Μελετώντας σε βάθος την προσωπικότητα και το έργο του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη, εκείνο που κάνει μεγάλη εντύπωση, ήταν οι ευφυείς διπλωματικοί χειρισμοί του, στο ζήτημα των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους. Πώς από το αυτόνομο κράτος που θα περιλάμβανε την Πελοπόννησο και μερικά νησιά, φτάσαμε στο ανεξάρτητο κράτος, με υπερδιπλάσια έκταση.
Πώς ο Καποδίστριας αξιοποίησε με άριστο τρόπο τη διεθνή συγκυρία, πώς εκμεταλλεύτηκε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και πώς κατάφερε να «υποχρεώσει» τις, λεγόμενες, μεγάλες δυνάμεις να δεχθούν ουσιαστικά αυτά που ζητούσε.
Δυστυχώς, ο πρόωρος και άδικος θάνατός του, είχε σαν αποτέλεσμα να μην δει τις προσπάθειές του να τελεσφορούν.
Πώς ο Καποδίστριας αξιοποίησε με άριστο τρόπο τη διεθνή συγκυρία, πώς εκμεταλλεύτηκε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και πώς κατάφερε να «υποχρεώσει» τις, λεγόμενες, μεγάλες δυνάμεις να δεχθούν ουσιαστικά αυτά που ζητούσε.
Δυστυχώς, ο πρόωρος και άδικος θάνατός του, είχε σαν αποτέλεσμα να μην δει τις προσπάθειές του να τελεσφορούν.
Οι πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια
Στις 4/4/1826, συνυπογράφτηκε από τη Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, η πρώτη διεθνής πράξη υπέρ των Ελλήνων επαναστατών.
Ακολούθησε η επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1826 υπογράφτηκε η Σύμβαση του Άκερμαν μεταξύ των δύο χωρών, ως συμπλήρωμα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1812. Στις 22 Αυγούστου 1826, είχε ανέβει μετά από περιπέτειες, στον τσαρικό θρόνο της Ρωσίας, ο Νικόλαος Α’, που είχε άριστη αντίληψη των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ρωσίας και ήταν άκρως αποφασιστικός, σε αντίθεση με τον αδελφό του Αλέξανδρο Α’ τον οποίο και διαδέχθηκε.
Με το Πρωτόκολλο της 4ης Απριλίου 1826, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία, συμφώνησαν να προωθήσουν τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα ήταν αυτόνομο και φόρου υποτελές στον σουλτάνο. Στο ζήτημα των συνόρων ήταν ιδιαίτερα ασαφές, καθώς υπαινισσόταν ότι θα περιλάμβανε τις επαρχίες όπου συνεχιζόταν η Επανάσταση ή όπου είχαν εγκατασταθεί, ντε φάκτο, πολιτικές αρχές. Η αναφορά σε εξαγορά «τουρκικών» περιουσιών, ήταν κάτι πρακτικά αδύνατο.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827, επαναλαμβανόταν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, αλλά υπήρχε ένα επιπλέον μυστικό και συμπληρωματικό άρθρο, που προστέθηκε μετά από επιμονή της ρωσικής αντιπροσωπείας, προβλεπόταν η λήψη «μέτρων» για την εφαρμογή της. (Στους «Times» της 13/7/1827, υπάρχει το συμπληρωματικό αυτό άρθρο).
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, στις 2 Απριλίου 1827, είχε εκλεγεί Κυβερνήτης της Ελλάδας. Σε συνομιλία του με τον Αυστριακό πρέσβη στο Λονδίνο Εστερχάζι, αναφερόμενος στη Συνθήκη αυτή, είπε:
«Η κάθε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις ενήργησε αποκλειστικά με βάση τα δικά της συμφέροντα. Καμία δε σκέφτηκε τη σωτηρία της Ελλάδας. Η αντιζηλία και οι καχυποψίες ανάμεσα στην Αγγλία και τη Ρωσία δημιούργησαν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης και η φιλαυτία της Γαλλίας το μετέτρεψε σε Συνθήκη». (Σ. Φλέμιγκ, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Συνθήκη του Λονδίνου», Θεσσαλονίκη 1970, σ.175)
Στις 31 Αυγούστου 1827, ο Καποδίστριας υπόβαλε υπόμνημα προς τα «Ανακτοβούλια Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας», με το οποίο τους υποδείκνυε τρόπους για την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου και παράλληλα επεδίωκε να εξασφαλίσει επείγουσα οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα..
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τμήμα του υπομνήματος, που απευθύνεται στο θυμικό των Ευρωπαίων: «…Πόλεις, κώμαι, χωρία κατεστραμμένα, ερείπια, έρημα. Και μένει τούτο μόνον εις τον πολυπαθήν και θαυμάσιον τόπον, ο αρχαιότροπος των οικητόρων αυτού χαρακτήρ, και απόφασις αυτών ομόψυχός τε και άτρεπτος, μηδέποτε να υποστώσι τον τουρκικόν ζυγόν, ουδ’ άλλον ξένον ζυγόν οποιονδήποτε».
Ο Καποδίστριας ακολούθησε πολιτική ίσων αποστάσεων προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, γράφει χαρακτηριστικά: «…ουδενός η καρδιά ήτο ελληνικοτέρα υπέρ της Ελλάδος μετήλθεν την ρωσικήν επιρροήν του και όχι υπέρ της Ρωσίας την Ελληνικήν Αρχήν του…». Έτσι, ο Σ. Τρικούπης, Γραμματέας της Επικρατείας (σχεδόν πρωθυπουργός) το 1828 και Υπουργός Εξωτερικών αργότερα, προσχώρησε στη συνέχεια σε όσους αντιπολιτεύονται τον Καποδίστρια, αλλά στην «Ιστορία» του, αναιρεί τις συκοφαντίες σε βάρος του Κυβερνήτη.
Ο Άμπερντιν, Υπουργός των Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας από το 1828 ως το 1830, γράφει πολλά χρόνια αργότερα στον Σ. Τρικούπη: «Ποίαν γνώμην θα εκφράσεις περί του ρωσισμού του Κυβερνήτου, διότι το κατ’ εμέ, έχω την πεποίθησιν, ότι ηγάπα την Ελλάδα, ότι ουδέποτε συνέλαβε την ιδέαν να θυσιάσει αυτήν εις την Ρωσίαν και ότι καταδιώξασα αυτόν η Αγγλία και τον άνδρα ηδίκησε και την υμετέραν πατρίδα εζημίωσε».
Στο μεταξύ, η υπερνίκηση της εσωτερικής αταξίας στην Ελλάδα και η παρουσία αρχών ικανών να συνδιαλέγονται με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποτέλεσμα της ανάληψης της εξουσίας από τον Καποδίστρια, είχαν άκρως θετικό αντίκτυπο στην Ευρώπη. Ο σουλτάνος από την πλευρά του, δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την ανακωχή που ζητούσαν οι Ευρωπαίοι. Όλα αυτά, είχαν σαν αποτέλεσμα τον στενό αποκλεισμό του Ιμπραήμ και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Στις 4/4/1826, συνυπογράφτηκε από τη Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, η πρώτη διεθνής πράξη υπέρ των Ελλήνων επαναστατών.
