ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Αντώνης Καλαμογδάρτης: Ο πανέμορφος αδερφός της Καλιόπης Παπαλεξοπούλου που αυτοκτόνησε

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 12:59:00 μ.μ. | |
Αντώνης Καλαμογδάρτης: Ο πανέμορφος αδερφός της Καλιόπης Παπαλεξοπούλου που αυτοκτόνησε
 Ο Αντώνης Καλαμογδάρτης γεννήθηκε το 1810 στην Πάτρα και σε ηλικία δώδεκα ετών, ευθύς δηλαδή μετά την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, ο πατέρας του, Ανδρέας Καλαμογδάρτης, τον έστειλε στην Μονή Ομπλού κοντά στον μοναχό δάσκαλο και λόγιο Αββακούμ. Εκεί έμεινε πέντε χρόνια, την περίοδο κατά την οποία ήταν εγκατεστημένο στη μονή στρατόπεδο των Ελλήνων, μέχρι το τέλος της επανάστασης. 

Επέστρεψε στην Πάτρα και συνέχισε τις σπουδές του μαθαίνοντας Γαλλικά και Ιταλικά. Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, κατατάχθηκε στο στρατιωτικό σώμα του Φαβιέρου. Συμμετείχε σε πολλές μάχες και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία της Ακροπόλεως στην Αθήνα. Διετέλεσε πληρεξούσιος στην εθνοσυνέλευση της περιόδου 1843-1844.

Το 1854 συμμετείχε στον ακήρυχτο και ατυχή πόλεμο με την Τουρκία για την ελευθέρωση της Ηπείρου όπου και αιχμαλωτίστηκε. Αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και πήγε αρχικά στο Ναύπλιο και αργότερα στην Πάτρα. Το 1856, υποφέροντας από φριχτούς πόνους εξαιτίας χρόνιων ρευματισμών, αυτοκτόνησε.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Θωμόπουλο, η αυτοκτονία του οφειλόταν στην κακή οικονομική κατάστασή του. Είχε μεταφράσει πολλά ποιήματα από τα Γαλλικά και τα Ιταλικά καθώς ήταν λάτρης της ποίησης, ενώ ο ίδιος έγραφε και ποιήματα. Είχε στην κατοχή του, από κληρονομιά, ένα εξοχικό στην περιοχή Χαλκωματά (η ευρύτερη περιοχή πέριξ του Σκαγιοπουλείου έως την Αγία Βαρβάρα) γι' αυτό και είχε το προσωνύμιο «ερημίτης του Χαλκωματά».

Ηταν παντρεμένος με την Βασιλική Λόντου, αδελφή του μετέπειτα δημάρχου Πατρών Ανδρέα Λόντου, και είχε δύο κόρες.

Στις 8 Ιουλίου 1856 το Δημοτικό Συμβούλιο στην τακτική του συνεδρίαση ασχολήθηκε με την τραγωδία που έπληξε την οικογένειά του.

