Της Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Η ανακάλυψη της Τροίας
Ο Ερρίκος Σλήμαν γεννήθηκε στο Νόϊμπόκοβ της Γερμανίας στις αρχές του 1822. Ο πατέρας του ήταν πάστορας και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Ρομαντικός, αλλά δραστήριος, υπήρξε λάτρης του Ομήρου και δεινός έμπορος, συνδυάζοντας δύο πράγματα επιφανειακά άσχετα.
Σε νεαρή ακόμη ηλικία έφυγε για το Άμστερνταμ. Μέσα σε μία μόνο χρονιά έμαθε ολλανδικά, ισπανικά, ιταλικά, πορτογαλικά και ρωσικά (τελικά έμαθε 22 γλώσσες!) Στη συνέχεια πήγε στη Ρωσία και μετά στο Παρίσι, όπου έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά. Είναι ήδη μεγιστάνας του πλούτου από το εμπόριο του λουλακιού και θεωρεί ότι ήρθε η στιγμή να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο του όνειρο: τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας της Ελλάδας, ποτισμένος ως το μεδούλι από την ποίηση του Ομήρου. Χωρίζει την Ρωσίδα σύζυγό του Αικατερίνη Λυσέ και παρακολουθεί μαθήματα αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1866-1870.
Τον Φεβρουάριο του 1868 έστειλε μια επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος : «...Εδώ στο Παρίσι όπου βρίσκομαι, υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες, η μια πιο γοητευτική από την άλλη. Και είναι δια να ξέρετε Άγιε Πάτερ, η κάθε μια τους ένας πειρασμός. Δεν θα ήθελα να μπλέξω με μια Γαλλίδα, γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να βρω κοντά της, την αληθινή ευτυχία...».
Ο Αρχιεπίσκοπος του απάντησε στέλνοντας μια φωτογραφία της 17χρονης ξαδέλφης του Σοφίας, κόρης του Αθηναίου υφασματέμπορου Εγκαστρωμένου και θείου του. Ο Σλήμαν ήρθε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και ο Αρχιεπίσκοπος τον πάντρεψε με τη Σοφία.
Ένα επιβλητικό τριώροφο μέγαρο, κατασκευή Ερνέστου Τσίλλερ, έγινε το σπίτι τους, που ονομάστηκε από τον Σλήμαν Ιλίου Μέλαθρον, δηλαδή Παλάτι του Ιλίου(=Τροίας). Το ζευγάρι απέκτησε ένα κορίτσι, την Ανδρομάχη, και ένα αγόρι, τον Αγαμέμνονα.
Το 1870 το ζευγάρι έφυγε για τον Μαρμαρά της Μικράς Ασίας και ακολούθως κατευθύνθηκε στον λόφο Χισαρλίκ της Τουρκίας, όπου άρχισε να ανασκάπτει, έχοντας οδηγό τον... Όμηρο. Η Σοφία στάθηκε δίπλα του ως σύντροφος και ως πολύτιμη βοηθός. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί σύγχρονες μεθόδους αρχαιολογικής έρευνας τον 19ο αιώνα, ακριβώς τις ίδιες που χρησιμοποιούνται και σήμερα.
Την Τροία την αναζήτησαν κι άλλοι πολλοί, νωρίτερα, χωρίς κανείς να καταφέρει να ορίσει πού βρισκόταν η αρχαία πόλη των Ομηρικών επών. Ο Σλήμαν, έχοντας ανα χείρας τα βιβλία του Ομήρου, όμως, στην καρδιά το άσβεστο πάθος και στις τσέπες του το πολύτιμο χρήμα, οδηγήθηκε στον συγκεκριμένο λόφο. Εκεί βρήκε τον βρετανό αρχαιολόγο Φράνκ Κάλβερτ, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να ανασκάπτει χωρίς επιτυχία. Τα χρήματα που διέθετε είχαν τελειώσει όταν έφτασε το ζεύγος Σλήμαν και γνωρίστηκαν. Έτσι, ο Κάλβερτ αποχώρησε και ο Σλήμαν συνέχισε ακριβώς στο ίδιο σημείο.
Το 1872 ανακάλυψε ερείπια τειχών, βέβαιος ότι επρόκειτο για τα οχυρωματικά τείχη της ομηρικής Τροίας. Εκτός από τους εργάτες που απασχολούσε, ανάσκαπτε και ο ίδιος και η Σοφία. Έτσι, στις 30 Μαϊου 1873, ανάμεσα στα ευρήματα είδαν μια ορειχάλκινη ασπίδα, μια χύτρα, ένα αργυρό αγγείο, ένα ορειχάλκινο αγγείο, ένα χρυσό, δύο χρυσά κύπελλα, ένα μικρό κύπελλο από ήλεκτρο, δύο χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.750 χρυσά δαχτυλίδια και κουμπιά.
Το ζευγάρι αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό από όλους- παρά τον ενθουσιασμό του-ώστε να μη μπορέσει να διεκδικήσει τα ευρήματα η τουρκική κυβέρνηση.
