Όταν η βασίλισσα Αμαλία έφτασε στην Αθήνα το 1837, οι Έλληνίδες αντίκρισαν στο πρόσωπό της το κάλλος της αναδυόμενης Αφροδίτης. Η Αμαλία που αγαπούσε τη μόδα υιοθέτησε το ελληνικό ένδυμα της εποχής της αλλά το άλλαξε ριζικά και ενσωμάτωσε στοιχεία της ευρωπαϊκής ενδυμασίας.
Από αυτή τη σύνθεση προέκυψε το «σακάκι της Αμαλίας», ένα κοντό σε γραμμή μπολερό βελούδινο ζακετάκι κεντημένο με παραδοσιακά σχέδια. Εγινε το πιο δημοφιλές κομμάτι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και οι γυναίκες άρχισαν να το αντιγράφουν σε όλη την επικράτεια, επηρεάζοντας τις αστικές ενδυμασίες και τις αγροτικές φορεσιές στην περιοχή των Βαλκανίων έως την Κύπρο.
Η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό της. Δημιούργησε, λοιπόν, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμαλία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά.
Η Αμαλία με εντελώς δυτικά ρούχα, έφερε επανάσταση στην ελληνική μόδα.
Είναι ένα φόρεμα σε στιλ Biedermeier, με μπούστο καβαδιού και από πάνω το νησιώτικο ζιπούνι, βασιλικά κεντημένο. Στο κεφάλι οι παντρεμένες φορούσαν το πατροπαράδοτο φέσι με το παπάζι, που το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν το καλπάκι.Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελευθέρα Βαλκάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι.
Είναι, νομίζω, κατανοητό ότι οι διάφορες «αμαλιοποιημένες» φορεσιές ήταν πολλές φορές μια απλή τροποποίηση ενδυμάτων που ήδη υπήρχαν, κυρίως συνόλων με φουστάνι. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της μανιάτικης φορεσιάς και της κυπριακής αστικής ενδυμασίας.
Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέσι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα, και στολισμένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ’ όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.
Στα πεδινά, τα βουνίσια και τα παραθαλάσσια χωριά εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι τοπικές φορεσιές, που αυτή την εποχή φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται, λίγο πριν αρχίσουν να καταργούνται με τη δεύτερη, πιο δυναμική εισβολή της Δυτικής μόδας. Τη μόδα αυτή την καθιέρωσε η βασίλισσα Όλγα (1867-1913) με σύμμαχο την ελληνική βιομηχανική επανάσταση, που στην περίπτωση του ενδύματος επισημαίνεται με τη ραπτομηχανή, τα φιγουρίνια και τις καλλιγραφίες, αλλά κυρίως με τις σχολές κοπτικής και ραπτικής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής Αλέξανδρος Ραγκαβής, εκθείαζε το κάλλος της Αμαλίας: "Ης η σπανία τότε καλλονή ήν εορτής το ωραιότερον κόσμημα, ώστε ότε την είδον εξελθούσαν της λέμβου πολλοί είχον διά στόματος την Αναδυομένην της αρχαιότητος ".
Ο Ραγκαβής τα έλεγε αυτά διότι διετέλεσε αργότερα και προσωπικός διερμηνέας της βασίλισσας. Το περί κάλλους της βασίλισσας σηκώνει όμως πολύ συζήτηση, αφού ο Γάλλος συγγραφέας Γκουστάβ Φλομπέρ όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, φρόντισε να διαλύσει κάθε υπόνοια ομορφιάς, που ήθελαν οι Έλληνες για την βασίλισσα τους... «Την είδα την Μεγαλειότατη στο θέατρο χθες ,έλεγε ο συγγραφέας της Μαντάμ Μποβαρύ, είναι άσχημη. Ασφαλώς άσχημη... τα μάτια της όμοια κουνελιού... βλέφαρα σαν στάχυα...»
Πηγή: iefimerida.gr
Από αυτή τη σύνθεση προέκυψε το «σακάκι της Αμαλίας», ένα κοντό σε γραμμή μπολερό βελούδινο ζακετάκι κεντημένο με παραδοσιακά σχέδια. Εγινε το πιο δημοφιλές κομμάτι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και οι γυναίκες άρχισαν να το αντιγράφουν σε όλη την επικράτεια, επηρεάζοντας τις αστικές ενδυμασίες και τις αγροτικές φορεσιές στην περιοχή των Βαλκανίων έως την Κύπρο.
Η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό της. Δημιούργησε, λοιπόν, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμαλία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά.
Η Αμαλία με εντελώς δυτικά ρούχα, έφερε επανάσταση στην ελληνική μόδα.
Οι Αθηναίες αστές ξετρελάθηκαν με τη νέα φορεσιά και την υιοθέτησαν αμέσως.
