O αν. Υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Βουλευτής Αργολίδας της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννης Ανδριανός, ως εισηγητής του κόμματος στην επί της αρχής συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις” στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, τόνισε μεταξύ άλλων τα εξής:
“Επεσήμανα κύριες και κύριοι συνάδελφοι από την αρχή της συνεδρίασης την εντελώς απαράδεκτη διαδικασία που επελέγη για την επεξεργασία του παρόντος νομοσχεδίου. Μια διαδικασία δυστυχώς, στην οποία μας έχει συνηθίσει η σημερινή κυβέρνηση, καθώς την επιλέγει κάθε φορά που έχει να περάσει ένα νομοσχέδιο στο οποίο προκρίνονται στοχεύσεις κομματικού ελέγχου δομών – κι εδώ των δομών της εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα μπήκε σε διαβούλευση στις 16 Μαρτίου με 51 άρθρα. Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε μέσα σε δέκα μέρες, στις 26 Μαρτίου. Την Παρασκευή που μας πέρασε, στις 10:30 το βράδυ, κατατέθηκε ένα νομοσχέδιο με 113 άρθρα, υπερδιπλάσια δηλαδή από όσα μπήκαν σε διαβούλευση, και 200 σελίδες, που ξεπερνούν τις 500 αν προσμετρήσουμε όλα τα συνοδευτικά κείμενα και τις εκθέσεις, το οποίο η Κυβέρνηση καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί με τη διαδικασία του επείγοντος, ευτελίζοντας για μια ακόμη φορά την κοινοβουλευτική διαδικασία και χτίζοντας έτσι έναν Πύργο της Βαβέλ στην παιδεία.
Θυμίζω κύριες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας, ότι όταν βρισκόσασταν στην αντιπολίτευση διαμαρτυρόσασταν - και εύλογα μερικές φορές - όταν η τότε κυβέρνηση κατέφευγε στη διαδικασία του επείγοντος, ακόμη κι αν υπήρχε γι' αυτό σοβαρή αιτία. Σήμερα λοιπόν εσείς, που θα ανανεώνατε υποτίθεται τον δημόσιο βίο, κάνετε τα ίδια και χειρότερα – γιατί κανένας αποχρών λόγος δεν υπάρχει για το επείγον της διαδικασίας.
Γιατί λοιπόν αυτή η διαδικασία εξπρές; Δεν μας έπεισε ο Υπουργός με τα λεγόμενά του. Γιατί έμεινε αυτό το σχέδιο νόμου στα συρτάρια για δυο μήνες; Γιατί τα παραπάνω από τα μισά του άρθρα δεν ετέθησαν σε διαβούλευση; Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας, τι είναι αυτό που επείγεστε να περάσετε άρον-άρον μέσα σε λίγες μέρες, με τον ελάχιστο δυνατό χρόνο κριτικής και επεξεργασίας;
Προφανώς καμία δικαιολογία περί επείγοντος δεν ευσταθεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν διαβάσει κανείς με προσοχή – παρά τις προσπάθειές σας να περιορίσετε προς τούτο τον διαθέσιμο χρόνο – τις διατάξεις που περιλαμβάνονται σ' αυτό το σχέδιο νόμου. Κι αναφέρομαι στις διατάξεις...
-για το προδήλως αντισυνταγματικό και παράλογο όριο των δύο θητειών στις θέσεις της διοίκησης της εκπαίδευσης,
-για την κατάργηση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών,
-για την άρον-άρον κατάργηση δομών με αποδεδειγμένη προσφορά στην εκπαιδευτική διαδικασία,
-για την αντικατάστασή τους από συγκεντρωτικές, υδροκέφαλες δομές, μακριά από την εκπαιδευτική πράξη, υποστελεχωμένες και υποχρηματοδοτούμενες,
-για την υποβάθμιση της ειδικής αγωγής και την επιστροφή στην ιατρικοποίηση των προηγούμενων δεκαετιών.
Είναι ξεκάθαρο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ο βασικός στόχος αυτού του νομοσχεδίου είναι η κομματική άλωση της διοίκησης της εκπαίδευσης. Αυτός είναι ο πυρήνας του κειμένου, και οτιδήποτε άλλο είναι απλώς περιφερειακό.
Και βεβαίως, η προσπάθειά σας αυτή δεν είναι αποσπασματική. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, σε μια ευρύτερη στρατηγική για τη δημιουργία ενός κομματικού κράτους, πλήρως ελεγχόμενου από τα στελέχη σας.
Είδαμε, όλοι οι Έλληνες είδαν, την αντίστοιχη προσπάθειά σας για τη λεγόμενη “αποκομματικοποίηση” του Δημοσίου, όπου τα απολύτως φωτογραφικά κριτήρια επιλογής που θεσπίσατε, κατέστησαν αυτή την “αποκομματικοποίηση” ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα.
Το ίδιο λοιπόν επιχειρείτε να κάνετε τώρα και στην εκπαίδευση.
Ξεκινάτε με την αποδόμηση και την κατάργηση υφιστάμενων εκπαιδευτικών δομών που, παρά το πάντα υπαρκτό περιθώριο για βελτιώσεις, έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά στην εκπαιδευτική πράξη:
Καταργείτε τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα, τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών, τους Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων, τα Κέντρα Συμβουλευτικής – Προσανατολισμού, τα Γραφεία Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, τα Κέντρα Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.
