O αν. Υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Βουλευτής Αργολίδας της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννης Ανδριανός, ως εισηγητής του κόμματος στη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις” στην Ολομέλεια της Βουλής, τόνισε στην πρωτολογία του μεταξύ άλλων τα εξής:
“Θέλω πρώτα απ' όλα να ευχηθώ στα παιδιά που εξετάζονται αυτές τις μέρες, σήμερα ξεκινούν οι πανελλαδικές εξετάσεις οι μαθητές από τα ΕΠΑΛ και αύριο των ΓΕΛ, καλή επιτυχία, και καλή συνέχεια ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Ολοκληρώνεται σήμερα, με τη συζήτηση στην ολομέλεια του νομοσχεδίου για της δομές υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μια διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν περιποιεί τιμή στο Κοινοβούλιο.
Όπως τονίσαμε μετ' επιτάσεως τόσο στην επί της αρχής, όσο και στην κατ' άρθρο συζήτηση του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, η διαδικασία του επείγοντος που επελέγη για την επεξεργασία του σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται. Μάλιστα, όχι απλώς δεν δικαιολογείται, αλλά αποκαλύπτει ολοφάνερα τον κεντρικό στόχο της Κυβέρνησης που δεν είναι άλλος από την κομματική άλωση της διοίκησης της εκπαίδευσης.
Είδαμε την Κυβέρνηση να επιχειρεί πριν από λίγο διάστημα ακριβώς το ίδιο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου με τα φωτογραφικά κριτήρια επιλογής που θεσπίσατε - κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας- κάνατε ανέκδοτο τη δήθεν “αποκομματικοποίηση” του Δημοσίου.
Το ίδιο ακριβώς επιχειρείτε να κάνετε τώρα και στην εκπαίδευση: Επιχειρείτε να ξηλώσετε χρήσιμες και δοκιμασμένες στο χρόνο δομές, να βάλτε στην άκρη ικανά και έμπειρα στελέχη για να ορίσετε κομματικούς θεματοφύλακες, όπου γίνεται περισσότερο, όπου προλαβαίνετε περισσότερο καθώς αντιλαμβάνεστε κάθε μέρα που περνά ολοένα και περισσότερο πως βρίσκεστε πλέον σε πορεία αποδρομής.
Επιχείρησε η Κυβέρνηση με τη διαδικασία του επείγοντος να περιορίσει τις αντιδράσεις και την κατακραυγή που θα προκαλούσε αυτό το απαράδεκτο νομοθέτημα. Την πρώτη εκδοχή του νομοσχεδίου αυτού, ένα κείμενο με 51 άρθρα, την έθεσε σε δημόσια διαβούλευση στις 16 Μαρτίου και για δέκα μόλις μέρες. Για δυόμιση μήνες το νομοσχέδιο έμεινε κλειδωμένο στο συρτάρι, περιμένοντας την κατάλληλη συγκυρία. Και την Παρασκευή που μας πέρασε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενόψει των Πανελλαδικών που παραδοσιακά κυριαρχούν στην εκπαιδευτική επικαιρότητα, κατατέθηκε ένα κείμενο-μαμούθ με 113 άρθρα, με πάνω από 500 σελίδες, ένα νομοσχέδιο που αφορά ένα τεράστιο εύρος ζητημάτων, για να το επεξεργαστεί η Επιτροπή με τη διαδικασία του επείγοντος.
Διαβάσαμε όλοι την σκληρή ανακοίνωση που εξέδωσε η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, και σας καταγγέλλει ότι δεν κάνατε διάλογο μαζί τους,δεν κάνατε διαβούλευση για τα σημαντικά θέματα που θίγει το νομοσχέδιο και αφορούν τα μέλη της και τις οικογένειές τους. Κι αυτό, παρά τη ρητή υποχρέωση που απορρέει από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία. Καταθέτω αυτή την ανακοίνωση, για να υπάρχει στα πρακτικά της Βουλής.