Ο Ντέϊβιντ Τρέηλ, καθηγητής κλασικής φιλολογίας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, στο βιβλίο του «Ο Σλήμαν της Τροίας: Θησαυρός και απάτη» που εκδόθηκε το 1995, γράφει:
...Ολόκληρος ο τότε Τύπος αναμετέδιδε την εικόνα που ο Σλήμαν είχε πλάσει: «Μέσα στη φλεγόμενη Τροία, ενώ οι Αχαιοί είχαν κυριεύσει την πόλη και πυρπολούσαν τα πάντα, μια αρχόντισσα προσπαθούσε να γλιτώσει τα κοσμήματά της. Παγιδεύτηκε στα ερείπια του σπιτιού της και πέθανε αγκαλιά με τα χρυσαφικά της: Ιδού τα ερείπια του καμένου σπιτιού, ιδού ο σκελετός, ιδού το κολιέ, ιδού και το δαχτυλίδι της».
Ο σκελετός, όμως, είχε βρεθεί αλλού, ανήκε σε άλλη από την καταστροφή εποχή και κανένα βέβαια στοιχείο δε μαρτυρούσε πως επρόκειτο για αρχόντισσα. Σε ένα τρίτο σημείο είχε βρεθεί το δαχτυλίδι και σ’ ένα τέταρτο το κολιέ. Ο Σλήμαν τα είχε μαζέψει κι είχε στήσει το δικό του σκηνικό, πετυχαίνοντας να κάνει πάταγο.
Κατάφερε να στρέψει πάνω του και πάνω στην Ιλιάδα και στον Όμηρο τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας, αλλά κατάστρεψε πολύτιμα για τους ιστορικούς στοιχεία. Δεν είχε ιδέα από στρωματογραφία κι ούτε που κατάλαβε ότι δεν είχε ανακαλύψει μία αλλά εννέα Τροίες. Παρουσίασε ως «θησαυρό του Πριάμου» ένα θησαυρό κατά χίλια χρόνια αρχαιότερο, βρήκε μιαν ασπίδα και τη χρέωσε στον Αχιλλέα, δωροδόκησε εργάτες κι έβγαλε από τη χώρα σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα και καταγγέλθηκε για τη «θησαυρομανία» του, ανοιχτά...
Ήταν απόλυτα φυσικό να έρθει αντιμέτωπος με την τουρκική κυβέρνηση για την απόκρυψη του θησαυρού. Ο Σλήμαν δεν προήθηκε. Απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί τον θησαυρό, με αντάλλαγμα μια άδεια ανασκαφής στις Μυκήνες.
Η ανακάλυψη των Μυκηνών
Είδαμε ότι ο Σλήμαν με την στάση της απόκρυψης των ευρημάτων του στην Τροία, ήρθε σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πονηρά σκεπτόμενος, απευθύνθηκε στην ελληνική κυβέρνηση προσφέροντας τον θησαυρό με αντάλλαγμα να του δοθεί άδεια ανασκαφής στον χώρο των αρχαίων Μυκηνών. Πήρε την πολυπόθητη άδεια, με τον όρο να παρακολουθείται το έργο του από τις αρμόδιες αρχές και, με τον Παυσανία ανα χείρας, άρχισε να περιφέρεται στον χώρο.
Το 1876 ανακάλυψε τον πρώτο περίβολο και τους γνωστούς λακκοειδείς τάφους πίσω από την Πύλη των Λεόντων. Εκατοντάδες ευρήματα ήρθαν στο φως και θάμπωσαν ξανά τον κόσμο, όπως η περίφημη χρυσή ταφική μάσκα που αποδόθηκε στον Αγαμέμνονα, 19 σκελετοί και σαράντα κιλά χρυσά κτερίσματα. Ο Σλήμαν αναφωνεί : «Βρήκα τους σκελετούς του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας, του Ευρυμέδοντα και των μελών της οικογένειας του Πέλοπα!»
Και, φυσικά, σπεύδει να τηλεγραφήσει στον βασιλιά Γεώργιο Α΄:
«...Εύρον εντός των Τάφων μεγάλους θησαυρούς αρχαϊκών αντικειμένων εκ καθαρού χρυσού. Οι θησαυροί ούτοι αρκούν και μόνον να γεμίσουν ένα μεγάλο μουσείον, που θα είναι το αξιολογώτερον του κόσμου. Και το οποίον ανά τους αιώνας θα ελκύει εις Ελλάδαν χιλιάδας ξένους από όλας τας χώρας…»
Για άλλη μια φορά είχε «χτυπήσει» σωστά, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν απλοί μύθοι, αλλά υπήρχε ιστορία σ’ εκείνους τους τόπους. Ως το τέλος της ζωής του (26 Δεκεμβρίου 1890) πίστευε ότι είχε πράγματι ανακαλύψει τους τάφους των Ατρειδών.
Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε χρόνια αργότερα, ο λαμπερός, χρυσός θησαυρός, ήταν για άλλη μια φορά ( όπως και στην Τροία) άνθρακας: όσα ανακάλυψε ο Σλήμαν ανήκαν σε άρχοντες που έζησαν τουλάχιστον 300 με 400 χρόνια νωρίτερα από τους Ατρείδες...
Τα ευρήματα των Μυκηνών στεγάζονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στην ειδική Μυκηναϊκή Αίθουσα.
Πηγή: iporta.gr