Και δημιουργείτε στη θέση τους νέες, υδροκέφαλες δομές καταδικασμένες εξαρχής στην υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση. Ισχυρίζεστε πως θεσμοθετείτε “αποκεντρωμένες υπηρεσίες”, όμως στην πραγματικότητα δημιουργείτε υπερσυγκέντρωση των στελεχών των ΠΕΚΕΣ (Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού) στις έδρες των Περιφερειών, και αντιστοίχως σε ό,τι αφορά τα ΚΕΣΥ (Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης) στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα η εκπαιδευτική πολιτική και η στήριξη του εκπαιδευτικού έργου να απομακρύνονται από τη σχολική μονάδα. Αρκεί γι' αυτό να αναλογιστούμε το ΠΕΚΕΣ Δυτικής Μακεδονίας που ιδρύετε στην Κοζάνη, το οποίο θα κληθεί να υποστηρίξει σχολεία στις Πρέσπες και στα ελληνοαβανικά σύνορα – κι αυτό με λιγότερα στελέχη και λιγότερους πόρους από ό,τι οι προηγούμενες δομές, και με τις δυσκολίες μετακίνησης που ξέρουμε πως υπάρχουν στους υπαλλήλους και τα στελέχη.
Καταργείτε εκδικητικά τον θεσμό των Σχολικών Συμβούλων, μόνο και μόνο γιατί οι φορείς του στήριξαν στο παρελθόν την αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Καταργείτε έναν θεσμό χρήσιμο, που συνειδητά επιλέξατε να υπονομεύσετε για μια ολόκληρη τριετία.
Κι επειδή γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή λέγει σήμερα κύριε Υπουργέ, στην συνέντευξή σας στην ΕΡΑ το πρωί σε σχετική ερώτηση για τους Σχολικούς Συμβούλους σας λέει η δημοσιογράφος: “Γιατί μιλάνε για κατάργηση;” Η απάντησή σας: “Ε τώρα, καταλάβατε. Ο καθένας δεν ελέγχεται, εκτός από ελάχιστους δημοσιογράφους”. Αυτό λοιπόν, κύριε Υπουργέ, είναι πιστεύω μείζον ηθικό θέμα. Ποιοι είναι λοιπόν οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που ελέγχονται; Και βεβαίως, καταθέτω και το δελτίο τύπου που ανέβηκε και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το συγκεκριμένο σημείο. Και δεν με πείσατε, δεν πείστηκε κανένας συνάδελφος, ότι αυτό έγινε επειδή όπως είπατε “δεν έβγαινε νόημα” από τη συγκεκριμένη φράση. Νομίζω ότι βγαίνει νόημα και πρέπει να πείτε ποιοι είναι οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που ελέγχετε. Είναι πολύ συγκεκριμένη και ξεκάθαρη η αναφορά σας και οφείλετε μια απάντηση.
Όχι μόνο λοιπόν βάζετε στο περιθώριο στελέχη με υψηλά επιστημονικά προσόντα και σημαντικότατη εμπειρία, αλλά τους αποκλείετε στην πράξη και από τη διεκδίκηση της συμμετοχής τους στο διάδοχο θεσμό των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου, χρησιμοποιώντας γι' αυτό ακόμη και προδήλως αντισυνταγματικά μέσα:
-αποκλείετε από τις διαδικασίες επιλογής όσους έχουν ήδη δύο θητείες, αντί να επιβραβεύετε στην πράξη την εμπειρία,
-θέτετε το θέμα της γλωσσομάθειας κατά το δοκούν. Εδώ αποκλείετε όσους δεν έχουν πιστοποιητικό ακόμα και σε περιπτώσεις που η γλωσσομάθεια δεν σχετίζεται άμεσα με την περιγραφή του καθήκοντος. Δεν δίνετε τον απαιτούμενο χρόνο ώστε οι δυνητικά υποψήφιοι με γνώση ξένων γλωσσών να αποκτήσουν την πιστοποίηση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως της πλήρωσης της θέσης του Προέδρου του ΙΝΕΔΙΒΙΜ δεν θεωρείτε απαραίτητη την πιστοποίηση γλωσσομάθειας. Να σας θυμίσω ακόμα την περίπτωση του πρώην Διευθυντή του πολιτικού γραφείου του προκατόχου σας Υπουργού Παιδείας, ο οποίος τοποθετήθηκε ως Γενικός Διευθυντής στη Σιβιτανίδειο Σχολή χωρίς να κατέχει το απαιτούμενο προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας, μια τοποθέτηση που κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο μη νόμιμη, και την προσπάθεια νομιμοποίησης της τοποθέτησης με την φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση (ν.4403/2015, άρθρο 41) πάλι από προκάτοχό σας.
-εξισώνετε στη μοριοδότηση την άσκηση καθηκόντων Σχολικού Συμβούλου στο επίπεδο του διευθυντή του σχολείου
-μοριοδοτείτε άνισα και αναδρομικά τη διδακτική υπηρεσία των Σχολικών Συμβούλων ως προς τους άλλους εκπαιδευτικούς
-συστήνετε Συμβούλια Επιλογής υπό τους Περιφερειακούς Διευθυντές Εκπαίδευσης, από διορισμένα κομματικά στελέχη για τους οποίους πριν 3 χρόνια είχε δημιουργηθεί τεράστιο πολιτικό ζήτημα στο ευρωκοινοβούλιο: Πρόκειται για εκείνα τα διορισμένα κομματικά στελέχη, τα οποία το φθινόπωρο 2017 το Υπουργείο, με σχετική εγκύκλιο παρανόμως εξαίρεσε από την αξιολόγηση των διοικητικών στελεχών με το αιτιολογικό ότι είναι "μετακλητοί υπάλληλοι". Αυτοί λοιπόν οι μετακλητοί υπάλληλοι που εξαιρέθηκαν από την αξιολόγηση, έρχονται να αξιολογήσουν τους προϊσταμένους των σχολικών μονάδων. Νομίζω πρέπει να το δείτε αυτό καθώς τώρα έρχεστε να τους εμπιστευθείτε να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι αντικειμενικές κρίσεις.
Και μάλιστα, οι προβλεπόμενες θέσεις για τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού έργου θα είναι ανά ειδικότητα πολύ λιγότερες από αυτές των Σχολικών Συμβούλων, και κατά συνέπεια κάθε Συντονιστής θα πρέπει να υποστηρίζει ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό σχολικών μονάδων.
