Της Μαρίας Βασιλείου
Βιολόγος-Ωκεανογράφος
Το πρόβλημα της διαχείρισης απορριμμάτων αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια ένα κρίσιμο περιβαλλοντικό πρόβλημα που οι σύγχρονες κοινωνίες καλούνται να αντιμετωπίσουν. Διεθνείς συσκέψεις για το περιβάλλον καλούν τις χώρες να εναρμονίσουν σε παγκόσμιο επίπεδο τις πολιτικές τους με δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων που εντείνουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής .
-ανακύκλωση του 65 % των αστικών αποβλήτων έως το 2030
-ανακύκλωση των απορριμμάτων συσκευασιών σε ποσοστό 75 % έως το 2030
-ένα δεσμευτικό στόχο σχετικά με την υγειονομική ταφή για τον περιορισμό της υγειονομικής ταφής στο 10 %, κατ’ ανώτατο όριο, του συνόλου των αποβλήτων έως το 2030.
Φυσικά, σε μία χώρα που δεν υπάρχει διασφάλιση για το οριστικό κλείσιμο των ανοιχτών χωματερών (Χ.Α.Δ.Α.) και που τα πρόστιμα της Ε.Ε. επέρχονται ως φυσική συνέπεια της πολιτικής ασυνέπειας, η υλοποίηση σοβαρού εθνικού στρατηγικού προγράμματος για την κυκλική οικονομία, όπως ήδη συμβαίνει σε χώρες της Ε.Ε., ίσως και να αποτελεί ευφάνταστη εκδοχή.
Βιολόγος-Ωκεανογράφος
Το πρόβλημα της διαχείρισης απορριμμάτων αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια ένα κρίσιμο περιβαλλοντικό πρόβλημα που οι σύγχρονες κοινωνίες καλούνται να αντιμετωπίσουν. Διεθνείς συσκέψεις για το περιβάλλον καλούν τις χώρες να εναρμονίσουν σε παγκόσμιο επίπεδο τις πολιτικές τους με δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων που εντείνουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής .
Προκειμένου να χαραχθεί μια πολιτική με σημαντικές προοπτικές, για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού θα πρέπει για κάθε περίπτωση να εξετάζονται παράγοντες που συνδέονται με τις περιβαλλοντικές , κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο και στη συνέχεια να προσαρμόζονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής .
Τα άχρηστα στερεά υλικά διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: τα αστικά απορρίμματα και τα βιομηχανικά στερεά απόβλητα . Παράγοντες όπως το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών, η τεχνολογική εξέλιξη , η γεωγραφική θέση και η εποχή του έτους επηρεάζουν τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των αστικών απορριμμάτων . Σε ότι αφορά στα βιομηχανικά στερεά απόβλητα αυτά αποτελούν τα υποπροϊόντα που δημιουργούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και διακρίνονται σε αδρανή μη τοξικά, τοξικά , εύφλεκτα, διαβρωτικά και χημικά ενεργά , επικίνδυνα εκρηκτικά και ραδιενεργά .
Το φυσικό περιβάλλον ως τελικός αποδέκτης των απορριμμάτων θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά τη φάση του σχεδιασμού της κατάλληλης μεθόδου διαχείρισης απορριμμάτων .
Τα πολύπλοκα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται άμεσα με την ανεξέλεγκτη διάθεση των αστικών απορριμμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων μπορεί να είναι: ο κίνδυνος έκρηξης και πυρκαγιάς, η μεταφορά τοξικών αποβλήτων στην ατμόσφαιρα, το έδαφος και στον υδροφόρο ορίζοντα , η εκπομπή τοξικών και δύσοσμων αερίων (μεθάνιο, διοξείδιο του άνθρακα).
