Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο Μυκηναϊκός Στρατός υπήρξε η τελειότερη πολεμική μηχανή της εποχής στον τότε γνωστό κόσμο. Αυτό φυσικά δεν συνέβη εν μια νυκτί. Αντίθετα ήταν προϊόν όλων των προηγουμένων τεχνικών και τακτικών ανακαλύψεων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα από το 5.000 π.Χ. περίπου.
Οι πρώτοι Έλληνες πολεμιστές της 6ης, 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. ήταν εξοπλισμένοι με σφενδόνες, τόξα, ακόντια και δόρατα.
Το σπαθί εντάχθηκε λίγο αργότερα στο οπλοστάσιο τους, προερχόμενο από το εγχειρίδιο. Αντίθετα με όλους τους ανατολικούς λαούς, οι οποίοι αρχικά χρησιμοποίησαν δρεπανοειδή θλαστικά σπαθιά- ρομφαίες-οι Έλληνες χρησιμοποίησαν εξαρχής τον κλασικό τύπο του ίσιου σπαθιού.
Η ασπίδα εισήχθη επίσης αργότερα στους ελληνικούς στρατούς. Κατασκευαζόταν όμως από φθαρτά υλικά και έτσι δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα.
Οι πρώτες ελληνικές ασπίδες για τις οποίες έχουμε σαφείς πληροφορίες, από τις τοιχογραφίες στις Κυκλάδες και στην Κρήτη, είναι οι πυργοειδείς, ποδήρεις «σάκοι».
Τα δόρατα επίσης εξελίχθηκαν και μεγάλωσαν δραματικά σε μήκος.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά άσχετη με την ανάπτυξη των αρμάτων κρούσης, ως στοιχείου κρίσης της συμπλοκής.
Ο Μυκηναϊκός Στρατός απαρτιζόταν από τα όπλα του πεζικού και του ιππικού. Το δεύτερο περιελάμβανε στις τάξεις του άρματα μάχης και αργότερα και ιππείς.
Το πεζικό διακρινόταν σε ελαφρύ και βαρύ. Στο βαρύ πεζικό θα πρέπει να ενταχθούν και τα τμήματα τοξοτών, τα οποία δεν πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού.
Όλοι οι πολίτες ελάμβαναν στρατιωτική ή «παραστρατιωτική» εκπαίδευση και ήταν υπόχρεοι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας.
Κάθε ηγεμόνας διέθετε έναν πυρήνα μονίμων «επαγγελματιών» στρατιωτών, κυρίως «αρματιστών», οι οποίοι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του στρατού. Τον πυρήνα αυτό πλαισίωναν μονάδες επιστράτων.
Η πολιτεία ήταν αυτή που παρείχε στους πολίτες τον κύριο όγκο των όπλων και των υλικών.
Μέσω ενός εξελιγμένου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης (φρυκτωρίες, συνοριακοί περίπολοι), ο τοπικός άρχοντας ήταν σε θέση να ενημερώνεται άμεσα κάθε φορά για το μέγεθος και τη μορφή της απειλής που πλησίαζε στα εδάφη του.
Αναλόγως της απειλής κινητοποιούσε το σύνολο ή μέρος του στρατιωτικού του δυναμικού και έσπευδε κατά των πολεμίων.
Η ύπαρξη μόνιμου τακτικού στρατού σε εκείνους του τόσο πρώιμους χρόνους, προκαλεί ασφαλώς κατάπληξη. Καταπληκτικότερο όμως αυτού είναι το γεγονός ότι και οι επιστρατευμένες μονάδες ήταν οργανωμένες σε τακτικά συγκροτήματα, με συγκεκριμένους ηγέτες, στους οποίους ανατίθονταν η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αποστολών.
Επικεφαλής κάθε τοπικής στρατιωτικής δύναμης ήταν ο τοπικός βασιλιάς-διοικητής. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο «Λαφαγέτας», ο αρχιστράτηγος, ο ηγέτης του λαού, του στρατού (=Λαού ηγέτης).
Ακολουθούσαν οι Επέτες, οι πρόμαχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές του στρατού. Αυτοί στην πρωτομυκηναϊκή περίοδο φαίνεται ότι πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, επί αρμάτων. Αργότερα πολεμούσαν και πεζοί.
Ακολουθούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι δορυφόροι, οι οποίοι συγκροτούσαν την πρώιμη φάλαγγα. Ήταν κυρίως ελεύθεροι μικροκαλιεργητές ή τεχνίτες, οι οποίοι είχαν την οικονομική άνεση να συνεισφέρουν στην αγορά των όπλων τους. Οι πλέον φτωχοί πολεμούσαν ως ψιλοί.
Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε τον Μυκηναϊκό Στρατό θα πρέπει να χωρίσουμε την περίοδο δράσης του σε δύο χρονικές φάσεις. Η πρώτη αρχίζει από το 1.600 π.Χ. και ολοκληρώνεται γύρω στο 1.200 π.Χ.
Η δεύτερη ξεκινά από τη λήξη της προηγούμενης και φτάνει ως την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, γύρω στο 1.100 π.Χ.
Ο Μυκηναϊκός Στρατός της πρώτης περιόδου είναι εν πολλοίς συνέχεια του κυκλαδικού-κρητικού, ενώ ο ύστερος είναι προϊόν της εμπειρίας των Μυκηναίων, από τις συγκρούσεις τους με τους γειτονικούς λαούς και από τις επαφές μαζί τους.
Στην Ιλιάδα γίνεται λόγος για παλαιές και νέες τακτικές, για παλαιές και νέες μεθόδους.
Προφανώς ο Τρωικός Πόλεμος έλαβε χώρα σε μια εποχή μετάβασης από το παλαιό στο νέο καθεστώς, όπου και οι δύο τύποι μονάδων συνυπήρχαν και συνδύαζαν τη δράση τους για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.
Ο Πρωτομυκηναϊκός Στρατός (όπως και οι «πρόγονοι» του Κυκλαδικός και Μινωικός), σχημάτιζε τριπλή γραμμή μάχης. Αναλόγως του εδάφους, της ισχύος και της συνθέσεως του αντιπάλου στρατού, και των αναλόγων φίλιων στοιχείων, ο στρατός τάσσονταν με τα άρματα, το ελαφρύ και το βαρύ πεζικό, σε ξεχωριστές γραμμές.
Ωστόσο και τα τρία διαφορετικά «όπλα» του στρατού, συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους και συνδύαζαν τη δράση τους.
Η αποστολή που το κάθε τμήμα θα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας εξαρτάτο αποκλειστικά από τις επικρατούσες στο πεδίο της μάχης συνθήκες και μόνο.
Οι Έλληνες δεν υπήρξαν ποτέ δογματικοί, ούτε καν στον πόλεμο. Ανέκαθεν αυτοσχεδίαζαν, παραπλανώντας έτσι τον αντίπαλο. Η κατώτερη τακτική υπομονάδα ήταν η δεκαρχία.
Στις πινακίδες Γραμμικής Β’ της Πύλου, αναφέρονται και άλλες στρατιωτικές μονάδες (ο-κα), οι οποίες όμως δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσώπευαν.
Κάθε υπομονάδα είχε έναν επικεφαλής, υπαξιωματικό θα λέγαμε σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Έχοντας ως οργανωτική βάση τη δεκαρχία, θα μπορούσαμε παρακινδυνευμένα να υποθέσουμε, ότι η κάθε δεκαρχία θα αποτελούσε έναν στοίχο της φάλαγγας ή πιο απλά ότι η μυκηναϊκή φάλαγγα του βαρέως πεζικού τασσόταν σε βάθος 10 ζυγών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στους κλασικούς και στους αλεξανδρινούς χρόνους, ο στοίχος της φάλαγγας αποτελούσε την μικρότερη της τακτική υπομονάδα.
Εφόσον λοιπόν ακόμα και η οπλιτική φάλαγγα δεν προήλθε ασφαλώς από παρθενογένεση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κάτι παρόμοιο ίσχυε και στη μυκηναϊκή φάλαγγα των οπλισμένων με μακρά δόρατα-σάρισσες πολεμιστών.
Απέναντι στην πρώιμη αυτή «μακεδονική φάλαγγα» κανείς ελαφρύτερος σχηματισμός δεν είχε ελπίδες επικράτησης.
Οι μεγάλες ασπίδες τύπου «σάκου» καθιστούσαν τους δορυφόρους άτρωτους, σχεδόν, από τα εχθρικά βλήματα, ενώ κανένα μη αναλόγως οπλισμένο τμήμα δεν μπορούσε να πλησιάσει το δάσος λογχών της πρωτομυκηναϊκής φάλαγγας, χωρίς να υποστεί συντριπτικές απώλειες.