Καταργείτε χωρίς καμία δικαιολογία θεσμούς αναγκαίους όπως το ΚΕΠΛΗΝΕΤ (Κέντρο Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών), που στελεχωνόταν από πληροφορικούς και τεχνικούς υπεύθυνους, λειτουργώντας ουσιαστικά, αποτελεσματικά και με ελάχιστο κόστος ως υπηρεσία σέρβις στα σχολικά εργαστήρια πληροφορικής, διορθώνοντας, συντηρώντας, αντικαθιστώντας ανταλλακτικά, φυλάσσοντας μεταχειρισμένα τμήματα ανταλλακτικών στις αποθήκες και επαναχρησιμοποιώντας τα. Το αντικαθιστάτε με έναν μόνο καθηγητή πληροφορικής ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, επιβαρύνοντας ουσιαστικά τις σχολικές μονάδες με ένα τεράστιο κόστος επισκευής των αναγκών που θα προκύπτουν στα εργαστήρια, υποχρεώνοντάς τες να καταφεύγουν σε ιδιωτικές εταιρίες, καθώς η καθυστέρηση θα είναι τεράστια, με τον φόρτο εργασίας να είναι προφανέστατα δυσανάλογος των δυνατοτήτων ενός και μόνο εκπαιδευτικού.
Απαξιώνετε με θλιβερό τρόπο φορείς και πρόσωπα που έδιναν πραγματικές λύσεις στις ανάγκες της εκπαίδευσης, μόνο και μόνο για να ενισχύσετε τον δικό σας κομματικό στρατό.
Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, συνεπείς προς την ιδεοληπτική σας αγκύλωση, εξαιρείτε από αυτήν τους εκπαιδευτικούς, έχοντας τουλάχιστον αφαιρέσει από το κατατεθέν κείμενο την πρόβλεψη για ανώνυμη αξιολόγηση των διευθυντών από τους υφισταμένους τους, χωρίς αυτοί να αξιολογούνται με τη σειρά τους από κανέναν.
Ο Υπουργός μάλιστα δήλωσε σε ανακοίνωση-απάντηση στη Νέα Δημοκρατία τα εξής – και βάζω εισαγωγικά: “Το ΠΔ 152 προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων: Προφανώς, η κατάργηση της τιμωρητικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών (Π.Δ. 152) που προβλέπει το σχέδιο νόμου, ενοχλεί τη Ν.Δ. πράγμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς που αγωνίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια ώστε να μην εφαρμοστεί αυτό το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα που προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων”. Με επιπλήξατε προηγουμένως ότι χρησιμοποιώ εκφράσεις οι οποίες είναι πολύ σκληρές, αλλά εσείς χρησιμοποιήσατε πολύ σκληρότερες και απαράδεκτες, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα ως το μελανότερο σημείο μετά το 1974.
Καταθέτω λοιπόν αυτό το Προεδρικό Διάταγμα για να το δείτε και να μας πείτε πού μιλάει για απολύσεις εκπαιδευτικών. Σας καλώ να μας πείτε πού ακριβώς υπάρχει αναφορά στο συγκεκριμένο ποσοστό απολύσεων. Το να μην το κάνετε, θα ισοδυναμεί με παραδοχή ψεύδους. Και για αποκατάσταση της αλήθειας, σας καταθέτω και το νόμο 4250/2014 όπου στο κεφάλαιο Γ΄ άρθρο 20 αναφέρεται η αντικατάσταση του Π.Δ. 319/1992 περί αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων, διοικητικών και όχι εκπαιδευτικών, καθώς και εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης που επιβεβαιώνει ότι το 15% δεν ίσχυε για τους εκπαιδευτικούς.
Κι εδώ θέλω να τονίσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την εντελώς διαφορετική δική μας προσέγγιση: Εμείς πιστεύουμε ότι η αξιολόγηση ενθαρρύνει και επιβραβεύει τη δημιουργικότητα, εντοπίζει τις βέλτιστες πρακτικές, είναι προϋπόθεση για κάθε σχεδιασμό που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας στην εκπαίδευση που παρέχουμε στα παιδιά μας. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μια αδήριτη αναγκαιότητα. Το γεγονός ότι ο θεσμός της αξιολόγησης απουσιάζει από την Ελλάδα είναι ένα σημαντικό λάθος.
Από το 1982 και μετά, εδώ και 36 χρόνια, οι διδάσκοντες δεν αξιολογούνται. Όσοι κάνουν καλά τη δουλειά τους, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο από φιλότιμο, χωρίς αναγνώριση, χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς ηθική, υλική και θεσμική επιβράβευση. Όσοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για τους μαθητές και τις μαθήτριες καθώς και τις οικογένειές τους, δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμία παρακίνηση για να βελτιωθούν. Δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα η αξιολόγηση. Έχει ως στόχο τη βελτίωση των εκπαιδευτικών διαδικασιών.
Εμείς, στο πλαίσιο της προηγούμενης κυβέρνησης αρχίσαμε την αξιολόγηση από τα πρότυπα πειραματικά σχολεία και θα ακολουθούσε η αξιολόγηση και στις υπόλοιπες σχολικές μονάδες. Η σημερινή κυβέρνηση ακύρωσε αυτή την προσπάθεια, και γι' αυτό είναι υπόλογη έναντι των ευσυνειδήτων εκπαιδευτικών, έναντι των μαθητών και των οικογενειών τους.
Εμείς λοιπόν δεσμευόμαστε ότι θα επαναφέρουμε την αξιολόγηση: Επώνυμη και τεκμηριωμένη, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με κριτήρια δίκαια και αδιάβλητα, ως εργαλείο δουλειάς πρωτίστως για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Γιατί, σε πλήρη αντίθεση προς τη φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης, πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση είναι η προϋπόθεση ώστε να λειτουργήσει πραγματικά ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτει μια κοινωνία για την κοινωνική κινητικότητα, για την ανάπτυξη και την προκοπή.
Να δούμε όμως και πώς βλέπετε την αξιολόγηση εκεί όπου αναγκάζεστε να την εφαρμόσετε, στην επιλογή των στελεχών για τη διοίκηση της εκπαίδευσης.