Πλήθος προβλημάτων συνδέονται με τα διάφορα στάδια διαχείρισης απορριμμάτων , ενώ αφορούν και στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου επιτείνοντας το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής . Η «μείωση» των εκπομπών βλαβερών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου μπορεί να επιτευχθεί με την παραγωγή ενέργειας, ως μέρος της διαχείρισης απορριμμάτων καθώς και με την αναγκαία πλέον ανάκτηση υλικών μέσα από τις διαδικασίες αυτές. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, βασική αιτία για την κλιματική αλλαγή , συνδέεται άμεσα με τη μη αποτελεσματική επεξεργασία απορριμμάτων εξαιτίας των εκπομπών μεθανίου και διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα. Αποτελεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κα συνιστά ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα άνευ συνόρων που απαιτεί δραστικές λύσεις. Διεθνείς διαπραγματεύσεις για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, θέτουν δεσμεύσεις σε όλες τις χώρες και αφορούν κυρίως στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ειδικότερα , στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε μέχρι το 2020 για τη μείωση εκπομπών σε ποσοστό της τάξης του 20% χαμηλότερου από επίπεδα του 1990. Η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου που επιτυγχάνεται μέσα από την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων και τεχνολογιών διαχείρισης απορριμμάτων στα στάδια της συλλογής, μεταφοράς , απόθεσης και επεξεργασίας, θα πρέπει να ενσωματώνονται στο σχεδιασμό για μια ολοκληρωμένη διαχείριση απορριμμάτων καθώς είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις διαχείρισης απορριμμάτων , οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετήσει σύγχρονες μεθόδους και κατευθύνσεις, με στόχο την αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται άμεσα με το περιβάλλον , την κοινωνία και την οικονομία της κάθε χώρας.
Επιπλέον, οι νέες κατευθύνσεις, τις οποίες χαράσσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το περιβάλλον βασίζονται στην ανάγκη δημιουργίας μιας κυκλικής οικονομίας, με βασικούς στόχους μεταξύ άλλων την ενίσχυση της ανακύκλωσης και της πρόληψης για την απώλεια πολύτιμων υλικών, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τη δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων με έμφαση στην παραγωγή μηδενικών αποβλήτων (European Commission 2014).
Σήμερα η Ευρώπη χάνει περίπου 600 εκατομμύρια τόνους υλικών που περιέχονται στα απόβλητα κάθε έτος, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να ανακυκλωθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν. Μόνο το 40 % περίπου των αποβλήτων που παράγονται από νοικοκυριά της ΕΕ ανακυκλώνονται, με ποσοστά ανακύκλωσης 80 % σε ορισμένες περιοχές, και κάτω από 5 % σε άλλες. Η μετατροπή των αποβλήτων σε πόρο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων και τη μετάβαση προς μια πιο κυκλική οικονομία.
Η ελεγχόμενη απόθεση αστικών απορριμμάτων αποτελείται από εναλλακτικές μεθόδους: αυτές είναι η καύση, η λιπασματοποίηση, η πυρόλυση , ο διαχωρισμός χρήσιμων υλικών και η παραγωγή καυσίμου. Ωστόσο , η επεξεργασία των απορριμμάτων προϋποθέτει αποτελεσματικό σχεδιασμό της διαδικασίας συλλογής ακόμη και σε επίπεδο νοικοκυριού με στόχο την περιβαλλοντική προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Διαλογή στην πηγή
Η διαλογή στην πηγή ή χωριστή συλλογή των απορριμμάτων βασίζεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις, την ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση υλικών . Η διαλογή στην πηγή αφορά ανακτώμενα υλικά, όπως είναι το γυαλί, το πλαστικό , το χαρτί, καθώς και άλλα υλικά, όπως μπαταρίες, αλουμίνιο κ.ά. Η επιτυχία εφαρμογής αυτής της μεθόδου συνδέεται άμεσα με την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών ώστε να αλλάξουν συμπεριφορά και να υιοθετήσουν ένα νέο πρότυπο στις καθημερινές τους συνήθειες. Επομένως, θα πρέπει να συνοδεύεται από ολοκληρωμένα προγράμματα περιβαλλοντικής επικοινωνίας που θα σχεδιάζονται και θα εφαρμόζονται από ειδικούς επιστήμονες.
Η μέθοδος της χωριστής συλλογής παρουσιάζει μικρή απόδοση για αυτό θα πρέπει να τίθενται μακροπρόθεσμοι στόχοι για την αύξηση της απόδοσής της
Υγειονομική ταφή
Πρόκειται για πλήρη μέθοδο κατά την οποία δεν παράγονται κατάλοιπα. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως προκειμένου να εξυπηρετήσει την αποκατάσταση χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) και τη μετατροπή τους σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Κατά την ελεγχόμενη εναπόθεση δημιουργείται κύτταρο όπου τα απορρίμματα συμπιέζονται και εναποτίθενται σε οριζόντια στρώματα πάχους μέχρι 2 μέτρων , ενώ στη συνέχεια ακολουθεί στεγανοποίηση με ένα στρώμα εδαφικών και άλλων υλικών (χώμα, τέφρα , μπάζα) πάχους, περίπου, από 15 έως 30 εκατοστά.
