Άρθρο της Σόνιας Τάνταρου – Κρίγγου,
Δικηγόρου
Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας ΥΔΔΑΔ
Μέλους των Τομέων Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης της Ν.Δ.
Πολιτικού Στελέχους Ν.Δ.-Πολιτευτή Αργολίδας
Στην προβληματική της σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης, η προσπάθεια της υπαγωγής της διαδικασίας απόδοσης δικαιοσύνης στην εξυπηρέτηση ευρύτερων πολιτικών σκοπιμοτήτων , θεωρείται ως μια από τις πιο κραυγαλέες αποδείξεις της ύπαρξης αυταρχικών ή\και ολοκληρωτικών σχεδιασμών από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας.
Δικηγόρου
Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας ΥΔΔΑΔ
Μέλους των Τομέων Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης της Ν.Δ.
Πολιτικού Στελέχους Ν.Δ.-Πολιτευτή Αργολίδας
Στην προβληματική της σύγχρονης πολιτικής ανάλυσης, η προσπάθεια της υπαγωγής της διαδικασίας απόδοσης δικαιοσύνης στην εξυπηρέτηση ευρύτερων πολιτικών σκοπιμοτήτων , θεωρείται ως μια από τις πιο κραυγαλέες αποδείξεις της ύπαρξης αυταρχικών ή\και ολοκληρωτικών σχεδιασμών από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας.
Τα παραδείγματα από το παρελθόν, που επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση και ενισχύουν τις σχετικές ανησυχίες, αφθονούν.
Το ναζιστικό καθεστώς της χιτλερικής Γερμανίας, χρησιμοποίησε σε πληθώρα περιπτώσεων τη Δικαιοσύνη για να προωθήσει τις πολιτικές επιδιώξεις του. Το κομμουνιστικό καθεστώς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, σε περιπτώσεις όπως οι «Δίκες της Μόσχας», χρησιμοποίησε τη Δικαιοσύνη για να συντρίψει κάθε ενοχλητική διαφωνία. Αλλά και τα καθεστώτα, που επιβλήθηκαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη Δικαιοσύνη σαν μοχλό, επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στους λαούς τους τη δεσποτική παρουσία τους. Οι περιπτώσεις απολυταρχικών καθεστώτων που κινήθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος, είναι πολλές. Δεσποτικά καθεστώτα, όπως εκείνα της Χιλής κατά τη δικτατορία του Πινοσέτ, ή της Πορτογαλίας τον καιρό του Σαλαζάρ, χρησιμοποίησαν τη Δικαιοσύνη για να επιβάλουν το στόχο τους.
Έτσι, μετά την εμπειρία αυτή, στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατικής θεώρησης, η παλαιότερα διατυπωμένη από τον Μοντεσκιέ αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αναδύθηκε σε θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας. Αναγνωρίστηκε ότι αποτελεί συστατικό γνώρισμα της αναγκαίας εξισορρόπησης των εξουσιών και ασφαλιστική δικλείδα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών. H ευαισθητοποίηση στα ζητήματα που αφορούν στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όχι μόνο μεγιστοποιήθηκε, αλλά κατέστη και βασικό πρόκριμα για την αποτίμηση ή όχι του δημοκρατικού χαρακτήρα ενός πολιτικού συστήματος.
Εναντιοδρομώντας προς αυτή τη σύγχρονη δημοκρατική τάση, η κυβέρνηση της χώρας μας συγκροτούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, δείχνει να ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, έδειξε να αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. Δεν έκρυψε την πρόθεσή της να την ελέγξει και να «ευθυγραμμίσει» τη λειτουργία της στις πολιτικές της προτεραιότητες. Στην αρχή το επεχείρησε με υποδόριες κινήσεις και το προσπάθησε με «παράλληλα» διαβήματα. Όταν η απόπειρά της αυτή απέτυχε παταγωδώς, άλλαξε στάση. Υιοθέτησε μια απροσχημάτιστα εχθρική συμπεριφορά απέναντι στη Δικαιοσύνη, την οποία με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να κλιμακώνει.
