Με ήχους βαυαρικών βαλς και γρήγορων χορευτικών γκαλόπ (galop), του πρόδρομου της πόλκας, υποχρεώθηκαν οι Αθηναίοι να γιορτάσουν πρώτη φορά το 1838 την 25η Μαρτίου, ως επέτειο της Επανάστασης του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία.
Το ρεπερτόριο της στρατιωτικής μπάντας προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους κατοίκους της πρωτεύουσας, διότι όχι μόνο αγνοήθηκαν τα εθνικά, παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κυριάρχησαν «τα Μπαβαρέζικα βάλσια και γαλώπια», παρότι «οι Ελληνες αηδιάζουν εν γένει εις τοιούτους αναρμονίους (= χωρίς αρμονία) προς τας ακοάς αυτών ήχους», όπως σχολίασαν καυστικά εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Η Φήμη», φ. 26.3.1838).
Η συμμετοχή των Αθηναίων σε αυτό τον πρώτο εορτασμό ήταν πολύ μεγάλη, αν και ο καθορισμός της 25ης Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού της επετείου επανάστασης έγινε, βιαστικά, με Διάταγμα του Οθωνα, που εκδόθηκε, στις 15 Μαρτίου 1838, μόλις 10 ημέρες πριν από τον πρώτο εορτασμό.
Τα επόμενα χρόνια πολλοί αμφισβήτησαν την ορθότητα της επιλογής αυτής της ημερομηνίας, δεδομένου ότι επαναστατικές ενέργειες είχαν γίνει και νωρίτερα, με κορυφαίες την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (23.3.1821) και την έναρξη της επανάστασης στην Πάτρα (22.3).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης («Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Αθήνα, 1892, σελ. 336), την εποχή, που βγήκε το Διάταγμα, ζούσαν πολλοί αγωνιστές και κανένας δεν αμφισβήτησε ότι ο ξεσηκωμός γενικεύτηκε στις 25 Μαρτίου, όπως προέκυπτε και από διάφορα στοιχεία (φυλλάδια, ποιήματα κ.ά.).
Πάντως, όπως έγραψαν εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Αθηνά», φ. 1.4.1839) παρότι «η εορτή αύτη εθεσπίσθη αυτοσχεδίως και απροσδοκήτως», η απόφαση του Οθωνα ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα, ιδιαίτερα επειδή επί 17 χρόνια δεν είχε υπάρξει μέριμνα για να εορταστεί η επέτειος της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (εφημ. «Η Φήμη», 26.3.1838).
Ο πρώτος επίσημος εορτασμός ξεκίνησε το απόγευμα της 24ης Μαρτίου, με 25 κανονιοβολισμούς ενώ το σιωπητήριο και το εγερτήριο συνοδεύονταν από ήχους της στρατιωτικής μουσικής.
Ανήμερα, στις 8 το πρωί τα στρατεύματα της φρουράς της Αθήνας παρατάχθηκαν στις δύο πλευρές της οδού Αιόλου, ενώ όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού βρίσκονταν στον τότε καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου 36).
Από νωρίς το πρωί, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών (Μενίδι, Μαρούσι, Μεσόγεια κ.ά.) φορώντας «τας λευκάς των ενδυμασίας, με σημαίας ανυψωμένας, με μουσικάς και με κραυγάς ευθυμίας» έφθαναν στην πρωτεύουσα.
Η λειτουργία άρχισε όταν έφτασε η μεγαλοπρεπέστατη βασιλική άμαξα, με έξι άλογα, από την οποία βγήκαν ο Οθωνας και η Αμαλία με παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες.
Στη διάρκεια της λειτουργίας ακούγονταν διαρκώς κανονιοβολισμοί, ενώ η στρατιωτική μπάντα έπαιζε τους δικούς τους ξενόφερτους ρυθμούς, αγανακτώντας τους Αθηναίους.
Αίσθηση προκάλεσε η απουσία από την επίσημη δοξολογία των περισσότερων πρέσβεων, ιδιαίτερα του πρέσβη της Βαυαρίας. Παρέστησαν μόνο οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας, όπως αναφερόταν η Σουηδία.
Μετά τη λειτουργία, στις 11 το πρωί, τα στρατεύματα της φρουράς παρήλασαν μπροστά από το βασιλικό ζεύγος στο τότε παλάτι (σ.σ. το πρώτο παλάτι, πριν κατασκευαστεί το σημερινό κτίριο της Βουλής, ήταν η οικία Σταμ. Δεκόζη-Βούρου, το σημερινό κτίριο του Μουσείου των Αθηνών, στην πλατεία Κλαυθμώνος).
Εκείνη την ώρα ο ήλιος κρύφτηκε στα σύννεφα και για περίπου 5 ώρες έριχνε ψιλόβροχο. Αυτό θεωρήθηκε «καλό σημάδι», επειδή, όπως θυμούνταν οι παλαιότεροι, τέτοιες καιρικές συνθήκες επικρατούσαν και στις 25 Μαρτίου 1821.
Στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, που τότε διαρρυθμιζόταν ο κήπος της, είχε τοποθετηθεί ένας οβελίσκος, σαν μνημείο. Εκεί το απόγευμα, καθώς είχε σταματήσει και η βροχή ξεκίνησε χορός «με τους ήχους των τυμπάνων και των συνήθων οργάνων».
Πρώτη ξεκίνησε τον χορό μια ηλικιωμένη γυναίκα, από το Μενίδι, η Λέκκα, που έχασε τρία από τα τέσσερα παιδιά της στη διάρκεια της Επανάστασης.
Οπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής «την μεσημβρινήν [= νότια] θέαν του πελωρίου Αγχέσμου [= Τουρκοβούνια] εφώτιζεν εις μέγας σταυρός σχηματισμένος από πυράς δαδίων κατά μεγάλην έκτασιν και έχων ως βάσιν τα φωτεινά γράμματα “Εν τούτω νίκα”».