Κι αντί κάπως να συνετιστείτε από το σοβαρό σας αυτό ατόπημα, δεν διστάσατε κύριε Υπουργέ να πείτε πως αν έχει γίνει κάτι για την ειδική αγωγή στη χώρα, έγινε από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τα πρακτικά της Βουλής το διαβάζω αυτό, δηλαδή μέσα στα τρία αυτά χρόνια έγινε ό,τι έχει γίνει στην ειδική αγωγή. Η υφυπουργός σας είναι πολύ πιο προσεκτική. Δεν ισοπέδωσε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων. Δεν ξεκινάνε όλα από την στιγμή που αναλάβατε εσείς και οι ΑΝΕΛ τη διακυβέρνηση. Και γι' αυτό πρέπει να είστε πολύ πιο προσεκτικοί. Είναι λοιπόν μια ατυχής και αμετροεπής δήλωση που αποκαλύπτει πρώτα απ' όλα το δικό σας αδιέξοδο– και δυστυχώς όχι η μόνη τέτοια ατυχής και αμετροεπής δήλωση που ακούσαμε από την πλευρά της Κυβέρνησης σ' αυτή τη διαδικασία, τις τελευταίες μέρες.
Δεν καταφέρατε λοιπόν να αποφύγετε τη σκληρή κριτική, τις αντιδράσεις και την κατακραυγή από την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για ένα νομοσχέδιο σαν κι αυτό που συζητάμε αυτές τις μέρες. Να δούμε λοιπόν τι επιχειρείτε να κάνετε:
Το πρώτο βήμα είναι να αποδομήσετε και να καταργήσετε υφιστάμενες εκπαιδευτικές δομές και να τις αντικαταστήσετε άρον-άρον, χωρίς σοβαρό σχεδιασμό, εκτίμηση συνεπειών και προετοιμασία με νέες υδροκέφαλες, πιο συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές και καταδικασμένες στην υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση.
Είναι τουλάχιστον ειρωνικό το γεγονός ότι ισχυρίζεστε πως θεσμοθετείτε δήθεν “αποκεντρωμένες υπηρεσίες” όμως δημιουργείτε υπερσυγκέντρωση στελεχών στις έδρες των Περιφερειών και στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης και μεταφέρετε τη λήψη των αποφάσεων μακρυά από τη σχολική μονάδα και την εκπαιδευτική διαδικασία.
Καταργείτε εντελώς και απροκάλυπτα εκδικητικά τον θεσμό των Σχολικών Συμβούλων, έναν θεσμό που προσέφερε στην εκπαίδευση, μόνο και μόνο γιατί οι φορείς τους στήριξαν την αξιολόγηση. Και μάλιστα μιλήσατε για “μαγαζάκια” προβάλλοντας κατάφωρα την προσφορά των Σχολικών Συμβούλων. Δεν έστησαν μαγαζάκια, ούτε ζητούν κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς ζητούν να διεκδικήσουν κι αυτοί, χωρίς εμπόδια, θέσεις που εσείς καθορίζετε το πλαίσιο για να επιλεγούν.
Τους αντικαθιστάτε από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου υπό τα ΠΕΚΕΣ, αποκλείοντας βεβαίως τους νυν Σχολικούς Συμβούλους από τη διεκδίκηση θέσης στη νέα δομή με τεχνάσματα, όπως το αντισυνταγματικό όριο των δύο θητειών, που πριν από λίγο προσπαθήσατε να το διορθώσετε, όμως η αντισυνταγματικότητα εξακολουθεί να υπάρχει. Και το βαφτίζετε αυτό θετική αλλαγή, χωρίς να μας λέτε πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα ΠΕΚΕΣ την ώρα που οι προβλεπόμενες θέσεις για Συντονιστές Συμβουλευτικού Έργου ανά ειδικότητα θα είναι κατά πολύ λιγότερες από αυτές των Σχολικών Συμβούλων.
Παρόμοια συγχώνευση επιχειρείτε και με τα ΚΕΣΥ, στα οποία στριμώχνετε ένα ετερόκλιτο πλήθος ανομοιογενών διοικητικών, εκπαιδευτικών, υποστηρικτικών, τεχνολογικών, διαγνωστικών και συμβουλευτικών ενημερωτικών δομών, αυξάνοντας αρμοδιότητες χωρίς να διασφαλίζετε την απαιτούμενη στελέχωση, σε ένα σχήμα υπέρμετρα συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό.
Ούτε εδώ απαντάτε πώς θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα ΚΕΣΥ
-όταν οι προβλεπόμενες θέσεις είναι ελάχιστες για τις αρμοδιότητες που τους δίνετε - 1067 θέσεις σε 71 ΚΕΣΥ -
-όταν οι ανάγκες αυξάνονται ολοένα και περισσότερο,
-όταν δεν προβλέπετε καν την κάλυψη όλων των σχολικών μονάδων από Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης,
-όταν καταργείτε τη συμμετοχή της ειδικότητας του παιδοψυχιάτρου, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το πώς θα γίνεται η διάγνωση προβλημάτων στις περιπτώσεις που οι γονείς λόγω άγνοιας ή προκατάληψης δεν απευθύνονται στις δομές της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Περίθαλψης.