Στη διάθεση με υγειονομική ταφή περιλαμβάνονται οικιακά ή παρόμοια εμπορικά απορρίμματα , τέφρες και σκουριές με συγκεκριμένα όρια συγκέντρωσης βαρέων μετάλλων, μπάζα , σταθεροποιημένες λάσπες από εγκαταστάσεις καθαρισμού νερού ή σταθεροποιημένες και αφυδατωμένες λάσπες από βιολογικούς καθαρισμούς. Ως υπόστρωμα σε χώρους ελεγχόμενης απόθεσης χρησιμοποιείται στρώμα μη υδατοπερατού εδάφους (αργιλώδες ), καθώς επίσης και ειδικές μεμβράνες που χρησιμοποιούνται για τη συγκράτηση των ομβρίων υδάτων. Την πλήρωση κάθε κυττάρου ακολουθούν διεργασίες αποκατάστασης και δενδροφύτευση, ώστε ο χώρος να παρέχεται για άλλες χρήσεις .
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες υγειονομικής ταφής, όπως η παραδοσιακή διάθεση με συμπίεση, η διάθεση μετά από θραύση, η in situ ( επί τόπου ) λιπασματοποίηση , η αερόβια διάθεση , η δεματοποίηση, η εξόρυξη παλαιών απορριμμάτων και η αποθήκευσή τους σε υπερυψωμένα κτήρια από σκυρόδεμα. Επίσης από την αναερόβια χώνεψη του οργανικού υλικού των απορριμμάτων παράγεται βιοαέριο που χρησιμοποιείται, ως πηγή εναλλακτικής μορφής ενέργειας .
Λιπασματοποίηση
Η μέθοδος αυτή αφορά σε απορρίμματα πλούσια σε οργανικό υλικό, και η αποσύνθεσή τους παρουσία μικροοργανισμών δημιουργεί «κομπόστ» υλικό που χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό εδαφών.
Ειδικότερα , τα απορρίμματα τεμαχίζονται , διαχωρίζονται και στη συνέχεια εκτίθενται παρουσία αέρα (αερόβια χώνεψη) για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να μειωθούν τα ποσοστά υγρασίας. Διάφορες τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για την παραγωγή κόμποστ, ενώ περιλαμβάνουν και την ανάμειξη με ιλύ βιολογικών καθαρισμών
Καύση
Η καύση ή αποτέφρωση των απορριμμάτων, εφαρμόζεται για πάνω από 50 χρόνια , ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος νέων ρύπων που θα επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου συνδέονται κυρίως με την ελάττωση του κύριου όγκου των απορριμμάτων (περίπου κατά 85%), ελάττωση του βάρους των απορριμμάτων με τη δημιουργία στερεών υπολοίπων , υγειονομικές δικλίδες, όπως απουσία παθογόνων μικροοργανισμών και οσμών και παραγωγή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας.
Στα καυσαέρια που εκλύονται στην ατμόσφαιρα περιέχονται εκτός από την σκόνη και τους υδρατμούς , επικίνδυνες και τοξικές ουσίες για την ανθρώπινη υγεία και τη μόλυνση του περιβάλλοντος όπως βαρέα μέταλλα, διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακα, υδροχλώριο κ.ά. Παράλληλα εκτός από τους αέριους ρύπους, η σκουριά και η τέφρα που παράγονται ως υπόλειμμα της θερμικής επεξεργασίας περιέχουν ευδιάλυτες ουσίες που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μόλυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων. Για τους λόγους αυτούς και προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου μη αποτελεσματικής προστασίας από τη διαχείριση απορριμμάτων έχουν αναπτυχθεί σύγχρονες μέθοδοι για την την εγκατάσταση συστημάτων καθαρισμού των καυσαερίων στις εγκαταστάσεις καύσης.
To παράδειγμα της Δανίας είναι ενδεικτικό, όπου το 5% της ενέργειας που παράγεται από την καύση των απορριμμάτων εξυπηρετεί την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνικό επίπεδο , ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 20% χρησιμοποιείται για τις ανάγκες θέρμανσης των πολιτών.