Ακολούθησε η επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1826 υπογράφτηκε η Σύμβαση του Άκερμαν μεταξύ των δύο χωρών, ως συμπλήρωμα της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1812. Στις 22 Αυγούστου 1826, είχε ανέβει μετά από περιπέτειες, στον τσαρικό θρόνο της Ρωσίας, ο Νικόλαος Α’, που είχε άριστη αντίληψη των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ρωσίας και ήταν άκρως αποφασιστικός, σε αντίθεση με τον αδελφό του Αλέξανδρο Α’ τον οποίο και διαδέχθηκε.
Με το Πρωτόκολλο της 4ης Απριλίου 1826, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία, συμφώνησαν να προωθήσουν τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα ήταν αυτόνομο και φόρου υποτελές στον σουλτάνο. Στο ζήτημα των συνόρων ήταν ιδιαίτερα ασαφές, καθώς υπαινισσόταν ότι θα περιλάμβανε τις επαρχίες όπου συνεχιζόταν η Επανάσταση ή όπου είχαν εγκατασταθεί, ντε φάκτο, πολιτικές αρχές. Η αναφορά σε εξαγορά «τουρκικών» περιουσιών, ήταν κάτι πρακτικά αδύνατο.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 6 Ιουλίου 1827, επαναλαμβανόταν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, αλλά υπήρχε ένα επιπλέον μυστικό και συμπληρωματικό άρθρο, που προστέθηκε μετά από επιμονή της ρωσικής αντιπροσωπείας, προβλεπόταν η λήψη «μέτρων» για την εφαρμογή της. (Στους «Times» της 13/7/1827, υπάρχει το συμπληρωματικό αυτό άρθρο).
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, στις 2 Απριλίου 1827, είχε εκλεγεί Κυβερνήτης της Ελλάδας. Σε συνομιλία του με τον Αυστριακό πρέσβη στο Λονδίνο Εστερχάζι, αναφερόμενος στη Συνθήκη αυτή, είπε:
«Η κάθε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις ενήργησε αποκλειστικά με βάση τα δικά της συμφέροντα. Καμία δε σκέφτηκε τη σωτηρία της Ελλάδας. Η αντιζηλία και οι καχυποψίες ανάμεσα στην Αγγλία και τη Ρωσία δημιούργησαν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης και η φιλαυτία της Γαλλίας το μετέτρεψε σε Συνθήκη». (Σ. Φλέμιγκ, «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η Συνθήκη του Λονδίνου», Θεσσαλονίκη 1970, σ.175)
Στις 31 Αυγούστου 1827, ο Καποδίστριας υπόβαλε υπόμνημα προς τα «Ανακτοβούλια Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας», με το οποίο τους υποδείκνυε τρόπους για την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου και παράλληλα επεδίωκε να εξασφαλίσει επείγουσα οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα..
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τμήμα του υπομνήματος, που απευθύνεται στο θυμικό των Ευρωπαίων: «…Πόλεις, κώμαι, χωρία κατεστραμμένα, ερείπια, έρημα. Και μένει τούτο μόνον εις τον πολυπαθήν και θαυμάσιον τόπον, ο αρχαιότροπος των οικητόρων αυτού χαρακτήρ, και απόφασις αυτών ομόψυχός τε και άτρεπτος, μηδέποτε να υποστώσι τον τουρκικόν ζυγόν, ουδ’ άλλον ξένον ζυγόν οποιονδήποτε».
Ο Καποδίστριας ακολούθησε πολιτική ίσων αποστάσεων προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, γράφει χαρακτηριστικά: «…ουδενός η καρδιά ήτο ελληνικοτέρα υπέρ της Ελλάδος μετήλθεν την ρωσικήν επιρροήν του και όχι υπέρ της Ρωσίας την Ελληνικήν Αρχήν του…». Έτσι, ο Σ. Τρικούπης, Γραμματέας της Επικρατείας (σχεδόν πρωθυπουργός) το 1828 και Υπουργός Εξωτερικών αργότερα, προσχώρησε στη συνέχεια σε όσους αντιπολιτεύονται τον Καποδίστρια, αλλά στην «Ιστορία» του, αναιρεί τις συκοφαντίες σε βάρος του Κυβερνήτη.
Ο Άμπερντιν, Υπουργός των Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας από το 1828 ως το 1830, γράφει πολλά χρόνια αργότερα στον Σ. Τρικούπη: «Ποίαν γνώμην θα εκφράσεις περί του ρωσισμού του Κυβερνήτου, διότι το κατ’ εμέ, έχω την πεποίθησιν, ότι ηγάπα την Ελλάδα, ότι ουδέποτε συνέλαβε την ιδέαν να θυσιάσει αυτήν εις την Ρωσίαν και ότι καταδιώξασα αυτόν η Αγγλία και τον άνδρα ηδίκησε και την υμετέραν πατρίδα εζημίωσε».
Στο μεταξύ, η υπερνίκηση της εσωτερικής αταξίας στην Ελλάδα και η παρουσία αρχών ικανών να συνδιαλέγονται με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποτέλεσμα της ανάληψης της εξουσίας από τον Καποδίστρια, είχαν άκρως θετικό αντίκτυπο στην Ευρώπη. Ο σουλτάνος από την πλευρά του, δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την ανακωχή που ζητούσαν οι Ευρωπαίοι. Όλα αυτά, είχαν σαν αποτέλεσμα τον στενό αποκλεισμό του Ιμπραήμ και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου – Η αποχώρηση των πρεσβευτών από την Κωνσταντινούπολη – Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος
Η διορατικότητα και οι σπουδαίες διπλωματικές ικανότητες του Καποδίστρια, αποδεικνύονται περίτρανα από την επιστολή που έστειλε από το Παρίσι προς τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Εϊνάρ, στις 8 Απριλίου 1827, με την οποία τον πληροφόρησε για τη σύμπραξη Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας προκειμένου να ρυθμιστεί το ελληνικό ζήτημα, τρεις μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου 1827!
Ο Κυβερνήτης, είχε ως αρχή στις ενέργειές του το «δια βαθμών προχωρείν» και σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά δυνατότητες. Βλέποντας πρόσφορο έδαφος, στις 3 Οκτωβρίου 1827, απαντά στον Ουίλιαμ Όρτον του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Στο ερώτημα του Όρτον «Τι πρέπει να εννοήσουμε λέγοντας Ελλάδα σήμερα», ο Καποδίστριας απαντά: «Το ελληνικό έθνος αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαψαν να έχουν την ορθόδοξη πίστη και να μιλούν τη γλώσσα των πατέρων τους, παρέμειναν δε υπό την πνευματική και κοσμική δικαιοδοσία της Εκκλησίας τους, όπου μέσα στην Τουρκία και αν κατοικούν».
