Η ιστορία του Ανδρέα Ανδριανόπουλου είναι από αυτές που πρέπει να σωθούν, και να διηγούνται στις επόμενες γενιές. Γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας και από την ηλικία των 5 φύλαγε τα κοπάδια του πατέρα του.
Στα 13 το έσκασε από το σπίτι, και πήγε στη Τρίπολη, γιατί ήθελε να σπουδάσει. Κοιμόταν στο δρόμο, αλλά δεν σκέφθηκε ποτέ να γυρίσει πίσω. Ήθελε να μορφωθεί και θα τα κατάφερνε. Τον πρώτο χειμώνα που έφυγε από το σπίτι του, επέζησε χάρη στην ανθρωπιά των συμμαθητών του. Έκλεβαν τρόφιμα από τα σπίτια τους, του χάρισαν ρούχα και κουβέρτες, για αντέξει τις χαμηλές θερκοκρασίες. Και τελικά επέζησε.
Ήταν το πρώτο βήμα, μιας διαδρομής που έφτασε στη κορυφή. Έπιασε δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο, παράλληλα με το σχολείο. Από το δρόμο βρέθηκε να κοιμάται στο πάτωμα του ζαχαροπλαστείου. Η πρώτη του πολυτέλεια. Εκεί έστηνε αυτί και κρυφάκουγε τους μεγάλους, για να μάθει τι θέλουν οι πελάτες. Σε δύο χρόνια πήρε τη πρώτη προαγωγή.
Έγινε βοηθός ζαχαροπλάστη. Όλη η Τρίπολη τον αγαπούσε. Πάντα με το χαμόγελο. Πάντα ευγνώμων, ακόμα και για το δεκαρικάκι, που άφηναν φιλοδώρημα οι πελάτες. «Πολλά δεκαρικάκια φτιάχνουν μια δραχμή.»
Στα 18 του αποφάσισε πως η Τρίπολη δεν χωράει τα όνειρά του. Μπαίνει στο πρώτο καράβι για Αυστραλία, χωρίς να ξέρει κανένα. Η πρώτη του δουλειά εκεί, ήταν να φτιάχνει σιδηροδρομικές γραμμές, στην έρημο της Αυστραλίας. Δεν σταματούσε ποτέ. Δεν ήξερε τι θα πει άδεια, ξεκούραση. «Όσο αντέχω θα προσπάθώ».
Μετά με τους κόπους της σκληρής δουλειάς, αγόρασε το πρώτο ταξί. Το ένα έγιναν δύο, τα δύο σύντομα αυξήθηκαν. Το δαιμόνιο μυαλό του, σκέφτηκε πόσα πληρώνει στα μηχανουργεία, για τις ζημιές των ταξί.
Το πρώτο μηχανουργείο του, άνοιξε λίγους μήνες μετά. «Η ρόδα πρέπει πάντα να γυρίζει στην άσφαλτο» Σοφά λόγια, μια ώρα μαζί του είναι σαν δέκα πανεπιστήμια. Φτιάχνει το πρώτο βενζινάδικο, που σέρβιρε και καφέ. Όλοι οι ταξιτζήδες σύχναζαν εκεί. Παντρεύεται τη Σοφία του (Σοφία Λόρεν την έλεγε πάντα). Δημιουργεί οικογένεια. Μεγαλώνει την αλυσίδα βενζινάδικων με φθηνή βενζίνη. Έρχονται 4 παιδιά.
Η οικογένεια μεγαλώνει μέσα στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Τα παιδιά χορεύουν και παίζουν δίπλα στις αντλίες. Όλη η Αυστραλία μιλάει για το δαιμόνιο Έλληνα. Αγοράζει βενζινάδικα που κλείνουν και τα μετατρέπει σε χρυσορυχεία. Παγκόσμιοι Κολλοσοί υποκλίνονται μπροστά του.
Σήμερα στα 84 συνεχίζει και είναι ενεργός. Δημιουργεί και οραματίζεται. Όχι τόσο για τα λεφτά, δεν του λείπουν. Είναι από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες της Αυστραλίας. Γιατί νιώθει ότι όσο αναπνέει πρέπει να προσφέρει στο κόσμο, όπως εκείνα τα παιδιά που του έδωσαν τη κουβέρτα για να βγάλει το χειμώνα στο δρόμο.
Σήμερα προσφέρει τεράστια ποσά σε ιδρύματα για παιδιά, χρηματοδοτεί έρευνες κατά του καρκίνου, ενώ πάντα είναι εκεί σε όποιον του ζητήσει βοήθεια.