Ούτε βέβαια απαντάτε στο πώς ακριβώς θα καλυφθεί το κενό του Κέντρου Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών που καταργείτε, το οποίο στελεχώνονταν από έμπειρους πληροφορικούς και τεχνικούς υπεύθυνους και εξυπηρετούσε αποτελεσματικά τις ανάγκες των σχολείων με ελάχιστο κόστος.
Ο ένας λοιπόν πυλώνας της προσπάθειάς σας να αλώσετε κομματικά τη διοίκηση της εκπαίδευσης είναι η κατάργηση δομών και η όπως-όπως αντικατάστασή τους. Ο άλλος είναι βεβαίως η επιλογή και αξιολόγηση των στελεχών.
Κι εδώ κάνετε το εξής εξωφρενικό. Αντί να ξεκινήσετε τις επιλογές από την κορυφή, δηλαδή από τους Περιφερειακούς Διευθυντές όπως είναι το λογικό και το δίκαιο– και όπως άλλωστε καθιστά υποχρεωτικό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τον Δεκέμβριο του 2018 για την υπόλοιπη διοίκηση– εσείς τους ορίζετε Προέδρους των Συμβουλίων Επιλογής.
Ορίζετε Προέδρους δηλαδή κομματικώς διορισμένα στελέχη, τους οποίους ξανά με εξωφρενικό τρόπο εξαιρέσατε από την αξιολόγηση λίγο καιρό πριν χαρακτηρίζοντάς τους “μετακλητούς”. Αυτοί λοιπόν οι κομματικοί διορισμένοι, οι μετακλητοί, οι μη αξιολογημένοι, μας λέτε ότι θα κρίνουν τώρα αντικειμενικά.
Και στην ερώτηση γιατί δεν κρίνονται και δεν αξιολογούνται μέσω ΑΣΕΠ, ο Υπουργός απαντά “Μα δεν γνωρίζετε ότι δεν μπορεί να γίνει γιατί έχουμε πανελλαδικές εξετάσεις;”. Και γιατί δεν το φέρατε νωρίτερα, αφού λέτε, και στην Επιτροπή το επαναλάβατε πολλές φορές, ότι το έχετε έτοιμο από το 2017, εδώ και 8 μήνες; Γιατί το κρατάτε δυόμιση μήνες στο συρτάρι; Δεν ξέρατε ότι αρχίζουν τώρα οι Πανελλαδικές; Μήπως η επιλογή σας αυτή δεν είναι τυχαία;
Και για να κάνετε το έργο τους ευκολότερο ορίζετε κριτήρια μοριοδότησης και επιλογής κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μικροκομματικών σας επιδιώξεων. Πέρα από το αντισυνταγματικό όριο, που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τη διόρθωση που κάνατε, των τριών θητειών ...
-Αποδίδετε υπερβολική βαρύτητα στη μη δομημένη συνέντευξη – σήμερα μας είπατε βεβαίως ότι επαναφέρατε τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, ενώ την είχατε βάλει στη διαβούλευση, τη βγάλατε και τώρα την επαναφέρατε – την οποία μοριοδοτείτε με 14 μόρια.
-Δεν αναγνωρίζετε ως διδακτική την υπηρεσία στελεχών όπως οι Σχολικοί Σύμβουλοι και την εξομοιώνετε με τη μοριοδότηση χαμηλόβαθμων στελεχών,
-Δίνετε υπερβολική μοριοδότηση στην προϋπηρεσία έναντι των αντικειμενικών προσόντων.
Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα πολλά ατοπήματά σας στα κριτήρια, τα οποία ανέφερα πιο αναλυτικά στη συζήτηση στην Επιτροπή.
Για να συμπληρώσετε το παζλ της ιδεοληψίας και της εξυπηρέτησης μικροκομματικών συμφερόντων, εξαιρείτε με το άρθρο 37 τους εκπαιδευτικούς από την αξιολόγηση, την οποία επιφυλάσσετε – όπως την επιφυλάσσετε – μόνο για τα στελέχη της εκπαίδευσης.
