Τουλάχιστον τρεις φορές στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους – πριν ή μετά τις πτωχεύσεις του 1893 και του 1932 – επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς να επιβληθεί φορολογία στους άγαμους άνδρες.
Με την προσπάθεια αυτή ενεπλάκησαν σπουδαίες κοινοβουλευτικές και επιστημονικές φυσιογνωμίες, όπως οι Ευστάθιος Κοκέβης και Απόστολος Δοξιάδης.
Συντάχθηκαν νομοσχέδια, σημειώθηκαν αντιδράσεις και εντάσεις και χύθηκε ατελείωτο μελάνι. Ήταν ένας από τους φόρους που σκαρφίστηκαν πολιτικοί και επιστήμονες, έχοντας διπλό σκοπό, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα δήλωναν.
Αφενός να αυξήσουν τις προσόδους του αδηφάγου κράτους και αφετέρου να εξαναγκάσουν τους άγαμους να παντρευτούν.
Ο βουλευτής Ευστάθιος Κοκέβης
Γεννήτορας του ευρηματικού φόρου, από τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι τώρα, ήταν ο παραδοσιακός βουλευτής Ευστάθιος Κοκέβης, ο οποίος διετέλεσε και αντιπρόεδρος της Βουλής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, λίγο πριν την πτώχευση του Τρικούπη, υπολόγιζε πως το κράτος φορολογώντας τους αγάμους θα αύξανε τις εισπράξεις του κατά πολλά εκατομμύρια δραχμές. Ήταν από τους πιο ευφυείς και ιδιόρρυθμους πολιτευόμενους της εποχής του.
Σύχναζε στο σπίτι του μπάρμπα-Ρήγα, όπως αποκαλούσαν τον Ρήγα Παλαμήδη και συνδέθηκε με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, τον οποίο πότε ακολουθούσε και πότε εγκατέλειπε.
Δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» στις 22 Σεπτεμβρίου 1928
Ο Κοκέβης μελετούσε την ελληνική νομοθεσία, συζητούσε τα νομοσχέδια που υποβάλλονταν και γνωρίζοντας την ελληνική πραγματικότητα πρότεινε σημαντικές τροπολογίες.
Μία από τις προτάσεις του, την οποία δεν αποδεχόταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης – γεγονός που προκαλούσε τριβές ανάμεσά τους – ήταν η φορολογία των αγάμων και όσων σύχναζαν «εις τους ελευθέρους οίκους ή οίκους ανοχής».
Η θεωρία του βασιζόταν σε σοβαρά επιχειρήματα. Υποστήριζε πως οι έγγαμοι υποβάλλονται στην καταβολή άμεσων ή έμμεσων φόρων, λόγω των αναγκών που δημιουργούσε η οικογένειά τους. Οι άγαμοι ωστόσο, από τους οποίους δεν εξαιρούσε τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ήταν απαλλαγμένοι από τέτοια βάρη.