Η διαχείριση απορριμμάτων προσανατολισμένη σε μια κυκλική οικονομία
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων που αφορούν στην ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων επηρεάζεται από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, όπως το κόστος διαχείρισης και η γενικότερη δημοσιονομική πίεση που χαρακτηρίζει τις διαδικασί ες αυτές. Στα μεγάλα αστικά κέντρα που η παραγωγή απορριμμάτων είναι αυξημένη, απαιτείται η διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων να αποτελεί μια ολοκληρωμένη διαδικασία, όπου θα χρησιμοποιούνται εξελιγμένες τεχνολογίες, γεγονός που αναπόφευκτα δημιουργεί αύξηση του κόστους διαχείρισης .
Προκειμένου να σχεδιαστεί η πολιτική και οι αντίστοιχες στρατηγικές για ένα πλαίσιο διαχείρισης απορριμμάτων είναι απαραίτητο να γίνει μια αρχική εκτίμηση της αποδοτικότητας του κόστους καθώς και ανάλυση της σχέσης κόστους – οφέλους.
Στο παρελθόν τέτοιου είδους επεμβάσεις στηρίζονταν κυρίως σε οικονομικούς και τεχνικούς όρους και προϋποθέσεις . Σήμερα γίνονται προσπάθειες ώστε να εκτιμηθούν και να ποσοτικοποιηθούν τουλάχιστον ως ένα ικανοποιητικό βαθμό , οι περιβαλλοντικές και οικολογικές επιπτώσεις που συνδέονται με τα έμμεσα κόστη και οφέλη διαχείρισης .
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Περιβάλλον συνέταξε τη στρατηγική Ευρώπη 2020, η οποία προσανατολίζεται σε μια πιο αποδοτική και βιώσιμη ολιστική οικονομική ανάπτυξη, με στόχο τη διατήρηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων καθώς και τη μείωση στην παραγωγή αποβλήτων
Οι βασικές γραμμές της στρατηγικής για τη δημιουργία μιας κυκλικής οικονομίας περιλαμβάνουν τη διατήρηση των πόρων στην οικονομία και αφορά προϊόντα που έχουν φτάσει στο τέλος της ζωής τους , τα οποία θα επαναχρησιμοποιούνται Προκειμένου ο στόχος αυτός να επιτευχθεί απαιτούνται αλλαγές σε όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής, όπως στο σχεδιασμό προϊόντων που θα απευθύνονται σε νέα επιχειρηματικά και εμπορικά μοντέλα, νέες μεθόδους που θα μετατρέπουν τα απορρίμματα σε πόρους καθώς και νέα πρότυπα καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Οι στόχοι που έχουν καθορισθεί είναι:
Τα άχρηστα στερεά υλικά διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες: τα αστικά απορρίμματα και τα βιομηχανικά στερεά απόβλητα . Παράγοντες όπως το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών, η τεχνολογική εξέλιξη , η γεωγραφική θέση και η εποχή του έτους επηρεάζουν τη σύνθεση και τα χαρακτηριστικά των αστικών απορριμμάτων . Σε ότι αφορά στα βιομηχανικά στερεά απόβλητα αυτά αποτελούν τα υποπροϊόντα που δημιουργούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και διακρίνονται σε αδρανή μη τοξικά, τοξικά , εύφλεκτα, διαβρωτικά και χημικά ενεργά , επικίνδυνα εκρηκτικά και ραδιενεργά .
Το φυσικό περιβάλλον ως τελικός αποδέκτης των απορριμμάτων θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψιν κατά τη φάση του σχεδιασμού της κατάλληλης μεθόδου διαχείρισης απορριμμάτων .
Τα πολύπλοκα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται άμεσα με την ανεξέλεγκτη διάθεση των αστικών απορριμμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων μπορεί να είναι: ο κίνδυνος έκρηξης και πυρκαγιάς, η μεταφορά τοξικών αποβλήτων στην ατμόσφαιρα, το έδαφος και στον υδροφόρο ορίζοντα , η εκπομπή τοξικών και δύσοσμων αερίων (μεθάνιο, διοξείδιο του άνθρακα).