Η αρχή έγινε με τη διατύπωση δηλητηριωδών σχολίων και ανεπέρειστων επικρίσεων κυβερνητικών στελεχών για αποφάσεις της Δικαιοσύνης με τις οποίες διαφωνούσαν. Στη συνέχεια η κυβέρνηση μεθόδευσε την τοποθέτηση αρεστών στην ίδια ανώτατων Δικαστών στα ύπατα αξιώματά της , όπως πλέον περίτρανα αποδεικνύεται σήμερα, με την επιλογή της κας. Αικατερίνης Θάνου στην Προεδρία του Αρείου Πάγου. Ακολούθως, η αντιπαράθεση προσέλαβε χαρακτήρα ανοιχτής πολεμικής. Επικειμένης της απόφασης του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα ή όχι του νόμου για την αδειοδότηση των καναλιών, όλοι θυμόμαστε την δριμεία προσωπικού χαρακτήρα επίθεση κατά ανώτατου δικαστικού λειτουργού και όταν η απόφαση για την αδειοδότηση των καναλιών εξεδόθη , σε αντίθεση προς τις κυβερνητικές επιθυμίες, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος κ. Ο. Γεροβασίλη, την υπεδέχθη προβαίνοντας σε πρωτοφανείς δηλώσεις κατά της Δικαιοσύνης. Ακολούθησε ένας καταιγισμός δηλώσεων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών σε βάρος της Δικαιοσύνης με ποικίλες αφορμές και προφάσεις. Ως επιστέγασμα όλων αυτών, ήρθε η εμπλοκή , ως μη όφειλε , του υπουργού Αμύνης κ. Πάνου Καμμένου στην υπόθεση του ναρκοπλοίου «Noor-1» και του καταδικασθέντος σε ισόβια κ. Ε. Γιαννουσάκη, καθώς και η τοποθέτηση της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Αικατερίνης Θάνου στο νομικό γραφείο του Πρωθυπουργού, λίγες μόλις ημέρες μετά την αφυπηρέτησή της.
Αυτή η αδρομερής αναφορά σε περιστατικά κυβερνητικών καταφορών κατά της Δικαιοσύνης, καθώς και σε προσπάθειες για τον έλεγχό της, μόνο προβληματισμό μπορεί να δημιουργήσει σε καθένα που θεωρεί ότι η δημοκρατία είναι το διαδικαστικό πλαίσιο εκτύλιξης της πολιτικής και όχι ένας απλός τύπος. Η απόπειρα «εργαλειοποίησης» της Δικαιοσύνης χάριν της προώθησης πολιτικών σκοπιμοτήτων, έχει ιστορικά αποδειχθεί ως ένα αποφασιστικό βήμα διολίσθησης προς τον αυταρχισμό, αν όχι και προς τον ολοκληρωτισμό και ένας τέτοιος «πειρασμός» σε συνθήκες σύγχρονης δημοκρατίας είναι (τουλάχιστον) απαράδεκτος. Η Δικαιοσύνη, στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, είναι το έσχατο θεσμικό καταφύγιο του πολίτη που κανείς δεν δικαιούται να παίζει μαζί της θολά και επικίνδυνα παιχνίδια χάριν των όποιων ιδιοτελών σκοπιμοτήτων. Η συνέχιση τέτοιου είδους πρακτικών και παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη βλάπτει καίρια το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και αγγίζει τα όρια της θεσμικής εκτροπής. Το ενθαρρυντικό όμως είναι ότι σε όλες αυτές τις μεθοδεύσεις ανθίσταται η πλειοψηφία των λειτουργών της δικαιοσύνης αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες .
Έτσι, μετά την εμπειρία αυτή, στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατικής θεώρησης, η παλαιότερα διατυπωμένη από τον Μοντεσκιέ αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αναδύθηκε σε θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας. Αναγνωρίστηκε ότι αποτελεί συστατικό γνώρισμα της αναγκαίας εξισορρόπησης των εξουσιών και ασφαλιστική δικλείδα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών. H ευαισθητοποίηση στα ζητήματα που αφορούν στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όχι μόνο μεγιστοποιήθηκε, αλλά κατέστη και βασικό πρόκριμα για την αποτίμηση ή όχι του δημοκρατικού χαρακτήρα ενός πολιτικού συστήματος.