Τα βαριά και ισχυρά μακρά δόρατα, μήκους μεγαλυτέρου των 3 μέτρων, έφεραν ορειχάλκινη αιχμή μήκους ως και 60 εκατοστών.
Η διατρητική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε να του εξασφαλίζει τη διάτρηση δερμάτινων ασπίδων αμορριτικού τύπου, οι οποίες ήταν κυρίως σε χρήση στους ανατολικούς στρατούς.
Αν και ο ωθισμός δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ο «συνασπισμός» ήταν και εφαρμοζόταν κατά κόρο. Οι ασπίδες των ανδρών συνάπτονταν, σχηματίζοντας ένα πραγματικό κινούμενο τείχος.
Σε πολύ πυκνό σχηματισμό (διάστημα ανά άνδρα της τάξης των 60 περίπου εκατοστών) οι άνδρες των δύο πρώτων ζυγών της φάλαγγας είχαν τη δυνατότητα να προτάξουν τα δόρατα τους κατευθείαν εμπρός. Οι άνδρες των υπολοίπων ζυγών κρατούσαν τα δόρατα τους υπό γωνία 45ο.
Η φάλαγγα όμως ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί και ως εξέδρα εκτόξευσης πυρών. Στα κενά διαστήματα μεταξύ δύο ανδρών εισχωρούσε ένας τοξότης , ο οποίος έβαλε καλυμμένος από τις ασπίδες των δορυφόρων.
Η συγκεκριμένη τακτική της «ανάμιξης» τμημάτων ανδρών οπλισμένων με αγχέμαχα και εκηβόλα όπλα ήταν πρωτοποριακή για την εποχή.
Αργότερα υιοθετήθηκε από όλους τους στρατούς της Ανατολής (Ασσυριακό, Βαβυλωνιακό, Περσικό) αλλά και από τον Αλέξανδρο στην «πειραματική φάλαγγα», την οποία συγκρότησε λίγο πριν τον θάνατο του και η οποία δεν δοκιμάστηκε ποτέ σε συνθήκες μάχης.
Όλα όμως άλλαξαν με την, άγνωστο πότε ακριβώς, υιοθέτηση από του Μυκηναίους φαλαγγίτες, της οκτώσχημης ασπίδας. Το όπλο αυτό ήταν επίσης πρωτοποριακής σύλληψης για την εποχή του και προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στους άνδρες που το χρησιμοποιούσαν.
Η οκτώσχημη ασπίδα είχε το ίδιο σχεδόν μέγεθος με την πυργόσχημη ποδήρη ασπίδα ήταν όμως κοίλη και ο πολεμιστής κυριολεκτικά μπορούσε να εισέλθει εντός της βρίσκοντας απόλυτη κάλυψη.
Ήταν επίσης κατασκευασμένη από στρώσεις δερμάτων επί πλεγμένου με ξύλο λυγαριάς σκελετού.
Διέθετε όμως λαβή και σχήμα, με κεντρική ισχυρή ξύλινη νεύρωση, που της επέτρεπε να ωθήσει τον αντίπαλο πολεμιστή και να ανοίξει πέρασμα στο εχθρικό τείχος ασπίδων.
Ήταν η πρώτη ασπίδα παγκοσμίως που όχι μόνο επέτρεπε στον μαχητή να τη χρησιμοποιήσει σε τακτικές ωθισμού, αλλά μάλλον του το επέβαλε.
Η οκτώσχημη ασπίδα ,για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς, έφτασε να θεωρείτε ακόμα και λατρευτικό σύμβολο. Ίσως η λατρεία αυτή των Μυκηναίων να πήγαζε από τη χρησιμότητα της ως όπλου και από τις νίκες που τυχόν τους είχε χαρίσει.
Ένα άλλο ερώτημα που γεννάτε είναι το γιατί οι Μυκηναίοι δορυφόροι έφτασαν να χρησιμοποιούν τόσο μακρά δόρατα ,τη στιγμή που κανένα αντίπαλό τους έθνος δεν χρησιμοποιούσε παρόμοια όπλα. Η υιοθέτηση των μακρών δοράτων έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τον ρόλο των αρμάτων στο πεδίο μάχης της εποχής.
