Η Άλωση του Παλαμηδίου τον Νοέμβριο του 1822 σήμανε τις πρώτες ριπές ελευθερίας για το Ανάπλι και όλο το Άργος, το οποίο περιερχόταν πια στα χέρια του επαναστατημένου ελληνισμού.
Ανάμεσα στους ξεσηκωμένους Ρωμιούς και δυο Αργείοι, γέννημα-θρέμμα από το βιλαέτι του Άργους, μια από τις περιοχές που απάρτιζαν το πασαλίκι του Μοριά.
Ο μικροκαπετάνιος Τάσος Νέζος πολέμησε γενναία στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη φύλαξη των στενών στα Μεγάλα Δερβένια κατόπιν (καλοκαίρι του 1822), αλλά και στα Γεράνεια Όρη της Μεγαρίδας μετά. Το 1823 έγινε υποχιλίαρχος του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να ζήσει την απελευθέρωση και τις περιπέτειες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς έφυγε από τον κόσμο το 1859.
Ο άλλος ήταν ο Κωνσταντίνος Νέζος, από το Κουτσοπόδι κι αυτός, ο οποίος πήρε επίσης μέρος σε πλήθος μαχών και το 1825 έγινε ταξίαρχος.
Από αυτά τα λιοντάρια της ελευθερίας αντλούσε την καταγωγή του ο μεγάλος μας ηθοποιός Γιώργος Νέζος, μια ταπεινή αλλά εξόχως αξιόλογη μορφή της τέχνης και των γραμμάτων.
Γεννημένος το 1909 στο Κουτσοπόδι του Άργους, όπως ακριβώς και οι αντρειωμένοι πρόγονοί του, αυτός αποφάσισε να πολεμήσει από ένα άλλο μετερίζι, αυτό της πνευματικής ζωής. Τόσο ως ηθοποιός όσο και ως λογοτέχνης!
Ο Νέζος έπαιξε πολύ και καλό θέατρο, πήρε μέρος σε αναρίθμητες ταινίες και έγραψε πλήθος βιβλίων, ζώντας μια ζωή έτσι ακριβώς όπως την είχε οραματιστεί. Και τη θέλησε, αναμφίβολα.
Και μπορεί στο ελληνικό σινεμά να περιορίστηκε σε δεύτερους και τρίτους ρόλους γιατρών, προέδρων και μεγαλοαστών γενικώς, ή σε τρυφερές ερμηνείες ως πατέρας της εκάστοτε πρωταγωνίστριας, η υποκριτική του καριέρα στο σανίδι ήταν ωστόσο μια άλλη ιστορία. Μια συλλογή καλλιτεχνικών και εισπρακτικών θριάμβων στους οποίους είχε το δικό του μερτικό.
Οι νεότερες γενιές δεν θα τον γνώριζαν παρά από τους μικρούς και χαρακτηριστικούς του ρόλους στη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, ρόλοι που αδικούν φυσικά το ποιος ήταν στα χρόνια της δράσης και της ακμής του.
Αγαπημένος του Φίνου αλλά και κάθε έλληνα παραγωγού, ο Νέζος είχε εκείνες τις υποκριτικές ποιότητες που έκαναν τους δημιουργούς να τον αναζητούν. Και οι καμιά πενηνταριά ταινίες που τον περιλαμβάνουν στους τίτλους τους αυτό ακριβώς αποδεικνύουν.
Πλάι σε όλα ήταν και η ασίγαστη πένα του, που ερχόταν να καλύψει τα εκφραστικά κενά που άφηνε η υποκριτική του καριέρα. Πολλοί εξάλλου τον ήξεραν πρώτα ως λογοτέχνη ή ερευνητή και μετά ως ηθοποιό!
Ανάμεσα στους ξεσηκωμένους Ρωμιούς και δυο Αργείοι, γέννημα-θρέμμα από το βιλαέτι του Άργους, μια από τις περιοχές που απάρτιζαν το πασαλίκι του Μοριά.
Ο μικροκαπετάνιος Τάσος Νέζος πολέμησε γενναία στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη φύλαξη των στενών στα Μεγάλα Δερβένια κατόπιν (καλοκαίρι του 1822), αλλά και στα Γεράνεια Όρη της Μεγαρίδας μετά. Το 1823 έγινε υποχιλίαρχος του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να ζήσει την απελευθέρωση και τις περιπέτειες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς έφυγε από τον κόσμο το 1859.
Ο άλλος ήταν ο Κωνσταντίνος Νέζος, από το Κουτσοπόδι κι αυτός, ο οποίος πήρε επίσης μέρος σε πλήθος μαχών και το 1825 έγινε ταξίαρχος.
