, μια συνέργεια, να ενωθούν όλοι οι παράγοντες τουρισμού, αγροτικής ανάπτυξης, γαστρονόμοι και να φτιάξουν ένα μοντέλο ώστε οι επισκέπτες στην χώρα να βρίσκουν έναν τουριστικό οδηγό με ποικίλες πληροφορίες της κάθε περιοχής της Ελλάδας, καθώς βασικό στοιχείο είναι οι τοπικές γεύσεις, τα τοπικά στοιχεία».
Ο κ. Λαζανάς αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στους στόχους της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας είναι η γαστρονομική και τουριστική ανάπτυξης «αναδεικνύοντας πέντε ως δέκα τοπικές γεύσεις δίνοντας όμως ένα στοιχείο πιο μοντέρνο. Για παράδειγμα, το ελληνικό ελαιόλαδο είναι κυρίαρχο προϊόν, εξαιρετικής ποιότητας και πλούσιο σε οργανοληπτικά στοιχεία. Βέβαια στα κορυφαία προϊόντα είναι εκτός από τα εσπεριδοειδή είναι και οι φράουλες, η σταφίδα, η οποία είναι υπερτροφή, το μέλι. Η Ελλάδα έχει στην ‘καρδιά’ της μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες μέσω των οποίων μπορούν να προωθούνται τα τοπικά προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας πρέπει κι όσοι επαγγελματίες ανήκουμε στον χώρο να οπλιστούμε, να δημιουργήσουμε δράσεις. Αφού είμαστε κι εμείς ‘γρανάζι’, ένα κομμάτι του τουριστικού μηχανισμού πρέπει να προσφέρουμε. Εγώ αισθάνομαι υπερήφανος σε κάθε προσπάθεια που κάνω στο ξενοδοχείο όπου εργάζομαι παρουσιάζοντας την ελληνική κουζίνα ζωντανά στους τουρίστες μπροστά στην θάλασσα ή στην πισίνα, δείχνοντας πώς μπορεί κάποιος να μαγειρέψει ένα απλό φαγητό, μυώντας τους να δοκιμάσουν. Διότι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται στην χώρα μας θέλει να ρουφήξει σαν σφουγγάρι την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της, το χαμόγελό της, τις γεύσεις της».
Στα σχέδια του κ. Λαζανά είναι να γίνει καταγραφή της ελληνικής γαστρονομίας, η οποία θα διατεθεί στον ΕΟΤ. «Είναι στόχος ζωής για μένα να υπάρχει ένα site όπου η ελληνική γαστρονομία θα είναι χωρισμένη ανά περιοχές, ανά περιφέρειες. Εξάλλου, ο γαστροτουρισμός κάθε μέρα μεγαλώνει, ιδιαίτερα την επόμενη πενταετία θα σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη. Θα πρέπει να οργανώνονται φεστιβάλ, τα οποία είναι ένα ‘όπλο’, καθώς μπορείς σε έναν χώρο 1000 τμ. να φέρεις την Ελλάδα στο πιάτο των επισκεπτών. Δεν πρέπει να χαρακτηριστεί η Ελλάδα ως χώρα του μουσακά και της πίτας. Βέβαια, υπάρχουν και πολλά μοναστήρια τα οποία έχουν μια ιδιαίτερη γαστρονομία και θα μπορούν να ανοίξουν τις πύλες τους κι εκτός από το θρησκευτικό στοιχείο οι επισκέπτες να μπορούν να πειραματιστούν στην μοναστηριακή κουζίνα, ενώ και ξενοδοχειακές μονάδες να εντάξουν και να διαθέτουν την πυθαγόρεια διατροφή με στόχευση τους vegan τουρίστες, οι οποίοι είναι αρκετά εκατομμύρια».
Ο πρόεδρος της Λέσχης Αρχιμαγείρων Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας και πρόεδρος διοικούσας Επιτροπής Ινστιτούτου Ελληνικής Γαστρονομίας, Θωμάς Λαζανάς υπογραμμίζει ότι η κρίση έχει δημιουργήσει ιδέες, αφύπνισε τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, την αγροτική κοινότητα αλλά και πολλούς νέους, ενώ δήλωσε ότι «ως λέσχη θα προχωρήσουμε σε διάβημα διαμαρτυρίας σε μεγάλο εκδοτικό οίκο των ΗΠΑ ο οποίος σε βιβλιογραφία σχετικά με την μεσογειακή διατροφή προσπέρασε την Ελλάδα και την εξαίρεσε. Όμως θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η μεσογειακή διατροφή είναι η ελληνική. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα τώρα να κάνουμε μια προσπάθεια να δώσουμε τα χέρια. Η συλλογικότητα είναι υπέρτατο αγαθό» καταλήγει ο κ. Λαζανάς.
