Την καθιέρωση της υποχρέωσης για καταχώρηση σε πληροφοριακό σύστημα του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, των υπερωριών του προσωπικού, του μηνιαίου πίνακα εβδομαδιαίων αναπαύσεων του προσωπικού κίνησης και των ημερήσιων στοιχείων προσωπικού και δρομολογίων για κάθε λεωφορείο των ΚΤΕΛ και των τουριστικών λεωφορείων, προβλέπει ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης που κατατέθηκε από την κυβέρνηση στη Βουλή και θα ψηφιστεί τη Δευτέρα μετά από τρεις συζητήσεις στις αρμόδιες επιτροπές.
Παράλληλα, με ξεχωριστή διάταξη, αποσαφηνίζεται η αληθής έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι ο κύριος εργοδότης επιχείρησης του είδους που καθορίζεται από το άρθρο 2 του νόμου αυτού, υποχρεούται, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη) και υπό τις καθοριζόμενες στο νόμο αυτό ειδικότερες προϋποθέσεις, να καταβάλει την προβλεπόμενη στον ίδιο νόμο αποζημίωση για περιουσιακή ζημία στον εργάτη ή υπάλληλό του που υπέστη βλάβη της υγείας ή της σωματικής του ακεραιότητας, συνεπεία ατυχήματος που επήλθε από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής. Σε περίπτωση δε θανάτου από την ίδια αιτία, στα καθοριζόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα.
Περαιτέρω, εάν ο παθών εξ εργατικού ατυχήματος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη που προκύπτει, με βάση τις ειδικές διατάξεις περί εργατικών ατυχημάτων.
Τέλος, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, αυτός δεν απαλλάσσεται από τη σχετική ευθύνη, αλλά οφείλει να καταβάλει αφενός μεν στο ΙΚΑ τη δαπάνη των παροχών που ο εν λόγω φορέας χορήγησε στον παθόντα αφετέρου δε στον παθόντα τη διαφορά ανάμεσα στις παροχές που αυτός έλαβε από το ΙΚΑ και στην αποζημίωση που δικαιούται, βάσει των κοινών διατάξεων του αστικού δικαίου.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, αίρεται η σχετική ερμηνευτική αμφισβήτηση και αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) και την αληθή βούληση του νομοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο μεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχημα, στον δε παθόντα τη διαφορά ανάμεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζημίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε κάθε περίπτωση που βεβαιώνεται δικαστικά ότι το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη είτε ως προς αυτό καθεαυτό το αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος είτε και ως προς την παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία.
Παράλληλα, με ξεχωριστή διάταξη, αποσαφηνίζεται η αληθής έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι ο κύριος εργοδότης επιχείρησης του είδους που καθορίζεται από το άρθρο 2 του νόμου αυτού, υποχρεούται, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη) και υπό τις καθοριζόμενες στο νόμο αυτό ειδικότερες προϋποθέσεις, να καταβάλει την προβλεπόμενη στον ίδιο νόμο αποζημίωση για περιουσιακή ζημία στον εργάτη ή υπάλληλό του που υπέστη βλάβη της υγείας ή της σωματικής του ακεραιότητας, συνεπεία ατυχήματος που επήλθε από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής. Σε περίπτωση δε θανάτου από την ίδια αιτία, στα καθοριζόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενικά του πρόσωπα.
Περαιτέρω, εάν ο παθών εξ εργατικού ατυχήματος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη που προκύπτει, με βάση τις ειδικές διατάξεις περί εργατικών ατυχημάτων.
Τέλος, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, αυτός δεν απαλλάσσεται από τη σχετική ευθύνη, αλλά οφείλει να καταβάλει αφενός μεν στο ΙΚΑ τη δαπάνη των παροχών που ο εν λόγω φορέας χορήγησε στον παθόντα αφετέρου δε στον παθόντα τη διαφορά ανάμεσα στις παροχές που αυτός έλαβε από το ΙΚΑ και στην αποζημίωση που δικαιούται, βάσει των κοινών διατάξεων του αστικού δικαίου.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, αίρεται η σχετική ερμηνευτική αμφισβήτηση και αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) και την αληθή βούληση του νομοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο μεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχημα, στον δε παθόντα τη διαφορά ανάμεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζημίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε κάθε περίπτωση που βεβαιώνεται δικαστικά ότι το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη είτε ως προς αυτό καθεαυτό το αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος είτε και ως προς την παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία.
Πηγή: kerdos.gr
Φώτο ΑΠΕ ΜΠΕ
Φώτο ΑΠΕ ΜΠΕ