Από αυτά τα λιοντάρια της ελευθερίας αντλούσε την καταγωγή του ο μεγάλος μας ηθοποιός Γιώργος Νέζος, μια ταπεινή αλλά εξόχως αξιόλογη μορφή της τέχνης και των γραμμάτων.
Γεννημένος το 1909 στο Κουτσοπόδι του Άργους, όπως ακριβώς και οι αντρειωμένοι πρόγονοί του, αυτός αποφάσισε να πολεμήσει από ένα άλλο μετερίζι, αυτό της πνευματικής ζωής. Τόσο ως ηθοποιός όσο και ως λογοτέχνης!
Ο Νέζος έπαιξε πολύ και καλό θέατρο, πήρε μέρος σε αναρίθμητες ταινίες και έγραψε πλήθος βιβλίων, ζώντας μια ζωή έτσι ακριβώς όπως την είχε οραματιστεί. Και τη θέλησε, αναμφίβολα.
Και μπορεί στο ελληνικό σινεμά να περιορίστηκε σε δεύτερους και τρίτους ρόλους γιατρών, προέδρων και μεγαλοαστών γενικώς, ή σε τρυφερές ερμηνείες ως πατέρας της εκάστοτε πρωταγωνίστριας, η υποκριτική του καριέρα στο σανίδι ήταν ωστόσο μια άλλη ιστορία. Μια συλλογή καλλιτεχνικών και εισπρακτικών θριάμβων στους οποίους είχε το δικό του μερτικό.
Οι νεότερες γενιές δεν θα τον γνώριζαν παρά από τους μικρούς και χαρακτηριστικούς του ρόλους στη χρυσή εποχή του ελληνικού σινεμά, ρόλοι που αδικούν φυσικά το ποιος ήταν στα χρόνια της δράσης και της ακμής του.
Αγαπημένος του Φίνου αλλά και κάθε έλληνα παραγωγού, ο Νέζος είχε εκείνες τις υποκριτικές ποιότητες που έκαναν τους δημιουργούς να τον αναζητούν. Και οι καμιά πενηνταριά ταινίες που τον περιλαμβάνουν στους τίτλους τους αυτό ακριβώς αποδεικνύουν.
Πλάι σε όλα ήταν και η ασίγαστη πένα του, που ερχόταν να καλύψει τα εκφραστικά κενά που άφηνε η υποκριτική του καριέρα. Πολλοί εξάλλου τον ήξεραν πρώτα ως λογοτέχνη ή ερευνητή και μετά ως ηθοποιό!
Πρώτα χρόνια
Ο Γιώργος Νέζος γεννιέται πιθανότατα το 1909 (ή 1907) στο Κουτσοπόδι του Άργους. Για την οικογενειακή του κατάσταση ή τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, ο ίδιος συνέδεσε ωστόσο τόσο τη σπουδαστική όσο και την πρώτη επαγγελματική του δράση με την καλύτερη σκηνή της χώρας.
Με το που ενηλικιώνεται λοιπόν κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, όπως λεγόταν στα χρόνια το Εθνικό Θέατρο. Αποφοιτά με περγαμηνές και ανεβαίνει αμέσως στο σανίδι του Εθνικού, όπου τον βρίσκουμε να παίζει ήδη από το 1935.
Και ήταν μόνο η αρχή…
Ο Γιώργος Νέζος γεννιέται πιθανότατα το 1909 (ή 1907) στο Κουτσοπόδι του Άργους. Για την οικογενειακή του κατάσταση ή τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, ο ίδιος συνέδεσε ωστόσο τόσο τη σπουδαστική όσο και την πρώτη επαγγελματική του δράση με την καλύτερη σκηνή της χώρας.
Με το που ενηλικιώνεται λοιπόν κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει υποκριτική στη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, όπως λεγόταν στα χρόνια το Εθνικό Θέατρο. Αποφοιτά με περγαμηνές και ανεβαίνει αμέσως στο σανίδι του Εθνικού, όπου τον βρίσκουμε να παίζει ήδη από το 1935.
Και ήταν μόνο η αρχή…
Υποκριτική και δραματική καριέρα
Ξεκίνησε από το Εθνικό, συνέχισε στο Εθνικό, αλλά δεν θα παρέμενε για πάντα στην πρώτη σκηνή της χώρας. Κάποια στιγμή βρήκε στο ελεύθερο θέατρο και συνεργάστηκε με πλήθος κορυφαίων θιάσων, παίζοντας για χρόνια δίπλα στον Μάνο Κατράκη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Τζαβαλά Καρούσο.
