Η νέα εμπορική συμφωνία ανοίγει πάλι τη συζήτηση για το ανθρακικό αποτύπωμα της μεταφοράς των προϊόντων εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-Χιλής. Με σύνθηµα «Βιολογικά µέχρι το κουκούτσι», η εταιρεία Tierra Viva παράγει µήλα, αχλάδια, ροδάκινα, ακτινίδια και κρεµµύδια ακολουθώντας πλήρως τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας.
Για να φτάσουν στην Ευρώπη τα προϊόντα της εταιρείας θα πρέπει να συσκευαστούν για να µπουν σε πλοία, αεροπλάνα και φορτηγά και να διανύσουν περισσότερα από 8.000 µίλια. Σε αυτό το σηµείο τίθεται το εξής ερώτηµα: Πόσο φιλικό προς το περιβάλλον είναι το βιολογικό ροδάκινο, που ταξίδεψε από την άλλη άκρη της Γης για να φτάσει στα ράφια της Ευρώπης; Πόσο συνάδει µε τη φιλοσοφία της βιολογικής παραγωγής η σπατάλη πόρων για τη µεταφορά και συντήρηση του;
Η νέα συµφωνία ΕΕ-Χιλής
Αφορµή για να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το ανθρακικό αποτύπωµα της µεταφοράς των βιολογικών προϊόντων αποτέλεσε η πρόσφατη εµπορική συµφωνία µεταξύ ΕΕ και Χιλής. Στις 7 Απριλίου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συµφωνία που ορίζει την από κοινού αναγνώριση των συστηµάτων κανόνων και ελέγχου για τα βιολογικά προϊόντα. Πρόκειται για µία ευρεία συµφωνία που περιλαµβάνει όλα τα βιολογικά προϊόντα της ΕΕ, τα οποία θα τοποθετούνται κατευθείαν στην αγορά της Χιλής και το αντίθετο. Περαιτέρω, οι δύο πλευρές θα επιδιώξουν την αµοιβαία προστασία των βιολογικών λογοτύπων καθώς και την παροχή ενός συστήµατος αυξηµένης συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και επίλυση των διαφορών στο εµπόριο βιολογικών.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι είναι η πρώτη διµερής συµφωνία της Ευρώπης µε µία χώρα της Λατινικής Αµερικής, που θα ανοίξει το δρόµο για µία «νέα γενιά» συµφωνιών στο εµπόριο βιολογικών προϊόντων και µε Τρίτες χώρες.
Ενστάσεις Ευρωβουλευτών
Ωστόσο, η συγκεκριµένη συµφωνία, που πρόκειται να επικυρωθεί µέχρι τον Ιούλιο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει ήδη προκαλέσει τις ενστάσεις αρκετών Ευρωβουλευτών. Οι τελευταίοι, ξεκαθαρίζοντας αρχικά ότι δεν είναι αντίθετοι µε τους κανόνες του ελεύθερου εµπορίου, βασίζουν τις ενστάσεις τους στο γεγονός ότι τα βιολογικά προϊόντα, κατ’ αρχήν, πρέπει να περιορίζουν το αποτύπωµα του άνθρακα και να είναι βιώσιµα από την άποψη της σπατάλης πόρων.
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήµατα της βιολογικής παραγωγής είναι το χαµηλό περιβαλλοντικό κόστος, ιδιαιτέρως όταν το προϊόν πωλείται στις τοπικές αγορές, τόνισε η Ευρωβουλευτής και Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, ∆ηµόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίµων, Daciana Sârbu, µιλώντας στο Euractiv.
Ως παραγωγοί δεν κερδίζουµε
Μιλώντας στην Agrenda η παραγωγός βιολογικών προϊόντων από την Αργολίδα, Σοφία Καραµάνου, επισηµαίνει ότι η εν λόγω εξέλιξη προκλήθηκε από τη ζήτηση των καταναλωτών: «Ο καταναλωτής έχει µάθει το λάιµ και δεν ικανοποιείται µε το δικό µας λεµόνι ή θέλει να τρώει τραγανά µήλα και αχλάδια όλο τον χρόνο. Αυτά τα προϊόντα εισάγουµε κυρίως από τις χώρες του Νοτίου ηµισφαιρίου, όπως η Χιλή. Από την άλλη ως παραγωγός χώρα δεν έχουµε να κερδίσουµε κάτι από αυτή τη συµφωνία. Τι θα εξάγουµε εµείς σε αυτές τις χώρες;» Σε αυτό το σηµείο αξίζει να σηµειωθεί ότι αυτή τη στιγµή η Ευρώπη εν γένει, είναι καθαρός εισαγωγέας τροφίµων από τη Χιλή. Η κυρία Καραµάνου πρόσθεσε ότι: «Είναι ανόητο να εναντιωθεί κάποιος σε αυτού του είδους τις εµπορικές συµφωνίες. Από εκεί και πέρα επαφίεται στην κρίση µας, ως καταναλωτές το τι θα επιλέξουµε».