Στο δε ερώτημα του Όρτον (Υφυπουργός Πολέμου και Αποικιών της Μ. Βρετανίας), «ποια είναι τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας», ο Κυβερνήτης απαντά: «Τα όρια της Ελλάδας, από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν από δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι μεγάλες συμφορές κατόρθωσαν να διαγράψουν, διεγράφησαν δε από το 1821 με το αίμα που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και μάχες, στις οποίες δοξάστηκε το γενναίο τούτο έθνος». Ο ακαδημαϊκός Κ. Σβολόπουλος, συμπληρώνει: «Η αναφορά, στη συνέχεια, του Στράβωνα υποδήλωνε, άραγε, την τάση του καθορισμού των μελλοντικών ορίων του ελληνικού κράτους με βάση κυρίως την Ελλάδα της αρχαιότητας; Όχι! Έστω κι αν η ανάμνηση του ένδοξου παρελθόντος προσφερόταν για να εξάψει τον φιλελληνισμό των Ευρωπαίων, θα βασιστεί στην τρέχουσα πραγματικότητα τονίζοντας την ισχύ «του αίματος του χυθέντος» και των μαχών «εν αις εδοξάσθη» το έθνος».
Στις 8 Οκτωβρίου 1827, έγινε η ναυμαχία του Ναβαρίνου, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Ριμποπιέρ, είχε προειδοποιήσει την οθωμανική κυβέρνηση, ότι η ευρωπαϊκή επέμβαση θα πραγματοποιηθεί έτσι κι αλλιώς «είτε από πέντε Δυνάμεις, είτε από τρεις, είτε από δύο, είτε ακόμα και από μία!» (Courrier, 12/6/1827).
Μετά τη ναυμαχία, οι τρεις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, πρότειναν στον Ρεΐς εφέντη (Υπουργό Εξωτερικών), η Πύλη να επιρρίψει την ευθύνη στον Ιμπραήμ και έτσι αν αποφευχθεί ο κίνδυνος ολοκληρωτικής ρήξης. Ο Μεχμέτ Περτέφ όμως, Υπουργός Εξωτερικών τότε, όχι μόνο δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, αλλά απάντησε ότι το θέμα θα έκλεινε μόνο αν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις έπαυαν να αναμειγνύονται στο ελληνικό ζήτημα, αναγνώριζαν σαν λάθος τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, πλήρωναν αποζημίωση στην Τουρκία και έδιναν επιπλέον εξηγήσεις και άλλα «ανταλλάγματα» στον σουλτάνο!
Στις 24 Νοεμβρίου 1827, επί πέντε ώρες οι πρέσβεις και ο Μεχμέτ Περτέφ, προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Η οθωμανική κυβέρνηση, ήταν αμετακίνητη. Η έσχατη παραχώρηση ήταν, ο σουλτάνος να μην τιμωρήσει τους Έλληνες επαναστάτες και να επαναφέρει τους πριν από το 1821 νόμους με τους οποίους οι Έλληνες (κατά τον Μεχμέτ Περτέφ πάντα), απολάμβαναν «τέλεια ευτυχία και απόλυτη ασφάλεια»(!). Όταν οι πρέσβεις παρατήρησαν ότι αν ίσχυαν αυτά οι Έλληνες δεν θα είχαν επαναστατήσει, ο Μεχμέτ Περτέφ κατέφυγε σε αοριστολογίες και οι τρεις διπλωμάτες του ανακοίνωσαν ότι θα αποχωρούσαν από την Κωνσταντινούπολη.
Πραγματικά στις 8 Δεκεμβρίου 1827 ο (Βρετανός) Στράτφορντ Κάνιγκ κι ο (Γάλλος) Γκιγιεμινό, έφυγαν από την Πόλη. Τους ακολούθησε στις 16 Δεκεμβρίου ο (Ρώσος) Ριμποπιέρ. Ο σουλτάνος έγινε έξαλλος. Αρκετοί Ευρωπαίοι κακοποιήθηκαν, όλα τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα πετάχτηκαν στο Βόσπορο (!) και η διατήρηση της ειρήνης ήταν αμφίβολη.
Ήδη οι Ευρωπαίοι, είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι ίσως ήταν αναπόφευκτος πλέον ένας πόλεμος με την οθωμανική αυτοκρατορία. Στις 18 Δεκεμβρίου 1827 ο σουλτάνος εξέδωσε ένα οργισμένο μανιφέστο, με το οποίο επετίθετο κατά της Ρωσίας «που εδώ και 50 χρόνια δεν άφησε μια ευκαιρία για να κάνει πόλεμο με την Τουρκία». Την κατηγορούσε επίσης ότι είχε καταλάβει τις ωραιότερες οθωμανικές επαρχίες, είχε υποκινήσει την Ελληνική Επανάσταση, είχε, ύπουλα, καταστρέψει μαζί με την Αγγλία και τη Γαλλία τον οθωμανικό στόλο στο Ναβαρίνο και είχε εκβιάσει τους Οθωμανούς να υπογράψουν τη Συνθήκη του Άκερμαν, από την οποία τώρα αποδεσμευόταν.
Κατά τον σουλτάνο, όλοι οι Οθωμανοί θα ξεσηκώνονταν «να ξεπλύνουν την προσβεβλημένη τιμή του Ισλάμ»…
Η στάση της Μ. Βρετανίας με πρωθυπουργό τον Ουέλινγκτον (νικητή του Ναπολέοντα στο Βατερλό…) ήταν φιλικότερη προς την Τουρκία και αρνητική στη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων που ζητούσαν οι Ρώσοι. Οι Άγγλοι, προσπάθησαν να πείσουν τους Γάλλους να υπογράψουν χωριστή συμφωνία, ερμηνευτική της Συνθήκης του Λονδίνου, ευτυχώς όμως οι Γάλλοι δεν δέχτηκαν κάτι τέτοιο.
Στις 14/26 Απριλίου 1828, ο τσάρος Νικόλαος Α’ κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό Προύθο και τα ρωσοτουρκικά σύνορα του Πόντου. Η αγγλική αντίδραση, ήταν χλιαρή, καθώς εκφράστηκε απλώς η λύπη του Λονδίνου, η ευχή ο πόλεμος να τελειώσει σύντομα και τονιζόταν ότι η αγγλική στάση, δεν αλλάζει. Τον Ιούνιο, συνήλθε και πάλι η Διάσκεψη των τριών Δυνάμεων στο Λονδίνο, με μόνο θέμα την εφαρμογή της Συνθήκης της 6/7/1827.
Η οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να διασπάσει τους Συμμάχους. Οι Γάλλοι, επανέφεραν παλαιότερη πρότασή τους για αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, για εκδίωξη των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Αυτό τελικά έγινε, με το Πρωτόκολλο της 7/19 Ιουλίου 1828. Πριν η γαλλική δύναμη φτάσει όμως στον Μοριά, υπογράφτηκε από τον Κόδριγκτον (Βρετανό ναύαρχο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου) και τον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, συνθήκη για ειρηνική αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο (9/8/1828).
Και αυτή η συνθήκη, οφειλόταν σε ενέργειες του Καποδίστρια, ο οποίος έσπευσε στη Ζάκυνθο (που βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή τότε), συνάντησε τον Κόδριγκτον και τον έπεισε να μεταβεί στην Αίγυπτο και να πείσει τον Μοχάμετ Άλι να διατάξει αποχώρηση από την Πελοπόννησο, ώστε να μην πάρουν όλη τη δόξα η Ρωσία, με τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών και η Γαλλία με την επέμβαση στην Πελοπόννησο.