Και πώς δικαιολογείτε αυτή σας την απόφαση; Όπως είπε ο Υπουργός, καταργείτε περήφανα το διαβόητο Προεδρικό Διάταγμα 152, ένα “νεοφιλελεύθερο έκτρωμα που προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων” μέσα από την “τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών”.
Αυτά ανάφερε η δήλωση που εξέδωσε ο Υπουργός Παιδείας κατά της Νέας Δημοκρατίας.
Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα μ' αυτή τη δήλωση: Και το πρόβλημα είναι ότι, όπως επισημάναμε και στην Επιτροπή πουθενά το Προεδρικό Διάταγμα 152 δεν μιλά για απολύσεις εκπαιδευτικών. Κι όχι μόνο αυτό αυτό: και ο νόμος 4250/2014 αναφέρεται ρητά σε αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων, διοικητικών και όχι εκπαιδευτικών, αλλά και η σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης ρητά ξεκαθαρίζει ότι η ποσόστωση στην αξιολόγηση δεν ίσχυε για τους εκπαιδευτικούς. Για να μην υπάρχει λοιπόν καμία σκιά και για να μη δημιουργείται καμία εντύπωση, καταθέτω τα έγγραφα αυτά στα πρακτικά.
Να υπενθυμίσω όμως τι απάντησε ο κ. Υπουργός όταν του τα επισημάναμε όλα αυτά. Είπε: “Το Προεδρικό Διάταγμα 152, παρότι δεν το προβλέπει το ίδιο, έχει ταυτιστεί με την αξιολόγηση για να γίνουν απολύσεις. Αυτό δεν μπορεί να προσδώσει μια νομιμότητα στην αξιολόγηση, άρα πρέπει να καταργηθεί και για αυτό το καταργούμε”, και όλα τα άλλα είναι, όπως λέει, “νομικίστικα”.
Αυτό κύριε Υπουργέ, το να μην ενδιαφέρει έναν πολιτικό η αλήθεια αλλά το τι νομίζει, τι αισθάνεται και τι θα ήθελε ο ίδιος και το πολιτικό του ακροατήριό του να είναι η αλήθεια, στη γλώσσα της πολιτικής επιστήμης τα τελευταία χρόνια λέγεται “εναλλακτικά δεδομένα”. Κι επειδή ο κίνδυνος για την ίδια τη δημοκρατία αν αρχίσουμε να σχετικοποιούμε την αλήθεια είναι πολύ μεγάλος, και πιστεύω ότι το αντιλαμβάνεστε πλήρως αυτό, σας καλώ να το λάβετε πολύ σοβαρά υπόψη σας. Ιδίως μάλιστα, όταν τις τελευταίες μέρες ένα ακόμη στέλεχος της Κυβέρνησης, ο Υπουργός Εξωτερικών, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για τα εθνικά μας θέματα, επιχειρεί κι αυτός να σχετικοποιήσει την αλήθεια.
Εμείς, η Νέα Δημοκρατία, πιστεύουμε στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Πιστεύουμε ότι η αξιολόγηση είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο για να ενθαρρύνουμε και να επιβραβεύσουμε την καλή δουλειά και τη δημιουργικότητα, για να εντοπίζουμε τις βέλτιστες πρακτικές, αλλά και τα σημεία όπου χρειάζεται βελτίωση.
Όπως τόνισα και στην Επιτροπή, σήμερα όσοι εκπαιδευτικοί κάνουν καλά τη δουλειά τους, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο από φιλότιμο, χωρίς αναγνώριση, χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς ηθική, υλική και θεσμική επιβράβευση. Όσοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμία παρακίνηση για να βελτιωθούν. Κι αυτό είναι άδικο. Είναι άδικο για τους ευσυνείδητους εκπαιδευτικούς, είναι άδικο για όσους θέλουν να βελτιωθούν και δεν ξέρουν πώς, είναι άδικο για τα παιδιά και τις οικογένειές τους που τους λέτε σήμερα ότι έχουμε ως κοινωνία ένα εργαλείο που διασφαλίζει καλύτερη ποιότητα στην εκπαίδευση, ένα εργαλείο που αποδίδει αποδεδειγμένα, αλλά επιλέγετε να μη το χρησιμοποιήσετε γιατί δήθεν διαφωνείτε μ' αυτό φιλοσοφικά – όταν όλοι ξέρουμε ότι εξυπηρετείτε έτσι κομματικά σας ακροατήρια εις βάρος της εκπαίδευσης.
