Στις 30 Μαΐου 1826 έφυγε από τη ζωή ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στο Ναύπλιο. Μια ασθένεια τον οδήγησε στον θάνατο λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση.
Είχε προλάβει να δει την Ελλάδα ελεύθερη μετά από πολλούς αγώνες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος και είχε γεννηθεί στις 25 Μαρτίου 1771 στη Δημήτσανα Αρκαδίας. Ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και είχε πέντε ακόμη αδέρφια. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και αργότερα στη Σχολή της Σμύρνης. Σύντομα χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια υπηρέτησε στη Σμύρνη στο πλευρό του θείου του Γρηγόριος, ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε, ο οποίος απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης.
Το 1806 ο Γρηγόριος ήταν ήδη πατριάρχης και τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών με εντολή να κατευνάσει τα πνεύματα των χριστιανών και να επιλύσει τις διαφορές τους με τους μουσουλμάνους. Πράγματι, ο ρόλος του ήταν σημαντικός και διακρίθηκε για τις επικοινωνιακές του ικανότητες. Το 1818 είχε πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στην Πελοπόννησο και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τον φίλο του Αντώνιο Πελοπίδα. Σύντομα ο Γερμανός ήρθε σε επαφή με τον Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα και με τον διερμηνέα του προξενείου και ξεκίνησε να προετοιμάζει το έδαφος για επανάσταση. Συγκέντρωσε χρήματα καλώντας τους Πελοποννήσιους να κάνουν δωρεές υπέρ της "ίδρυσης επιστημονικής σχολής" όπως ανέφερε συνθηματικά στην αλληλογραφία του.
Όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Έλληνες ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Γερμανό, ο οποίος πίστευε ότι δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλληλη στιγμή για την επανάσταση. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήξερε αν θα είχαν τη στήριξη της Ρωσίας και των Ευρωπαϊκών χωρών. Τέλη Μαρτίου 1821 η επανάσταση ξέσπασε και ο Γερμανός πήγε στην Πάτρα και ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών.
Στο μανιφέστο του ανέφερε:«Αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν' αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν» και καλούσε τους προξένους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους». Σύμφωνα με φύλλο της γαλλικής εφημερίδας Journal de Savoie της 25ης Μαΐου 1821:
“Ο αρχιεπίσκοπος της Πάτρας στην ομιλία του προς τους Έλληνες, στο μοναστήρι του όρους Βελιά, αφού εκφώνησε στους υπόδουλους Έλληνες πολλά αποσπάσματα από τους προφήτες, ανακοίνωσε ότι με το Σταυρό μπροστά και τα όπλα στα χέρια οι χριστιανοί θα βαδίσουν προς τον Θείο σκοπό τους. Για το λόγο αυτό τους απάλλαξε από τη νηστεία της Σαρακοστής”.
Τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ταξίδεψε στην Ιταλία για να συναντηθεί με τον Πάπα και να ζητήσει οικονομική βοήθεια για τη συνέχιση του αγώνα. Ωστόσο, η συνάντηση τους ακυρώθηκε ωστόσο ο Γερμανός ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες και με φιλέλληνες που στάθηκαν στο πλευρό της Ελλάδας. Όταν επέστρεψε είχε ήδη ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Γαστούνη και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, όπου ορίστηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Τότε προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή στις 30 Μαίου 1826.
Όπως ανέφερε η Gazette de Lausanne "ήταν ο πρώτος μεταξύ των χριστιανών Ελλήνων που ύψωσαν την ιερή σημαία του Σταυρού το 1821".
Είχε προλάβει να δει την Ελλάδα ελεύθερη μετά από πολλούς αγώνες. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος και είχε γεννηθεί στις 25 Μαρτίου 1771 στη Δημήτσανα Αρκαδίας. Ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και είχε πέντε ακόμη αδέρφια. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και αργότερα στη Σχολή της Σμύρνης. Σύντομα χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια υπηρέτησε στη Σμύρνη στο πλευρό του θείου του Γρηγόριος, ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε, ο οποίος απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης.
Το 1806 ο Γρηγόριος ήταν ήδη πατριάρχης και τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών με εντολή να κατευνάσει τα πνεύματα των χριστιανών και να επιλύσει τις διαφορές τους με τους μουσουλμάνους. Πράγματι, ο ρόλος του ήταν σημαντικός και διακρίθηκε για τις επικοινωνιακές του ικανότητες. Το 1818 είχε πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στην Πελοπόννησο και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία από τον φίλο του Αντώνιο Πελοπίδα. Σύντομα ο Γερμανός ήρθε σε επαφή με τον Πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα και με τον διερμηνέα του προξενείου και ξεκίνησε να προετοιμάζει το έδαφος για επανάσταση. Συγκέντρωσε χρήματα καλώντας τους Πελοποννήσιους να κάνουν δωρεές υπέρ της "ίδρυσης επιστημονικής σχολής" όπως ανέφερε συνθηματικά στην αλληλογραφία του.
Όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Έλληνες ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Γερμανό, ο οποίος πίστευε ότι δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλληλη στιγμή για την επανάσταση. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήξερε αν θα είχαν τη στήριξη της Ρωσίας και των Ευρωπαϊκών χωρών. Τέλη Μαρτίου 1821 η επανάσταση ξέσπασε και ο Γερμανός πήγε στην Πάτρα και ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών.
Στο μανιφέστο του ανέφερε:«Αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν' αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν» και καλούσε τους προξένους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους». Σύμφωνα με φύλλο της γαλλικής εφημερίδας Journal de Savoie της 25ης Μαΐου 1821:
“Ο αρχιεπίσκοπος της Πάτρας στην ομιλία του προς τους Έλληνες, στο μοναστήρι του όρους Βελιά, αφού εκφώνησε στους υπόδουλους Έλληνες πολλά αποσπάσματα από τους προφήτες, ανακοίνωσε ότι με το Σταυρό μπροστά και τα όπλα στα χέρια οι χριστιανοί θα βαδίσουν προς τον Θείο σκοπό τους. Για το λόγο αυτό τους απάλλαξε από τη νηστεία της Σαρακοστής”.
Τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ταξίδεψε στην Ιταλία για να συναντηθεί με τον Πάπα και να ζητήσει οικονομική βοήθεια για τη συνέχιση του αγώνα. Ωστόσο, η συνάντηση τους ακυρώθηκε ωστόσο ο Γερμανός ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες και με φιλέλληνες που στάθηκαν στο πλευρό της Ελλάδας. Όταν επέστρεψε είχε ήδη ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Γαστούνη και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, όπου ορίστηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο. Τότε προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή στις 30 Μαίου 1826.
Όπως ανέφερε η Gazette de Lausanne "ήταν ο πρώτος μεταξύ των χριστιανών Ελλήνων που ύψωσαν την ιερή σημαία του Σταυρού το 1821".