Τον Μάρτιο του 1989, ο κυνηγετικός σύλλογος Μεγαλόπολης αγοράζει από εκτροφείο του Αγρινίου, έναντι 350.00 δρχ., οκτώ αγριογούρουνα. Το είδος είχε εξαφανιστεί κατά τους τελευταίους αιώνες από την Πελοπόννησο ως απότοκο της επέκτασης των καλλιεργειών, της εντατικής θήρευσης καθώς και εξαιτίας των πυρκαγιών.
Ομως όπως διευκρινίζει με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ρήξη» ο βιολόγος-περιβαλλοντολόγος Δήμητρης Μπούσμπουρας, «μετά τη δεκαετία του ’70 οι αγροτικές καλλιέργειες στα ορεινά άρχισαν να εγκαταλείπονται και τα δάση και οι λόγγοι (θαμνώνες αειφύλλων με πουρνάρια και άλλα είδη) άρχισαν να επανέρχονται, οι συνθήκες για την άγρια ζωή έγιναν πολύ καλύτερες».
Η απελευθέρωση των οκτώ αγριογούρουνων που προαναφέραμε προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα και ενθουσίασε όπως ήταν αναμενόμενο τους κυνηγούς της ευρύτερης περιοχής. Μάλιστα, έως σχετικά πρόσφατα γινόταν λόγος για «θηραματικό θαύμα που πρέπει να μας παραδειγματίσει».
Το 2013 ενδεικτικά σε κυνηγετικό έντυπο σημειωνόταν χαρακτηριστικά:
«Η Πελοπόννησος είναι ίσως το μοναδικό θετικό παράδειγμα θηραματικής ανάπτυξης του αγριογούρουνου στην Ελλάδα, που υλοποιήθηκε με καθαρή πρωτοβουλία των συλλόγων και της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας και όπως φαίνεται θα είναι το μοναδικό μετά από είκοσι χρόνια, γιατί δεν διαφαίνεται καμιά παρόμοια κίνηση ανά την επικράτεια. Ηταν ένα πείραμα που πέτυχε και θα μπορούσε να αποτελέσει το κίνητρο για πολλά παρόμοια επιτεύγματα αναβάθμισης και αναπληθυσμού βιοτόπων της χώρας μας που είναι νεκροί από ενδημικά θηράματα».
Τα αγριογούρουνα, όμως, στη συνέχεια, έχοντας βρει ιδανικές συνθήκες, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ταχύτατους ρυθμούς, προκαλώντας πλέον ζημιές στις καλλιέργειες.
«Μιλάμε για κοπάδια από αγριογούρουνα. Η καταστροφή είναι μεγάλη σε αρκετούς παραγωγούς», σημείωνε το 2016 ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Παραγωγών Μεσσηνίας, Γιώργος Λαζόγιαννης, προκρίνοντας ως λύση τη διεύρυνση της κυνηγετικής περιόδου και συγκεκριμένα από πολύ νωρίς, «από τις 20 Ιουλίου και μέχρι τον τρύγο, για να μην έχουμε πρόβλημα».
Τον περασμένο Δεκέμβριο, σε σύσκεψη του συντονιστικού οργάνου Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης Βούλα Πατουλίδου δήλωσε: «Φοβάμαι ότι θα μας πουν κάλαντα τα αγριογούρουνα στην Αριστοτέλους έτσι και πέσει λίγο χιόνι στα ορεινά».
Και δεν υπερέβαλλε, καθώς ο πληθυσμός των αγριόχοιρων στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης έχει αυξηθεί δραματικά, με αποτέλεσμα να κατέρχονται σε κατοικημένες περιοχές προς άγραν τροφής.
Μάλιστα, μέλη εθελοντικών ομάδων τόνισαν στη συγκεκριμένη συνεδρίαση πως αγριογούρουνα έφτασαν μέχρι την Αμερικανική Γεωργική Σχολή, ενώ εντοπίστηκαν στον φράχτη του αεροδρομίου «Μακεδονία» και στον δρόμο Θεσσαλονίκης - Μηχανιώνας.