Πλήθος προβλημάτων συνδέονται με τα διάφορα στάδια διαχείρισης απορριμμάτων , ενώ αφορούν και στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου επιτείνοντας το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής . Η «μείωση» των εκπομπών βλαβερών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου μπορεί να επιτευχθεί με την παραγωγή ενέργειας, ως μέρος της διαχείρισης απορριμμάτων καθώς και με την αναγκαία πλέον ανάκτηση υλικών μέσα από τις διαδικασίες αυτές. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, βασική αιτία για την κλιματική αλλαγή , συνδέεται άμεσα με τη μη αποτελεσματική επεξεργασία απορριμμάτων εξαιτίας των εκπομπών μεθανίου και διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα. Αποτελεί σήμερα μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κα συνιστά ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα άνευ συνόρων που απαιτεί δραστικές λύσεις. Διεθνείς διαπραγματεύσεις για το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, θέτουν δεσμεύσεις σε όλες τις χώρες και αφορούν κυρίως στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ειδικότερα , στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε μέχρι το 2020 για τη μείωση εκπομπών σε ποσοστό της τάξης του 20% χαμηλότερου από επίπεδα του 1990. Η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου που επιτυγχάνεται μέσα από την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων και τεχνολογιών διαχείρισης απορριμμάτων στα στάδια της συλλογής, μεταφοράς , απόθεσης και επεξεργασίας, θα πρέπει να ενσωματώνονται στο σχεδιασμό για μια ολοκληρωμένη διαχείριση απορριμμάτων καθώς είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις διαχείρισης απορριμμάτων , οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετήσει σύγχρονες μεθόδους και κατευθύνσεις, με στόχο την αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται άμεσα με το περιβάλλον , την κοινωνία και την οικονομία της κάθε χώρας.
Επιπλέον, οι νέες κατευθύνσεις, τις οποίες χαράσσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το περιβάλλον βασίζονται στην ανάγκη δημιουργίας μιας κυκλικής οικονομίας, με βασικούς στόχους μεταξύ άλλων την ενίσχυση της ανακύκλωσης και της πρόληψης για την απώλεια πολύτιμων υλικών, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τη δημιουργία νέων επιχειρηματικών μοντέλων με έμφαση στην παραγωγή μηδενικών αποβλήτων (European Commission 2014).
Σήμερα η Ευρώπη χάνει περίπου 600 εκατομμύρια τόνους υλικών που περιέχονται στα απόβλητα κάθε έτος, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να ανακυκλωθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν. Μόνο το 40 % περίπου των αποβλήτων που παράγονται από νοικοκυριά της ΕΕ ανακυκλώνονται, με ποσοστά ανακύκλωσης 80 % σε ορισμένες περιοχές, και κάτω από 5 % σε άλλες. Η μετατροπή των αποβλήτων σε πόρο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων και τη μετάβαση προς μια πιο κυκλική οικονομία.
Η ελεγχόμενη απόθεση αστικών απορριμμάτων αποτελείται από εναλλακτικές μεθόδους: αυτές είναι η καύση, η λιπασματοποίηση, η πυρόλυση , ο διαχωρισμός χρήσιμων υλικών και η παραγωγή καυσίμου. Ωστόσο , η επεξεργασία των απορριμμάτων προϋποθέτει αποτελεσματικό σχεδιασμό της διαδικασίας συλλογής ακόμη και σε επίπεδο νοικοκυριού με στόχο την περιβαλλοντική προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Διαλογή στην πηγή
Η διαλογή στην πηγή ή χωριστή συλλογή των απορριμμάτων βασίζεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις, την ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση υλικών . Η διαλογή στην πηγή αφορά ανακτώμενα υλικά, όπως είναι το γυαλί, το πλαστικό , το χαρτί, καθώς και άλλα υλικά, όπως μπαταρίες, αλουμίνιο κ.ά. Η επιτυχία εφαρμογής αυτής της μεθόδου συνδέεται άμεσα με την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών ώστε να αλλάξουν συμπεριφορά και να υιοθετήσουν ένα νέο πρότυπο στις καθημερινές τους συνήθειες. Επομένως, θα πρέπει να συνοδεύεται από ολοκληρωμένα προγράμματα περιβαλλοντικής επικοινωνίας που θα σχεδιάζονται και θα εφαρμόζονται από ειδικούς επιστήμονες.