Ο Νέζος διακρίθηκε τόσο στο νεοελληνικό έργο όσο και το ξένο ρεπερτόριο, έχοντας να επιδείξει σπουδαίους ρόλους του παγκόσμιου θεάτρου. Μέχρι το 1949 που θα τον ανακαλύψει το ελληνικό σινεμά, είχε κάνει ήδη ένα πρώτο καλό όνομα, κι έτσι θα περάσει στο σελιλόιντ, με την αποφασιστικότητα και τον αέρα του ανερχόμενου σταρ. Παρά το γεγονός ότι το σταριλίκι δεν το θέλησε ποτέ, προτιμώντας να είναι ένας σεμνός εργάτης της τέχνης.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έλαβε λοιπόν χώρα το 1949 στη «Διαγωγή Μηδέν» των Φιλίππου-Γαζιάδη, πλάι στον Κωνσταντάρα και τη Λαμπέτη, για να συνεχιστεί με δύο ακόμα φιλμ εκείνη τη χρονιά («Γκρεμισμένα όνειρα» και «Δυο κόσμοι»). Το 1951 θα παίξει στο νεορεαλιστικό «Πικρό ψωμί» του Γρηγορίου και στο αντιστασιακό δράμα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του Γιώργου Ζερβού, πείθοντας άπαντες για την υποκριτική του δεινότητα.
Αφού παίξει και τον κλεπταποδόχο στον αξέχαστο «Τζο τον τρομερό» (1955) του Ντίνου Δημόπουλου, πλάι στον Ηλιόπουλο και τον Ρίζο, και κάνει μερικές ακόμα ταινίες στη δεκαετία του 1950 (όπως τις αξέχαστες -και έγχρωμες!- «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» το 1956), υπογράφει το 1960 το χρυσό συμβόλαιο με τον Φίνο και βλέπει την καριέρα του να απογειώνεται κινηματογραφικά. Σε αριθμό δουλειών τουλάχιστον.
Από τις 18 ταινίες που γυρίζει στη δεκαετία του 1960 οι δέκα ήταν της Φίνος Φιλμ, αρχής γενομένης με το φιλμ «Είμαι Αθώος» (1960), όπου ενσαρκώνει έναν στρατηγό. Από τις δραματικές και κοινωνικές ταινίες μέχρι και τις κωμωδίες που πήρε μέρος σε αυτή τη δεκαετία ξεχωρίζουν τα φιλμ «Συντρίμμια της ζωής» (1964), «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» (1964), «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» (1965), «Το μπλόκο» (1965), «Ου κλέψεις» (1965), «Όχι, κύριε Τζόνσον» (1965), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967) και «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969).
Τον γιατρό θα ενσαρκώσει σε αρκετές ταινίες της περιόδου, όπως στα φιλμ «Το σπίτι των ανέμων» (1966), «Κάνε τον πόνο μου χαρά» (1966), «Αυτή που δεν λύγισε» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970), «Η Μαρία της σιωπής» (1973) και «Θέμα συνειδήσεως» (1973), μια από τις καλύτερές του στιγμές στη μεγάλη οθόνη.
Τον Νέζο θα τον δούμε σε αρκετές ακόμα ταινίες, καθώς διέτρεχε τις εποχές παρά τις αλλαγές των κινηματογραφικών ηθών. Από τις «Καυτά, ψυχρά και ανάποδα» (1971), «Η κόρη του ήλιου» (1971) και «Η εφοπλιστίνα» (1971) μέχρι τα φιλμ «Τι 30, τι 40, τι 50» (1972), «Ο εχθρός του λαού» (1972) και «Άγουρη σάρκα» (1974), ακόμα και στο υπέροχο «Ταξίδι του μέλιτος» (1979) του Πανουσόπουλου.
Στον κινηματογράφο θα παίξει ως και το τέλος της δεκαετίας του 1980, από τον πατέρα της Γκόλφως στο ξεκαρδιστικό σπονδυλωτό «Αλαλούμ» (1982) και τον Αρίστο στον «Γύρο του θανάτου» (1983) μέχρι και τον εξόριστο στο αγγελοπουλικό «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), όπου επανενώθηκε υποκριτικά με τον παλιό του συνεργάτη Μάνο Κατράκη.
Τελευταίες δουλειές, το «Βαριετέ» (1985) του Παναγιωτόπουλου, ο «Καπετάν Μεϊντάνος» (1987) του πάντα πρωτοπόρου Δήμου Θέου αλλά και το «Τελευταίο στοίχημα» (1989), το πολιτικό θρίλερ του Κώστα Ζυρίνη με το οποίο έκλεισε τη μακρά και ξεχωριστή κινηματογραφική του πορεία.
