Η Ελλάδα κατέχει «περίοπτη» θέση στην κατάταξη με τους Ευρωπαϊους πολίτες που στερούνται τα περισσότερα κοινωνικά υλικά αγαθά.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, ένας στους τρεις Ελληνες ή το 32% το 2016 δεν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει βασικά υλικά αλλά και κοινωνικά αγαθά, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη θέση μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Μόλις που ξεπερνά τις θέσεις της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, που βρίσκονται στην κορυφή της σχετικής λίστας, με στερήσεις να αφορούν σχεδόν έναν στους δύο πολίτες.
Οι Ελληνες σύμφωνα με την κατάταξη δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά πέντε από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
– Να αντιμετωπίσουν έκτακτα έξοδα
– Να κάνουν μία εβδομάδα διακοπές
– Να μην καθυστερούν την πληρωμή υποθηκών, ενοικίων, λογαριασμών κοινής ωφέλειας ή δόσεων από αγορά καταναλωτικών προϊόντων
– Να έχουν ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά κάθε δεύτερη μέρα
– Να έχουν θέρμανση στο σπίτι
– Να διατηρούν αυτοκίνητο ή βαν για προσωπική τους χρήση
– Να αντικαταστήσουν έπιπλα στο σπίτι τους, αν έχουν φθαρεί
– Να ανανεώσουν τα φθαρμένα ρούχα τους
– Να έχουν δύο ζευγάρια παπούτσια που ταιριάζουν τέλεια στα πόδια τους
– Να ξοδεύουν λίγα χρήματα για τον εαυτό τους κάθε εβδομάδα
– Να έχουν τακτικές δραστηριότητες αναψυχής
– Να βγαίνουν μια φορά το μήνα με την οικογένεια ή με φίλους για ποτό ή φαγητό
– Να έχουν σύνδεση στο Διαδίκτυο
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2016 το 16% του πληθυσμού της ΕΕ (75.000.000 άτομα) υπέστη υλική και κοινωνική στέρηση.
Το 2016, το υψηλότερο ποσοστό υλικών και κοινωνικής στέρησης, το οποίο ισχύει για το ήμισυ περίπου του πληθυσμού, καταγράφηκε στη Ρουμανία (50%) και στη Βουλγαρία (48%), ακολουθούμενες από χώρες στις οποίες επλήγη ένα στα τρία άτομα: Ελλάδα (36%), Ουγγαρία (32%) και Λιθουανία (29%).
Αντίθετα, τα σκανδιναβικά κράτη μέλη και το Λουξεμβούργο ανέφεραν τα χαμηλότερα μερίδια υλικής και κοινωνικής στέρησης: 3% στη Σουηδία, 4% στη Φινλανδία, 5% στο Λουξεμβούργο και 6% στη Δανία.
Σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης είναι υψηλότερο μεταξύ των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (δευτεροβάθμιας ή χαμηλότερης) εκπαίδευσης.
Πηγή: crashonline.gr
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, ένας στους τρεις Ελληνες ή το 32% το 2016 δεν είχε τη δυνατότητα να απολαύσει βασικά υλικά αλλά και κοινωνικά αγαθά, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη θέση μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Μόλις που ξεπερνά τις θέσεις της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, που βρίσκονται στην κορυφή της σχετικής λίστας, με στερήσεις να αφορούν σχεδόν έναν στους δύο πολίτες.
Οι Ελληνες σύμφωνα με την κατάταξη δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά πέντε από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
– Να αντιμετωπίσουν έκτακτα έξοδα
– Να κάνουν μία εβδομάδα διακοπές
– Να μην καθυστερούν την πληρωμή υποθηκών, ενοικίων, λογαριασμών κοινής ωφέλειας ή δόσεων από αγορά καταναλωτικών προϊόντων
– Να έχουν ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά κάθε δεύτερη μέρα
– Να έχουν θέρμανση στο σπίτι
– Να διατηρούν αυτοκίνητο ή βαν για προσωπική τους χρήση
– Να αντικαταστήσουν έπιπλα στο σπίτι τους, αν έχουν φθαρεί
– Να ανανεώσουν τα φθαρμένα ρούχα τους
– Να έχουν δύο ζευγάρια παπούτσια που ταιριάζουν τέλεια στα πόδια τους
– Να ξοδεύουν λίγα χρήματα για τον εαυτό τους κάθε εβδομάδα
– Να έχουν τακτικές δραστηριότητες αναψυχής
– Να βγαίνουν μια φορά το μήνα με την οικογένεια ή με φίλους για ποτό ή φαγητό
– Να έχουν σύνδεση στο Διαδίκτυο
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το 2016 το 16% του πληθυσμού της ΕΕ (75.000.000 άτομα) υπέστη υλική και κοινωνική στέρηση.
Το 2016, το υψηλότερο ποσοστό υλικών και κοινωνικής στέρησης, το οποίο ισχύει για το ήμισυ περίπου του πληθυσμού, καταγράφηκε στη Ρουμανία (50%) και στη Βουλγαρία (48%), ακολουθούμενες από χώρες στις οποίες επλήγη ένα στα τρία άτομα: Ελλάδα (36%), Ουγγαρία (32%) και Λιθουανία (29%).
Αντίθετα, τα σκανδιναβικά κράτη μέλη και το Λουξεμβούργο ανέφεραν τα χαμηλότερα μερίδια υλικής και κοινωνικής στέρησης: 3% στη Σουηδία, 4% στη Φινλανδία, 5% στο Λουξεμβούργο και 6% στη Δανία.
Σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης είναι υψηλότερο μεταξύ των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (δευτεροβάθμιας ή χαμηλότερης) εκπαίδευσης.
Πηγή: crashonline.gr