Οι Χετταίοι, οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι και σε μικρότερο βαθμό οι Σουμέριοι, παλαιότερα, ήταν οι μόνοι που χρησιμοποίησαν τα άρματα τους ως όργανα κρούσης και κρίσης του αγώνα. Η επέλαση των αρμάτων ήταν ένα τρομακτικό θέαμα και σπάνια υπήρχαν πεζοί αρκετά ψύχραιμοι και αναλόγως οπλισμένοι ώστε να ανταπεξέλθουν σε αυτήν. Συνήθως το πεζικό έχανε την ψυχραιμία του και «έσπαγε» τους ζυγούς του λίγο πριν την επαφή.
Συνέπεια τούτου ήταν να κατακόπτονται οι πεζοί, κυριολεκτικά ως στάχια, από τα αντίπαλα άρματα. Έπρεπε να εξοπλιστεί το πεζικό με ένα όπλο που θα επέτρεπε στον πεζό να διατηρεί την ψυχραιμία του, απέναντι στα εχθρικά άρματα, ένα όπλο στο οποίο ο πεζός θα μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες επιβίωσης του. Ο πόλεμος άλλωστε από τότε ήταν και παραμένει πρωτίστως ένα ψυχολογικό «παιγνίδι».
Χάρη στο μακρύ του δόρυ, το «έγχος» λοιπόν, ο Μυκηναίος πεζός είχε και την πρακτική αλλά και την ψυχολογική ικανότητα να αντισταθεί στην επέλαση των εχθρικών αρμάτων κρούσης. Με καλυμμένα τα πλευρά της η μυκηναϊκή φάλαγγα ήταν σχεδόν αδύνατο να διασπαστεί ακόμα και από τέτοια επέλαση.
Εξάλλου οι ίπποι των εχθρικών αρμάτων ήταν βέβαιο ότι θα αρνούντο κατηγορηματικά – χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης- να επελάσουν κατά του δάσους λογχών που παρουσίαζε η φάλαγγα.
Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν το μακρύ έγχος υιοθετήθηκε ως αντίδοτο απέναντι στην πληγή των εχθρικών αρμάτων κρούσης.
Παράλληλα όμως προσέδιδε στον Μινωίτη και στον Μυκηναίο πεζό ένα εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα στον αγώνα του κατά του εχθρικού πεζικού, τα αγχέμαχα όπλα του οποίου ήταν σαφώς μικρότερου μήκους.
Ακόμα και η επίλεκτη βασιλική φρουρά του Χετταίου αυτοκράτορα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει , επί ίσοις όροις, ένα κοινό τμήμα Μυκηναίων φαλαγγιτών.
Οι πρώτοι Έλληνες πολεμιστές της 6ης, 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. ήταν εξοπλισμένοι με σφενδόνες, τόξα, ακόντια και δόρατα.
Το σπαθί εντάχθηκε λίγο αργότερα στο οπλοστάσιο τους, προερχόμενο από το εγχειρίδιο. Αντίθετα με όλους τους ανατολικούς λαούς, οι οποίοι αρχικά χρησιμοποίησαν δρεπανοειδή θλαστικά σπαθιά- ρομφαίες-οι Έλληνες χρησιμοποίησαν εξαρχής τον κλασικό τύπο του ίσιου σπαθιού.
Η ασπίδα εισήχθη επίσης αργότερα στους ελληνικούς στρατούς. Κατασκευαζόταν όμως από φθαρτά υλικά και έτσι δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα.
Οι πρώτες ελληνικές ασπίδες για τις οποίες έχουμε σαφείς πληροφορίες, από τις τοιχογραφίες στις Κυκλάδες και στην Κρήτη, είναι οι πυργοειδείς, ποδήρεις «σάκοι».
Τα δόρατα επίσης εξελίχθηκαν και μεγάλωσαν δραματικά σε μήκος.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν φυσικά άσχετη με την ανάπτυξη των αρμάτων κρούσης, ως στοιχείου κρίσης της συμπλοκής.
Ο Μυκηναϊκός Στρατός απαρτιζόταν από τα όπλα του πεζικού και του ιππικού. Το δεύτερο περιελάμβανε στις τάξεις του άρματα μάχης και αργότερα και ιππείς.
Το πεζικό διακρινόταν σε ελαφρύ και βαρύ. Στο βαρύ πεζικό θα πρέπει να ενταχθούν και τα τμήματα τοξοτών, τα οποία δεν πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού.
Όλοι οι πολίτες ελάμβαναν στρατιωτική ή «παραστρατιωτική» εκπαίδευση και ήταν υπόχρεοι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας.