Εναντιοδρομώντας προς αυτή τη σύγχρονη δημοκρατική τάση, η κυβέρνηση της χώρας μας συγκροτούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, δείχνει να ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, έδειξε να αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. Δεν έκρυψε την πρόθεσή της να την ελέγξει και να «ευθυγραμμίσει» τη λειτουργία της στις πολιτικές της προτεραιότητες. Στην αρχή το επεχείρησε με υποδόριες κινήσεις και το προσπάθησε με «παράλληλα» διαβήματα. Όταν η απόπειρά της αυτή απέτυχε παταγωδώς, άλλαξε στάση. Υιοθέτησε μια απροσχημάτιστα εχθρική συμπεριφορά απέναντι στη Δικαιοσύνη, την οποία με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να κλιμακώνει.
Η αρχή έγινε με τη διατύπωση δηλητηριωδών σχολίων και ανεπέρειστων επικρίσεων κυβερνητικών στελεχών για αποφάσεις της Δικαιοσύνης με τις οποίες διαφωνούσαν. Στη συνέχεια η κυβέρνηση μεθόδευσε την τοποθέτηση αρεστών στην ίδια ανώτατων Δικαστών στα ύπατα αξιώματά της , όπως πλέον περίτρανα αποδεικνύεται σήμερα, με την επιλογή της κας. Αικατερίνης Θάνου στην Προεδρία του Αρείου Πάγου. Ακολούθως, η αντιπαράθεση προσέλαβε χαρακτήρα ανοιχτής πολεμικής. Επικειμένης της απόφασης του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα ή όχι του νόμου για την αδειοδότηση των καναλιών, όλοι θυμόμαστε την δριμεία προσωπικού χαρακτήρα επίθεση κατά ανώτατου δικαστικού λειτουργού και όταν η απόφαση για την αδειοδότηση των καναλιών εξεδόθη , σε αντίθεση προς τις κυβερνητικές επιθυμίες, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος κ. Ο. Γεροβασίλη, την υπεδέχθη προβαίνοντας σε πρωτοφανείς δηλώσεις κατά της Δικαιοσύνης. Ακολούθησε ένας καταιγισμός δηλώσεων κυβερνητικών και κομματικών στελεχών σε βάρος της Δικαιοσύνης με ποικίλες αφορμές και προφάσεις. Ως επιστέγασμα όλων αυτών, ήρθε η εμπλοκή , ως μη όφειλε , του υπουργού Αμύνης κ. Πάνου Καμμένου στην υπόθεση του ναρκοπλοίου «Noor-1» και του καταδικασθέντος σε ισόβια κ. Ε. Γιαννουσάκη, καθώς και η τοποθέτηση της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Αικατερίνης Θάνου στο νομικό γραφείο του Πρωθυπουργού, λίγες μόλις ημέρες μετά την αφυπηρέτησή της.
Αυτή η αδρομερής αναφορά σε περιστατικά κυβερνητικών καταφορών κατά της Δικαιοσύνης, καθώς και σε προσπάθειες για τον έλεγχό της, μόνο προβληματισμό μπορεί να δημιουργήσει σε καθένα που θεωρεί ότι η δημοκρατία είναι το διαδικαστικό πλαίσιο εκτύλιξης της πολιτικής και όχι ένας απλός τύπος. Η απόπειρα «εργαλειοποίησης» της Δικαιοσύνης χάριν της προώθησης πολιτικών σκοπιμοτήτων, έχει ιστορικά αποδειχθεί ως ένα αποφασιστικό βήμα διολίσθησης προς τον αυταρχισμό, αν όχι και προς τον ολοκληρωτισμό και ένας τέτοιος «πειρασμός» σε συνθήκες σύγχρονης δημοκρατίας είναι (τουλάχιστον) απαράδεκτος. Η Δικαιοσύνη, στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής κοινωνίας, είναι το έσχατο θεσμικό καταφύγιο του πολίτη που κανείς δεν δικαιούται να παίζει μαζί της θολά και επικίνδυνα παιχνίδια χάριν των όποιων ιδιοτελών σκοπιμοτήτων. Η συνέχιση τέτοιου είδους πρακτικών και παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη βλάπτει καίρια το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και αγγίζει τα όρια της θεσμικής εκτροπής. Το ενθαρρυντικό όμως είναι ότι σε όλες αυτές τις μεθοδεύσεις ανθίσταται η πλειοψηφία των λειτουργών της δικαιοσύνης αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες .