Στην περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, κατά την οποία το ρόδι έχει εθιμοτυπικά την τιμητική του στα καταστήματα λιανικής, περιορισμένα είναι τα αποθέματα ροδιού τα οποία έχουν να διαθέσουν οι παραγωγοί σε όλη τη χώρα, καθώς η μεγάλη μείωση της παραγωγής σε σχέση με το 2016, εξαιτίας του παγετού, εξισορρόπησε τη χαμηλή ζήτηση. «Η τιμή παραγωγού εμφανίζει διακυμάνσεις αναλόγως την περιοχή καλλιέργειας. Λίγοι παραγωγοί κατάφεραν να δώσουν το προϊόν τους στα 60 λεπτά το κιλό, ενώ η χαμηλότερη τιμή προσεγγίζει τα 20 με 30 λεπτά», όπως δήλωσε στον ΑγροΤύπο ο κ. Κουντόπουλος Γρηγόρης, που δραστηριοποιείται στην εμπορία ροδιού, διαμέσω της εταιρείας Thelma Fresh.
«Η μόνη περιοχή στην οποία ο όγκος παραγωγής ροδιού κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα είναι η Λακωνία. Αντίθετα, πολύ μεγάλη ήταν η πτώση της παραγωγής στην Θεσσαλία και τη Μακεδονία με απώλειες στα δέντρα εξαιτίας των παγετών, ενώ στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο η μείωση της παραγωγής προκλήθηκε λόγω περιορισμένης καρπόδεσης», πρόσθεσε.
Στην Πελοπόννησο ο κύριος όγκος της παραγωγής βρίσκεται στην περιοχή της Ερμιονίδος στην Αργολίδα, όπου αποτελεί και παραδοσιακή καλλιέργεια. Ο παραγωγός και φυτωριούχος από την περιοχή της Ερμιόνης κ. Σταμάτης Μερτύρης ανέφερε στον ΑγροΤύπο τα εξής: «Μειωμένη έως και κατά 50% ήταν η παραγωγή ροδιού το 2017, εξαιτίας των διακυμάνσεων στη θερμοκρασία κατά την καρπόδεση. Ενδεικτικό είναι ότι από τους 1000-1200 τόνους που έδωσε το 2016, η παραγωγή έφτασε φέτος τους 500 τόνους. Παράλληλα, ο καρπός δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στη συντήρηση του, καθώς αρκετοί παραγωγοί βιάστηκαν να προχωρήσουν σε συγκομιδή και έτσι πολλοί καρποί δεν είχαν ωριμάσει επαρκώς. Οι τιμές για τους παραγωγούς κυμαίνονται στα 50-60 λεπτά το κιλό και αυτή την περίοδο έχει μείνει ένα απόθεμα, το οποίο είναι, όμως, μεγαλύτερο σε σχέση με προηγούμενες χρονιές με συνέπεια η διάθεση στην αγορά να συνεχιστεί και το Γενάρη».
Πέρα από την περιοχή της Ερμιονίδος στην Αργολίδα, ιδιαίτερη δραστηριότητα στην καλλιέργεια του ροδιού έχει αναπτυχθεί και στην περιοχή της Ηλείας και του Αγρινίου μέσω της εταιρείας ΑΛΦΕΙΟΣ ΡΟΔΙ Α.Ε, η οποία έχει ενώσει 250 οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ενώ ασχολείται και με τη χυμοποίηση. Όπως ανέφερε στον ΑγροΤύπο ο κ. Αποστολόπουλος Απόστολος, «η παραγωγή φέτος κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα με πέρσι, στους 500 τόνους, αν και αναμενόταν μεγαλύτερος όγκος κατά τη συγκομιδή. Από τους 500 τόνους, οι 200 διατίθενται για επιτραπέζια κατανάλωση και είναι Α κλάσης ποιοτικά. Αυτή την περίοδο, υπάρχουν λίγα αποθέματα που διατηρούνται στα ψυγεία, με τη ζήτηση για ρόδι παρά τις γιορτές να είναι μειωμένη. Παρόλα αυτά, οι καλλιεργητές που έχουν υπογράψει συμβόλαιο με την εταιρεία επωφελήθηκαν των υψηλότερων τιμών σε σύγκριση με τις τιμές της αγοράς. Συγκεκριμένα, παραγωγοί που εφάρμοσαν τις κατάλληλες καλλιεργητικές πρακτικές για να πετύχουν υψηλή ποιότητα καρπού έλαβαν 50 λεπτά το κιλό, τη στιγμή που οι υπόλοιποι παραγωγοί έδωσαν το προϊόν σε τιμές χαμηλές, 20 έως και 30 λεπτά το κιλό».
Όσον αφορά τις εξαγωγές, «οι ευρωπαίοι καταναλωτές προτιμούν το ελληνικό προϊόν χάρη στην ποιότητα του. Παρόλα αυτά, φέτος τόσο η αγορά του εξωτερικού όσο και εγχώρια δεν φαίνεται να απορροφά ποσότητες του προϊόντος, αλλά αυτό ισχύει για πολλά προϊόντα του αγροτοδιατροφικού τομέα», όπως τόνισε ο κ. Αποστολόπουλος. Το προϊόν κυρίως κατευθύνεται στις αγορές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία), καθώς οι τιμές που μπορεί να πετύχει εκεί είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με την Ανατολική Ευρώπη.
«Η μόνη περιοχή στην οποία ο όγκος παραγωγής ροδιού κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα είναι η Λακωνία. Αντίθετα, πολύ μεγάλη ήταν η πτώση της παραγωγής στην Θεσσαλία και τη Μακεδονία με απώλειες στα δέντρα εξαιτίας των παγετών, ενώ στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο η μείωση της παραγωγής προκλήθηκε λόγω περιορισμένης καρπόδεσης», πρόσθεσε.
Στην Πελοπόννησο ο κύριος όγκος της παραγωγής βρίσκεται στην περιοχή της Ερμιονίδος στην Αργολίδα, όπου αποτελεί και παραδοσιακή καλλιέργεια. Ο παραγωγός και φυτωριούχος από την περιοχή της Ερμιόνης κ. Σταμάτης Μερτύρης ανέφερε στον ΑγροΤύπο τα εξής: «Μειωμένη έως και κατά 50% ήταν η παραγωγή ροδιού το 2017, εξαιτίας των διακυμάνσεων στη θερμοκρασία κατά την καρπόδεση. Ενδεικτικό είναι ότι από τους 1000-1200 τόνους που έδωσε το 2016, η παραγωγή έφτασε φέτος τους 500 τόνους. Παράλληλα, ο καρπός δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή στη συντήρηση του, καθώς αρκετοί παραγωγοί βιάστηκαν να προχωρήσουν σε συγκομιδή και έτσι πολλοί καρποί δεν είχαν ωριμάσει επαρκώς. Οι τιμές για τους παραγωγούς κυμαίνονται στα 50-60 λεπτά το κιλό και αυτή την περίοδο έχει μείνει ένα απόθεμα, το οποίο είναι, όμως, μεγαλύτερο σε σχέση με προηγούμενες χρονιές με συνέπεια η διάθεση στην αγορά να συνεχιστεί και το Γενάρη».
Πέρα από την περιοχή της Ερμιονίδος στην Αργολίδα, ιδιαίτερη δραστηριότητα στην καλλιέργεια του ροδιού έχει αναπτυχθεί και στην περιοχή της Ηλείας και του Αγρινίου μέσω της εταιρείας ΑΛΦΕΙΟΣ ΡΟΔΙ Α.Ε, η οποία έχει ενώσει 250 οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ενώ ασχολείται και με τη χυμοποίηση. Όπως ανέφερε στον ΑγροΤύπο ο κ. Αποστολόπουλος Απόστολος, «η παραγωγή φέτος κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα με πέρσι, στους 500 τόνους, αν και αναμενόταν μεγαλύτερος όγκος κατά τη συγκομιδή. Από τους 500 τόνους, οι 200 διατίθενται για επιτραπέζια κατανάλωση και είναι Α κλάσης ποιοτικά. Αυτή την περίοδο, υπάρχουν λίγα αποθέματα που διατηρούνται στα ψυγεία, με τη ζήτηση για ρόδι παρά τις γιορτές να είναι μειωμένη. Παρόλα αυτά, οι καλλιεργητές που έχουν υπογράψει συμβόλαιο με την εταιρεία επωφελήθηκαν των υψηλότερων τιμών σε σύγκριση με τις τιμές της αγοράς. Συγκεκριμένα, παραγωγοί που εφάρμοσαν τις κατάλληλες καλλιεργητικές πρακτικές για να πετύχουν υψηλή ποιότητα καρπού έλαβαν 50 λεπτά το κιλό, τη στιγμή που οι υπόλοιποι παραγωγοί έδωσαν το προϊόν σε τιμές χαμηλές, 20 έως και 30 λεπτά το κιλό».
Όσον αφορά τις εξαγωγές, «οι ευρωπαίοι καταναλωτές προτιμούν το ελληνικό προϊόν χάρη στην ποιότητα του. Παρόλα αυτά, φέτος τόσο η αγορά του εξωτερικού όσο και εγχώρια δεν φαίνεται να απορροφά ποσότητες του προϊόντος, αλλά αυτό ισχύει για πολλά προϊόντα του αγροτοδιατροφικού τομέα», όπως τόνισε ο κ. Αποστολόπουλος. Το προϊόν κυρίως κατευθύνεται στις αγορές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία), καθώς οι τιμές που μπορεί να πετύχει εκεί είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με την Ανατολική Ευρώπη.
Πηγή: thessaliatv.gr