Κάθε ηγεμόνας διέθετε έναν πυρήνα μονίμων «επαγγελματιών» στρατιωτών, κυρίως «αρματιστών», οι οποίοι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του στρατού. Τον πυρήνα αυτό πλαισίωναν μονάδες επιστράτων.
Η πολιτεία ήταν αυτή που παρείχε στους πολίτες τον κύριο όγκο των όπλων και των υλικών.
Μέσω ενός εξελιγμένου δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης (φρυκτωρίες, συνοριακοί περίπολοι), ο τοπικός άρχοντας ήταν σε θέση να ενημερώνεται άμεσα κάθε φορά για το μέγεθος και τη μορφή της απειλής που πλησίαζε στα εδάφη του.
Αναλόγως της απειλής κινητοποιούσε το σύνολο ή μέρος του στρατιωτικού του δυναμικού και έσπευδε κατά των πολεμίων.
Η ύπαρξη μόνιμου τακτικού στρατού σε εκείνους του τόσο πρώιμους χρόνους, προκαλεί ασφαλώς κατάπληξη. Καταπληκτικότερο όμως αυτού είναι το γεγονός ότι και οι επιστρατευμένες μονάδες ήταν οργανωμένες σε τακτικά συγκροτήματα, με συγκεκριμένους ηγέτες, στους οποίους ανατίθονταν η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων αποστολών.
Επικεφαλής κάθε τοπικής στρατιωτικής δύναμης ήταν ο τοπικός βασιλιάς-διοικητής. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο «Λαφαγέτας», ο αρχιστράτηγος, ο ηγέτης του λαού, του στρατού (=Λαού ηγέτης).
Ακολουθούσαν οι Επέτες, οι πρόμαχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές του στρατού. Αυτοί στην πρωτομυκηναϊκή περίοδο φαίνεται ότι πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, επί αρμάτων. Αργότερα πολεμούσαν και πεζοί.
Ακολουθούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι δορυφόροι, οι οποίοι συγκροτούσαν την πρώιμη φάλαγγα. Ήταν κυρίως ελεύθεροι μικροκαλιεργητές ή τεχνίτες, οι οποίοι είχαν την οικονομική άνεση να συνεισφέρουν στην αγορά των όπλων τους. Οι πλέον φτωχοί πολεμούσαν ως ψιλοί.
Για να μπορέσουμε να εξετάσουμε τον Μυκηναϊκό Στρατό θα πρέπει να χωρίσουμε την περίοδο δράσης του σε δύο χρονικές φάσεις. Η πρώτη αρχίζει από το 1.600 π.Χ. και ολοκληρώνεται γύρω στο 1.200 π.Χ.
Ο Μυκηναϊκός Στρατός της πρώτης περιόδου είναι εν πολλοίς συνέχεια του κυκλαδικού-κρητικού, ενώ ο ύστερος είναι προϊόν της εμπειρίας των Μυκηναίων, από τις συγκρούσεις τους με τους γειτονικούς λαούς και από τις επαφές μαζί τους.
Στην Ιλιάδα γίνεται λόγος για παλαιές και νέες τακτικές, για παλαιές και νέες μεθόδους.
Προφανώς ο Τρωικός Πόλεμος έλαβε χώρα σε μια εποχή μετάβασης από το παλαιό στο νέο καθεστώς, όπου και οι δύο τύποι μονάδων συνυπήρχαν και συνδύαζαν τη δράση τους για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.
Ο Πρωτομυκηναϊκός Στρατός (όπως και οι «πρόγονοι» του Κυκλαδικός και Μινωικός), σχημάτιζε τριπλή γραμμή μάχης. Αναλόγως του εδάφους, της ισχύος και της συνθέσεως του αντιπάλου στρατού, και των αναλόγων φίλιων στοιχείων, ο στρατός τάσσονταν με τα άρματα, το ελαφρύ και το βαρύ πεζικό, σε ξεχωριστές γραμμές.
Ωστόσο και τα τρία διαφορετικά «όπλα» του στρατού, συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους και συνδύαζαν τη δράση τους.
Η αποστολή που το κάθε τμήμα θα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας εξαρτάτο αποκλειστικά από τις επικρατούσες στο πεδίο της μάχης συνθήκες και μόνο.
Οι Έλληνες δεν υπήρξαν ποτέ δογματικοί, ούτε καν στον πόλεμο. Ανέκαθεν αυτοσχεδίαζαν, παραπλανώντας έτσι τον αντίπαλο. Η κατώτερη τακτική υπομονάδα ήταν η δεκαρχία.