Υβριδικοί πληθυσμοί
Ολα κατατείνουν στο γεγονός ότι πρόκειται για υβρίδια που προέρχονται από ζώα ελεύθερης βοσκής τα οποία διασταυρώθηκαν με αγριογούρουνα. Και αυτό καθώς τη δεκαετία του 1990 επιδοτήθηκε η ελεύθερη βοσκή οικόσιτων ζώων.
Κάπως έτσι τα οικόσιτα γουρούνια διασταυρώθηκαν με πληθυσμούς αγριογούρουνων. Τα υβρίδια γεννούν έξι έως δέκα μικρά, αυξάνοντας με γοργούς ρυθμούς τον πληθυσμό τους και μολύνοντας παράλληλα γενετικά το είδος.
Ηδη από το 2011 το πρόβλημα άρχισε να απασχολεί τον αγροτικό κόσμο, καθώς με το κλείσιμο των μονάδων εκτροφής ημίαιμων αγριογούρουνων μόλις σταμάτησε η επιχορήγησή τους, τα ζώα ελευθερώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα.
Τα υβρίδια αρχικώς αναζήτησαν τροφή στα χωράφια της ευρύτερης περιοχής Λαγκαδά - Βόλβης και ακολούθως στο Σέιχ Σου, από όπου πλέον εφορμούν και στις γειτονικές αστικές περιοχές.
Παράλληλα, οι φυσικοί διάδρομοί τους έκλεισαν εξαιτίας της κατασκευής της Εγνατίας οδού, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να μετακινηθούν από ορεινό όγκο σε ορεινό όγκο και να προσεγγίζουν ως εκ τούτου κατοικημένες περιοχές. Επίσης, όταν η λίμνη Κορώνεια αποξηράνθηκε, αποκαλύφθηκαν τεράστιες εκτάσεις.
Η περιοχή οριοθετήθηκε και δεν έγιναν επεκτάσεις χωραφιών, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν αρμυρίκια, βάτα και άλλη θαμνώδης βλάστηση.
«Σήμερα που η λίμνη ανακάμπτει, αυτοί οι θαμνώνες βρίσκονται πάλι μέσα στο νερό. Τα τελευταία χρόνια στη ζώνη αυτή έβρισκαν καταφύγιο αγριογούρουνα, που έκαναν ζημιές στις διπλανές καλλιέργειες.
Οταν άρχισε να είναι έντονο το πρόβλημα με τις ζημιές στις καλλιέργειες, οι κυνηγοί απαίτησαν να καταργηθεί το Καταφύγιο Αγριας Ζωής και να επιτρέπεται να κυνηγάνε δίπλα στη λίμνη, παραβλέποντας ότι πρόκειται για διεθνώς προστατευόμενο υγρότοπο με τη Συνθήκη Ραμσάρ.
Και εννοούσαν βέβαια να κυνηγάνε όλα τα είδη, καθ’ όλη τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, σαν να μην υπάρχει προστατευόμενη ζώνη.
Μια αντιπρόταση, για ελεγχόμενη διαχείριση του πληθυσμού, με εντατική ελεγχόμενη θήρα υπό την εποπτεία του Φορέα Διαχείρισης των λιμνών και του δασαρχείου και μόνο κατά τη διάρκεια των μηνών Οκτώβρη και Νοέμβρη, πριν δηλαδή τη συγκέντρωση στην περιοχή μεγάλων πληθυσμών σπάνιων και προστατευόμενων υδροβίων πουλιών, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή ούτε από τους κυνηγούς, ούτε από πολλές υπηρεσίες». (Δ. Μπούσμπουρας, περιοδικό «Ρήξη»).
Δεν προσαρμόζονται τα υβρίδια
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σ. Φάμελλος πραγματοποίησε σύσκεψη με τους εμπλεκόμενους φορείς σχετικά με το θέμα, ανακοινώνοντας δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των αγρόχοιρων σε περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Μεταξύ άλλων ανακοινώθηκε η προμελέτη απογραφής των ατόμων αγριόχοιρου σε συνεργασία με το ΑΠΘ καθώς και η διερεύνηση του ζητήματος των υβριδίων και των απελευθερώσεών τους από τις μονάδες –που πλέον έχουν κλείσει– βιολογικής κτηνοτροφίας, ενώ ανακοινώθηκε η κατασκευή συρμάτινης περίφραξης του περιαστικού δάσους στα όρια με το Πανόραμα.