Στην κρίση του καταναλωτήΟι Ευρωπαίοι καταναλωτές, µία αγορά που είναι διατεθειµένη να πληρώσει τα ακριβότερα βιολογικά προϊόντα αλλά και ευαισθητοποιηµένη σε θέµατα βιωσιµότητας, είναι πιθανό να ανταποκριθεί µε επιφύλαξη σε προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας του Νότιου Ηµισφαρίου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε ρεπορτάζ στο προηγούµενο φύλλο της Agrenda, τα σνακ ντοµάτας, µία συνεχώς αναπτυσσόµενη τάση στην ευρωπαϊκή αγορά, αντιµετωπίζει προβλήµατα λόγω της συσκευασίας στην οποία συνήθως διατίθεται, πλαστικά καλαθάκια ή τα σέικερ, τα οποία θεωρούνται µη φιλικά προς το περιβάλλον. Αν λοιπόν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές είναι ευαισθητοποιηµένοι για το περιβαλλοντικό κόστος ακόµη και των προϊόντων συµβατικής καλλιέργειας µπορούµε να φανταστούµε ότι τα food miles που επιβαρύνουν τα βιολογικά προϊόντα τους αφαιρούν την ποιότητα και τις αξίες
που αναζητούν οι καταναλωτές τους.
Βραχείες αλυσίδες ζητούν οι µικροί παραγωγοί
Το 2015, το 15% των αγροτών πούλησε το ήµισυ της παραγωγής σε τοπικές αγορές προϊόντων, σύµφωνα µε έρευνα της Υπηρεσίας Ερευνών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, ιδιαιτέρως οι µικροί, προτιµούν τις βραχείες αλυσίδες διακίνησης και οι λόγοι είναι λίγο πολύ αυτονόητοι. Αφορούν την καλύτερη τιµή που θα µπορέσουν να εξασφαλίζουν, δεδοµένης της µικρής διαπραγµατευτικής τους δύναµης έναντι των µεγάλων χονδρεµπόρων και διακινητών, την άµεση ρευστότητα και την άµεση επαφή µε τους καταναλωτές για την καλύτερη αντίληψη των απαιτήσεων της αγοράς και συνεπώς την ανάλογη προσαρµογή.
Η νέα συµφωνία ΕΕ-Χιλής
Αφορµή για να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το ανθρακικό αποτύπωµα της µεταφοράς των βιολογικών προϊόντων αποτέλεσε η πρόσφατη εµπορική συµφωνία µεταξύ ΕΕ και Χιλής. Στις 7 Απριλίου οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συµφωνία που ορίζει την από κοινού αναγνώριση των συστηµάτων κανόνων και ελέγχου για τα βιολογικά προϊόντα. Πρόκειται για µία ευρεία συµφωνία που περιλαµβάνει όλα τα βιολογικά προϊόντα της ΕΕ, τα οποία θα τοποθετούνται κατευθείαν στην αγορά της Χιλής και το αντίθετο. Περαιτέρω, οι δύο πλευρές θα επιδιώξουν την αµοιβαία προστασία των βιολογικών λογοτύπων καθώς και την παροχή ενός συστήµατος αυξηµένης συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και επίλυση των διαφορών στο εµπόριο βιολογικών.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι είναι η πρώτη διµερής συµφωνία της Ευρώπης µε µία χώρα της Λατινικής Αµερικής, που θα ανοίξει το δρόµο για µία «νέα γενιά» συµφωνιών στο εµπόριο βιολογικών προϊόντων και µε Τρίτες χώρες.
