Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Buteo buteo και περιλαμβάνει 11 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος B. b. buteo (Linnaeus, 1758), αλλά υπάρχει πιθανή ανάμιξη πληθυσμών με τα υποείδη B. b. menetriesi Bogdanov, 1879 και B. b. vulpinus (Gloger, 1833), ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους.
Το είδος σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, διακρίνεται σε τρεις χρωματικές φάσεις Στην Ελλάδα είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός) και φωλιάζει σε σχετικά ικανοποιητικούς αριθμούς, αλλά υπάρχουν και πληθυσμοί άλλων υποειδών που, είτε έρχονται να ξεχειμωνιάσουν, είτε περνάνε από τη χώρα κατά τις δύο μεταναστεύσεις.
Η γερακίνα δεν θεωρείται, γενικότερα, ένα «κομψό» στο πέταγμά της πτηνό. Είναι αρκετά δυσκίνητη και μόνο όταν γυροπετάει (soaring), δείχνει κάποια ελαφράδα στην κίνησή της. Κρατάει τις φτερούγες της με κάποια ελαφρά κλίση στις καρπικές αρθρώσεις, αλλά όταν αερολισθαίνει (gliding) τις διατηρεί ίσιες. Κάποιες φορές αιωρείται επί τόπου (hovering).
Εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, οι γερακίνες τείνουν να αθροίζονται σε χαλαρές, διάσπαρτες ομάδες. Αυτό ισχύει για όλες τις περιοχές με αντίστοιχα υψηλό ποσοστό λείας, δηλαδή λιβάδια, χωράφια και υγρές πεδιάδες, που χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο ειδικά τον χειμώνα.
Εκεί περνάνε όλη την ημέρα και, μόνο όταν είναι να κουρνιάσουν, αποσύρονται στα δένδρα. Όμως, στην περίπτωση έλλειψης τροφής κατά τους σκληρούς χειμώνες, μπορούν να σχηματίσουν ομάδες με τις αντίστοιχες προτεραιότητες για κάποια άτομα, που ανταγωνίζονται για την υπεράσπιση της λείας.