Γράφει ο Βασίλης Λάζαρης στην «Πατραϊκή Δημαρχία στον 19ο αιώνα» πως:
«Επειδή ο μακαρίτης συμπολίτης μας Α.Α. Καλαμογδάρτης κατά διαφόρους του βίου αυτού περιστάσεις έδειξε πατριωτισμόν ακραιφνή, διαπρέψας εις πολλά της πολιτείας αξιώματα προς τιμήν της πατρίδος του και ιδίως της πόλεως Πατρών, επειδή των διακρινομένων διά πολιτικάς αρετάς και απορούντων συμπολιτών αι οικογένειαι αξιούνται της εξαιρετικής τιμής του να περιθάλπωνται δαπάνη του Δήμου, προς έκφρασιν της ευγνωμοσύνης και παραδειγματισμόν προς το καλόν αποφαίνεται: Ψηφίζει να χορηγηθή μηνιαία χρηματική βοήθεια εκ δρ. 150 προς την χήραν Βασιλικήν Αντ. Καλαμογδάρτου, αρχομένη από 3ης Ιουλίου ενεστώτος έτους. Δίδει την δέουσαν πίστωσιν προς τον κ. Δήμαρχον εις το άρθρον 3, κεφάλαιον Δ του προϋπολογισμού του τρέχοντος έτους.
Το δημοτικό συμβούλιο είχε συνεδριάσει με απόντα όμως το δήμαρχο Μπενιζέλο Ρούφο, ενώ στο δημοτικό προϋπολογισμό του 1857 αναγράφεται πραγματικά για τη χήρα του Αντώνη Καλαμογδάρτη το ποσό των 1800 δραχμών και στον προϋπολογισμό του επομένου χρόνου το ποσό των 1440 δραχμών. Από κει και πέρα όμως κανένα άλλο σχετικό χρηματικό ποσό δεν αναγράφεται.
Ο ίδιος ο Βασίλης Λάζαρης στο βιβλίο του «Παναγιώτης Συνοδινός ένας ρωμαντικός πατρινός του 19ου αιώνα», όπου περιηγεί τον αναγνώστη του, με μοναδικό τρόπο, στην Πάτρα του β' μισού του προπερασμένου αιώνα, αναφέρεται στον Αντώνη Καλαμογδάρτη περιληπτικά:
Ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης άφησε πεθαίνοντας τέσσερα παιδιά, που φημίστηκαν για τη φυσική τους ομορφιά και για τη σπάνια πνευματικότητά τους. Επρόκετο για τη Μαρία, σύζυγο του γάλλου πρόξενου στην Πάτρα και μεγαλέμπορου Μπερτίνη, για τη Θεώνη, σύζυγο του δικαστικού Κάρολου Δρακόπουλου, για την Καλλιόπη, σύζυγο του ανώτερου πολιτικού υπαλλήλου και γερουσιαστή Σπύρου Παπαλεξόπουλου, από το Ναύπλιο, και για τον Αντώνη Καλαμογδάρτη.
Η Μαρία Μπερτίνη πέρασε ήσυχα τη ζωή της και ποτέ δεν ασχολήθηκαν οι άλλοι μαζί της με κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Θεώνη Δρακοπούλου υπήρξε η πιο ωραία γυναίκα της εποχής της στην Πάτρα και για το ανυπέρβλητο κάλλος της είχε γράψει με πολύ θαυμασμό ο Αλέξανδρος Ραγκαβής. Την είχε επίσης τραγουδήσει ο λαός: «Βγαίνει ο ήλιος, βγαίνει στα όρη, στα βουνά βγαίνει κι η Θεωνίτσα μες στα διαμαντικά».

Ο Αντώνης Καλαμογδάρτης είχε γεννηθεί στην Πάτρα το 1810 και υπήρξε ένας από τους πιο ωραίους και πιο μορφωμένους άνδρες του καιρού του. Δωδεκάχρονον τον είχε στείλει ο πατέρας του στη μονή του Ομπλού, όπου για πέντε χρόνια σπούδασε κοντά στο λόγιο μοναχό Αββακούμ τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς και ιδιαίτερα τον Ομηρο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Πάτρα, έμαθε εκεί τα γαλλικά και τα ιταλικά και παιδί ακόμη πήρε μέρος στη μεγάλη Επανάσταση, οπού και διακρίθηκε στή φάλαγγα τού Κάρολου Φαβιέρου, στο πλευρό του οποίου είχε πολεμήσει κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας της αθηναϊκής Ακρόπολης.

Το 1831 ο Αντώνης Καλαμογδάρτης θεωρήθηκε, όπως και ο πατέρας του, ιδιαίτερα ύποπτος για συμμετοχή στη συνωμοσία, που είχε καταλήξει στη δολοφονία τού Καποδίστρια. Και τούτο είχε συμβεί, επειδή και σάτυραν πολιτικήν είχε γράφει κατά του Κυβερνήτου και φίλος επιστήθιος των Μαυρομιχαλέων ήτο, κατηγορήθη δε ως συνωμότης και συνένοχος των και συλληφθείς μετά των άλλων καπεταναίων ενεκλείσθη εις το φρούριον Μπούρτζι, όπου έμεινε κάθειρκτος επί μήνας, παθών οξυτάτους ρευματισμούς.