Το ρεπερτόριο της στρατιωτικής μπάντας προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους κατοίκους της πρωτεύουσας, διότι όχι μόνο αγνοήθηκαν τα εθνικά, παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κυριάρχησαν «τα Μπαβαρέζικα βάλσια και γαλώπια», παρότι «οι Ελληνες αηδιάζουν εν γένει εις τοιούτους αναρμονίους (= χωρίς αρμονία) προς τας ακοάς αυτών ήχους», όπως σχολίασαν καυστικά εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Η Φήμη», φ. 26.3.1838).
Η συμμετοχή των Αθηναίων σε αυτό τον πρώτο εορτασμό ήταν πολύ μεγάλη, αν και ο καθορισμός της 25ης Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού της επετείου επανάστασης έγινε, βιαστικά, με Διάταγμα του Οθωνα, που εκδόθηκε, στις 15 Μαρτίου 1838, μόλις 10 ημέρες πριν από τον πρώτο εορτασμό.
Τα επόμενα χρόνια πολλοί αμφισβήτησαν την ορθότητα της επιλογής αυτής της ημερομηνίας, δεδομένου ότι επαναστατικές ενέργειες είχαν γίνει και νωρίτερα, με κορυφαίες την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (23.3.1821) και την έναρξη της επανάστασης στην Πάτρα (22.3).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης («Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Αθήνα, 1892, σελ. 336), την εποχή, που βγήκε το Διάταγμα, ζούσαν πολλοί αγωνιστές και κανένας δεν αμφισβήτησε ότι ο ξεσηκωμός γενικεύτηκε στις 25 Μαρτίου, όπως προέκυπτε και από διάφορα στοιχεία (φυλλάδια, ποιήματα κ.ά.).
Πάντως, όπως έγραψαν εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Αθηνά», φ. 1.4.1839) παρότι «η εορτή αύτη εθεσπίσθη αυτοσχεδίως και απροσδοκήτως», η απόφαση του Οθωνα ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα, ιδιαίτερα επειδή επί 17 χρόνια δεν είχε υπάρξει μέριμνα για να εορταστεί η επέτειος της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (εφημ. «Η Φήμη», 26.3.1838).
Ο πρώτος επίσημος εορτασμός ξεκίνησε το απόγευμα της 24ης Μαρτίου, με 25 κανονιοβολισμούς ενώ το σιωπητήριο και το εγερτήριο συνοδεύονταν από ήχους της στρατιωτικής μουσικής.
Ανήμερα, στις 8 το πρωί τα στρατεύματα της φρουράς της Αθήνας παρατάχθηκαν στις δύο πλευρές της οδού Αιόλου, ενώ όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού βρίσκονταν στον τότε καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου 36).
Από νωρίς το πρωί, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών (Μενίδι, Μαρούσι, Μεσόγεια κ.ά.) φορώντας «τας λευκάς των ενδυμασίας, με σημαίας ανυψωμένας, με μουσικάς και με κραυγάς ευθυμίας» έφθαναν στην πρωτεύουσα.
Η λειτουργία άρχισε όταν έφτασε η μεγαλοπρεπέστατη βασιλική άμαξα, με έξι άλογα, από την οποία βγήκαν ο Οθωνας και η Αμαλία με παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες.
Στη διάρκεια της λειτουργίας ακούγονταν διαρκώς κανονιοβολισμοί, ενώ η στρατιωτική μπάντα έπαιζε τους δικούς τους ξενόφερτους ρυθμούς, αγανακτώντας τους Αθηναίους.
Αίσθηση προκάλεσε η απουσία από την επίσημη δοξολογία των περισσότερων πρέσβεων, ιδιαίτερα του πρέσβη της Βαυαρίας. Παρέστησαν μόνο οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας, όπως αναφερόταν η Σουηδία.
Μετά τη λειτουργία, στις 11 το πρωί, τα στρατεύματα της φρουράς παρήλασαν μπροστά από το βασιλικό ζεύγος στο τότε παλάτι (σ.σ. το πρώτο παλάτι, πριν κατασκευαστεί το σημερινό κτίριο της Βουλής, ήταν η οικία Σταμ. Δεκόζη-Βούρου, το σημερινό κτίριο του Μουσείου των Αθηνών, στην πλατεία Κλαυθμώνος).
Εκείνη την ώρα ο ήλιος κρύφτηκε στα σύννεφα και για περίπου 5 ώρες έριχνε ψιλόβροχο. Αυτό θεωρήθηκε «καλό σημάδι», επειδή, όπως θυμούνταν οι παλαιότεροι, τέτοιες καιρικές συνθήκες επικρατούσαν και στις 25 Μαρτίου 1821.
Στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, που τότε διαρρυθμιζόταν ο κήπος της, είχε τοποθετηθεί ένας οβελίσκος, σαν μνημείο. Εκεί το απόγευμα, καθώς είχε σταματήσει και η βροχή ξεκίνησε χορός «με τους ήχους των τυμπάνων και των συνήθων οργάνων».
Πρώτη ξεκίνησε τον χορό μια ηλικιωμένη γυναίκα, από το Μενίδι, η Λέκκα, που έχασε τρία από τα τέσσερα παιδιά της στη διάρκεια της Επανάστασης.
Οπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής «την μεσημβρινήν [= νότια] θέαν του πελωρίου Αγχέσμου [= Τουρκοβούνια] εφώτιζεν εις μέγας σταυρός σχηματισμένος από πυράς δαδίων κατά μεγάλην έκτασιν και έχων ως βάσιν τα φωτεινά γράμματα “Εν τούτω νίκα”».