Αναφέρθηκα ήδη στον αντισυνταγματικό και διοικητικώς παράλογο περιορισμό των δύο θητειών, που αποκλείει στελέχη με εμπειρία και δεν εφαρμόζεται σε κανέναν άλλο τομέα του Δημοσίου.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το σημείο όπου παρατηρούνται προχειρότητες, αδικίες ή και κατάφωρες φωτογραφικές διατάξεις: Αναφέρω ενδεικτικά...
-τη μη διαφοροποίηση των κριτηρίων επιλογής ανάλογα με τη θέση: με τον ίδιο τρόπο μοριοδοτείται ο υποψήφιος για θέση καθαρά διοικητική, π.χ. περιφερειακός διευθυντής, και ο υποψήφιος για θέση συμβουλευτικού χαρακτήρα, π.χ. προϊστάμενος ΚΕΣΥ,
-την απάλειψη του κριτηρίου διοικητικής επάρκειας, πράγμα που συνιστά πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία,
-την πρόβλεψη δεκαετούς εκπαιδευτικής υπηρεσίας στην οικεία βαθμίδα για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, η οποία αδικεί τους μεταταγέντες του 2013 στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που διαθέτουν σημαντική διδακτική και εκπαιδευτική προϋπηρεσία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
-τη μη μοριοδότηση της συνολικής εκπαιδευτικής υπηρεσίας
-τη μη μοριοδότηση της συγγραφής επιστημονικών βιβλίων σχετικών με την εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και της συμμετοχής σε συλλογικούς τόμους,
-την πρόβλεψη να δίνονται οι δηλώσεις προτίμησης θέσεων από την έναρξη της διαδικασίας επιλογής στελεχών που δημιουργεί συνθήκες τακτοποίησης και προειλημμένων αποφάσεων,
-την πρόβλεψη του άρθρου 36 ότι οι τοποθετήσεις των στελεχών θα ξεκινήσουν από τα ΠΕΚΕΣ και τα ΚΕΣΥ. Έτσι, οι υπάρχοντες κομματικοί περιφερειακοί διευθυντές που τοποθετήθηκαν το 2015 με τη γνωστή διαδικασία θα προεδρεύσουν των συμβουλίων επιλογής που θα κρίνουν τα υπόλοιπα στελέχη. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αντικατάσταση των μελών ΔΕΠ στα περιφερειακά συμβούλια επιλογής, από «διδάσκοντες σε ΑΕΙ». Προφανώς τα μέλη ΔΕΠ δεν μπορούν να χειραγωγηθούν το ίδιο εύκολα. Αυτό σε συνδυασμό με την βαρύτητα που αποδίδεται στη μη δομημένη συνέντευξη, ανοίγει ορθάνοιχτα το παράθυρο για τη πριμοδότηση και την τελική επιλογή “ημετέρων”.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι μοναδικό στόχο έχετε να εξοβελίσετε από το σύστημα τα ήδη υπηρετούντα στελέχη στη διοίκηση της εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τα προσόντα, την αξία και την προσφορά τους. Εμείς, σας λέμε ξεκάθαρα, θεωρούμε ότι οι όποιες επιλογές γίνουν μ' αυτό τον διάτρητο τρόπο δεν θα είναι θεσμικά νομιμοποιημένες.
Χαρακτηριστικό των προθέσεών σας είναι εξάλλου το άρθρο που αφορά τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σιβιτανιδείου. Με βάση τη διάθεση των δωρητών, το επταμελές ΔΣ της Σχολής έχει σαν πρόεδρο τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο και προσωπικότητες από τη Δημόσια ζωή, όπως για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Τώρα επιχειρείτε να προσθέσετε στο Διοικητικό Συμβούλιο δύο ακόμη μέλη, τον Γενικό Διευθυντή και έναν συνδικαλιστή, ο οποίος μάλιστα δεν θα είναι αιρετός εκπρόσωπος των εργαζομένων της Σχολής. Αλλοιώνετε δηλαδή ακόμη έναν θεσμό που αποδεδειγμένα λειτουργεί, με μόνο σας σκοπό την κομματική του άλωση.
Η ίδια λογική της προχειρότητας, της αδιαφάνειας και της πρόθεσης εξυπηρέτησης ημετέρων καταφαίνεται με τον πλέον σαφή τρόπο στο τρίτο μέρος του νομοσχεδίου που αφορά τις ρυθμίσεις για το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, οι οποίες βεβαίως δεν πέρασαν ποτέ από την ούτως ή άλλως σύντομη και απ' ό,τι φαίνεται εντελώς διεκπεραιωτική διαδικασία της διαβούλευσης.
Λόγω της πίεσης του χρόνου, θα αναφερθώ στα υπόλοιπα, σημαντικά τρωτά σημεία του νομοσχεδίου, όπως για παράδειγμα οι προβλέψεις για την ειδική εκπαίδευση και για τη διά βίου μάθηση στη συζήτηση κατ' άρθρο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα τέτοιου εύρους νομοσχέδιο, που αφορά τόσες πολλές και τόσο σημαντικές πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να έχει συνταχθεί με τόση προχειρότητα, να έχει ως πρωταρχική του στόχευση την κομματική άλωση της εκπαίδευσης και την εξυπηρέτηση “ημετέρων”, να μην λαμβάνει υπόψη ούτε καν τις εντελώς προφανείς αρνητικές συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή των επιμέρους προβλέψεών του.
Γι' αυτούς τους λόγους, η Νέα Δημοκρατία θα το καταψηφίσει επί της αρχής, καλεί την Κυβέρνηση να το αποσύρει, όπως άλλωστε την καλούν και σχεδόν όλοι εκπαιδευτικοί φορείς, και δεσμεύεται ότι, αν τελικά ψηφιστεί από την πλειοψηφία, θα το καταργήσει κατά προτεραιότητα ως Κυβέρνηση.