Όπως αναφέραμε, ο Μοχάμετ Άλι δέχθηκε την πρόταση του Κόδριγκτον και υποσχέθηκε να στείλει πλοία το συντομότερο δυνατό για να μεταφέρουν τον στρατό του Ιμπραήμ αλλά και να αφήσει ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους.
Στις 29 Αυγούστου 1828, γαλλικό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον στρατηγό Μεζόν και τους Σεμπαστιανί και Σνάιντερ, έφτασε στην Πελοπόννησο και ανέλαβε δράση. Στα τέλη Οκτωβρίου 1828, ο Μοριάς ήταν ξανά ελεύθερος. Τελευταία εστία αντίστασης των Τούρκων, ήταν το φρούριο του Ρίου. 800 άνδρες έμειναν σ’ αυτό. Μετά από 11 μέρες πολιορκίας όμως, παραδόθηκαν στον Σνάιντερ. Λίγο αργότερα, απελευθερώθηκαν όσοι Έλληνες κρατούνταν αιχμάλωτοι στα μεσσηνιακά κάστρα.
Στο μεταξύ, γαλλικά πλοία, είχαν φύγει για την Αίγυπτο προκειμένου να φέρουν πίσω τους Έλληνες αιχμαλώτους. Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι 200 από τους 500 αιχμαλώτους, έμειναν στην Αίγυπτο…Οι υπόλοιποι 300, έφθασαν στον Πόρο στα τέλη Νοεμβρίου 1828. Στην επιστολή που έστειλαν στον Καποδίστρια οι Γάλλοι, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Εις το διάστημα της τριμηνιαίας εις Κάιρον και Αλεξάνδρειαν διαμονής μας ελάβομεν την ευτυχίαν να λυτρώσομεν πεντακοσίας ψυχάς, γυναίκας και παιδία. Εκ τούτων διακόσιαι σχεδόν ηθέλησαν να διαμείνωσιν εις Αίγυπτον…Οι λοιποί τριακόσιοι έφθασαν μεθ’ ημών και ερχόμεθα να τους παραδώσομεν εις χείρας σας…»
Το ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους στην τελική του φάση
Με οικονομική αρωγή από τη Ρωσία και Γαλλία, ο Καποδίστριας μπόρεσε να αναδιοργανώσει τον στρατό και να επιταχύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Βασική του επιδίωξη, ήταν να φτάσουν τα ελληνικά στρατεύματα στη συνοριακή γραμμή Κόλπου Άρτας (Αμβρακικού) – Κόλπου Βόλου (Παγασητικού) για να ενισχυθεί η ελληνική διαπραγματευτική θέση, χωρίς να διαρραγούν οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1828 οι τρεις πρέσβεις Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη (Στράτφορντ Κάνιγκ, Γκιγεμινό και Ριμποπιέρ), βρισκόταν στον Πόρο με σκοπό να ζητήσουν τα όρια του ελληνικού κράτους.
Οι οδηγίες που είχαν πάρει από τη Διάσκεψη του Λονδίνου, ήταν «τα όρια του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έχει πάρει όπλα εναντίον της Πύλης. Τα σύνορα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς και να προστατεύονται εύκολα».
Στις οδηγίες προτεινόταν τέσσερα διαφορετικά σύνορα από τη γραμμή του Αχελώου έως τη γραμμή του Ισθμού. Παρέμενε ασαφές τι θα γινόταν με την Εύβοια. Κρήτη και Σάμος δεν αναφερόταν καθόλου, ενώ ορισμένα νησιά του Αιγαίου θα περιλαμβανόταν στο ελληνικό κράτος (Douglas Dakin, «Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, ΜΙΕΤ Αθήνα 1972).
Όμως ο Καποδίστριας, με τις ευνοϊκές για τη Ρωσία εξελίξεις στον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία, βρήκε ευκαιρία και με το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, έθετε το ζήτημα των συνόρων, αναφερόμενος σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια», από τον Κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τη Σαγιάδα (Θεσπρωτία), παρότι βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων, φυσικότερη οροθεσία θα ήταν στη γραμμή «Κόλπος του Θερμαϊκού – Πάνορμος Χιμάρας (Αδριατική)» (D. C. Fleming, «John Capodistrias and the Conference of London», 1828-1831).
Το Υπόμνημα έφερε αποτέλεσμα, καθώς οι τρεις πρέσβεις περιέλαβαν στο ελληνικό κράτος όλη τη Στερεά Ελλάδα (ως τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού), την Πελοπόννησο, τα παρακείμενα νησιά, την Εύβοια, ενώ θα γινόταν διαπραγμάτευση για τη Σάμο και την Κρήτη. Επρόκειτο για μια ακόμη επιτυχία του Καποδίστρια που ήταν παρών στον Πόρο. Ωστόσο, η αγγλική κυβέρνηση αποδοκίμασε τον πρεσβευτή της και επέμενε να εξαιρεί τη Στερεά Ελλάδα από το νέο κράτος. Επιπλέον, δεν δεχόταν καμία συζήτηση για την Κρήτη.
Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Άμπερντιν, παραβλέποντας τα αποτελέσματα της διάσκεψη του Πόρου, πέτυχε να συνομολογηθεί (4/11/1828) νέο πρωτόκολλο στο Λονδίνο, με τον Γάλλο πρέσβη Πολινιάκ και τον Ρώσο Λίβεν.
Αυτό όριζε ότι "η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και οι κοινώς καλούμενοι Κυκλάδες" ετίθεντο υπό την προσωρινή εγγύηση των τριών Αυλών, μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας.
Θορυβημένος ο Καποδίστριας, απευθύνθηκε στον τσάρο και τον Ρώσο Υπουργό Νέσελροντ, συνυπουργό του ίδιου παλαιότερα στο Παρίσι και πέτυχε την υποστήριξή τους στη συνοριακή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού. Η Βρετανία αντιδρούσε σθεναρά και υποκινούσε αντιπολιτευτικές ενέργειες σε βάρος του Κυβερνήτη.
Σχετικά είναι όσα αναφέρει ο Ρώσος πρέσβης στη Διάσκεψη του Πόρου Ριμποπιέρ στα απομνημονεύματά του. Ο Καποδίστριας, παρών στον Πόρο, ζητούσε όσα περισσότερα μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα υποστήριζε, ενίοτε όχι φανερά, τον ένοπλο αγώνα απελευθέρωσης της Στερεάς. Η προέλαση του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη, ανάγκασε και τους Άγγλους να αποδεχθούν με νέο πρωτόκολλο (10/22.3.1829) τις θέσεις Ρώσων και Γάλλων.
Η Στερεά Ελλάδα περιλαμβανόταν στο νέο ελληνικό κράτος, το οποίο θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο, θα είχε ανώτατο άρχοντα κληρονομικό ηγεμόνα, Χριστιανό, ξένο προς τις τρεις Αυλές. Παράλληλα, προέβλεπε αποζημιώσεις για τους Τούρκους γαιοκτήμονες.