Εμείς είμαστε ξεκάθαροι: Δεσμευόμαστε να επαναφέρουμε την αξιολόγηση και στους διδάσκοντες – επώνυμα και τεκμηριωμένα, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με δίκαια και αδιάβλητα κριτήρια, ως εργαλείο δουλειάς πρώτα απ' όλα για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Όπως επίσης δεσμευόμαστε να καταργήσουμε την παράλογη και ήδη κριθείσα ως αντισυνταγματική με ειλημμένη απόφαση του ΣτΕ πρόβλεψη για αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης από τους υφιστάμενους τους με ανώνυμα ερωτηματολόγια. Ειδικά για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων μάλιστα το άρθρο 40 προβλέπει το εντελώς παράλογο να αξιολογούνται από τους υφισταμένους τους χωρίς να συμμετέχουν καν οι ίδιοι στην αξιολόγησή των υφισταμένων τους.
Ιδιαίτερα προβληματικές είναι επίσης και οι διατάξεις των άρθρων 53-70 που αφορούν το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και βρίθουν φωτογραφικών διατάξεων, δημιουργικής ασάφειας και νέων δαπανών που δεν εκτιμώνται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Διατάξεις που προβλέπουν μεταξύ άλλων την παράνομη αυτόματη ανανέωση της θητείας των μελών του ΔΣ, την ακατανόητη πρόβλεψη της δυνατότητας σύναψης δανείων από το ΙΕΠ, τη νομιμοποίηση παράνομων δαπανών, την απολύτως φωτογραφική παροχή της δυνατότητας σε ιδιώτη έμμισθο δικηγόρο, κατά παρέκκλιση των κειμένων γενικών και ειδικών διατάξεων, να μετατάσσεται σαν να ήταν δημόσιος υπάλληλος σε δημόσιες υπηρεσίες και ανεξάρτητες αρχές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Παρόμοια λογική έχει και η διαφοροποίηση στα άρθρα 79 και 80 των προσόντων των μονίμων εκπαιδευτικών που αποσπώνται σε ΔΥΕΠ από εκείνα των αναπληρωτών, ώστε να επαναπροσληφθούν όσοι έχουν επιλεγεί παλαιότερα στα έργα που είχαν υλοποιήσει τα πανεπιστήμια για την εκπαίδευση των προσφυγοπαίδων.
Κι επειδή λέει ο Υπουργός ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει προτάσεις, εμείς έχουμε διατυπώσει τις προτάσεις μας για την παιδεία:
-τους άξονες της μεγαλύτερης αυτονομίας των σχολικών μονάδων
-της αξιοσύνης, της διαφάνειας και του αδιάβλητου στην επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης,
-της ενίσχυσης και ουσιαστικής βελτίωσης θεσμών με αποδεδειγμένη προσφορά όπως οι Σχολικοί Σύμβουλοι,
-της αξιολόγησης παντού με δίκαια κριτήρια χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα,
-της ηθικής, υλικής και θεσμικής αναγνώρισης του ρόλου του εκπαιδευτικού
-της ενθάρρυνσης της ποιότητας και της δημιουργικότητας παντού,
-της περαιτέρω ουσιαστικής στήριξης της ειδικής αγωγής.
Αυτό είναι το πλαίσιο των προτάσεών μας, γιατί λέτε παραπλανητικά ότι δεν υπάρχουν προτάσεις από τη Νέα Δημοκρατία. Αυτές τις προτάσεις, αυτή την πολιτική, σύντομα θα κληθεί να υλοποιήσει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Γι' αυτούς τους λόγους, καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο αυτό που πιστεύουμε πως δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εκπαίδευσης, και δεσμευόμαστε να το καταργήσουμε κατά προτεραιότητα όταν αναλάβουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης”.
“Θέλω πρώτα απ' όλα να ευχηθώ στα παιδιά που εξετάζονται αυτές τις μέρες, σήμερα ξεκινούν οι πανελλαδικές εξετάσεις οι μαθητές από τα ΕΠΑΛ και αύριο των ΓΕΛ, καλή επιτυχία, και καλή συνέχεια ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα.
Ολοκληρώνεται σήμερα, με τη συζήτηση στην ολομέλεια του νομοσχεδίου για της δομές υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μια διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν περιποιεί τιμή στο Κοινοβούλιο.