Σε συνεργασία δε με την «Εγνατία Οδός Α.Ε.» μελετάται η κατασκευή της περίφραξης στην περιφερειακή οδό στα όρια με το Σέιχ Σου.
Παράλληλα, αυξήθηκε το όριο κυνηγετικής κάρπωσης του αγριόχοιρου, τα ζώα δηλαδή που μπορεί να σκοτώσει μια ομάδα κυνηγών σε μια εξόρμηση, από έξι άτομα στα δέκα, στις περιφερειακές ενότητες Σερρών και Θεσσαλονίκης.
«Εχει τελειώσει η καταγραφή σε συνεργασία με το Τμήμα Αγριας Πανίδας του ΑΠΘ, βγήκαν περίπολοι επί δύο μήνες από το δασαρχείο Θεσσαλονίκης σε συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένες διαδρομές, ώστε να εντοπιστούν περιστατικά εμφάνισης αγριογούρουνων. Ολες αυτές οι καταγραφές θα δοθούν στο Πανεπιστήμιο και θα γίνει προμελέτη για να δούμε τον αριθμό των αγριογούρουνων» τόνισε η εκπρόσωπος του δασαρχείου στην προαναφερθείσα σύσκεψη του συντονιστικού οργάνου Πολιτικής Προστασίας.
«Το πρόβλημα με τους αγριόχοιρους που οι πληθυσμοί τους είναι πολύ αυξημένοι σε όλη την Ελλάδα θα έπρεπε να έχει μελετηθεί εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον. Η μελέτη αυτή οφείλει να είναι σφαιρική και να διεξαχθεί οργανωμένα. Το κράτος οφείλει να κάνει εκτιμήσεις πληθυσμών. Τα υβρίδια αδυνατούν να προσαρμοστούν στο φυσικό περιβάλλον και εμείς αγνοούμε τη γενετική τους κατάσταση. Κατά την άποψή μου πρέπει να εξοντωθούν. Ερευνητικά κέντρα υπάρχουν, όπως και ειδικοί σε θέματα γενετικής και οικολογίας πληθυσμών και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος» τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο κ. Μπούσμπουρας.
«Το πρόβλημα της επαναεισαγωγής του είδους που συντελέστηκε στην Αρκαδία έγινε χωρίς κανένα σχεδιασμό, κρυφά και παράνομα. Συμμετείχαν στην ενέργεια αυτή και υπάλληλοι της δασικής υπηρεσίας; Και ερωτώ καθώς έως τη δεκαετία του 1990 ήταν εξαιρετικά ασαφή τα όρια μεταξύ δασικών υπηρεσιών και κυνηγετικών συλλόγων. Τα αγριογούρουνα από πού τα πήραν; Τα ίδια έπραξαν κυνηγοί και με την εισαγωγή της πέρδικας στη ζώνη εξάπλωσης της πετροπέρδικας» προσθέτει ο κ. Μπούσμπουρας.
Διατήρηση της βιοποικιλότητας
«Για να θεωρηθούν επιτυχείς οι προσπάθειες ενδυνάμωσης, επανεισαγωγής ή εισαγωγής ενός είδους θα πρέπει να μην είναι αναγκαία η ανθρώπινη παρέμβαση για τη διατήρησή τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά το είδος να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά μεγάλο. Αντίθετα για να θεωρηθεί επιτυχής η απελευθέρωση - επανένταξη, το ζώο θα πρέπει προσαρμοστεί από τις πρώτες κιόλας μέρες στο φυσικό περιβάλλον και να δείξει ότι μπορεί να επιβιώσει από μόνο του. Μια βασική αρχή που πρέπει να τηρείται σε όλες τις περιπτώσεις είναι η διατήρηση της βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα η εισαγωγή ενός είδους δεν πρέπει να οδηγήσει σε εξαφάνιση ή απειλή εξαφάνισης κάποιων άλλων ειδών.