Ο Καποδίστριας, έχοντας και την εξουσιοδότηση της Δ' Εθνοσυνέλευσης, προσπαθούσε να πετύχει τη βέλτιστη λύση. Η Πύλη, που αρχικά δεν δεχόταν ελληνικό κράτος, έστω και φόρου υποτελές στον σουλτάνο, τελικά καθώς οι Ρώσοι προέλαυναν, άρχισε να αλλάζει τη στάση της. Στη Ρωσία, άρχισαν να γίνονται σκέψεις για διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα του 1829, ο τσάρος συγκάλεσε σύσκεψη για το θέμα αυτό. Στη σύσκεψη, "έπεσε στο τραπέζι" κι ένα υπόμνημα που είχε στείλει στον Νέσελροντ ο Καποδίστριας για τη δημιουργία πέντε κρατιδίων στα οθωμανικά εδάφη της Βαλκανικής. Αυτά ήταν:
i. Δουκάτο ή Βασίλειο της Δακίας, που θα περιελάμβανε τη Μολδοβλαχία με πληθυσμό 1.500.000 κατοίκους.
ii. Βασίλειο της Σερβίας (Σερβία – Βοσνία – Βουλγαρία – Σάμος – Ίμβρος – Σαμοθράκη).
iii. Βασίλειο της Ηπείρου (Ήπειρος – Αλβανία).
iv. Ελληνική Πολιτεία, που θα περιελάμβανε τα υπόλοιπα εδάφη της Βαλκανικής και τα νησιά του Αιγαίου.
Τα πέντε αυτά κράτη, θα αποτελούσαν μια βαλκανική Συνομοσπονδία, με αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, η οποία με τη γύρω περιοχή θα ανακηρυσσόταν "ελεύθερη πόλη". Τελικά, η πρόταση του Καποδίστρια δεν έγινε αποδεκτή καθώς ο τσάρος Νικόλαος Α' έκρινε ότι ήταν προτιμότερο να κλείσει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μία "αξιοπρεπή ειρήνη".
Αυτή, υπογράφτηκε τελικά στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 στην Αδριανούπολη. Η Τουρκία, υπό την πίεση των ρωσικών όπλων, δέχτηκε και το Πρωτόκολλο της 22/3/1829.
"Οι νίκες του στρατηγού Ντίμπιτς λύνουν μια για πάντα το ελληνικό πρόβλημα και ο τσάρος επιβάλλει τα σύνορα που αυτός θέλει για την Ελλάδα", έγραφε ο πρέσβης Λίβεν στον Νέσερολντ.
Ο Καποδίστριας, πριν ο Ντίμπιτς (Hans Karl von diebitch, γεννημένος στη Wielka Lipa της σημερινής Πολωνίας το 1785) υπογράψει τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, του έγραψε μια επιστολή στην οποία τονίζει ότι "οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν όταν ο ρωσικός στρατός φτάσει στα τείχη της πόλης ή ακόμα καλύτερα μέσα σ' αυτήν".
Το ενδεχόμενο καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο τρομοκρατούσε τους Βρετανούς που αλλάζουν στάση και (ξανα)γίνονται (;) φιλέλληνες. Και η Γαλλία, με τον πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών Πολινιάκ, είχε πλέον πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της πλήρους ελληνικής ανεξαρτησίας.
Οι Μεγάλες δυνάμεις, μετά από τρίμηνες διαβουλεύσεις, κατέληξαν στο πρόσωπο του Λεοπόλδου του Σαξ Κοβούργου, ως ηγεμόνα της χώρας μας. Ο Καποδίστριας υπέδειξε στον Λεοπόλδο να θέτει ως όρους την ενσωμάτωση της Κρήτης και την έκφραση γνώμης του ελληνικού λαού για την εκλογή του.
Τελικά, με τα Πρωτόκολλα της 22ας Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1830, η Διάσκεψη του Λονδίνου (με τις υπογραφές των Άμπερντιν, Μονμορανσί Λαβάλ και Λίβεν) διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, με "όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή, ανεξαρτησίαν".
Τα σύνορα του νέου κράτους ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και έφθαναν στις εκβολές του Σπερχειού. Η Εύβοια συμπεριλαμβανόταν στο νέο κράτος. Με νέα σειρά αριστοτεχνικών χειρισμών και αφού στις 9/21.5.1830, ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από τον θρόνο που του είχε προσφερθεί, πέτυχε την μετάθεση των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού.
Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων πήραν εντολή να ισχυριστούν στον σουλτάνο ότι τα προηγούμενα σύνορα είχαν χαρακτεί… επί "λανθασμένου χάρτου" (!).
Με το Πρωτόκολλο της 14/26 Σεπτεμβρίου 1821, αποφασίστηκε να προταθεί στην Πύλη η γραμμή Κόλπου Βόλου-Κόλπου Άρτας. Η τελική συμφωνία υπογράφτηκε στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832. Ο Καποδίστριας δεν ζούσε όμως για να δει τους καρπούς των άοκνων προσπαθειών του. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1821, δολοφονήθηκε…
Επίλογος
Όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Κ. Σβολόπουλος: "Η πολιτική, υπό την τρέχουσα έννοιά της, είναι –ας ηχήσει εδώ ως ωμή η σχετική αντίληψη- η τέχνη του εφικτού. Και η ελληνική επανάσταση είχε στεφθεί με ένα αποτέλεσμα εφικτό…".
Πιθανότατα για πρώτη φορά, αναλύσαμε τόσο διεξοδικά το πόσο δύσκολο και περίπλοκο ήταν να φτάσει το πρώτο ελληνικό κράτος στα όρια που αναφέραμε. Θεωρούμε ότι μόνο ο Ι. Καποδίστριας μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο και, αν δεν έφευγε πρόωρα απ' τη ζωή, ίσως είχε πετύχει ακόμα περισσότερα.
Και δυστυχώς, τα λόγια του Εϊνάρ "ότι δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός ν' αναπληρώσει την έλλειψιν του Κόμητος Καποδίστρια", αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από προφητικά…
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τ. ΙΒ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1930-1981", ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2014.
Η διορατικότητα και οι σπουδαίες διπλωματικές ικανότητες του Καποδίστρια, αποδεικνύονται περίτρανα από την επιστολή που έστειλε από το Παρίσι προς τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη και φιλέλληνα Εϊνάρ, στις 8 Απριλίου 1827, με την οποία τον πληροφόρησε για τη σύμπραξη Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας προκειμένου να ρυθμιστεί το ελληνικό ζήτημα, τρεις μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης της 6ης Ιουλίου 1827!
Ο Κυβερνήτης, είχε ως αρχή στις ενέργειές του το «δια βαθμών προχωρείν» και σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά δυνατότητες. Βλέποντας πρόσφορο έδαφος, στις 3 Οκτωβρίου 1827, απαντά στον Ουίλιαμ Όρτον του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Στο ερώτημα του Όρτον «Τι πρέπει να εννοήσουμε λέγοντας Ελλάδα σήμερα», ο Καποδίστριας απαντά: «Το ελληνικό έθνος αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαψαν να έχουν την ορθόδοξη πίστη και να μιλούν τη γλώσσα των πατέρων τους, παρέμειναν δε υπό την πνευματική και κοσμική δικαιοδοσία της Εκκλησίας τους, όπου μέσα στην Τουρκία και αν κατοικούν».
