Ζώντας τις τελευταίες μέρες της ζωής μου αποφάσισα να γράψω κάτι για την ιστορία μου. Δεν είμαι κάτι σημαντικό. Ένα απλό δένδρο και μάλιστα νεραντζιά. Δεν θυμάμαι πότε με φύτεψαν. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι ο δρόμος είχε το όνομα μιας βασίλισσας. Τα φρούτα μου δεν τρώγονται. Κανένα γλυκό του κουταλιού με πολύ πικράδα γίνονται. Καμιά φορά προσπαθεί να φάει κανένα καρπό κάποιος ξένος επισκέπτης που με περνάει για πορτοκάλι και τον πικραίνω. Οι ρίζες μου με τα χρόνια πήγαν βαθιά και συνάντησα ακόμα και οθωμανικά καλντερίμια και λίγο θάλασσα.
Ήμουν ακμαίος. Μεγάλωνα και μια φορά το χρόνο με χτένιζαν λίγο. Στις γιορτές μού έβαζαν και καμία κόκκινη κορδέλα ή κανένα φωτάκι και τότε ήμουν πολύ υπερήφανος. Τι να κάνουμε; ο ρόλος μου ήταν πάντα διακοσμητικός.
Θυμάμαι όταν γειτόνευα μ΄ ένα καφενείο. Οι ιδιοκτήτες πάντα με φρόντιζαν. Το καλοκαίρι μάλιστα, με ό,τι νερό περίσσευε στα ποτήρια των θαμώνων με κατάβρεχαν. Και εγώ μεγάλωνα και δυνάμωνα. Καλοί και ευγενικοί άνθρωποι οι ιδιόκτητες. Θυμάμαι μάλιστα και κάτι περίεργους τύπους που στέκονταν δίπλα μου και με αγκάλιαζαν. Στην αρχή άρχισα να παρεξηγούμαι. Σεξουαλική παρενόχληση; Σύντομα κατάλαβα ότι ήμουν το στήριγμα τους μετά από κατανάλωση αλκοόλ.
Και μετά; Ήρθαν καινούργιοι ιδιοκτήτες. Νέα παιδιά με πολλή έντονη μουσική. Τα φύλλα μου άκουσαν όλα τα είδη μουσικής. Άκουσαν και πολλές υποσχέσεις για παντοτινές αγάπες αλλά οι περισσότερες ήταν μετά την έξοδο από το μπαρ. Μην ξεχάσω. Είδα και σκηνές βίας και άγριων καυγάδων αλλά με στεναχωρούν όταν τις σκέφτομαι.
Πέρναγαν τα χρόνια και ένοιωθα σίγουρος για τον εαυτό μου. Ξαφνικά άρχισαν στην περιοχή έργα. Μια νέα λέξη διαδόθηκε γρήγορα μεταξύ μας. Ανάπλαση. Ξήλωσαν ό,τι παλαιό υπήρχε, έσκαψαν, βρήκαν τα οθωμανικά καλντερίμια, ό που οι ρίζες μου είχαν δεινοπαθήσει. Άντε, λέω από μέσα μου. Έρχονται καλύτερες μέρες. Οι εργασίες τελειώνουν και τα αυτοκίνητα απομακρύνονται λίγο από κοντά μου. Αισθάνομαι καλύτερα την αναπνοή μου. Μπροστά μου βάζουν και ένα περίεργο πλακάκι με πολλές παράλληλες γραμμές. Άκουσα μάλιστα από περαστικούς, πάντα ήμουν περίεργος, ότι είναι για τυφλούς και ξαφνιάστηκα. Λες να έλθει κανείς κατά πάνω μου από λάθος και να με τραυματίσει, σκέφτηκα.
Άρχισαν και οι εργασίες για νέο μαγαζί δίπλα μου. Χάρηκα. Θα με φροντίζουν καθημερινά, σκέφτηκα. Νέοι άνθρωποι, θα περάσω καλά. Και ξαφνικά άρχισαν να φτιάχνουν κάτι και έξω από το μαγαζί. Κάτι για να κάνει σκιά, από ό,τι κατάλαβα. Παραξενεύτηκα. Όταν άνοιξε η τέντα έπεσε επάνω μου.