Η μέθοδος της χωριστής συλλογής παρουσιάζει μικρή απόδοση για αυτό θα πρέπει να τίθενται μακροπρόθεσμοι στόχοι για την αύξηση της απόδοσής της
Υγειονομική ταφή
Πρόκειται για πλήρη μέθοδο κατά την οποία δεν παράγονται κατάλοιπα. Χρησιμοποιήθηκε ευρέως προκειμένου να εξυπηρετήσει την αποκατάσταση χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) και τη μετατροπή τους σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Κατά την ελεγχόμενη εναπόθεση δημιουργείται κύτταρο όπου τα απορρίμματα συμπιέζονται και εναποτίθενται σε οριζόντια στρώματα πάχους μέχρι 2 μέτρων , ενώ στη συνέχεια ακολουθεί στεγανοποίηση με ένα στρώμα εδαφικών και άλλων υλικών (χώμα, τέφρα , μπάζα) πάχους, περίπου, από 15 έως 30 εκατοστά.
Στη διάθεση με υγειονομική ταφή περιλαμβάνονται οικιακά ή παρόμοια εμπορικά απορρίμματα , τέφρες και σκουριές με συγκεκριμένα όρια συγκέντρωσης βαρέων μετάλλων, μπάζα , σταθεροποιημένες λάσπες από εγκαταστάσεις καθαρισμού νερού ή σταθεροποιημένες και αφυδατωμένες λάσπες από βιολογικούς καθαρισμούς. Ως υπόστρωμα σε χώρους ελεγχόμενης απόθεσης χρησιμοποιείται στρώμα μη υδατοπερατού εδάφους (αργιλώδες ), καθώς επίσης και ειδικές μεμβράνες που χρησιμοποιούνται για τη συγκράτηση των ομβρίων υδάτων. Την πλήρωση κάθε κυττάρου ακολουθούν διεργασίες αποκατάστασης και δενδροφύτευση, ώστε ο χώρος να παρέχεται για άλλες χρήσεις .
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες υγειονομικής ταφής, όπως η παραδοσιακή διάθεση με συμπίεση, η διάθεση μετά από θραύση, η in situ ( επί τόπου ) λιπασματοποίηση , η αερόβια διάθεση , η δεματοποίηση, η εξόρυξη παλαιών απορριμμάτων και η αποθήκευσή τους σε υπερυψωμένα κτήρια από σκυρόδεμα. Επίσης από την αναερόβια χώνεψη του οργανικού υλικού των απορριμμάτων παράγεται βιοαέριο που χρησιμοποιείται, ως πηγή εναλλακτικής μορφής ενέργειας .
Λιπασματοποίηση
Η μέθοδος αυτή αφορά σε απορρίμματα πλούσια σε οργανικό υλικό, και η αποσύνθεσή τους παρουσία μικροοργανισμών δημιουργεί «κομπόστ» υλικό που χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό εδαφών.
Ειδικότερα , τα απορρίμματα τεμαχίζονται , διαχωρίζονται και στη συνέχεια εκτίθενται παρουσία αέρα (αερόβια χώνεψη) για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να μειωθούν τα ποσοστά υγρασίας. Διάφορες τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για την παραγωγή κόμποστ, ενώ περιλαμβάνουν και την ανάμειξη με ιλύ βιολογικών καθαρισμών
Καύση
Η καύση ή αποτέφρωση των απορριμμάτων, εφαρμόζεται για πάνω από 50 χρόνια , ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος νέων ρύπων που θα επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου συνδέονται κυρίως με την ελάττωση του κύριου όγκου των απορριμμάτων (περίπου κατά 85%), ελάττωση του βάρους των απορριμμάτων με τη δημιουργία στερεών υπολοίπων , υγειονομικές δικλίδες, όπως απουσία παθογόνων μικροοργανισμών και οσμών και παραγωγή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας.
Στα καυσαέρια που εκλύονται στην ατμόσφαιρα περιέχονται εκτός από την σκόνη και τους υδρατμούς , επικίνδυνες και τοξικές ουσίες για την ανθρώπινη υγεία και τη μόλυνση του περιβάλλοντος όπως βαρέα μέταλλα, διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακα, υδροχλώριο κ.ά. Παράλληλα εκτός από τους αέριους ρύπους, η σκουριά και η τέφρα που παράγονται ως υπόλειμμα της θερμικής επεξεργασίας περιέχουν ευδιάλυτες ουσίες που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη μόλυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων. Για τους λόγους αυτούς και προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου μη αποτελεσματικής προστασίας από τη διαχείριση απορριμμάτων έχουν αναπτυχθεί σύγχρονες μέθοδοι για την την εγκατάσταση συστημάτων καθαρισμού των καυσαερίων στις εγκαταστάσεις καύσης.