Στο δε ερώτημα του Όρτον (Υφυπουργός Πολέμου και Αποικιών της Μ. Βρετανίας), «ποια είναι τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας», ο Κυβερνήτης απαντά: «Τα όρια της Ελλάδας, από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν από δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι μεγάλες συμφορές κατόρθωσαν να διαγράψουν, διεγράφησαν δε από το 1821 με το αίμα που χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών, του Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και μάχες, στις οποίες δοξάστηκε το γενναίο τούτο έθνος». Ο ακαδημαϊκός Κ. Σβολόπουλος, συμπληρώνει: «Η αναφορά, στη συνέχεια, του Στράβωνα υποδήλωνε, άραγε, την τάση του καθορισμού των μελλοντικών ορίων του ελληνικού κράτους με βάση κυρίως την Ελλάδα της αρχαιότητας; Όχι! Έστω κι αν η ανάμνηση του ένδοξου παρελθόντος προσφερόταν για να εξάψει τον φιλελληνισμό των Ευρωπαίων, θα βασιστεί στην τρέχουσα πραγματικότητα τονίζοντας την ισχύ «του αίματος του χυθέντος» και των μαχών «εν αις εδοξάσθη» το έθνος».
Στις 8 Οκτωβρίου 1827, έγινε η ναυμαχία του Ναβαρίνου, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Ριμποπιέρ, είχε προειδοποιήσει την οθωμανική κυβέρνηση, ότι η ευρωπαϊκή επέμβαση θα πραγματοποιηθεί έτσι κι αλλιώς «είτε από πέντε Δυνάμεις, είτε από τρεις, είτε από δύο, είτε ακόμα και από μία!» (Courrier, 12/6/1827).
Μετά τη ναυμαχία, οι τρεις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, πρότειναν στον Ρεΐς εφέντη (Υπουργό Εξωτερικών), η Πύλη να επιρρίψει την ευθύνη στον Ιμπραήμ και έτσι αν αποφευχθεί ο κίνδυνος ολοκληρωτικής ρήξης. Ο Μεχμέτ Περτέφ όμως, Υπουργός Εξωτερικών τότε, όχι μόνο δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, αλλά απάντησε ότι το θέμα θα έκλεινε μόνο αν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις έπαυαν να αναμειγνύονται στο ελληνικό ζήτημα, αναγνώριζαν σαν λάθος τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, πλήρωναν αποζημίωση στην Τουρκία και έδιναν επιπλέον εξηγήσεις και άλλα «ανταλλάγματα» στον σουλτάνο!
Στις 24 Νοεμβρίου 1827, επί πέντε ώρες οι πρέσβεις και ο Μεχμέτ Περτέφ, προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Η οθωμανική κυβέρνηση, ήταν αμετακίνητη. Η έσχατη παραχώρηση ήταν, ο σουλτάνος να μην τιμωρήσει τους Έλληνες επαναστάτες και να επαναφέρει τους πριν από το 1821 νόμους με τους οποίους οι Έλληνες (κατά τον Μεχμέτ Περτέφ πάντα), απολάμβαναν «τέλεια ευτυχία και απόλυτη ασφάλεια»(!). Όταν οι πρέσβεις παρατήρησαν ότι αν ίσχυαν αυτά οι Έλληνες δεν θα είχαν επαναστατήσει, ο Μεχμέτ Περτέφ κατέφυγε σε αοριστολογίες και οι τρεις διπλωμάτες του ανακοίνωσαν ότι θα αποχωρούσαν από την Κωνσταντινούπολη.
Πραγματικά στις 8 Δεκεμβρίου 1827 ο (Βρετανός) Στράτφορντ Κάνιγκ κι ο (Γάλλος) Γκιγιεμινό, έφυγαν από την Πόλη. Τους ακολούθησε στις 16 Δεκεμβρίου ο (Ρώσος) Ριμποπιέρ. Ο σουλτάνος έγινε έξαλλος. Αρκετοί Ευρωπαίοι κακοποιήθηκαν, όλα τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα πετάχτηκαν στο Βόσπορο (!) και η διατήρηση της ειρήνης ήταν αμφίβολη.
Ήδη οι Ευρωπαίοι, είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι ίσως ήταν αναπόφευκτος πλέον ένας πόλεμος με την οθωμανική αυτοκρατορία. Στις 18 Δεκεμβρίου 1827 ο σουλτάνος εξέδωσε ένα οργισμένο μανιφέστο, με το οποίο επετίθετο κατά της Ρωσίας «που εδώ και 50 χρόνια δεν άφησε μια ευκαιρία για να κάνει πόλεμο με την Τουρκία». Την κατηγορούσε επίσης ότι είχε καταλάβει τις ωραιότερες οθωμανικές επαρχίες, είχε υποκινήσει την Ελληνική Επανάσταση, είχε, ύπουλα, καταστρέψει μαζί με την Αγγλία και τη Γαλλία τον οθωμανικό στόλο στο Ναβαρίνο και είχε εκβιάσει τους Οθωμανούς να υπογράψουν τη Συνθήκη του Άκερμαν, από την οποία τώρα αποδεσμευόταν.
Κατά τον σουλτάνο, όλοι οι Οθωμανοί θα ξεσηκώνονταν «να ξεπλύνουν την προσβεβλημένη τιμή του Ισλάμ»…
Η στάση της Μ. Βρετανίας με πρωθυπουργό τον Ουέλινγκτον (νικητή του Ναπολέοντα στο Βατερλό…) ήταν φιλικότερη προς την Τουρκία και αρνητική στη διεύρυνση των ελληνικών συνόρων που ζητούσαν οι Ρώσοι. Οι Άγγλοι, προσπάθησαν να πείσουν τους Γάλλους να υπογράψουν χωριστή συμφωνία, ερμηνευτική της Συνθήκης του Λονδίνου, ευτυχώς όμως οι Γάλλοι δεν δέχτηκαν κάτι τέτοιο.
Στις 14/26 Απριλίου 1828, ο τσάρος Νικόλαος Α’ κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ρωσικά στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό Προύθο και τα ρωσοτουρκικά σύνορα του Πόντου. Η αγγλική αντίδραση, ήταν χλιαρή, καθώς εκφράστηκε απλώς η λύπη του Λονδίνου, η ευχή ο πόλεμος να τελειώσει σύντομα και τονιζόταν ότι η αγγλική στάση, δεν αλλάζει. Τον Ιούνιο, συνήλθε και πάλι η Διάσκεψη των τριών Δυνάμεων στο Λονδίνο, με μόνο θέμα την εφαρμογή της Συνθήκης της 6/7/1827.