“Επεσήμανα κύριες και κύριοι συνάδελφοι από την αρχή της συνεδρίασης την εντελώς απαράδεκτη διαδικασία που επελέγη για την επεξεργασία του παρόντος νομοσχεδίου. Μια διαδικασία δυστυχώς, στην οποία μας έχει συνηθίσει η σημερινή κυβέρνηση, καθώς την επιλέγει κάθε φορά που έχει να περάσει ένα νομοσχέδιο στο οποίο προκρίνονται στοχεύσεις κομματικού ελέγχου δομών – κι εδώ των δομών της εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα μπήκε σε διαβούλευση στις 16 Μαρτίου με 51 άρθρα. Η διαβούλευση ολοκληρώθηκε μέσα σε δέκα μέρες, στις 26 Μαρτίου. Την Παρασκευή που μας πέρασε, στις 10:30 το βράδυ, κατατέθηκε ένα νομοσχέδιο με 113 άρθρα, υπερδιπλάσια δηλαδή από όσα μπήκαν σε διαβούλευση, και 200 σελίδες, που ξεπερνούν τις 500 αν προσμετρήσουμε όλα τα συνοδευτικά κείμενα και τις εκθέσεις, το οποίο η Κυβέρνηση καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί με τη διαδικασία του επείγοντος, ευτελίζοντας για μια ακόμη φορά την κοινοβουλευτική διαδικασία και χτίζοντας έτσι έναν Πύργο της Βαβέλ στην παιδεία.
Θυμίζω κύριες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας, ότι όταν βρισκόσασταν στην αντιπολίτευση διαμαρτυρόσασταν - και εύλογα μερικές φορές - όταν η τότε κυβέρνηση κατέφευγε στη διαδικασία του επείγοντος, ακόμη κι αν υπήρχε γι' αυτό σοβαρή αιτία. Σήμερα λοιπόν εσείς, που θα ανανεώνατε υποτίθεται τον δημόσιο βίο, κάνετε τα ίδια και χειρότερα – γιατί κανένας αποχρών λόγος δεν υπάρχει για το επείγον της διαδικασίας.
Γιατί λοιπόν αυτή η διαδικασία εξπρές; Δεν μας έπεισε ο Υπουργός με τα λεγόμενά του. Γιατί έμεινε αυτό το σχέδιο νόμου στα συρτάρια για δυο μήνες; Γιατί τα παραπάνω από τα μισά του άρθρα δεν ετέθησαν σε διαβούλευση; Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας, τι είναι αυτό που επείγεστε να περάσετε άρον-άρον μέσα σε λίγες μέρες, με τον ελάχιστο δυνατό χρόνο κριτικής και επεξεργασίας;
Προφανώς καμία δικαιολογία περί επείγοντος δεν ευσταθεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν διαβάσει κανείς με προσοχή – παρά τις προσπάθειές σας να περιορίσετε προς τούτο τον διαθέσιμο χρόνο – τις διατάξεις που περιλαμβάνονται σ' αυτό το σχέδιο νόμου. Κι αναφέρομαι στις διατάξεις...
-για το προδήλως αντισυνταγματικό και παράλογο όριο των δύο θητειών στις θέσεις της διοίκησης της εκπαίδευσης,
-για την κατάργηση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών,
-για την άρον-άρον κατάργηση δομών με αποδεδειγμένη προσφορά στην εκπαιδευτική διαδικασία,
-για την αντικατάστασή τους από συγκεντρωτικές, υδροκέφαλες δομές, μακριά από την εκπαιδευτική πράξη, υποστελεχωμένες και υποχρηματοδοτούμενες,
-για την υποβάθμιση της ειδικής αγωγής και την επιστροφή στην ιατρικοποίηση των προηγούμενων δεκαετιών.
Είναι ξεκάθαρο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ο βασικός στόχος αυτού του νομοσχεδίου είναι η κομματική άλωση της διοίκησης της εκπαίδευσης. Αυτός είναι ο πυρήνας του κειμένου, και οτιδήποτε άλλο είναι απλώς περιφερειακό.
Και βεβαίως, η προσπάθειά σας αυτή δεν είναι αποσπασματική. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, σε μια ευρύτερη στρατηγική για τη δημιουργία ενός κομματικού κράτους, πλήρως ελεγχόμενου από τα στελέχη σας.
Είδαμε, όλοι οι Έλληνες είδαν, την αντίστοιχη προσπάθειά σας για τη λεγόμενη “αποκομματικοποίηση” του Δημοσίου, όπου τα απολύτως φωτογραφικά κριτήρια επιλογής που θεσπίσατε, κατέστησαν αυτή την “αποκομματικοποίηση” ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα.
Το ίδιο λοιπόν επιχειρείτε να κάνετε τώρα και στην εκπαίδευση.
Ξεκινάτε με την αποδόμηση και την κατάργηση υφιστάμενων εκπαιδευτικών δομών που, παρά το πάντα υπαρκτό περιθώριο για βελτιώσεις, έχουν προσφέρει πολλά και σημαντικά στην εκπαιδευτική πράξη:
Καταργείτε τα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα, τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών, τους Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων, τα Κέντρα Συμβουλευτικής – Προσανατολισμού, τα Γραφεία Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, τα Κέντρα Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.
Και δημιουργείτε στη θέση τους νέες, υδροκέφαλες δομές καταδικασμένες εξαρχής στην υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση. Ισχυρίζεστε πως θεσμοθετείτε “αποκεντρωμένες υπηρεσίες”, όμως στην πραγματικότητα δημιουργείτε υπερσυγκέντρωση των στελεχών των ΠΕΚΕΣ (Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού) στις έδρες των Περιφερειών, και αντιστοίχως σε ό,τι αφορά τα ΚΕΣΥ (Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης) στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα η εκπαιδευτική πολιτική και η στήριξη του εκπαιδευτικού έργου να απομακρύνονται από τη σχολική μονάδα. Αρκεί γι' αυτό να αναλογιστούμε το ΠΕΚΕΣ Δυτικής Μακεδονίας που ιδρύετε στην Κοζάνη, το οποίο θα κληθεί να υποστηρίξει σχολεία στις Πρέσπες και στα ελληνοαβανικά σύνορα – κι αυτό με λιγότερα στελέχη και λιγότερους πόρους από ό,τι οι προηγούμενες δομές, και με τις δυσκολίες μετακίνησης που ξέρουμε πως υπάρχουν στους υπαλλήλους και τα στελέχη.