Ο Αντώνης Καλαμογδάρτης ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των γάλλων και για μεγάλο χρονικό διάστημα φαίνεται, ότι απείχε από κάθε πολιτική δράση. Στην επανάσταση ωστόσο του Σεπτέμβρη του 1843 είχε ενεργή συμμετοχή, ενώ το 1853, κατά τη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου και αμέσως μετά τις επαναστάσεις της Ηπείρου, της δυτικής Θεσσαλίας, του Πηλίου και της Μακεδονίας, συγκρότησε στην Πάτρα μαζί με τον Στέλιο Κοντογούρη και τον Ανδρέα Λόντο, που ήταν κουνιάδος του, πατριωτικό σύλλογο, που συγκέντρωνε χρήματα και στρατολογούσε πολίτες για την ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα των αλύτρωτων αδελφών. Τους πρώτους μάλιστα μήνες του ίδιου χρόνου έφυγε για την Ηπειρο μαζί με τον εξάδελφο του Παναγιώτη Καλαμογδάρτη, επικεφαλής τετρακοσίων περίπου πατρινών εθελοντών, και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις - μεταξύ τους και στη μάχη του Πέττα, όπου αιχμαλωτίστηκε από τους στρατιώτες του Φουάτ πασά, τού ιδρυτή του κόμματος των Νεότουρκων.

Ξαναγύρισε στην Πάτρα στις 9 του Μάη του 1854 και λίγους μήνες αργότερα αναχώρησε με την οικογένεια του για την Ιταλία, σκοπεύοντας κυρίως στη θεραπεία των ρευματισμών του. Διορίστηκε πρόξενος της Γαλλίας στο Λιβόρνο και στη συνέχεια στη Φλωρεντία - ένα όμως χρόνο αργότερα παραιτήθηκε από τη θέση του και επέστρεφε στη γενέθλια πόλη, όπου και έμεινε μέχρι το τραγικό του τέλος.

Η ποίηση αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα πάθη του Καλαμογδάρτη, του άρεσε δε να υπογράφει τα έργα του ως ερημίτης του Χαλκωματά, της πατραϊκής εξοχής, στην οποία συνήθιζε να μένει. Ιδιαίτερη εντύπωση είχε προκαλέσει το ελεγείο, που είχε συνθέσει και είχε απαγγείλει ο ίδιος στην κηδεία τής πρώτης συζύγου τού Μπενιζέλου Ρούφου, αλλά και άλλα ποιητικά του δημιουργήματα, τα οποία έγραφε σε γλώσσα όχι ολότελα απαλλαγμένη από καθαρολόγα στοιχεία. Είχε, εξάλλου, μεταφράσει έμμετρα τή δαντική Κόλαση και μερικά άπό τα πιο γνωστά ποιήματα του Αλφόνσου Λαμαρτίνου, που τον θαύμαζαν τότε στην Ελλάδα.

Ο Καλαμογδάρτης υπήρξε μετασολωμικός ποιητής προσδιορισμένος από βαθειά ρωμαντικότητα και τη συνακόλουθή της απαισιοδοξία, την οποία άλλωστε ενίσχυε και η άθλια πολιτική κατάσταση της χώρας, που είχε οδηγήσει τελικά πολλούς αισθαντικούς ανθρώπους στην απελπισία. Ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς είχε περιληφθεί και ο Καλαμογδάρτης, που έπαψε με τον καιρό να είναι ο παληός γνωστός φλογερός μαχητής και άρχισε να γράφει στίχους σαν τους παρακάτω - ενδεικτικούς της θλιβερής προσωπικής του φυγής:

Ω! να μπορούσα σύσσωμος την σφαίραν μας ν' αφήσω
κι εις τον υπερουρανιον κόσμον να μετοικήσω!
Ισως εκεί θα έβλεπα, ό,τι εδώ δεν είδα
και έρωτα παντοτινόν και πίστιν και ελπίδα (...)
Εδώ το παν μαραίνεται, εδώ το παν διαβαίνει
π πόνος μόνος διαρκεί, η θλίψις μόνη μένει (…)
Ω συ του βίου όνειρον και της ψυχής απάτη,
του ουρανού μας κάτοικε, της γης μας διαβάτη,
αν ποτέ τον κονιορτόν της γης μακράν τινάξης
και, των αγγέλων αδελφή, στους ουρανούς πετάξης,
θυμήσου, πως μ' αγάπησες, τι μ' έταξες θυμήσου,
συνοδοιπόρον δέξαι με και πάρε με μαζί σου.