»Αυτό συνέβη με την εισαγωγή στην Αυστραλία ζώων από άλλη βιογεωγραφική ζώνη, όπως ο Λαγός και η Αλεπού από την Ευρώπη, τα οποία σήμερα απειλούν τη χλωρίδα και τα μικρά μαρσιποφόρα. Η εισαγωγή της Νεροχελώνας της Φλώριδας (που υπάρχει σε οικιακά ενυδρεία) σε υγροτόπους της Ευρώπης οδήγησε σε εξάπλωση νέων ασθενειών που απειλούν την υδρόβια πανίδα, ενώ η εισαγωγή του αμερικάνικου Κεφαλουδιού (Oxyura jamaicensis) οδήγησε σε γενετική υποβάθμιση του συγγενικού Κεφαλουδιού (Oxyura leucocephala) λόγω υβριδισμού.
»Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή της νησιωτικής Πέρδικας στον χώρο εξάπλωσης της Πετροπέρδικας. Ενα άλλο παράδειγμα απειλής της βιοποικιλότητας είναι η απελευθέρωση αιχμάλωτων χελωνών σε άλλη περιοχή από αυτήν που συνελήφθησαν, όπως για παράδειγμα Χελώνες από τη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο ή την Αττική. Αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργήσει γενετική μόλυνση των διαφορετικών πληθυσμών ή να οδηγήσει σε εξάπλωση ασθενειών και έχει καταδικαστεί από την Ευρωπαϊκή Ερπετολογική Εταιρεία.
»Οι προσπάθειες ενδυνάμωσης, επανεισαγωγής ή εισαγωγής είδους αποτελούν το τελικό εγχείρημα σε μια προσπάθεια διατήρησης. Γίνονται μόνο όταν έχουν αποκλειστεί οι περιπτώσεις επανάκαμψης του πληθυσμού ή φυσικής επέκτασης της εξάπλωσής του. Είναι πολύ απαιτητικές σε χρόνο και χρήμα και πρέπει να οργανωθούν σωστά από την αρχή. Πριν την έναρξή τους θα πρέπει: να είναι πολύ καλά γνωστή η βιολογία και η οικολογία του είδους, να διερευνηθούν οι πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα είδη, να επιλεγεί με πολύ προσοχή ο χώρος ένταξής του, να εκτιμηθεί η επίπτωση στον αρχικό πληθυσμό από τη σύλληψη των ατόμων που θα μεταφερθούν στον νέο χώρο ένταξης.
»Επίσης θα πρέπει να διερευνηθούν οι κοινωνικο-οικονομικές και νομικές παράμετροι, να έχει διασφαλιστεί η υγεία και ομαλή επανένταξη των ατόμων που απελευθερώνονται για να αποφευχθούν ασθένειες ή αποτυχία λόγω αυξημένου στρες, να οργανωθεί σύστημα παρακολούθησης των ατόμων που απελευθερώνονται και τέλος αλλά ουδόλως ήσσονος σημασίας να υπάρχει επαρκής ενημέρωση του τοπικού πληθυσμού για το εγχείρημα προκειμένου να διασφαλιστεί η συναίνεσή του» υπογραμμίζεται από την Ορνιθολογική Εταιρεία.
Και επειδή ακριβώς οι δυσκολίες είναι πολλές καμία περιβαλλοντική οργάνωση ή επιστημονικό ίδρυμα δεν έχει προβεί μέχρι στιγμής σε ενέργειες αυτού του τύπου στην Ελλάδα.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η δασική υπηρεσία και οι κυνηγετικοί σύλλογοι επιχειρούν επαναεισαγωγές και ενδυναμώσεις πληθυσμών θηρευσίμων ειδών για τη χαρά του κυνηγιού, χρησιμοποιώντας εν προκειμένω τον όρο εμπλουτισμός.
Στις προσπάθειες όμως αυτές, όπως επισημαίνεται, υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις καθώς δεν διενεργείται γενετικός έλεγχος και μελέτη της επίπτωσης στους άγριους πληθυσμούς.