Όπως τονίσαμε μετ' επιτάσεως τόσο στην επί της αρχής, όσο και στην κατ' άρθρο συζήτηση του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, η διαδικασία του επείγοντος που επελέγη για την επεξεργασία του σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται. Μάλιστα, όχι απλώς δεν δικαιολογείται, αλλά αποκαλύπτει ολοφάνερα τον κεντρικό στόχο της Κυβέρνησης που δεν είναι άλλος από την κομματική άλωση της διοίκησης της εκπαίδευσης.
Είδαμε την Κυβέρνηση να επιχειρεί πριν από λίγο διάστημα ακριβώς το ίδιο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου με τα φωτογραφικά κριτήρια επιλογής που θεσπίσατε - κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της πλειοψηφίας- κάνατε ανέκδοτο τη δήθεν “αποκομματικοποίηση” του Δημοσίου.
Το ίδιο ακριβώς επιχειρείτε να κάνετε τώρα και στην εκπαίδευση: Επιχειρείτε να ξηλώσετε χρήσιμες και δοκιμασμένες στο χρόνο δομές, να βάλτε στην άκρη ικανά και έμπειρα στελέχη για να ορίσετε κομματικούς θεματοφύλακες, όπου γίνεται περισσότερο, όπου προλαβαίνετε περισσότερο καθώς αντιλαμβάνεστε κάθε μέρα που περνά ολοένα και περισσότερο πως βρίσκεστε πλέον σε πορεία αποδρομής.
Επιχείρησε η Κυβέρνηση με τη διαδικασία του επείγοντος να περιορίσει τις αντιδράσεις και την κατακραυγή που θα προκαλούσε αυτό το απαράδεκτο νομοθέτημα. Την πρώτη εκδοχή του νομοσχεδίου αυτού, ένα κείμενο με 51 άρθρα, την έθεσε σε δημόσια διαβούλευση στις 16 Μαρτίου και για δέκα μόλις μέρες. Για δυόμιση μήνες το νομοσχέδιο έμεινε κλειδωμένο στο συρτάρι, περιμένοντας την κατάλληλη συγκυρία. Και την Παρασκευή που μας πέρασε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενόψει των Πανελλαδικών που παραδοσιακά κυριαρχούν στην εκπαιδευτική επικαιρότητα, κατατέθηκε ένα κείμενο-μαμούθ με 113 άρθρα, με πάνω από 500 σελίδες, ένα νομοσχέδιο που αφορά ένα τεράστιο εύρος ζητημάτων, για να το επεξεργαστεί η Επιτροπή με τη διαδικασία του επείγοντος.
Διαβάσαμε όλοι την σκληρή ανακοίνωση που εξέδωσε η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, και σας καταγγέλλει ότι δεν κάνατε διάλογο μαζί τους,δεν κάνατε διαβούλευση για τα σημαντικά θέματα που θίγει το νομοσχέδιο και αφορούν τα μέλη της και τις οικογένειές τους. Κι αυτό, παρά τη ρητή υποχρέωση που απορρέει από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία. Καταθέτω αυτή την ανακοίνωση, για να υπάρχει στα πρακτικά της Βουλής.
Κι αντί κάπως να συνετιστείτε από το σοβαρό σας αυτό ατόπημα, δεν διστάσατε κύριε Υπουργέ να πείτε πως αν έχει γίνει κάτι για την ειδική αγωγή στη χώρα, έγινε από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τα πρακτικά της Βουλής το διαβάζω αυτό, δηλαδή μέσα στα τρία αυτά χρόνια έγινε ό,τι έχει γίνει στην ειδική αγωγή. Η υφυπουργός σας είναι πολύ πιο προσεκτική. Δεν ισοπέδωσε το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων. Δεν ξεκινάνε όλα από την στιγμή που αναλάβατε εσείς και οι ΑΝΕΛ τη διακυβέρνηση. Και γι' αυτό πρέπει να είστε πολύ πιο προσεκτικοί. Είναι λοιπόν μια ατυχής και αμετροεπής δήλωση που αποκαλύπτει πρώτα απ' όλα το δικό σας αδιέξοδο– και δυστυχώς όχι η μόνη τέτοια ατυχής και αμετροεπής δήλωση που ακούσαμε από την πλευρά της Κυβέρνησης σ' αυτή τη διαδικασία, τις τελευταίες μέρες.