Ενστάσεις Ευρωβουλευτών
Ωστόσο, η συγκεκριµένη συµφωνία, που πρόκειται να επικυρωθεί µέχρι τον Ιούλιο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει ήδη προκαλέσει τις ενστάσεις αρκετών Ευρωβουλευτών. Οι τελευταίοι, ξεκαθαρίζοντας αρχικά ότι δεν είναι αντίθετοι µε τους κανόνες του ελεύθερου εµπορίου, βασίζουν τις ενστάσεις τους στο γεγονός ότι τα βιολογικά προϊόντα, κατ’ αρχήν, πρέπει να περιορίζουν το αποτύπωµα του άνθρακα και να είναι βιώσιµα από την άποψη της σπατάλης πόρων.
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήµατα της βιολογικής παραγωγής είναι το χαµηλό περιβαλλοντικό κόστος, ιδιαιτέρως όταν το προϊόν πωλείται στις τοπικές αγορές, τόνισε η Ευρωβουλευτής και Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, ∆ηµόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίµων, Daciana Sârbu, µιλώντας στο Euractiv.
Ως παραγωγοί δεν κερδίζουµε
Μιλώντας στην Agrenda η παραγωγός βιολογικών προϊόντων από την Αργολίδα, Σοφία Καραµάνου, επισηµαίνει ότι η εν λόγω εξέλιξη προκλήθηκε από τη ζήτηση των καταναλωτών: «Ο καταναλωτής έχει µάθει το λάιµ και δεν ικανοποιείται µε το δικό µας λεµόνι ή θέλει να τρώει τραγανά µήλα και αχλάδια όλο τον χρόνο. Αυτά τα προϊόντα εισάγουµε κυρίως από τις χώρες του Νοτίου ηµισφαιρίου, όπως η Χιλή. Από την άλλη ως παραγωγός χώρα δεν έχουµε να κερδίσουµε κάτι από αυτή τη συµφωνία. Τι θα εξάγουµε εµείς σε αυτές τις χώρες;» Σε αυτό το σηµείο αξίζει να σηµειωθεί ότι αυτή τη στιγµή η Ευρώπη εν γένει, είναι καθαρός εισαγωγέας τροφίµων από τη Χιλή. Η κυρία Καραµάνου πρόσθεσε ότι: «Είναι ανόητο να εναντιωθεί κάποιος σε αυτού του είδους τις εµπορικές συµφωνίες. Από εκεί και πέρα επαφίεται στην κρίση µας, ως καταναλωτές το τι θα επιλέξουµε».
Στην κρίση του καταναλωτήΟι Ευρωπαίοι καταναλωτές, µία αγορά που είναι διατεθειµένη να πληρώσει τα ακριβότερα βιολογικά προϊόντα αλλά και ευαισθητοποιηµένη σε θέµατα βιωσιµότητας, είναι πιθανό να ανταποκριθεί µε επιφύλαξη σε προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας του Νότιου Ηµισφαρίου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε ρεπορτάζ στο προηγούµενο φύλλο της Agrenda, τα σνακ ντοµάτας, µία συνεχώς αναπτυσσόµενη τάση στην ευρωπαϊκή αγορά, αντιµετωπίζει προβλήµατα λόγω της συσκευασίας στην οποία συνήθως διατίθεται, πλαστικά καλαθάκια ή τα σέικερ, τα οποία θεωρούνται µη φιλικά προς το περιβάλλον. Αν λοιπόν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές είναι ευαισθητοποιηµένοι για το περιβαλλοντικό κόστος ακόµη και των προϊόντων συµβατικής καλλιέργειας µπορούµε να φανταστούµε ότι τα food miles που επιβαρύνουν τα βιολογικά προϊόντα τους αφαιρούν την ποιότητα και τις αξίες
που αναζητούν οι καταναλωτές τους.
Βραχείες αλυσίδες ζητούν οι µικροί παραγωγοί
Το 2015, το 15% των αγροτών πούλησε το ήµισυ της παραγωγής σε τοπικές αγορές προϊόντων, σύµφωνα µε έρευνα της Υπηρεσίας Ερευνών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί, ιδιαιτέρως οι µικροί, προτιµούν τις βραχείες αλυσίδες διακίνησης και οι λόγοι είναι λίγο πολύ αυτονόητοι. Αφορούν την καλύτερη τιµή που θα µπορέσουν να εξασφαλίζουν, δεδοµένης της µικρής διαπραγµατευτικής τους δύναµης έναντι των µεγάλων χονδρεµπόρων και διακινητών, την άµεση ρευστότητα και την άµεση επαφή µε τους καταναλωτές για την καλύτερη αντίληψη των απαιτήσεων της αγοράς και συνεπώς την ανάλογη προσαρµογή.