To παράδειγμα της Δανίας είναι ενδεικτικό, όπου το 5% της ενέργειας που παράγεται από την καύση των απορριμμάτων εξυπηρετεί την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνικό επίπεδο , ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 20% χρησιμοποιείται για τις ανάγκες θέρμανσης των πολιτών.
Η διαχείριση απορριμμάτων προσανατολισμένη σε μια κυκλική οικονομία
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων που αφορούν στην ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων επηρεάζεται από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, όπως το κόστος διαχείρισης και η γενικότερη δημοσιονομική πίεση που χαρακτηρίζει τις διαδικασί ες αυτές. Στα μεγάλα αστικά κέντρα που η παραγωγή απορριμμάτων είναι αυξημένη, απαιτείται η διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων να αποτελεί μια ολοκληρωμένη διαδικασία, όπου θα χρησιμοποιούνται εξελιγμένες τεχνολογίες, γεγονός που αναπόφευκτα δημιουργεί αύξηση του κόστους διαχείρισης .
Προκειμένου να σχεδιαστεί η πολιτική και οι αντίστοιχες στρατηγικές για ένα πλαίσιο διαχείρισης απορριμμάτων είναι απαραίτητο να γίνει μια αρχική εκτίμηση της αποδοτικότητας του κόστους καθώς και ανάλυση της σχέσης κόστους – οφέλους.
Στο παρελθόν τέτοιου είδους επεμβάσεις στηρίζονταν κυρίως σε οικονομικούς και τεχνικούς όρους και προϋποθέσεις . Σήμερα γίνονται προσπάθειες ώστε να εκτιμηθούν και να ποσοτικοποιηθούν τουλάχιστον ως ένα ικανοποιητικό βαθμό , οι περιβαλλοντικές και οικολογικές επιπτώσεις που συνδέονται με τα έμμεσα κόστη και οφέλη διαχείρισης .
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Περιβάλλον συνέταξε τη στρατηγική Ευρώπη 2020, η οποία προσανατολίζεται σε μια πιο αποδοτική και βιώσιμη ολιστική οικονομική ανάπτυξη, με στόχο τη διατήρηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων καθώς και τη μείωση στην παραγωγή αποβλήτων
Οι βασικές γραμμές της στρατηγικής για τη δημιουργία μιας κυκλικής οικονομίας περιλαμβάνουν τη διατήρηση των πόρων στην οικονομία και αφορά προϊόντα που έχουν φτάσει στο τέλος της ζωής τους , τα οποία θα επαναχρησιμοποιούνται Προκειμένου ο στόχος αυτός να επιτευχθεί απαιτούνται αλλαγές σε όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής, όπως στο σχεδιασμό προϊόντων που θα απευθύνονται σε νέα επιχειρηματικά και εμπορικά μοντέλα, νέες μεθόδους που θα μετατρέπουν τα απορρίμματα σε πόρους καθώς και νέα πρότυπα καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Οι στόχοι που έχουν καθορισθεί είναι:
-ανακύκλωση του 65 % των αστικών αποβλήτων έως το 2030
-ανακύκλωση των απορριμμάτων συσκευασιών σε ποσοστό 75 % έως το 2030
-ένα δεσμευτικό στόχο σχετικά με την υγειονομική ταφή για τον περιορισμό της υγειονομικής ταφής στο 10 %, κατ’ ανώτατο όριο, του συνόλου των αποβλήτων έως το 2030.
Φυσικά, σε μία χώρα που δεν υπάρχει διασφάλιση για το οριστικό κλείσιμο των ανοιχτών χωματερών (Χ.Α.Δ.Α.) και που τα πρόστιμα της Ε.Ε. επέρχονται ως φυσική συνέπεια της πολιτικής ασυνέπειας, η υλοποίηση σοβαρού εθνικού στρατηγικού προγράμματος για την κυκλική οικονομία, όπως ήδη συμβαίνει σε χώρες της Ε.Ε., ίσως και να αποτελεί ευφάνταστη εκδοχή.