Κανένα ενδιαφέρον δεν υπάρχει επίσης για το στάδιο εγκλιματισμού των ζώων που απελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον.
Ομως όπως διευκρινίζει με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ρήξη» ο βιολόγος-περιβαλλοντολόγος Δήμητρης Μπούσμπουρας, «μετά τη δεκαετία του ’70 οι αγροτικές καλλιέργειες στα ορεινά άρχισαν να εγκαταλείπονται και τα δάση και οι λόγγοι (θαμνώνες αειφύλλων με πουρνάρια και άλλα είδη) άρχισαν να επανέρχονται, οι συνθήκες για την άγρια ζωή έγιναν πολύ καλύτερες».
Η απελευθέρωση των οκτώ αγριογούρουνων που προαναφέραμε προσέλαβε πανηγυρικό χαρακτήρα και ενθουσίασε όπως ήταν αναμενόμενο τους κυνηγούς της ευρύτερης περιοχής. Μάλιστα, έως σχετικά πρόσφατα γινόταν λόγος για «θηραματικό θαύμα που πρέπει να μας παραδειγματίσει».
Το 2013 ενδεικτικά σε κυνηγετικό έντυπο σημειωνόταν χαρακτηριστικά:
«Η Πελοπόννησος είναι ίσως το μοναδικό θετικό παράδειγμα θηραματικής ανάπτυξης του αγριογούρουνου στην Ελλάδα, που υλοποιήθηκε με καθαρή πρωτοβουλία των συλλόγων και της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας και όπως φαίνεται θα είναι το μοναδικό μετά από είκοσι χρόνια, γιατί δεν διαφαίνεται καμιά παρόμοια κίνηση ανά την επικράτεια. Ηταν ένα πείραμα που πέτυχε και θα μπορούσε να αποτελέσει το κίνητρο για πολλά παρόμοια επιτεύγματα αναβάθμισης και αναπληθυσμού βιοτόπων της χώρας μας που είναι νεκροί από ενδημικά θηράματα».
Τα αγριογούρουνα, όμως, στη συνέχεια, έχοντας βρει ιδανικές συνθήκες, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ταχύτατους ρυθμούς, προκαλώντας πλέον ζημιές στις καλλιέργειες.
«Μιλάμε για κοπάδια από αγριογούρουνα. Η καταστροφή είναι μεγάλη σε αρκετούς παραγωγούς», σημείωνε το 2016 ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Παραγωγών Μεσσηνίας, Γιώργος Λαζόγιαννης, προκρίνοντας ως λύση τη διεύρυνση της κυνηγετικής περιόδου και συγκεκριμένα από πολύ νωρίς, «από τις 20 Ιουλίου και μέχρι τον τρύγο, για να μην έχουμε πρόβλημα».
Τον περασμένο Δεκέμβριο, σε σύσκεψη του συντονιστικού οργάνου Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης Βούλα Πατουλίδου δήλωσε: «Φοβάμαι ότι θα μας πουν κάλαντα τα αγριογούρουνα στην Αριστοτέλους έτσι και πέσει λίγο χιόνι στα ορεινά».
Και δεν υπερέβαλλε, καθώς ο πληθυσμός των αγριόχοιρων στο περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης έχει αυξηθεί δραματικά, με αποτέλεσμα να κατέρχονται σε κατοικημένες περιοχές προς άγραν τροφής.
Μάλιστα, μέλη εθελοντικών ομάδων τόνισαν στη συγκεκριμένη συνεδρίαση πως αγριογούρουνα έφτασαν μέχρι την Αμερικανική Γεωργική Σχολή, ενώ εντοπίστηκαν στον φράχτη του αεροδρομίου «Μακεδονία» και στον δρόμο Θεσσαλονίκης - Μηχανιώνας.
Υβριδικοί πληθυσμοί
Ολα κατατείνουν στο γεγονός ότι πρόκειται για υβρίδια που προέρχονται από ζώα ελεύθερης βοσκής τα οποία διασταυρώθηκαν με αγριογούρουνα. Και αυτό καθώς τη δεκαετία του 1990 επιδοτήθηκε η ελεύθερη βοσκή οικόσιτων ζώων.