Εξίσου μακρά ήταν και η σταδιοδρομία του στο γυαλί, η οποία απλώθηκε σε περισσότερες από 30 σειρές και εκπομπές, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τα τέλη του 1980, αφήνοντας κατά μέρος το τηλεοπτικό θέατρο! Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές από τις δουλειές του για την ελληνική τηλεόραση, θα μιλήσουμε για το «Κεκλεισμένων των θυρών» (1972), το «Λούνα Παρκ» (1974), τον «Μεθοριακό σταθμό» (1974), τον «Βασιλιά και το άγαλμα» (1975), το «Φως του Αυγερινού» (1980), τα «Παλιόπαιδα τ’ ατίθασα» (1980), τον «Δικό μας άνθρωπο» (1984) και του «Κουτιού τα παραμύθια» (1987)…
Η τεράστια αυτή υποκριτική καριέρα δεν ήταν μάλιστα παρά ένα μόνο κεφάλαιο της πολυσχιδούς δράσης του, καθώς και η πένα του ήταν παραγωγικότατη. Ο Γιώργος Νέζος έγραψε από τοπογραφικά και ιστορικά πονήματα μέχρι και καθαρή λογοτεχνία, υπογράφοντας μάλιστα κάποιες φορές τα έργα του με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιώργος Ίναχος.
Οι τίτλοι δηλωτικοί των θεμάτων που απασχολούσαν κάθε φορά τον συγγραφέα και μελετητή Νέζο: «Στίγματα στιγμών», «Ρήγματα σε προσωπείο», «Ομόκεντρα τοπογραφικά», «Πανδέκτης ο εγκάρδιος», «Βιόσφαιρα», « Γαρμπίλι», «Μικρά τίποτα», «Πεντάστικτα», «Εν Αθήναις», «Γιασεμί» κ.λπ.
Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 20 Φεβρουαρίου 1989, ήταν ένας ζωντανός μύθος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου μας…
Ξεκίνησε από το Εθνικό, συνέχισε στο Εθνικό, αλλά δεν θα παρέμενε για πάντα στην πρώτη σκηνή της χώρας. Κάποια στιγμή βρήκε στο ελεύθερο θέατρο και συνεργάστηκε με πλήθος κορυφαίων θιάσων, παίζοντας για χρόνια δίπλα στον Μάνο Κατράκη, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Τζαβαλά Καρούσο.
Ο Νέζος διακρίθηκε τόσο στο νεοελληνικό έργο όσο και το ξένο ρεπερτόριο, έχοντας να επιδείξει σπουδαίους ρόλους του παγκόσμιου θεάτρου. Μέχρι το 1949 που θα τον ανακαλύψει το ελληνικό σινεμά, είχε κάνει ήδη ένα πρώτο καλό όνομα, κι έτσι θα περάσει στο σελιλόιντ, με την αποφασιστικότητα και τον αέρα του ανερχόμενου σταρ. Παρά το γεγονός ότι το σταριλίκι δεν το θέλησε ποτέ, προτιμώντας να είναι ένας σεμνός εργάτης της τέχνης.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έλαβε λοιπόν χώρα το 1949 στη «Διαγωγή Μηδέν» των Φιλίππου-Γαζιάδη, πλάι στον Κωνσταντάρα και τη Λαμπέτη, για να συνεχιστεί με δύο ακόμα φιλμ εκείνη τη χρονιά («Γκρεμισμένα όνειρα» και «Δυο κόσμοι»). Το 1951 θα παίξει στο νεορεαλιστικό «Πικρό ψωμί» του Γρηγορίου και στο αντιστασιακό δράμα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του Γιώργου Ζερβού, πείθοντας άπαντες για την υποκριτική του δεινότητα.
Αφού παίξει και τον κλεπταποδόχο στον αξέχαστο «Τζο τον τρομερό» (1955) του Ντίνου Δημόπουλου, πλάι στον Ηλιόπουλο και τον Ρίζο, και κάνει μερικές ακόμα ταινίες στη δεκαετία του 1950 (όπως τις αξέχαστες -και έγχρωμες!- «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» το 1956), υπογράφει το 1960 το χρυσό συμβόλαιο με τον Φίνο και βλέπει την καριέρα του να απογειώνεται κινηματογραφικά. Σε αριθμό δουλειών τουλάχιστον.