Η οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε, χωρίς αποτέλεσμα, να διασπάσει τους Συμμάχους. Οι Γάλλοι, επανέφεραν παλαιότερη πρότασή τους για αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, για εκδίωξη των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Αυτό τελικά έγινε, με το Πρωτόκολλο της 7/19 Ιουλίου 1828. Πριν η γαλλική δύναμη φτάσει όμως στον Μοριά, υπογράφτηκε από τον Κόδριγκτον (Βρετανό ναύαρχο στη ναυμαχία του Ναβαρίνου) και τον Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, συνθήκη για ειρηνική αποχώρηση του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο (9/8/1828).
Και αυτή η συνθήκη, οφειλόταν σε ενέργειες του Καποδίστρια, ο οποίος έσπευσε στη Ζάκυνθο (που βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή τότε), συνάντησε τον Κόδριγκτον και τον έπεισε να μεταβεί στην Αίγυπτο και να πείσει τον Μοχάμετ Άλι να διατάξει αποχώρηση από την Πελοπόννησο, ώστε να μην πάρουν όλη τη δόξα η Ρωσία, με τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών και η Γαλλία με την επέμβαση στην Πελοπόννησο.
Όπως αναφέραμε, ο Μοχάμετ Άλι δέχθηκε την πρόταση του Κόδριγκτον και υποσχέθηκε να στείλει πλοία το συντομότερο δυνατό για να μεταφέρουν τον στρατό του Ιμπραήμ αλλά και να αφήσει ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους.
Στις 29 Αυγούστου 1828, γαλλικό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον στρατηγό Μεζόν και τους Σεμπαστιανί και Σνάιντερ, έφτασε στην Πελοπόννησο και ανέλαβε δράση. Στα τέλη Οκτωβρίου 1828, ο Μοριάς ήταν ξανά ελεύθερος. Τελευταία εστία αντίστασης των Τούρκων, ήταν το φρούριο του Ρίου. 800 άνδρες έμειναν σ’ αυτό. Μετά από 11 μέρες πολιορκίας όμως, παραδόθηκαν στον Σνάιντερ. Λίγο αργότερα, απελευθερώθηκαν όσοι Έλληνες κρατούνταν αιχμάλωτοι στα μεσσηνιακά κάστρα.
Στο μεταξύ, γαλλικά πλοία, είχαν φύγει για την Αίγυπτο προκειμένου να φέρουν πίσω τους Έλληνες αιχμαλώτους. Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί, είναι ότι 200 από τους 500 αιχμαλώτους, έμειναν στην Αίγυπτο…Οι υπόλοιποι 300, έφθασαν στον Πόρο στα τέλη Νοεμβρίου 1828. Στην επιστολή που έστειλαν στον Καποδίστρια οι Γάλλοι, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Εις το διάστημα της τριμηνιαίας εις Κάιρον και Αλεξάνδρειαν διαμονής μας ελάβομεν την ευτυχίαν να λυτρώσομεν πεντακοσίας ψυχάς, γυναίκας και παιδία. Εκ τούτων διακόσιαι σχεδόν ηθέλησαν να διαμείνωσιν εις Αίγυπτον…Οι λοιποί τριακόσιοι έφθασαν μεθ’ ημών και ερχόμεθα να τους παραδώσομεν εις χείρας σας…»
Το ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους στην τελική του φάση
Με οικονομική αρωγή από τη Ρωσία και Γαλλία, ο Καποδίστριας μπόρεσε να αναδιοργανώσει τον στρατό και να επιταχύνει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Βασική του επιδίωξη, ήταν να φτάσουν τα ελληνικά στρατεύματα στη συνοριακή γραμμή Κόλπου Άρτας (Αμβρακικού) – Κόλπου Βόλου (Παγασητικού) για να ενισχυθεί η ελληνική διαπραγματευτική θέση, χωρίς να διαρραγούν οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1828 οι τρεις πρέσβεις Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη (Στράτφορντ Κάνιγκ, Γκιγεμινό και Ριμποπιέρ), βρισκόταν στον Πόρο με σκοπό να ζητήσουν τα όρια του ελληνικού κράτους.
Οι οδηγίες που είχαν πάρει από τη Διάσκεψη του Λονδίνου, ήταν «τα όρια του ελληνικού κράτους θα έπρεπε να περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έχει πάρει όπλα εναντίον της Πύλης. Τα σύνορα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς και να προστατεύονται εύκολα».
Στις οδηγίες προτεινόταν τέσσερα διαφορετικά σύνορα από τη γραμμή του Αχελώου έως τη γραμμή του Ισθμού. Παρέμενε ασαφές τι θα γινόταν με την Εύβοια. Κρήτη και Σάμος δεν αναφερόταν καθόλου, ενώ ορισμένα νησιά του Αιγαίου θα περιλαμβανόταν στο ελληνικό κράτος (Douglas Dakin, «Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, ΜΙΕΤ Αθήνα 1972).
Όμως ο Καποδίστριας, με τις ευνοϊκές για τη Ρωσία εξελίξεις στον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία, βρήκε ευκαιρία και με το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, έθετε το ζήτημα των συνόρων, αναφερόμενος σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια», από τον Κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τη Σαγιάδα (Θεσπρωτία), παρότι βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων, φυσικότερη οροθεσία θα ήταν στη γραμμή «Κόλπος του Θερμαϊκού – Πάνορμος Χιμάρας (Αδριατική)» (D. C. Fleming, «John Capodistrias and the Conference of London», 1828-1831).
Το Υπόμνημα έφερε αποτέλεσμα, καθώς οι τρεις πρέσβεις περιέλαβαν στο ελληνικό κράτος όλη τη Στερεά Ελλάδα (ως τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού), την Πελοπόννησο, τα παρακείμενα νησιά, την Εύβοια, ενώ θα γινόταν διαπραγμάτευση για τη Σάμο και την Κρήτη. Επρόκειτο για μια ακόμη επιτυχία του Καποδίστρια που ήταν παρών στον Πόρο. Ωστόσο, η αγγλική κυβέρνηση αποδοκίμασε τον πρεσβευτή της και επέμενε να εξαιρεί τη Στερεά Ελλάδα από το νέο κράτος. Επιπλέον, δεν δεχόταν καμία συζήτηση για την Κρήτη.
Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Άμπερντιν, παραβλέποντας τα αποτελέσματα της διάσκεψη του Πόρου, πέτυχε να συνομολογηθεί (4/11/1828) νέο πρωτόκολλο στο Λονδίνο, με τον Γάλλο πρέσβη Πολινιάκ και τον Ρώσο Λίβεν.
Αυτό όριζε ότι "η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και οι κοινώς καλούμενοι Κυκλάδες" ετίθεντο υπό την προσωρινή εγγύηση των τριών Αυλών, μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας.
Θορυβημένος ο Καποδίστριας, απευθύνθηκε στον τσάρο και τον Ρώσο Υπουργό Νέσελροντ, συνυπουργό του ίδιου παλαιότερα στο Παρίσι και πέτυχε την υποστήριξή τους στη συνοριακή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού. Η Βρετανία αντιδρούσε σθεναρά και υποκινούσε αντιπολιτευτικές ενέργειες σε βάρος του Κυβερνήτη.