Κάπως έτσι τα οικόσιτα γουρούνια διασταυρώθηκαν με πληθυσμούς αγριογούρουνων. Τα υβρίδια γεννούν έξι έως δέκα μικρά, αυξάνοντας με γοργούς ρυθμούς τον πληθυσμό τους και μολύνοντας παράλληλα γενετικά το είδος.
Ηδη από το 2011 το πρόβλημα άρχισε να απασχολεί τον αγροτικό κόσμο, καθώς με το κλείσιμο των μονάδων εκτροφής ημίαιμων αγριογούρουνων μόλις σταμάτησε η επιχορήγησή τους, τα ζώα ελευθερώθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα.
Τα υβρίδια αρχικώς αναζήτησαν τροφή στα χωράφια της ευρύτερης περιοχής Λαγκαδά - Βόλβης και ακολούθως στο Σέιχ Σου, από όπου πλέον εφορμούν και στις γειτονικές αστικές περιοχές.
Παράλληλα, οι φυσικοί διάδρομοί τους έκλεισαν εξαιτίας της κατασκευής της Εγνατίας οδού, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να μετακινηθούν από ορεινό όγκο σε ορεινό όγκο και να προσεγγίζουν ως εκ τούτου κατοικημένες περιοχές. Επίσης, όταν η λίμνη Κορώνεια αποξηράνθηκε, αποκαλύφθηκαν τεράστιες εκτάσεις.
Η περιοχή οριοθετήθηκε και δεν έγιναν επεκτάσεις χωραφιών, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν αρμυρίκια, βάτα και άλλη θαμνώδης βλάστηση.
«Σήμερα που η λίμνη ανακάμπτει, αυτοί οι θαμνώνες βρίσκονται πάλι μέσα στο νερό. Τα τελευταία χρόνια στη ζώνη αυτή έβρισκαν καταφύγιο αγριογούρουνα, που έκαναν ζημιές στις διπλανές καλλιέργειες.
Οταν άρχισε να είναι έντονο το πρόβλημα με τις ζημιές στις καλλιέργειες, οι κυνηγοί απαίτησαν να καταργηθεί το Καταφύγιο Αγριας Ζωής και να επιτρέπεται να κυνηγάνε δίπλα στη λίμνη, παραβλέποντας ότι πρόκειται για διεθνώς προστατευόμενο υγρότοπο με τη Συνθήκη Ραμσάρ.
Και εννοούσαν βέβαια να κυνηγάνε όλα τα είδη, καθ’ όλη τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, σαν να μην υπάρχει προστατευόμενη ζώνη.
Μια αντιπρόταση, για ελεγχόμενη διαχείριση του πληθυσμού, με εντατική ελεγχόμενη θήρα υπό την εποπτεία του Φορέα Διαχείρισης των λιμνών και του δασαρχείου και μόνο κατά τη διάρκεια των μηνών Οκτώβρη και Νοέμβρη, πριν δηλαδή τη συγκέντρωση στην περιοχή μεγάλων πληθυσμών σπάνιων και προστατευόμενων υδροβίων πουλιών, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή ούτε από τους κυνηγούς, ούτε από πολλές υπηρεσίες». (Δ. Μπούσμπουρας, περιοδικό «Ρήξη»).
Δεν προσαρμόζονται τα υβρίδια
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σ. Φάμελλος πραγματοποίησε σύσκεψη με τους εμπλεκόμενους φορείς σχετικά με το θέμα, ανακοινώνοντας δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των αγρόχοιρων σε περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Μεταξύ άλλων ανακοινώθηκε η προμελέτη απογραφής των ατόμων αγριόχοιρου σε συνεργασία με το ΑΠΘ καθώς και η διερεύνηση του ζητήματος των υβριδίων και των απελευθερώσεών τους από τις μονάδες –που πλέον έχουν κλείσει– βιολογικής κτηνοτροφίας, ενώ ανακοινώθηκε η κατασκευή συρμάτινης περίφραξης του περιαστικού δάσους στα όρια με το Πανόραμα.