Η ενδυμασία αυτή αποτελεί την αστική γυναικεία φορεσιά των Αθηνών γνωστή ως «στολή Αμαλίας» και ενέπνευσε πολλές παραλλαγές σε όλο τον 19ο αιώνα.
Με διάφορες παραλλαγές που οφείλονται στο κοινωνικό ή ατομικό γούστο, η ενδυμασία εξαπλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα, και επηρέασε όλες σχεδόν τις αστικές γυναικείες φορεσιές. Οι γυναίκες εγκατέλειψαν, χάρη στην Αμαλία, την οθωμανική φορεσιά που κυριαρχούσε ως τότε.
Η ελληνίδα της εποχής ντυνόταν κυριολεκτικά ως οθωμανή, με μαντήλα στο κεφάλι και ολόκλειστα ρούχα
Ελληνίδες της Θεσσαλονίκης
Η στολή της Αμαλίας, ευκαιρία για τις αστές να δείξουν πλούτο
Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη και απαιτεί ανοιχτό μπούστο για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκαμίσου. Καμία Ελληνίδα δεν είχε διανοηθεί ως τότε να δείξει το μπούστο της και έπρεπε να το επιβάλλει η Αμαλία για να εξαπλωθεί.
Το κοντογούνι είναι βελούδινο, χρυσοκέντητο και πολύ εφαρμοστό. Στο κεφάλι φοριέται το φέσι το οποίο ήταν πιο μεγάλο για τις παντρεμένες γυναίκες. Στο φέσι μεγάλη σημασία είχε η φούντα, φτιαγμένη από χρυσές κλωστές πλεγμένες και στολισμένες με μαργαριτάρια ή πούλιες.
«Η Αμαλία ήταν ένα πρότυπο μόδας», λέει η ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου στο βιβλίο της «Η Ελληνική Ενδυμασία | Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα» και αναφέρει:
Μόδα ως τα Βαλκάνια
«Η Αμαλία ήταν ένα πρότυπο μόδας», λέει η ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου στο βιβλίο της «Η Ελληνική Ενδυμασία | Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα» και αναφέρει:
Μόδα ως τα Βαλκάνια
Είναι ένα φόρεμα σε στιλ Biedermeier, με μπούστο καβαδιού και από πάνω το νησιώτικο ζιπούνι, βασιλικά κεντημένο. Στο κεφάλι οι παντρεμένες φορούσαν το πατροπαράδοτο φέσι με το παπάζι, που το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν το καλπάκι.Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελευθέρα Βαλκάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι.
Είναι, νομίζω, κατανοητό ότι οι διάφορες «αμαλιοποιημένες» φορεσιές ήταν πολλές φορές μια απλή τροποποίηση ενδυμάτων που ήδη υπήρχαν, κυρίως συνόλων με φουστάνι. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της μανιάτικης φορεσιάς και της κυπριακής αστικής ενδυμασίας.
Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέσι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα, και στολισμένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ’ όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.
Στο λαιμό η χανάκα, καθαρά οθωμανική παράδοση:
Στα πεδινά, τα βουνίσια και τα παραθαλάσσια χωριά εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι τοπικές φορεσιές, που αυτή την εποχή φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται, λίγο πριν αρχίσουν να καταργούνται με τη δεύτερη, πιο δυναμική εισβολή της Δυτικής μόδας. Τη μόδα αυτή την καθιέρωσε η βασίλισσα Όλγα (1867-1913) με σύμμαχο την ελληνική βιομηχανική επανάσταση, που στην περίπτωση του ενδύματος επισημαίνεται με τη ραπτομηχανή, τα φιγουρίνια και τις καλλιγραφίες, αλλά κυρίως με τις σχολές κοπτικής και ραπτικής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής Αλέξανδρος Ραγκαβής, εκθείαζε το κάλλος της Αμαλίας: "Ης η σπανία τότε καλλονή ήν εορτής το ωραιότερον κόσμημα, ώστε ότε την είδον εξελθούσαν της λέμβου πολλοί είχον διά στόματος την Αναδυομένην της αρχαιότητος ".
Ο Ραγκαβής τα έλεγε αυτά διότι διετέλεσε αργότερα και προσωπικός διερμηνέας της βασίλισσας. Το περί κάλλους της βασίλισσας σηκώνει όμως πολύ συζήτηση, αφού ο Γάλλος συγγραφέας Γκουστάβ Φλομπέρ όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, φρόντισε να διαλύσει κάθε υπόνοια ομορφιάς, που ήθελαν οι Έλληνες για την βασίλισσα τους... «Την είδα την Μεγαλειότατη στο θέατρο χθες ,έλεγε ο συγγραφέας της Μαντάμ Μποβαρύ, είναι άσχημη. Ασφαλώς άσχημη... τα μάτια της όμοια κουνελιού... βλέφαρα σαν στάχυα...»
Πηγή: iefimerida.gr