Καταργείτε εκδικητικά τον θεσμό των Σχολικών Συμβούλων, μόνο και μόνο γιατί οι φορείς του στήριξαν στο παρελθόν την αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Καταργείτε έναν θεσμό χρήσιμο, που συνειδητά επιλέξατε να υπονομεύσετε για μια ολόκληρη τριετία.
Κι επειδή γλώσσα λανθάνουσα τ' αληθή λέγει σήμερα κύριε Υπουργέ, στην συνέντευξή σας στην ΕΡΑ το πρωί σε σχετική ερώτηση για τους Σχολικούς Συμβούλους σας λέει η δημοσιογράφος: “Γιατί μιλάνε για κατάργηση;” Η απάντησή σας: “Ε τώρα, καταλάβατε. Ο καθένας δεν ελέγχεται, εκτός από ελάχιστους δημοσιογράφους”. Αυτό λοιπόν, κύριε Υπουργέ, είναι πιστεύω μείζον ηθικό θέμα. Ποιοι είναι λοιπόν οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που ελέγχονται; Και βεβαίως, καταθέτω και το δελτίο τύπου που ανέβηκε και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το συγκεκριμένο σημείο. Και δεν με πείσατε, δεν πείστηκε κανένας συνάδελφος, ότι αυτό έγινε επειδή όπως είπατε “δεν έβγαινε νόημα” από τη συγκεκριμένη φράση. Νομίζω ότι βγαίνει νόημα και πρέπει να πείτε ποιοι είναι οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που ελέγχετε. Είναι πολύ συγκεκριμένη και ξεκάθαρη η αναφορά σας και οφείλετε μια απάντηση.
Όχι μόνο λοιπόν βάζετε στο περιθώριο στελέχη με υψηλά επιστημονικά προσόντα και σημαντικότατη εμπειρία, αλλά τους αποκλείετε στην πράξη και από τη διεκδίκηση της συμμετοχής τους στο διάδοχο θεσμό των Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου, χρησιμοποιώντας γι' αυτό ακόμη και προδήλως αντισυνταγματικά μέσα:
-αποκλείετε από τις διαδικασίες επιλογής όσους έχουν ήδη δύο θητείες, αντί να επιβραβεύετε στην πράξη την εμπειρία,
-θέτετε το θέμα της γλωσσομάθειας κατά το δοκούν. Εδώ αποκλείετε όσους δεν έχουν πιστοποιητικό ακόμα και σε περιπτώσεις που η γλωσσομάθεια δεν σχετίζεται άμεσα με την περιγραφή του καθήκοντος. Δεν δίνετε τον απαιτούμενο χρόνο ώστε οι δυνητικά υποψήφιοι με γνώση ξένων γλωσσών να αποκτήσουν την πιστοποίηση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως της πλήρωσης της θέσης του Προέδρου του ΙΝΕΔΙΒΙΜ δεν θεωρείτε απαραίτητη την πιστοποίηση γλωσσομάθειας. Να σας θυμίσω ακόμα την περίπτωση του πρώην Διευθυντή του πολιτικού γραφείου του προκατόχου σας Υπουργού Παιδείας, ο οποίος τοποθετήθηκε ως Γενικός Διευθυντής στη Σιβιτανίδειο Σχολή χωρίς να κατέχει το απαιτούμενο προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας, μια τοποθέτηση που κρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο μη νόμιμη, και την προσπάθεια νομιμοποίησης της τοποθέτησης με την φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση (ν.4403/2015, άρθρο 41) πάλι από προκάτοχό σας.
-εξισώνετε στη μοριοδότηση την άσκηση καθηκόντων Σχολικού Συμβούλου στο επίπεδο του διευθυντή του σχολείου
-μοριοδοτείτε άνισα και αναδρομικά τη διδακτική υπηρεσία των Σχολικών Συμβούλων ως προς τους άλλους εκπαιδευτικούς
-συστήνετε Συμβούλια Επιλογής υπό τους Περιφερειακούς Διευθυντές Εκπαίδευσης, από διορισμένα κομματικά στελέχη για τους οποίους πριν 3 χρόνια είχε δημιουργηθεί τεράστιο πολιτικό ζήτημα στο ευρωκοινοβούλιο: Πρόκειται για εκείνα τα διορισμένα κομματικά στελέχη, τα οποία το φθινόπωρο 2017 το Υπουργείο, με σχετική εγκύκλιο παρανόμως εξαίρεσε από την αξιολόγηση των διοικητικών στελεχών με το αιτιολογικό ότι είναι "μετακλητοί υπάλληλοι". Αυτοί λοιπόν οι μετακλητοί υπάλληλοι που εξαιρέθηκαν από την αξιολόγηση, έρχονται να αξιολογήσουν τους προϊσταμένους των σχολικών μονάδων. Νομίζω πρέπει να το δείτε αυτό καθώς τώρα έρχεστε να τους εμπιστευθείτε να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι αντικειμενικές κρίσεις.
Και μάλιστα, οι προβλεπόμενες θέσεις για τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού έργου θα είναι ανά ειδικότητα πολύ λιγότερες από αυτές των Σχολικών Συμβούλων, και κατά συνέπεια κάθε Συντονιστής θα πρέπει να υποστηρίζει ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό σχολικών μονάδων.