Δεν καταφέρατε λοιπόν να αποφύγετε τη σκληρή κριτική, τις αντιδράσεις και την κατακραυγή από την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για ένα νομοσχέδιο σαν κι αυτό που συζητάμε αυτές τις μέρες. Να δούμε λοιπόν τι επιχειρείτε να κάνετε:
Το πρώτο βήμα είναι να αποδομήσετε και να καταργήσετε υφιστάμενες εκπαιδευτικές δομές και να τις αντικαταστήσετε άρον-άρον, χωρίς σοβαρό σχεδιασμό, εκτίμηση συνεπειών και προετοιμασία με νέες υδροκέφαλες, πιο συγκεντρωτικές και γραφειοκρατικές και καταδικασμένες στην υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση.
Είναι τουλάχιστον ειρωνικό το γεγονός ότι ισχυρίζεστε πως θεσμοθετείτε δήθεν “αποκεντρωμένες υπηρεσίες” όμως δημιουργείτε υπερσυγκέντρωση στελεχών στις έδρες των Περιφερειών και στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης και μεταφέρετε τη λήψη των αποφάσεων μακρυά από τη σχολική μονάδα και την εκπαιδευτική διαδικασία.
Καταργείτε εντελώς και απροκάλυπτα εκδικητικά τον θεσμό των Σχολικών Συμβούλων, έναν θεσμό που προσέφερε στην εκπαίδευση, μόνο και μόνο γιατί οι φορείς τους στήριξαν την αξιολόγηση. Και μάλιστα μιλήσατε για “μαγαζάκια” προβάλλοντας κατάφωρα την προσφορά των Σχολικών Συμβούλων. Δεν έστησαν μαγαζάκια, ούτε ζητούν κάτι το ιδιαίτερο. Απλώς ζητούν να διεκδικήσουν κι αυτοί, χωρίς εμπόδια, θέσεις που εσείς καθορίζετε το πλαίσιο για να επιλεγούν.
Τους αντικαθιστάτε από τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου υπό τα ΠΕΚΕΣ, αποκλείοντας βεβαίως τους νυν Σχολικούς Συμβούλους από τη διεκδίκηση θέσης στη νέα δομή με τεχνάσματα, όπως το αντισυνταγματικό όριο των δύο θητειών, που πριν από λίγο προσπαθήσατε να το διορθώσετε, όμως η αντισυνταγματικότητα εξακολουθεί να υπάρχει. Και το βαφτίζετε αυτό θετική αλλαγή, χωρίς να μας λέτε πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα ΠΕΚΕΣ την ώρα που οι προβλεπόμενες θέσεις για Συντονιστές Συμβουλευτικού Έργου ανά ειδικότητα θα είναι κατά πολύ λιγότερες από αυτές των Σχολικών Συμβούλων.
Παρόμοια συγχώνευση επιχειρείτε και με τα ΚΕΣΥ, στα οποία στριμώχνετε ένα ετερόκλιτο πλήθος ανομοιογενών διοικητικών, εκπαιδευτικών, υποστηρικτικών, τεχνολογικών, διαγνωστικών και συμβουλευτικών ενημερωτικών δομών, αυξάνοντας αρμοδιότητες χωρίς να διασφαλίζετε την απαιτούμενη στελέχωση, σε ένα σχήμα υπέρμετρα συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό.
Ούτε εδώ απαντάτε πώς θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα ΚΕΣΥ
-όταν οι προβλεπόμενες θέσεις είναι ελάχιστες για τις αρμοδιότητες που τους δίνετε - 1067 θέσεις σε 71 ΚΕΣΥ -
-όταν οι ανάγκες αυξάνονται ολοένα και περισσότερο,
-όταν δεν προβλέπετε καν την κάλυψη όλων των σχολικών μονάδων από Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Υποστήριξης,
-όταν καταργείτε τη συμμετοχή της ειδικότητας του παιδοψυχιάτρου, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το πώς θα γίνεται η διάγνωση προβλημάτων στις περιπτώσεις που οι γονείς λόγω άγνοιας ή προκατάληψης δεν απευθύνονται στις δομές της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Περίθαλψης.
Ούτε βέβαια απαντάτε στο πώς ακριβώς θα καλυφθεί το κενό του Κέντρου Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών που καταργείτε, το οποίο στελεχώνονταν από έμπειρους πληροφορικούς και τεχνικούς υπεύθυνους και εξυπηρετούσε αποτελεσματικά τις ανάγκες των σχολείων με ελάχιστο κόστος.