Ήρθε η ώρα για συνέργειες, μάρκετιγνκ και το τέλος του ..τενεκέ
Τυποποίηση και μάρκετινγκ, είναι τα «κλειδιά» για την επιτυχία στις αγορές του εξωτερικού υποστηρίζουν οι ελαιοπαραγωγοί. «Μπορεί να έχουμε ένα άριστο προϊόν ωστόσο χρειάζεται κι η σωστή προώθηση και το branding» υποστηρίζουν.
Όπως είναι αναμενόμενο η τοπική οικονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη – και εξαρτώμενη σε ορισμένες περιπτώσεις- με την παραγωγή ελαιολάδου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ», ο ελαιοπαραγωγός Κωνσταντίνος Αυγερινός «εμείς είμαστε από την Πελοπόννησο από την Ηλεία, Μεσσηνία. Είναι κατεξοχήν παραγωγικές περιοχές. Για κάθε οικογένεια το 60% του εισοδήματός της προέρχεται από τις ελιές, από το ελαιόλαδο. Άρα είναι άμεσα συνδεδεμένη η ελαιοπαραγωγή με την οικονομία της τοπικής κοινωνίας. Κι όταν δεν έχει παραγωγή όπως δεν είχαμε πέρυσι λόγω κάποιας ασθένειας στο δέντρο, η οικονομία είχε αρνητικό πρόσημο. Δεν κινιόταν τίποτε. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι η ελιά είναι καθαρά ελληνικό προϊόν. Εμείς έχουμε τα καλύτερα λάδια, τις καλύτερες επιτραπέζιες ελιές. Είναι ένα προϊόν που μας αντιπροσωπεύει».
Όσον για την εξωστρέφεια του προϊόντος στο εξωτερικό ο κ. Αυγερινός τονίζει ότι «τα προϊόντα μας τον τελευταίο καιρό αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος, διότι είμαστε ακόμη πίσω κυρίως στο θέμα του μάρκετινγκ. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι έχει επικρατήσει το χύμα ελαιόλαδο, αφού ο κάθε παραγωγός, η κάθε μικρή επιχείρηση πουλάει το ελαιόλαδό του χύμα, στους τενεκέδες. Όταν λοιπόν γίνεται κάτι τέτοιο και δεν το τυποποιεί δεν μπορεί να δώσει υπεραξία στο προϊόν του κι άρα είναι και χαμηλές οι τιμές του ελαιολάδου και δεν μπορούμε να βγούμε έτσι στην διεθνή αγορά. Να πω όμως ότι πιστεύω ότι σιγά σιγά η νέα γενιά ελαιοπαραγωγών έχει καταλάβει ότι πρέπει το ελαιόλαδο να μπει μέσα σε μπουκάλι, να γίνεται τυποποίηση. Βέβαια περιμένουμε μια βοήθεια και από το κράτος σε αυτήν την κατεύθυνση, να συμμετέχουμε σε εκθέσεις. Οι Ιταλοί για παράδειγμα συμμετέχουν σε κάθε έκθεση, φεστιβάλ που γίνεται σε όλη την Ευρώπη ή τον κόσμο υπό την σκέπη του κράτους. Οι Ιταλοί είναι πολύ καλοί στο μάρκετινγκ κι έχουν καλές ετικέτες, καλές συσκευασίες, δυνατά brand name. Η ποιότητα όμως της ελληνικής ελιάς είναι άριστη, καθώς κάθε χρόνο οι Ιταλοί προπληρώνουν κι έρχονται κι αγοράζουν όλην την ελληνική παραγωγή γιατί είναι έξτρα παρθένα κι έτσι τα αγοράζουν για να φτιάξουν και τα δικά τους».