Από πολύ ωστόσο νέος ο Αντώνης Καλαμογδάρτης λογάριαζε μάταιη ακόμη και την προσπάθεια να θρηνήσει για τις ατέλειωτες πίκρες της ζωής και για τα χαμένα όνειρα των ανθρώπων! Και βασική αποδοχή του αποτελούσαν από τότε οι ασάλευτες ώρες της απελπισίας μια αποδοχή εκφρασμένη με τους παρακάτω στίχους ενός πολύ αξιόλογου ποιήματός του, που είχε δημοσιεύσει στις 18 του Οκτώβρη του 1839 στον αθηναϊκό Αιώνα:

Υπάρχει ώρα σιωπής, καθ' ήν απηυδισμένη
χωρίς πνοήν, χωρίς φωνήν ή φύσις όλη μένει (…)
ότε κι αυτός ο ποιητής την δάφνην του πετάει
και εις γωνίαν αφανή την λύραν του κρεμάει (…)
Ισως στην δύσιν της ζωής η λύρα επιστρέψη,
όταν χιόνος στέφανος το μέτωπόν του στέφη (…)
Τότε τα μάτια μου υγρά θα στρέφω στα οπίσω,
το στάδιον του βίου μου κατ' ίχνος θα μετρήσω (…)
Και πριν στης λήθης τα νερά το πλοίον μου αράξη
θέλω να γράφω εάν ζης, και θέλω σου φωνάξει
καθώς ο Εκκλησιαστής: Τα πάντα ματαιότης,
έρως και δόξα και ηδονή και κάλλος και νεότης.

Το 1856 ο Αντώνης Καλαμογδάρτης υπηρετούσε ως πρόξενος της Ελλάδας στη Ζάκυνθο, τον Αύγουστο όμως του ίδιου χρόνου απολύθηκε από τη θέση του, προφανώς για μικροκομματικούς λόγους, και ξαναγύρισε στην Πάτρα, χωρίς εργασία. Επρόκειτο βέβαια για ένα πολύ συνηθισμένο περιστατικό εκείνων των καιρών, που είχε ωστόσο ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία για τον Αντώνη Καλαμογδάρτη και για την οικογένειά του ιδιαίτερα σκληρών οικονομικών προβλημάτων, τα οποία μαζί με τη χειροτέρευση της υγείας του και κυρίως με την ανείπωτη πίκρα του για την αθλιότητα των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων, τον οδήγησαν σε πλήρη απόγνωση και τελικά στην αυτοκτονία.
H αυτοκτονία του Ανδρέα Καλαμογδάρτη συντάραξε τότε τη μικρή κοινωνία της Πάτρας και πολλοί ήσαν εκείνοι, που θρήνησαν το χαμό του ωραίου αυτού ανθρώπου, ο όποιος είχε πολλές φορές αγωνισθεί μα αυταπάρνηση για την επιβολή της δημοκρατίας και για την εθνική ολοκλήρωση. Η ανεψιά του Αύρα Δρακοπούλου μάλιστα, που έγραφε ποιήματα χωρίς αξιώσεις, όπως συνέβαινε άλλωστε με όλους τους ευαίσθητους νέους εκείνης της εποχής, αφιέρωσε αρκετούς στίχους στο θάνατο του, στους οποίους μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής:
Μακράν σου ήμην, ότε, φευ, η χειρ σου η γενναία
η μαχόμενη πάντοτε κατά της δυστυχίας των άλλων
και το ενδεές βαλάντιον κινούσα ωπλίσθη
το ολέθριον το όπλον του θανάτου (...)
Θεία σκιά, στήθι μικρόν. Μη πρόβαινε τοσούτον
εν τάχει. Την προς ουρανόν διάκοψον πορείαν
και δέξαι τον πανύστατον χαιρετισμόν μου,
δέξαι τον τελευταίον ασπασμόν θρηνούντος συγγενούς σου.

(Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ΕΠΙΛΟΓΕΣ)
Πηγή: pelop.gr
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