Καταργείτε χωρίς καμία δικαιολογία θεσμούς αναγκαίους όπως το ΚΕΠΛΗΝΕΤ (Κέντρο Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών), που στελεχωνόταν από πληροφορικούς και τεχνικούς υπεύθυνους, λειτουργώντας ουσιαστικά, αποτελεσματικά και με ελάχιστο κόστος ως υπηρεσία σέρβις στα σχολικά εργαστήρια πληροφορικής, διορθώνοντας, συντηρώντας, αντικαθιστώντας ανταλλακτικά, φυλάσσοντας μεταχειρισμένα τμήματα ανταλλακτικών στις αποθήκες και επαναχρησιμοποιώντας τα. Το αντικαθιστάτε με έναν μόνο καθηγητή πληροφορικής ανά διεύθυνση εκπαίδευσης, επιβαρύνοντας ουσιαστικά τις σχολικές μονάδες με ένα τεράστιο κόστος επισκευής των αναγκών που θα προκύπτουν στα εργαστήρια, υποχρεώνοντάς τες να καταφεύγουν σε ιδιωτικές εταιρίες, καθώς η καθυστέρηση θα είναι τεράστια, με τον φόρτο εργασίας να είναι προφανέστατα δυσανάλογος των δυνατοτήτων ενός και μόνο εκπαιδευτικού.
Απαξιώνετε με θλιβερό τρόπο φορείς και πρόσωπα που έδιναν πραγματικές λύσεις στις ανάγκες της εκπαίδευσης, μόνο και μόνο για να ενισχύσετε τον δικό σας κομματικό στρατό.
Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, συνεπείς προς την ιδεοληπτική σας αγκύλωση, εξαιρείτε από αυτήν τους εκπαιδευτικούς, έχοντας τουλάχιστον αφαιρέσει από το κατατεθέν κείμενο την πρόβλεψη για ανώνυμη αξιολόγηση των διευθυντών από τους υφισταμένους τους, χωρίς αυτοί να αξιολογούνται με τη σειρά τους από κανέναν.
Ο Υπουργός μάλιστα δήλωσε σε ανακοίνωση-απάντηση στη Νέα Δημοκρατία τα εξής – και βάζω εισαγωγικά: “Το ΠΔ 152 προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων: Προφανώς, η κατάργηση της τιμωρητικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών (Π.Δ. 152) που προβλέπει το σχέδιο νόμου, ενοχλεί τη Ν.Δ. πράγμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς που αγωνίστηκαν όλα αυτά τα χρόνια ώστε να μην εφαρμοστεί αυτό το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα που προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων”. Με επιπλήξατε προηγουμένως ότι χρησιμοποιώ εκφράσεις οι οποίες είναι πολύ σκληρές, αλλά εσείς χρησιμοποιήσατε πολύ σκληρότερες και απαράδεκτες, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα ως το μελανότερο σημείο μετά το 1974.
Καταθέτω λοιπόν αυτό το Προεδρικό Διάταγμα για να το δείτε και να μας πείτε πού μιλάει για απολύσεις εκπαιδευτικών. Σας καλώ να μας πείτε πού ακριβώς υπάρχει αναφορά στο συγκεκριμένο ποσοστό απολύσεων. Το να μην το κάνετε, θα ισοδυναμεί με παραδοχή ψεύδους. Και για αποκατάσταση της αλήθειας, σας καταθέτω και το νόμο 4250/2014 όπου στο κεφάλαιο Γ΄ άρθρο 20 αναφέρεται η αντικατάσταση του Π.Δ. 319/1992 περί αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων, διοικητικών και όχι εκπαιδευτικών, καθώς και εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης που επιβεβαιώνει ότι το 15% δεν ίσχυε για τους εκπαιδευτικούς.
Κι εδώ θέλω να τονίσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την εντελώς διαφορετική δική μας προσέγγιση: Εμείς πιστεύουμε ότι η αξιολόγηση ενθαρρύνει και επιβραβεύει τη δημιουργικότητα, εντοπίζει τις βέλτιστες πρακτικές, είναι προϋπόθεση για κάθε σχεδιασμό που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας στην εκπαίδευση που παρέχουμε στα παιδιά μας. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μια αδήριτη αναγκαιότητα. Το γεγονός ότι ο θεσμός της αξιολόγησης απουσιάζει από την Ελλάδα είναι ένα σημαντικό λάθος.
Από το 1982 και μετά, εδώ και 36 χρόνια, οι διδάσκοντες δεν αξιολογούνται. Όσοι κάνουν καλά τη δουλειά τους, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο από φιλότιμο, χωρίς αναγνώριση, χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς ηθική, υλική και θεσμική επιβράβευση. Όσοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για τους μαθητές και τις μαθήτριες καθώς και τις οικογένειές τους, δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμία παρακίνηση για να βελτιωθούν. Δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα η αξιολόγηση. Έχει ως στόχο τη βελτίωση των εκπαιδευτικών διαδικασιών.
Εμείς, στο πλαίσιο της προηγούμενης κυβέρνησης αρχίσαμε την αξιολόγηση από τα πρότυπα πειραματικά σχολεία και θα ακολουθούσε η αξιολόγηση και στις υπόλοιπες σχολικές μονάδες. Η σημερινή κυβέρνηση ακύρωσε αυτή την προσπάθεια, και γι' αυτό είναι υπόλογη έναντι των ευσυνειδήτων εκπαιδευτικών, έναντι των μαθητών και των οικογενειών τους.
Εμείς λοιπόν δεσμευόμαστε ότι θα επαναφέρουμε την αξιολόγηση: Επώνυμη και τεκμηριωμένη, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με κριτήρια δίκαια και αδιάβλητα, ως εργαλείο δουλειάς πρωτίστως για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Γιατί, σε πλήρη αντίθεση προς τη φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης, πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση είναι η προϋπόθεση ώστε να λειτουργήσει πραγματικά ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτει μια κοινωνία για την κοινωνική κινητικότητα, για την ανάπτυξη και την προκοπή.
Να δούμε όμως και πώς βλέπετε την αξιολόγηση εκεί όπου αναγκάζεστε να την εφαρμόσετε, στην επιλογή των στελεχών για τη διοίκηση της εκπαίδευσης.