«Δεν πρόκειται μόνο για ένα προϊόν είναι ένα ‘εργαλείο’ που αν αξιοποιηθεί και προωθηθεί σωστά μπορεί να συμβάλλει στην τουριστική ανάπτυξη» δηλώνει ο κ. Αυγερινός. «Μπορούν να φτιαχτούν επισκέψιμα αγροκτήματα, για αγροτουρισμό, να έρχονται οι ξένοι να μαθαίνουν να μαζεύουν τις ελιές, να μάθουν την μεσογειακή διατροφή, να μάθουν περισσότερα πράγματα για το προϊόν μας.Το ζήτημα είναι ότι το αδύναμο σημείο μας είναι οι μη συνεργασίες και συμπράξεις. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, να κάνουμε συνεταιρισμούς ώστε να προχωρήσουμε δυνατά στην Ευρώπη. Ο καθένας μόνος του δεν έχει την δύναμη. Το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι να γίνουν μικροί συνεταιρισμοί παραγωγών για να μπορούμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί».
Το λάδι ως …φάρμακο
Στον σημαντικό ρόλο και συμβολή της ελιάς στις τοπικές οικονομίες αναφέρθηκε κι ο ελαιοπαραγωγός, Νίκος Κριμνιανιώτης. «Είναι ένα προϊόν που μπορεί να συμβάλλει και να παίξει σημαντικό ρόλο και στην τουριστική ανάπτυξη της Ελλάδας εφόσον προωθηθεί σωστά».
Υπάρχουν ελιές – «μουσεία» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ενώ μιλώντας για το ελληνικό λάδι, «έναν θησαυρό που έχουμε στα χέρια μας» όπως δήλωσε, «η τελευταία μας κίνηση είναι να αναδείξουμε ότι το λάδι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα κάτω από κάποιες συνθήκες είναι φάρμακο. Δεν είναι απλώς ένα τρόφιμο. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι είναι ένα λειτουργικό τρόφιμο, το οποίο κάτω από κάποιες συνθήκες παραγωγής και συντήρησης μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη πολλών ασθενειών και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει και ως φάρμακο. Εξάλλου, στόχος μας είναι να φτιάξουμε μια καινούργια κατηγορία ελαιόλαδου με πιστοποιήσεις, το μεσογειακό υγειοπροστατευτικό ελαιόλαδο.
Εμείς προσπαθούμε να εκπαιδεύσουμε τους παραγωγούς να παράγουν φυσικό ελαιόλαδο με στόχος τις διεθνείς αγορές», στις οποίες όπως επεσήμανε ο κ. Κρημνιανιώτη υστερούμε. «Είμαστε πίσω σε σχέση με άλλες χώρες όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία διότι δεν έχουμε οργανωμένο μάρκετινγκ. Με αυτό που πάμε όμως να κάνουμε τώρα προσπαθούμε κατά κάποιον τρόπο να αναδείξουμε τα ελληνικά προϊόντα, τα οποία στην πλειοψηφία τους είναι έξτρα παρθένα ελαιόλαδα και τα οποία είναι υγειοπροστατευτικά. Έτσι, αν το μάθει ο κόσμος ότι το ελληνικό λάδι σημαίνει υγειοπροστασία τότε δεν θα χρειαστεί ιδιαίτερη διαφήμιση».
Στα κενά στο μάρκετιγνκ έρχεται να προστεθεί και το θέμα του …τενεκέ. «Το θέμα είναι ότι ο τενεκές με λάδι είναι 16 με 17 κιλά. Όταν το παίρνει μια οικογένεια η οποία ζει σε μια αστική περιοχή και θα το χρησιμοποιήσει για μερικούς μήνες, ύστερα από 20 μέρες ο τενεκές θα πάρει τόσο αέρα, θα οξειδωθεί, με αποτέλεσμα το λάδι αυτό θα είναι ένα πολύ καλό λίπος για τηγάνισμα και μαγείρεμα, αλλά δεν θα έχει τις υγειοπροστατευτικές ιδιότητες. Δυστυχώς ο κόσμος δεν έχει εκπαιδευτεί. Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το λάδι ως λίπος για μαγείρεμα, για τηγάνισμα. Και το έλλειμμα εκπαίδευσης αγγίζει και τους καλλιεργητές. Χρειάζεται μια εκπαίδευση στην καλλιέργεια και στο κλάδεμα της ελιάς, στην περιποίηση, στον τρόπο μαζέματος… Αν κάνετε μια περιοδεία το φθινόπωρο σε ελαιοτριβεία θα δείτε ότι η εικόνα είναι πολύ δυσάρεστη». Τέλος, ο κ. Κριμνιανιώτης αναφέρθηκε στον πολιτισμό της ελιάς και τον ρόλο που έχει παίξει ο πολιτιστικός οργανισμός ‘Δρόμοι της Ελιάς’ με έδρα την Καλαμάτα στην ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων στην βόρεια Ευρώπη.