Τα επιχειρήματα
Τρεις ήταν οι βασικές παράμετροι που έθιγε στα κείμενά του ο Κοκέβης. Έλεγε πως με το αφορολόγητο των αγάμων ενθαρρυνόταν η αγαμία, οπότε ακυρωνόταν ο κύριος σκοπός του ανθρώπινου γένους. Επίσης, ότι οι άγαμοι αποτελούσαν κίνδυνο για την οικογενειακή γαλήνη και πως λόγω της αποχής από το γάμο «μαραινόταν» πλήθος γυναικών που δεν έβρισκαν γαμπρούς. Επομένως η φορολόγησή τους θα συντελούσε στην αύξηση των γάμων και του πληθυσμού και στον πολλαπλασιασμό των πόρων του κράτους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν παραγωγικά κεφάλαια του προϋπολογισμού. Εξαιρούσε βεβαίως από τη φορολογία αυτή όσους η φύση είχε καταστήσει ανίκανους για την αύξηση του ανθρώπινου γένους. Στην εποχή του λοιπόν, από ηθική και οικονομική άποψη, οι θεωρίες του Κοκέβη εμφανίζονταν ακαταμάχητες. Όσο για την ειδική φορολογία που ζητούσε να επιβληθεί σε όσους σύχναζαν στους οίκους ανοχής, υποστήριζε πως το κράτος θα χρησιμοποιούσε τις εισπράξεις για την οργάνωση και επιτήρησή τους προς όφελος της υγείας και την αποφυγή των μεταδοτικών νοσημάτων. Δύο φορές κατέθεσε σχετικά νομοσχέδια ο Κοκέβης, αλλά η Βουλή δεν έδειχνε διάθεση να εισάγει τέτοιους θεσμούς. Γεροντοπαλίκαρα της εποχής με πολιτική ισχύ και ιδεολόγοι εργένηδες αντιδρούσαν δυναμικά στις απόψεις του Κοκέβη, οι οποίες δεν αξιώθηκαν να φθάσουν σε συζήτηση ώστε να γνωρίζουμε τον αντίλογο. Σίγουρα, πάντως, ήταν ένας από τους λόγους που εγκατέλειψε τον Δηλιγιάννη στην τελευταία πρωθυπουργική θητεία του.
Στην εποχή του Πάγκαλου
Μπορεί να μην προωθήθηκε η ιδέα του Κοκέβη, αλλά το θέμα δεν ξεχάστηκε. Επανήλθε δριμύτερο στα χρόνια της δικτατορίας του Πάγκαλου. Όταν εφαρμοζόταν το μέτρο για την απαγόρευση της κοντής φούστας, συντασσόταν και το νομοσχέδιο για τη φορολόγηση των αγάμων. Τότε, έγιναν όλες οι απαραίτητες προεργασίες και διοικητικές πράξεις, αλλά και αυτή τη φορά οι πολιτικές εξελίξεις και η ανατροπή του Πάγκαλου δεν επέτρεψαν τη νομοθέτησή του.
Η πρόταση Δοξιάδη και το γερμανικό πρότυπο
Το θέμα επανήλθε με σοβαρότερη μορφή. Αυτή τη φορά, εισηγητής της ιδέας ήταν ο υπουργός Υγιεινής Απόστολος Δοξιάδης, ο οποίος το 1928 κατέθεσε τη σχετική εισήγηση, την οποία έκανε αποδεκτή και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Σύμφωνα μάλιστα με όσα έγραψε ο Δοξιάδης, ο Βενιζέλος σε συζήτηση που έγινε στο υπουργικό συμβούλιο υποστήριξε πως «ουδεμίαν άλλην φορολογίαν εννοεί να επιβάλη εκτός της των αγάμων και των ατέκνων»! Το σχετικό νομοσχέδιο καταρτίσθηκε, οι εφημερίδες δημοσίευαν συνεντεύξεις του υπουργού και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του νέου φόρου. Αλλά και πάλι η αποχώρηση του Δοξιάδη από το υπουργείο προκάλεσε τη ματαίωση ψήφισης του νομοσχεδίου. Ωστόσο, ο ίδιος επέμεινε, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ξέσπασε η διεθνής οικονομική κρίση που έπληξε με σφοδρότητα και την Ευρώπη. Παρουσιάζοντας τα οικονομικά μέτρα που λαμβάνονταν στη Γερμανία για την αντιμετώπιση της κρίσης (μείωση δαπανών, ελάττωση μισθών κ.ά.), ο Δοξιάδης ζητούσε να επιβληθεί άμεσα ο φόρος, συνδυάζοντας πάντα το μέτρο με την πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση. Οι σχετικές συζητήσεις συνεχίστηκαν μέχρι και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά η φορολογία των αγάμων δεν ευδοκίμησε στη χώρα μας.
Πηγή: mikros-romios.gr