Αναφέρθηκα ήδη στον αντισυνταγματικό και διοικητικώς παράλογο περιορισμό των δύο θητειών, που αποκλείει στελέχη με εμπειρία και δεν εφαρμόζεται σε κανέναν άλλο τομέα του Δημοσίου.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το σημείο όπου παρατηρούνται προχειρότητες, αδικίες ή και κατάφωρες φωτογραφικές διατάξεις: Αναφέρω ενδεικτικά...
-τη μη διαφοροποίηση των κριτηρίων επιλογής ανάλογα με τη θέση: με τον ίδιο τρόπο μοριοδοτείται ο υποψήφιος για θέση καθαρά διοικητική, π.χ. περιφερειακός διευθυντής, και ο υποψήφιος για θέση συμβουλευτικού χαρακτήρα, π.χ. προϊστάμενος ΚΕΣΥ,
-την απάλειψη του κριτηρίου διοικητικής επάρκειας, πράγμα που συνιστά πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία,
-την πρόβλεψη δεκαετούς εκπαιδευτικής υπηρεσίας στην οικεία βαθμίδα για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων, η οποία αδικεί τους μεταταγέντες του 2013 στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση που διαθέτουν σημαντική διδακτική και εκπαιδευτική προϋπηρεσία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση,
-τη μη μοριοδότηση της συνολικής εκπαιδευτικής υπηρεσίας
-τη μη μοριοδότηση της συγγραφής επιστημονικών βιβλίων σχετικών με την εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και της συμμετοχής σε συλλογικούς τόμους,
-την πρόβλεψη να δίνονται οι δηλώσεις προτίμησης θέσεων από την έναρξη της διαδικασίας επιλογής στελεχών που δημιουργεί συνθήκες τακτοποίησης και προειλημμένων αποφάσεων,
-την πρόβλεψη του άρθρου 36 ότι οι τοποθετήσεις των στελεχών θα ξεκινήσουν από τα ΠΕΚΕΣ και τα ΚΕΣΥ. Έτσι, οι υπάρχοντες κομματικοί περιφερειακοί διευθυντές που τοποθετήθηκαν το 2015 με τη γνωστή διαδικασία θα προεδρεύσουν των συμβουλίων επιλογής που θα κρίνουν τα υπόλοιπα στελέχη. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αντικατάσταση των μελών ΔΕΠ στα περιφερειακά συμβούλια επιλογής, από «διδάσκοντες σε ΑΕΙ». Προφανώς τα μέλη ΔΕΠ δεν μπορούν να χειραγωγηθούν το ίδιο εύκολα. Αυτό σε συνδυασμό με την βαρύτητα που αποδίδεται στη μη δομημένη συνέντευξη, ανοίγει ορθάνοιχτα το παράθυρο για τη πριμοδότηση και την τελική επιλογή “ημετέρων”.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι μοναδικό στόχο έχετε να εξοβελίσετε από το σύστημα τα ήδη υπηρετούντα στελέχη στη διοίκηση της εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τα προσόντα, την αξία και την προσφορά τους. Εμείς, σας λέμε ξεκάθαρα, θεωρούμε ότι οι όποιες επιλογές γίνουν μ' αυτό τον διάτρητο τρόπο δεν θα είναι θεσμικά νομιμοποιημένες.
Χαρακτηριστικό των προθέσεών σας είναι εξάλλου το άρθρο που αφορά τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σιβιτανιδείου. Με βάση τη διάθεση των δωρητών, το επταμελές ΔΣ της Σχολής έχει σαν πρόεδρο τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο και προσωπικότητες από τη Δημόσια ζωή, όπως για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Τώρα επιχειρείτε να προσθέσετε στο Διοικητικό Συμβούλιο δύο ακόμη μέλη, τον Γενικό Διευθυντή και έναν συνδικαλιστή, ο οποίος μάλιστα δεν θα είναι αιρετός εκπρόσωπος των εργαζομένων της Σχολής. Αλλοιώνετε δηλαδή ακόμη έναν θεσμό που αποδεδειγμένα λειτουργεί, με μόνο σας σκοπό την κομματική του άλωση.
Η ίδια λογική της προχειρότητας, της αδιαφάνειας και της πρόθεσης εξυπηρέτησης ημετέρων καταφαίνεται με τον πλέον σαφή τρόπο στο τρίτο μέρος του νομοσχεδίου που αφορά τις ρυθμίσεις για το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, οι οποίες βεβαίως δεν πέρασαν ποτέ από την ούτως ή άλλως σύντομη και απ' ό,τι φαίνεται εντελώς διεκπεραιωτική διαδικασία της διαβούλευσης.
Λόγω της πίεσης του χρόνου, θα αναφερθώ στα υπόλοιπα, σημαντικά τρωτά σημεία του νομοσχεδίου, όπως για παράδειγμα οι προβλέψεις για την ειδική εκπαίδευση και για τη διά βίου μάθηση στη συζήτηση κατ' άρθρο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα τέτοιου εύρους νομοσχέδιο, που αφορά τόσες πολλές και τόσο σημαντικές πτυχές της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να έχει συνταχθεί με τόση προχειρότητα, να έχει ως πρωταρχική του στόχευση την κομματική άλωση της εκπαίδευσης και την εξυπηρέτηση “ημετέρων”, να μην λαμβάνει υπόψη ούτε καν τις εντελώς προφανείς αρνητικές συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή των επιμέρους προβλέψεών του.
Γι' αυτούς τους λόγους, η Νέα Δημοκρατία θα το καταψηφίσει επί της αρχής, καλεί την Κυβέρνηση να το αποσύρει, όπως άλλωστε την καλούν και σχεδόν όλοι εκπαιδευτικοί φορείς, και δεσμεύεται ότι, αν τελικά ψηφιστεί από την πλειοψηφία, θα το καταργήσει κατά προτεραιότητα ως Κυβέρνηση.