Σε συνεργασία δε με την «Εγνατία Οδός Α.Ε.» μελετάται η κατασκευή της περίφραξης στην περιφερειακή οδό στα όρια με το Σέιχ Σου.
Παράλληλα, αυξήθηκε το όριο κυνηγετικής κάρπωσης του αγριόχοιρου, τα ζώα δηλαδή που μπορεί να σκοτώσει μια ομάδα κυνηγών σε μια εξόρμηση, από έξι άτομα στα δέκα, στις περιφερειακές ενότητες Σερρών και Θεσσαλονίκης.
«Εχει τελειώσει η καταγραφή σε συνεργασία με το Τμήμα Αγριας Πανίδας του ΑΠΘ, βγήκαν περίπολοι επί δύο μήνες από το δασαρχείο Θεσσαλονίκης σε συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένες διαδρομές, ώστε να εντοπιστούν περιστατικά εμφάνισης αγριογούρουνων. Ολες αυτές οι καταγραφές θα δοθούν στο Πανεπιστήμιο και θα γίνει προμελέτη για να δούμε τον αριθμό των αγριογούρουνων» τόνισε η εκπρόσωπος του δασαρχείου στην προαναφερθείσα σύσκεψη του συντονιστικού οργάνου Πολιτικής Προστασίας.
«Το πρόβλημα με τους αγριόχοιρους που οι πληθυσμοί τους είναι πολύ αυξημένοι σε όλη την Ελλάδα θα έπρεπε να έχει μελετηθεί εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον. Η μελέτη αυτή οφείλει να είναι σφαιρική και να διεξαχθεί οργανωμένα. Το κράτος οφείλει να κάνει εκτιμήσεις πληθυσμών. Τα υβρίδια αδυνατούν να προσαρμοστούν στο φυσικό περιβάλλον και εμείς αγνοούμε τη γενετική τους κατάσταση. Κατά την άποψή μου πρέπει να εξοντωθούν. Ερευνητικά κέντρα υπάρχουν, όπως και ειδικοί σε θέματα γενετικής και οικολογίας πληθυσμών και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος» τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο κ. Μπούσμπουρας.
«Το πρόβλημα της επαναεισαγωγής του είδους που συντελέστηκε στην Αρκαδία έγινε χωρίς κανένα σχεδιασμό, κρυφά και παράνομα. Συμμετείχαν στην ενέργεια αυτή και υπάλληλοι της δασικής υπηρεσίας; Και ερωτώ καθώς έως τη δεκαετία του 1990 ήταν εξαιρετικά ασαφή τα όρια μεταξύ δασικών υπηρεσιών και κυνηγετικών συλλόγων. Τα αγριογούρουνα από πού τα πήραν; Τα ίδια έπραξαν κυνηγοί και με την εισαγωγή της πέρδικας στη ζώνη εξάπλωσης της πετροπέρδικας» προσθέτει ο κ. Μπούσμπουρας.
Διατήρηση της βιοποικιλότητας
«Για να θεωρηθούν επιτυχείς οι προσπάθειες ενδυνάμωσης, επανεισαγωγής ή εισαγωγής ενός είδους θα πρέπει να μην είναι αναγκαία η ανθρώπινη παρέμβαση για τη διατήρησή τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά το είδος να προσαρμοστεί και να επιβιώσει στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι συχνά μεγάλο. Αντίθετα για να θεωρηθεί επιτυχής η απελευθέρωση - επανένταξη, το ζώο θα πρέπει προσαρμοστεί από τις πρώτες κιόλας μέρες στο φυσικό περιβάλλον και να δείξει ότι μπορεί να επιβιώσει από μόνο του. Μια βασική αρχή που πρέπει να τηρείται σε όλες τις περιπτώσεις είναι η διατήρηση της βιοποικιλότητας. Για παράδειγμα η εισαγωγή ενός είδους δεν πρέπει να οδηγήσει σε εξαφάνιση ή απειλή εξαφάνισης κάποιων άλλων ειδών.