Σχετικά είναι όσα αναφέρει ο Ρώσος πρέσβης στη Διάσκεψη του Πόρου Ριμποπιέρ στα απομνημονεύματά του. Ο Καποδίστριας, παρών στον Πόρο, ζητούσε όσα περισσότερα μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα υποστήριζε, ενίοτε όχι φανερά, τον ένοπλο αγώνα απελευθέρωσης της Στερεάς. Η προέλαση του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη, ανάγκασε και τους Άγγλους να αποδεχθούν με νέο πρωτόκολλο (10/22.3.1829) τις θέσεις Ρώσων και Γάλλων.
Η Στερεά Ελλάδα περιλαμβανόταν στο νέο ελληνικό κράτος, το οποίο θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο, θα είχε ανώτατο άρχοντα κληρονομικό ηγεμόνα, Χριστιανό, ξένο προς τις τρεις Αυλές. Παράλληλα, προέβλεπε αποζημιώσεις για τους Τούρκους γαιοκτήμονες.
Ο Καποδίστριας, έχοντας και την εξουσιοδότηση της Δ' Εθνοσυνέλευσης, προσπαθούσε να πετύχει τη βέλτιστη λύση. Η Πύλη, που αρχικά δεν δεχόταν ελληνικό κράτος, έστω και φόρου υποτελές στον σουλτάνο, τελικά καθώς οι Ρώσοι προέλαυναν, άρχισε να αλλάζει τη στάση της. Στη Ρωσία, άρχισαν να γίνονται σκέψεις για διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα του 1829, ο τσάρος συγκάλεσε σύσκεψη για το θέμα αυτό. Στη σύσκεψη, "έπεσε στο τραπέζι" κι ένα υπόμνημα που είχε στείλει στον Νέσελροντ ο Καποδίστριας για τη δημιουργία πέντε κρατιδίων στα οθωμανικά εδάφη της Βαλκανικής. Αυτά ήταν:
i. Δουκάτο ή Βασίλειο της Δακίας, που θα περιελάμβανε τη Μολδοβλαχία με πληθυσμό 1.500.000 κατοίκους.
ii. Βασίλειο της Σερβίας (Σερβία – Βοσνία – Βουλγαρία – Σάμος – Ίμβρος – Σαμοθράκη).
iii. Βασίλειο της Ηπείρου (Ήπειρος – Αλβανία).
iv. Ελληνική Πολιτεία, που θα περιελάμβανε τα υπόλοιπα εδάφη της Βαλκανικής και τα νησιά του Αιγαίου.
Τα πέντε αυτά κράτη, θα αποτελούσαν μια βαλκανική Συνομοσπονδία, με αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, η οποία με τη γύρω περιοχή θα ανακηρυσσόταν "ελεύθερη πόλη". Τελικά, η πρόταση του Καποδίστρια δεν έγινε αποδεκτή καθώς ο τσάρος Νικόλαος Α' έκρινε ότι ήταν προτιμότερο να κλείσει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μία "αξιοπρεπή ειρήνη".
Αυτή, υπογράφτηκε τελικά στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 στην Αδριανούπολη. Η Τουρκία, υπό την πίεση των ρωσικών όπλων, δέχτηκε και το Πρωτόκολλο της 22/3/1829.
"Οι νίκες του στρατηγού Ντίμπιτς λύνουν μια για πάντα το ελληνικό πρόβλημα και ο τσάρος επιβάλλει τα σύνορα που αυτός θέλει για την Ελλάδα", έγραφε ο πρέσβης Λίβεν στον Νέσερολντ.
Ο Καποδίστριας, πριν ο Ντίμπιτς (Hans Karl von diebitch, γεννημένος στη Wielka Lipa της σημερινής Πολωνίας το 1785) υπογράψει τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, του έγραψε μια επιστολή στην οποία τονίζει ότι "οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν όταν ο ρωσικός στρατός φτάσει στα τείχη της πόλης ή ακόμα καλύτερα μέσα σ' αυτήν".
Το ενδεχόμενο καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο τρομοκρατούσε τους Βρετανούς που αλλάζουν στάση και (ξανα)γίνονται (;) φιλέλληνες. Και η Γαλλία, με τον πρωθυπουργό και Υπουργό Εξωτερικών Πολινιάκ, είχε πλέον πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της πλήρους ελληνικής ανεξαρτησίας.
Οι Μεγάλες δυνάμεις, μετά από τρίμηνες διαβουλεύσεις, κατέληξαν στο πρόσωπο του Λεοπόλδου του Σαξ Κοβούργου, ως ηγεμόνα της χώρας μας. Ο Καποδίστριας υπέδειξε στον Λεοπόλδο να θέτει ως όρους την ενσωμάτωση της Κρήτης και την έκφραση γνώμης του ελληνικού λαού για την εκλογή του.
Τελικά, με τα Πρωτόκολλα της 22ας Ιανουαρίου/13ης Φεβρουαρίου 1830, η Διάσκεψη του Λονδίνου (με τις υπογραφές των Άμπερντιν, Μονμορανσί Λαβάλ και Λίβεν) διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, με "όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή, ανεξαρτησίαν".
Τα σύνορα του νέου κράτους ξεκινούσαν από τις εκβολές του Ασπροπόταμου (Αχελώου) και έφθαναν στις εκβολές του Σπερχειού. Η Εύβοια συμπεριλαμβανόταν στο νέο κράτος. Με νέα σειρά αριστοτεχνικών χειρισμών και αφού στις 9/21.5.1830, ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από τον θρόνο που του είχε προσφερθεί, πέτυχε την μετάθεση των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού.
Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων πήραν εντολή να ισχυριστούν στον σουλτάνο ότι τα προηγούμενα σύνορα είχαν χαρακτεί… επί "λανθασμένου χάρτου" (!).
Με το Πρωτόκολλο της 14/26 Σεπτεμβρίου 1821, αποφασίστηκε να προταθεί στην Πύλη η γραμμή Κόλπου Βόλου-Κόλπου Άρτας. Η τελική συμφωνία υπογράφτηκε στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832. Ο Καποδίστριας δεν ζούσε όμως για να δει τους καρπούς των άοκνων προσπαθειών του. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1821, δολοφονήθηκε…
Επίλογος
Όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Κ. Σβολόπουλος: "Η πολιτική, υπό την τρέχουσα έννοιά της, είναι –ας ηχήσει εδώ ως ωμή η σχετική αντίληψη- η τέχνη του εφικτού. Και η ελληνική επανάσταση είχε στεφθεί με ένα αποτέλεσμα εφικτό…".
Πιθανότατα για πρώτη φορά, αναλύσαμε τόσο διεξοδικά το πόσο δύσκολο και περίπλοκο ήταν να φτάσει το πρώτο ελληνικό κράτος στα όρια που αναφέραμε. Θεωρούμε ότι μόνο ο Ι. Καποδίστριας μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο και, αν δεν έφευγε πρόωρα απ' τη ζωή, ίσως είχε πετύχει ακόμα περισσότερα.
Και δυστυχώς, τα λόγια του Εϊνάρ "ότι δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός ν' αναπληρώσει την έλλειψιν του Κόμητος Καποδίστρια", αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από προφητικά…
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τ. ΙΒ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1930-1981", ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2014.
Πηγή: protothema.gr