Κατηγορηματικά αντίθετος εμφανίζεται να είναι ο Γυναικολόγος-Ογκολόγος Δρ. Γιώργος Μακρής, MD, PhD, MSc, Ειδικός Γυναικολόγος-Ογκολόγος, πιστοποιημένος από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Γυναικολόγων Ογκολόγων (ESGO European Society of Gynaecological Oncology) και Διευθυντής Γυναικολόγος στην Ευρωκλινική Αθηνών, με την έλλειψη σημασίας που αποδίδουν πολλές γυναίκες στον εμπεριστατωμένο γυναικολογικό έλεγχο, προκειμένου αυτός να διερευνήσει βλάβες και αλλοιώσεις, όπως λοιμώξεις, καλοήθεις καταστάσεις αλλά και γυναικολογικούς καρκίνους.
«Πολλές γυναίκες περιορίζονται μόνο σε ένα ετήσιο κυτταρολογικό έλεγχο κολποτραχηλικού επιχρίσματος κατά Παπανικολάου, το γνωστό σε όλους μας Τεστ ΠΑΠ το οποίο όμως δυστυχώς προορίζεταινα ανιχνεύει μόνο έναν από τους γυναικολογικούς καρκίνους, αυτόν του τραχήλου της μήτρας»επισημαίνει, «ενώ οι υπόλοιποι καρκίνοι, όπως του αιδοίου, του κόλπου, του ενδομητρίου, των ωοθηκών και των σαλπίγγων διαγιγνώσκονται έγκαιρα με μια εμπεριστατωμένη κλινική εξέταση, σε συνδυασμό με τη λήψη πλήρους ιστορικού».
Η κλινική εξέταση σύμφωνα με τον γιατρό, επανέρχεται στο προσκήνιο, με ισχυρό επιχείρημα τη δυνατότητα μέσω της εμπειρίας και της δεξιότητας του γυναικολόγου-ογκολόγου να εστιάσει σε πραγματικά in vivo ευρήματα και να προβεί σε έγκαιρη ανίχνευση ακόμα και των παραμικρών αλλοιώσεων, που ίσως δεν εντοπίζονταν σ’ έναν αδρό απεικονιστικό έλεγχο.
«Και για να μην εκληφθεί ως εγωιστική η ανάδειξη της κλινικής εξέτασης», προσθέτει ο κ. Μακρής, «σαφώς αυτή θα πρέπει να συμπληρώνεται κατά περίπτωση τόσο με το Τεστ Παπανικολάου, όσο και με το διακολπικό υπερηχογράφημα, για την ολοκληρωμένη απεικόνιση των έσω γεννητικών οργάνων, προκειμένου να διαγνωσθεί ενδεχόμενη παθογένεια της μήτρας ή των ωοθηκών, όπως παθολογία του ενδομητρίου και των ωοθηκικών κύστεων».
Τέλος δεν θα πρέπει να παραληφθεί η ανάγκη για ετήσια κλινική εξέταση μαστού, για όλες τος γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας. Εφόσον υπάρχει ψηλαφούμενο εύρημα, αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί από τον γυναικολόγο ογκολόγο ή ειδικό χειρουργό μαστού, προκειμένου να συστήσει το κατάλληλο διαγνωστικό πρωτόκολλο που σαφώς περιλαμβάνει την απεικόνιση του μαστού και πιθανά την ιστολογική διερεύνηση. Θεωρείται αυτονόητο, πως η μαστογραφία κρίνεται απαραίτητη στις ηλικίες άνω των 40 ετών, αλλά και σε ηλικίες μικρότερες ακόμη και των 35 ετών, εφόσον υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση.
«Πολλές γυναίκες περιορίζονται μόνο σε ένα ετήσιο κυτταρολογικό έλεγχο κολποτραχηλικού επιχρίσματος κατά Παπανικολάου, το γνωστό σε όλους μας Τεστ ΠΑΠ το οποίο όμως δυστυχώς προορίζεταινα ανιχνεύει μόνο έναν από τους γυναικολογικούς καρκίνους, αυτόν του τραχήλου της μήτρας»επισημαίνει, «ενώ οι υπόλοιποι καρκίνοι, όπως του αιδοίου, του κόλπου, του ενδομητρίου, των ωοθηκών και των σαλπίγγων διαγιγνώσκονται έγκαιρα με μια εμπεριστατωμένη κλινική εξέταση, σε συνδυασμό με τη λήψη πλήρους ιστορικού».
Η κλινική εξέταση σύμφωνα με τον γιατρό, επανέρχεται στο προσκήνιο, με ισχυρό επιχείρημα τη δυνατότητα μέσω της εμπειρίας και της δεξιότητας του γυναικολόγου-ογκολόγου να εστιάσει σε πραγματικά in vivo ευρήματα και να προβεί σε έγκαιρη ανίχνευση ακόμα και των παραμικρών αλλοιώσεων, που ίσως δεν εντοπίζονταν σ’ έναν αδρό απεικονιστικό έλεγχο.
«Και για να μην εκληφθεί ως εγωιστική η ανάδειξη της κλινικής εξέτασης», προσθέτει ο κ. Μακρής, «σαφώς αυτή θα πρέπει να συμπληρώνεται κατά περίπτωση τόσο με το Τεστ Παπανικολάου, όσο και με το διακολπικό υπερηχογράφημα, για την ολοκληρωμένη απεικόνιση των έσω γεννητικών οργάνων, προκειμένου να διαγνωσθεί ενδεχόμενη παθογένεια της μήτρας ή των ωοθηκών, όπως παθολογία του ενδομητρίου και των ωοθηκικών κύστεων».
Τέλος δεν θα πρέπει να παραληφθεί η ανάγκη για ετήσια κλινική εξέταση μαστού, για όλες τος γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας. Εφόσον υπάρχει ψηλαφούμενο εύρημα, αυτό θα πρέπει να αξιολογηθεί από τον γυναικολόγο ογκολόγο ή ειδικό χειρουργό μαστού, προκειμένου να συστήσει το κατάλληλο διαγνωστικό πρωτόκολλο που σαφώς περιλαμβάνει την απεικόνιση του μαστού και πιθανά την ιστολογική διερεύνηση. Θεωρείται αυτονόητο, πως η μαστογραφία κρίνεται απαραίτητη στις ηλικίες άνω των 40 ετών, αλλά και σε ηλικίες μικρότερες ακόμη και των 35 ετών, εφόσον υπάρχει κληρονομική επιβάρυνση.