»Αυτό συνέβη με την εισαγωγή στην Αυστραλία ζώων από άλλη βιογεωγραφική ζώνη, όπως ο Λαγός και η Αλεπού από την Ευρώπη, τα οποία σήμερα απειλούν τη χλωρίδα και τα μικρά μαρσιποφόρα. Η εισαγωγή της Νεροχελώνας της Φλώριδας (που υπάρχει σε οικιακά ενυδρεία) σε υγροτόπους της Ευρώπης οδήγησε σε εξάπλωση νέων ασθενειών που απειλούν την υδρόβια πανίδα, ενώ η εισαγωγή του αμερικάνικου Κεφαλουδιού (Oxyura jamaicensis) οδήγησε σε γενετική υποβάθμιση του συγγενικού Κεφαλουδιού (Oxyura leucocephala) λόγω υβριδισμού.
»Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή της νησιωτικής Πέρδικας στον χώρο εξάπλωσης της Πετροπέρδικας. Ενα άλλο παράδειγμα απειλής της βιοποικιλότητας είναι η απελευθέρωση αιχμάλωτων χελωνών σε άλλη περιοχή από αυτήν που συνελήφθησαν, όπως για παράδειγμα Χελώνες από τη Μακεδονία, στην Πελοπόννησο ή την Αττική. Αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργήσει γενετική μόλυνση των διαφορετικών πληθυσμών ή να οδηγήσει σε εξάπλωση ασθενειών και έχει καταδικαστεί από την Ευρωπαϊκή Ερπετολογική Εταιρεία.
»Οι προσπάθειες ενδυνάμωσης, επανεισαγωγής ή εισαγωγής είδους αποτελούν το τελικό εγχείρημα σε μια προσπάθεια διατήρησης. Γίνονται μόνο όταν έχουν αποκλειστεί οι περιπτώσεις επανάκαμψης του πληθυσμού ή φυσικής επέκτασης της εξάπλωσής του. Είναι πολύ απαιτητικές σε χρόνο και χρήμα και πρέπει να οργανωθούν σωστά από την αρχή. Πριν την έναρξή τους θα πρέπει: να είναι πολύ καλά γνωστή η βιολογία και η οικολογία του είδους, να διερευνηθούν οι πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα είδη, να επιλεγεί με πολύ προσοχή ο χώρος ένταξής του, να εκτιμηθεί η επίπτωση στον αρχικό πληθυσμό από τη σύλληψη των ατόμων που θα μεταφερθούν στον νέο χώρο ένταξης.
»Επίσης θα πρέπει να διερευνηθούν οι κοινωνικο-οικονομικές και νομικές παράμετροι, να έχει διασφαλιστεί η υγεία και ομαλή επανένταξη των ατόμων που απελευθερώνονται για να αποφευχθούν ασθένειες ή αποτυχία λόγω αυξημένου στρες, να οργανωθεί σύστημα παρακολούθησης των ατόμων που απελευθερώνονται και τέλος αλλά ουδόλως ήσσονος σημασίας να υπάρχει επαρκής ενημέρωση του τοπικού πληθυσμού για το εγχείρημα προκειμένου να διασφαλιστεί η συναίνεσή του» υπογραμμίζεται από την Ορνιθολογική Εταιρεία.
Και επειδή ακριβώς οι δυσκολίες είναι πολλές καμία περιβαλλοντική οργάνωση ή επιστημονικό ίδρυμα δεν έχει προβεί μέχρι στιγμής σε ενέργειες αυτού του τύπου στην Ελλάδα.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η δασική υπηρεσία και οι κυνηγετικοί σύλλογοι επιχειρούν επαναεισαγωγές και ενδυναμώσεις πληθυσμών θηρευσίμων ειδών για τη χαρά του κυνηγιού, χρησιμοποιώντας εν προκειμένω τον όρο εμπλουτισμός.
Στις προσπάθειες όμως αυτές, όπως επισημαίνεται, υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις καθώς δεν διενεργείται γενετικός έλεγχος και μελέτη της επίπτωσης στους άγριους πληθυσμούς.
Κανένα ενδιαφέρον δεν υπάρχει επίσης για το στάδιο εγκλιματισμού των ζώων που απελευθερώνονται στο φυσικό περιβάλλον.
Πηγή: efsyn.gr