Στις πινακίδες Γραμμικής Β’ της Πύλου, αναφέρονται και άλλες στρατιωτικές μονάδες (ο-κα), οι οποίες όμως δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσώπευαν.
Κάθε υπομονάδα είχε έναν επικεφαλής, υπαξιωματικό θα λέγαμε σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Έχοντας ως οργανωτική βάση τη δεκαρχία, θα μπορούσαμε παρακινδυνευμένα να υποθέσουμε, ότι η κάθε δεκαρχία θα αποτελούσε έναν στοίχο της φάλαγγας ή πιο απλά ότι η μυκηναϊκή φάλαγγα του βαρέως πεζικού τασσόταν σε βάθος 10 ζυγών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στους κλασικούς και στους αλεξανδρινούς χρόνους, ο στοίχος της φάλαγγας αποτελούσε την μικρότερη της τακτική υπομονάδα.
Εφόσον λοιπόν ακόμα και η οπλιτική φάλαγγα δεν προήλθε ασφαλώς από παρθενογένεση, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κάτι παρόμοιο ίσχυε και στη μυκηναϊκή φάλαγγα των οπλισμένων με μακρά δόρατα-σάρισσες πολεμιστών.
Απέναντι στην πρώιμη αυτή «μακεδονική φάλαγγα» κανείς ελαφρύτερος σχηματισμός δεν είχε ελπίδες επικράτησης.
Οι μεγάλες ασπίδες τύπου «σάκου» καθιστούσαν τους δορυφόρους άτρωτους, σχεδόν, από τα εχθρικά βλήματα, ενώ κανένα μη αναλόγως οπλισμένο τμήμα δεν μπορούσε να πλησιάσει το δάσος λογχών της πρωτομυκηναϊκής φάλαγγας, χωρίς να υποστεί συντριπτικές απώλειες.
Τα βαριά και ισχυρά μακρά δόρατα, μήκους μεγαλυτέρου των 3 μέτρων, έφεραν ορειχάλκινη αιχμή μήκους ως και 60 εκατοστών.
Η διατρητική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε να του εξασφαλίζει τη διάτρηση δερμάτινων ασπίδων αμορριτικού τύπου, οι οποίες ήταν κυρίως σε χρήση στους ανατολικούς στρατούς.
Αν και ο ωθισμός δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί, ο «συνασπισμός» ήταν και εφαρμοζόταν κατά κόρο. Οι ασπίδες των ανδρών συνάπτονταν, σχηματίζοντας ένα πραγματικό κινούμενο τείχος.
Σε πολύ πυκνό σχηματισμό (διάστημα ανά άνδρα της τάξης των 60 περίπου εκατοστών) οι άνδρες των δύο πρώτων ζυγών της φάλαγγας είχαν τη δυνατότητα να προτάξουν τα δόρατα τους κατευθείαν εμπρός. Οι άνδρες των υπολοίπων ζυγών κρατούσαν τα δόρατα τους υπό γωνία 45ο.
Η φάλαγγα όμως ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί και ως εξέδρα εκτόξευσης πυρών. Στα κενά διαστήματα μεταξύ δύο ανδρών εισχωρούσε ένας τοξότης , ο οποίος έβαλε καλυμμένος από τις ασπίδες των δορυφόρων.
Η συγκεκριμένη τακτική της «ανάμιξης» τμημάτων ανδρών οπλισμένων με αγχέμαχα και εκηβόλα όπλα ήταν πρωτοποριακή για την εποχή.
Αργότερα υιοθετήθηκε από όλους τους στρατούς της Ανατολής (Ασσυριακό, Βαβυλωνιακό, Περσικό) αλλά και από τον Αλέξανδρο στην «πειραματική φάλαγγα», την οποία συγκρότησε λίγο πριν τον θάνατο του και η οποία δεν δοκιμάστηκε ποτέ σε συνθήκες μάχης.
Όλα όμως άλλαξαν με την, άγνωστο πότε ακριβώς, υιοθέτηση από του Μυκηναίους φαλαγγίτες, της οκτώσχημης ασπίδας. Το όπλο αυτό ήταν επίσης πρωτοποριακής σύλληψης για την εποχή του και προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στους άνδρες που το χρησιμοποιούσαν.