Από τις 18 ταινίες που γυρίζει στη δεκαετία του 1960 οι δέκα ήταν της Φίνος Φιλμ, αρχής γενομένης με το φιλμ «Είμαι Αθώος» (1960), όπου ενσαρκώνει έναν στρατηγό. Από τις δραματικές και κοινωνικές ταινίες μέχρι και τις κωμωδίες που πήρε μέρος σε αυτή τη δεκαετία ξεχωρίζουν τα φιλμ «Συντρίμμια της ζωής» (1964), «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» (1964), «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» (1965), «Το μπλόκο» (1965), «Ου κλέψεις» (1965), «Όχι, κύριε Τζόνσον» (1965), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967) και «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969).
Τον γιατρό θα ενσαρκώσει σε αρκετές ταινίες της περιόδου, όπως στα φιλμ «Το σπίτι των ανέμων» (1966), «Κάνε τον πόνο μου χαρά» (1966), «Αυτή που δεν λύγισε» (1968), «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970), «Η Μαρία της σιωπής» (1973) και «Θέμα συνειδήσεως» (1973), μια από τις καλύτερές του στιγμές στη μεγάλη οθόνη.
Τον Νέζο θα τον δούμε σε αρκετές ακόμα ταινίες, καθώς διέτρεχε τις εποχές παρά τις αλλαγές των κινηματογραφικών ηθών. Από τις «Καυτά, ψυχρά και ανάποδα» (1971), «Η κόρη του ήλιου» (1971) και «Η εφοπλιστίνα» (1971) μέχρι τα φιλμ «Τι 30, τι 40, τι 50» (1972), «Ο εχθρός του λαού» (1972) και «Άγουρη σάρκα» (1974), ακόμα και στο υπέροχο «Ταξίδι του μέλιτος» (1979) του Πανουσόπουλου.
Στον κινηματογράφο θα παίξει ως και το τέλος της δεκαετίας του 1980, από τον πατέρα της Γκόλφως στο ξεκαρδιστικό σπονδυλωτό «Αλαλούμ» (1982) και τον Αρίστο στον «Γύρο του θανάτου» (1983) μέχρι και τον εξόριστο στο αγγελοπουλικό «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), όπου επανενώθηκε υποκριτικά με τον παλιό του συνεργάτη Μάνο Κατράκη.
Τελευταίες δουλειές, το «Βαριετέ» (1985) του Παναγιωτόπουλου, ο «Καπετάν Μεϊντάνος» (1987) του πάντα πρωτοπόρου Δήμου Θέου αλλά και το «Τελευταίο στοίχημα» (1989), το πολιτικό θρίλερ του Κώστα Ζυρίνη με το οποίο έκλεισε τη μακρά και ξεχωριστή κινηματογραφική του πορεία.
Εξίσου μακρά ήταν και η σταδιοδρομία του στο γυαλί, η οποία απλώθηκε σε περισσότερες από 30 σειρές και εκπομπές, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και τα τέλη του 1980, αφήνοντας κατά μέρος το τηλεοπτικό θέατρο! Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές από τις δουλειές του για την ελληνική τηλεόραση, θα μιλήσουμε για το «Κεκλεισμένων των θυρών» (1972), το «Λούνα Παρκ» (1974), τον «Μεθοριακό σταθμό» (1974), τον «Βασιλιά και το άγαλμα» (1975), το «Φως του Αυγερινού» (1980), τα «Παλιόπαιδα τ’ ατίθασα» (1980), τον «Δικό μας άνθρωπο» (1984) και του «Κουτιού τα παραμύθια» (1987)…
Η τεράστια αυτή υποκριτική καριέρα δεν ήταν μάλιστα παρά ένα μόνο κεφάλαιο της πολυσχιδούς δράσης του, καθώς και η πένα του ήταν παραγωγικότατη. Ο Γιώργος Νέζος έγραψε από τοπογραφικά και ιστορικά πονήματα μέχρι και καθαρή λογοτεχνία, υπογράφοντας μάλιστα κάποιες φορές τα έργα του με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιώργος Ίναχος.
Οι τίτλοι δηλωτικοί των θεμάτων που απασχολούσαν κάθε φορά τον συγγραφέα και μελετητή Νέζο: «Στίγματα στιγμών», «Ρήγματα σε προσωπείο», «Ομόκεντρα τοπογραφικά», «Πανδέκτης ο εγκάρδιος», «Βιόσφαιρα», « Γαρμπίλι», «Μικρά τίποτα», «Πεντάστικτα», «Εν Αθήναις», «Γιασεμί» κ.λπ.
Όταν έφυγε από τον κόσμο στις 20 Φεβρουαρίου 1989, ήταν ένας ζωντανός μύθος της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου μας…