Ε ,τι κάνετε; φώναξα. Δεν με βλέπετε;
Εντάξει σκέφτηκα, δεν θα υπολόγισαν καλά. Το βράδυ, αφού είχα ηρεμήσει κάπως, είδα ξαφνικά κάποιον με ένα πριόνι. Δεν πίστευα στα…. φύλλα μου. Άρχισε να με κονταίνει. Ρε παιδιά, έλεος! Κανείς δεν με ακούει. Έμεινα μισός. Τους συγχώρεσα όμως, έχω μεγάλη καρδιά. Θα μεγαλώσω και πάλι, σκέφτηκα. Θα με συμπαθήσουν. Θα με δουν με άλλο μάτι. Τις επόμενες ημέρες έβαλαν μπροστά μου κάτι τζάμια. Δεν είχα καμία επαφή με τους επισκέπτες. Δεν άκουγα τίποτα. Σας είπα ότι το κουσούρι μου είναι ότι είμαι λίγο περίεργος. Έδωσα και πάλι τόπο στην οργή.
Πέφτει σήμα από τα άλλα δένδρα του δρόμου ότι μας κόβουν κλαδιά για να μας μπολιάσουν. Μας κάνουν λεμονιές για να είναι χρήσιμος ο καρπός μας. Εντάξει ρε παιδιά, τι να κάνουμε; είπα στ΄ άλλα δένδρα. Ηρεμήστε, αυτός είναι η ρόλος μας στην Αργολίδα. Σε εμάς στηρίζονται όλα τα εσπεριδοειδή. Από εμάς, τις νεραντζιές, γίνονται οι πορτοκαλιές, οι μανταρινιές και οι λεμονιές. Πρέπει να είμαστε περήφανα δένδρα. Έχουμε δώσει ψωμί σε πολλές οικογένειες. Θα μας προσέξουν.
Μια νύχτα, μάλλον δεν είχε φεγγάρι, ένας τύπος άρχισε να με κόβει χαμηλά. Κοντά στο χώμα. Εκτελούσε εντολές από το αφεντικό. Ήταν σίγουρος, δεν φοβόταν κανέναν. Έμεινα με τα .. φύλλα μαραμένα. Ο κορμός πέφτει κάτω. Τελείωσα, σκέφτηκα. Κάποιος ρε παιδιά να πει μια κουβέντα. Τίποτα.
Και εκεί που είμαι στο χώμα, προσπαθώ να ξαναβγώ στον αέρα, να αναπνεύσω. Και δεν μπορώ. Με εμποδίζουν κάτι λευκές πέτρες. Τότε το κατάλαβα. Αυτός είναι ο τάφος μου.
Για την αντιγραφή της ιστορίας Μπάμπης Αντωνιάδης
Ήμουν ακμαίος. Μεγάλωνα και μια φορά το χρόνο με χτένιζαν λίγο. Στις γιορτές μού έβαζαν και καμία κόκκινη κορδέλα ή κανένα φωτάκι και τότε ήμουν πολύ υπερήφανος. Τι να κάνουμε; ο ρόλος μου ήταν πάντα διακοσμητικός.
Θυμάμαι όταν γειτόνευα μ΄ ένα καφενείο. Οι ιδιοκτήτες πάντα με φρόντιζαν. Το καλοκαίρι μάλιστα, με ό,τι νερό περίσσευε στα ποτήρια των θαμώνων με κατάβρεχαν. Και εγώ μεγάλωνα και δυνάμωνα. Καλοί και ευγενικοί άνθρωποι οι ιδιόκτητες. Θυμάμαι μάλιστα και κάτι περίεργους τύπους που στέκονταν δίπλα μου και με αγκάλιαζαν. Στην αρχή άρχισα να παρεξηγούμαι. Σεξουαλική παρενόχληση; Σύντομα κατάλαβα ότι ήμουν το στήριγμα τους μετά από κατανάλωση αλκοόλ.
Και μετά; Ήρθαν καινούργιοι ιδιοκτήτες. Νέα παιδιά με πολλή έντονη μουσική. Τα φύλλα μου άκουσαν όλα τα είδη μουσικής. Άκουσαν και πολλές υποσχέσεις για παντοτινές αγάπες αλλά οι περισσότερες ήταν μετά την έξοδο από το μπαρ. Μην ξεχάσω. Είδα και σκηνές βίας και άγριων καυγάδων αλλά με στεναχωρούν όταν τις σκέφτομαι.
Πέρναγαν τα χρόνια και ένοιωθα σίγουρος για τον εαυτό μου. Ξαφνικά άρχισαν στην περιοχή έργα. Μια νέα λέξη διαδόθηκε γρήγορα μεταξύ μας. Ανάπλαση. Ξήλωσαν ό,τι παλαιό υπήρχε, έσκαψαν, βρήκαν τα οθωμανικά καλντερίμια, ό που οι ρίζες μου είχαν δεινοπαθήσει. Άντε, λέω από μέσα μου. Έρχονται καλύτερες μέρες. Οι εργασίες τελειώνουν και τα αυτοκίνητα απομακρύνονται λίγο από κοντά μου. Αισθάνομαι καλύτερα την αναπνοή μου. Μπροστά μου βάζουν και ένα περίεργο πλακάκι με πολλές παράλληλες γραμμές. Άκουσα μάλιστα από περαστικούς, πάντα ήμουν περίεργος, ότι είναι για τυφλούς και ξαφνιάστηκα. Λες να έλθει κανείς κατά πάνω μου από λάθος και να με τραυματίσει, σκέφτηκα.
Άρχισαν και οι εργασίες για νέο μαγαζί δίπλα μου. Χάρηκα. Θα με φροντίζουν καθημερινά, σκέφτηκα. Νέοι άνθρωποι, θα περάσω καλά. Και ξαφνικά άρχισαν να φτιάχνουν κάτι και έξω από το μαγαζί. Κάτι για να κάνει σκιά, από ό,τι κατάλαβα. Παραξενεύτηκα. Όταν άνοιξε η τέντα έπεσε επάνω μου.
Ε ,τι κάνετε; φώναξα. Δεν με βλέπετε;
Εντάξει σκέφτηκα, δεν θα υπολόγισαν καλά. Το βράδυ, αφού είχα ηρεμήσει κάπως, είδα ξαφνικά κάποιον με ένα πριόνι. Δεν πίστευα στα…. φύλλα μου. Άρχισε να με κονταίνει. Ρε παιδιά, έλεος! Κανείς δεν με ακούει. Έμεινα μισός. Τους συγχώρεσα όμως, έχω μεγάλη καρδιά. Θα μεγαλώσω και πάλι, σκέφτηκα. Θα με συμπαθήσουν. Θα με δουν με άλλο μάτι. Τις επόμενες ημέρες έβαλαν μπροστά μου κάτι τζάμια. Δεν είχα καμία επαφή με τους επισκέπτες. Δεν άκουγα τίποτα. Σας είπα ότι το κουσούρι μου είναι ότι είμαι λίγο περίεργος. Έδωσα και πάλι τόπο στην οργή.
Πέφτει σήμα από τα άλλα δένδρα του δρόμου ότι μας κόβουν κλαδιά για να μας μπολιάσουν. Μας κάνουν λεμονιές για να είναι χρήσιμος ο καρπός μας. Εντάξει ρε παιδιά, τι να κάνουμε; είπα στ΄ άλλα δένδρα. Ηρεμήστε, αυτός είναι η ρόλος μας στην Αργολίδα. Σε εμάς στηρίζονται όλα τα εσπεριδοειδή. Από εμάς, τις νεραντζιές, γίνονται οι πορτοκαλιές, οι μανταρινιές και οι λεμονιές. Πρέπει να είμαστε περήφανα δένδρα. Έχουμε δώσει ψωμί σε πολλές οικογένειες. Θα μας προσέξουν.
Μια νύχτα, μάλλον δεν είχε φεγγάρι, ένας τύπος άρχισε να με κόβει χαμηλά. Κοντά στο χώμα. Εκτελούσε εντολές από το αφεντικό. Ήταν σίγουρος, δεν φοβόταν κανέναν. Έμεινα με τα .. φύλλα μαραμένα. Ο κορμός πέφτει κάτω. Τελείωσα, σκέφτηκα. Κάποιος ρε παιδιά να πει μια κουβέντα. Τίποτα.
Και εκεί που είμαι στο χώμα, προσπαθώ να ξαναβγώ στον αέρα, να αναπνεύσω. Και δεν μπορώ. Με εμποδίζουν κάτι λευκές πέτρες. Τότε το κατάλαβα. Αυτός είναι ο τάφος μου.
Για την αντιγραφή της ιστορίας Μπάμπης Αντωνιάδης