Η οκτώσχημη ασπίδα είχε το ίδιο σχεδόν μέγεθος με την πυργόσχημη ποδήρη ασπίδα ήταν όμως κοίλη και ο πολεμιστής κυριολεκτικά μπορούσε να εισέλθει εντός της βρίσκοντας απόλυτη κάλυψη.
Ήταν επίσης κατασκευασμένη από στρώσεις δερμάτων επί πλεγμένου με ξύλο λυγαριάς σκελετού.
Διέθετε όμως λαβή και σχήμα, με κεντρική ισχυρή ξύλινη νεύρωση, που της επέτρεπε να ωθήσει τον αντίπαλο πολεμιστή και να ανοίξει πέρασμα στο εχθρικό τείχος ασπίδων.
Ήταν η πρώτη ασπίδα παγκοσμίως που όχι μόνο επέτρεπε στον μαχητή να τη χρησιμοποιήσει σε τακτικές ωθισμού, αλλά μάλλον του το επέβαλε.
Η οκτώσχημη ασπίδα ,για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς, έφτασε να θεωρείτε ακόμα και λατρευτικό σύμβολο. Ίσως η λατρεία αυτή των Μυκηναίων να πήγαζε από τη χρησιμότητα της ως όπλου και από τις νίκες που τυχόν τους είχε χαρίσει.
Ένα άλλο ερώτημα που γεννάτε είναι το γιατί οι Μυκηναίοι δορυφόροι έφτασαν να χρησιμοποιούν τόσο μακρά δόρατα ,τη στιγμή που κανένα αντίπαλό τους έθνος δεν χρησιμοποιούσε παρόμοια όπλα. Η υιοθέτηση των μακρών δοράτων έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τον ρόλο των αρμάτων στο πεδίο μάχης της εποχής.
Οι Χετταίοι, οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι και σε μικρότερο βαθμό οι Σουμέριοι, παλαιότερα, ήταν οι μόνοι που χρησιμοποίησαν τα άρματα τους ως όργανα κρούσης και κρίσης του αγώνα. Η επέλαση των αρμάτων ήταν ένα τρομακτικό θέαμα και σπάνια υπήρχαν πεζοί αρκετά ψύχραιμοι και αναλόγως οπλισμένοι ώστε να ανταπεξέλθουν σε αυτήν. Συνήθως το πεζικό έχανε την ψυχραιμία του και «έσπαγε» τους ζυγούς του λίγο πριν την επαφή.
Συνέπεια τούτου ήταν να κατακόπτονται οι πεζοί, κυριολεκτικά ως στάχια, από τα αντίπαλα άρματα. Έπρεπε να εξοπλιστεί το πεζικό με ένα όπλο που θα επέτρεπε στον πεζό να διατηρεί την ψυχραιμία του, απέναντι στα εχθρικά άρματα, ένα όπλο στο οποίο ο πεζός θα μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες επιβίωσης του. Ο πόλεμος άλλωστε από τότε ήταν και παραμένει πρωτίστως ένα ψυχολογικό «παιγνίδι».
Χάρη στο μακρύ του δόρυ, το «έγχος» λοιπόν, ο Μυκηναίος πεζός είχε και την πρακτική αλλά και την ψυχολογική ικανότητα να αντισταθεί στην επέλαση των εχθρικών αρμάτων κρούσης. Με καλυμμένα τα πλευρά της η μυκηναϊκή φάλαγγα ήταν σχεδόν αδύνατο να διασπαστεί ακόμα και από τέτοια επέλαση.
Εξάλλου οι ίπποι των εχθρικών αρμάτων ήταν βέβαιο ότι θα αρνούντο κατηγορηματικά – χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης- να επελάσουν κατά του δάσους λογχών που παρουσίαζε η φάλαγγα.
Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν το μακρύ έγχος υιοθετήθηκε ως αντίδοτο απέναντι στην πληγή των εχθρικών αρμάτων κρούσης.
Παράλληλα όμως προσέδιδε στον Μινωίτη και στον Μυκηναίο πεζό ένα εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα στον αγώνα του κατά του εχθρικού πεζικού, τα αγχέμαχα όπλα του οποίου ήταν σαφώς μικρότερου μήκους.
Ακόμα και η επίλεκτη βασιλική φρουρά του Χετταίου αυτοκράτορα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει , επί ίσοις όροις, ένα κοινό τμήμα Μυκηναίων φαλαγγιτών.
Πηγή: armyvoice.gr