Ο ένας λοιπόν πυλώνας της προσπάθειάς σας να αλώσετε κομματικά τη διοίκηση της εκπαίδευσης είναι η κατάργηση δομών και η όπως-όπως αντικατάστασή τους. Ο άλλος είναι βεβαίως η επιλογή και αξιολόγηση των στελεχών.
Κι εδώ κάνετε το εξής εξωφρενικό. Αντί να ξεκινήσετε τις επιλογές από την κορυφή, δηλαδή από τους Περιφερειακούς Διευθυντές όπως είναι το λογικό και το δίκαιο– και όπως άλλωστε καθιστά υποχρεωτικό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τον Δεκέμβριο του 2018 για την υπόλοιπη διοίκηση– εσείς τους ορίζετε Προέδρους των Συμβουλίων Επιλογής.
Ορίζετε Προέδρους δηλαδή κομματικώς διορισμένα στελέχη, τους οποίους ξανά με εξωφρενικό τρόπο εξαιρέσατε από την αξιολόγηση λίγο καιρό πριν χαρακτηρίζοντάς τους “μετακλητούς”. Αυτοί λοιπόν οι κομματικοί διορισμένοι, οι μετακλητοί, οι μη αξιολογημένοι, μας λέτε ότι θα κρίνουν τώρα αντικειμενικά.
Και στην ερώτηση γιατί δεν κρίνονται και δεν αξιολογούνται μέσω ΑΣΕΠ, ο Υπουργός απαντά “Μα δεν γνωρίζετε ότι δεν μπορεί να γίνει γιατί έχουμε πανελλαδικές εξετάσεις;”. Και γιατί δεν το φέρατε νωρίτερα, αφού λέτε, και στην Επιτροπή το επαναλάβατε πολλές φορές, ότι το έχετε έτοιμο από το 2017, εδώ και 8 μήνες; Γιατί το κρατάτε δυόμιση μήνες στο συρτάρι; Δεν ξέρατε ότι αρχίζουν τώρα οι Πανελλαδικές; Μήπως η επιλογή σας αυτή δεν είναι τυχαία;
Και για να κάνετε το έργο τους ευκολότερο ορίζετε κριτήρια μοριοδότησης και επιλογής κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των μικροκομματικών σας επιδιώξεων. Πέρα από το αντισυνταγματικό όριο, που εξακολουθεί να υπάρχει παρά τη διόρθωση που κάνατε, των τριών θητειών ...
-Αποδίδετε υπερβολική βαρύτητα στη μη δομημένη συνέντευξη – σήμερα μας είπατε βεβαίως ότι επαναφέρατε τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, ενώ την είχατε βάλει στη διαβούλευση, τη βγάλατε και τώρα την επαναφέρατε – την οποία μοριοδοτείτε με 14 μόρια.
-Δεν αναγνωρίζετε ως διδακτική την υπηρεσία στελεχών όπως οι Σχολικοί Σύμβουλοι και την εξομοιώνετε με τη μοριοδότηση χαμηλόβαθμων στελεχών,
-Δίνετε υπερβολική μοριοδότηση στην προϋπηρεσία έναντι των αντικειμενικών προσόντων.
Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα πολλά ατοπήματά σας στα κριτήρια, τα οποία ανέφερα πιο αναλυτικά στη συζήτηση στην Επιτροπή.
Για να συμπληρώσετε το παζλ της ιδεοληψίας και της εξυπηρέτησης μικροκομματικών συμφερόντων, εξαιρείτε με το άρθρο 37 τους εκπαιδευτικούς από την αξιολόγηση, την οποία επιφυλάσσετε – όπως την επιφυλάσσετε – μόνο για τα στελέχη της εκπαίδευσης.
Και πώς δικαιολογείτε αυτή σας την απόφαση; Όπως είπε ο Υπουργός, καταργείτε περήφανα το διαβόητο Προεδρικό Διάταγμα 152, ένα “νεοφιλελεύθερο έκτρωμα που προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων” μέσα από την “τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών”.
Αυτά ανάφερε η δήλωση που εξέδωσε ο Υπουργός Παιδείας κατά της Νέας Δημοκρατίας.
Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα μ' αυτή τη δήλωση: Και το πρόβλημα είναι ότι, όπως επισημάναμε και στην Επιτροπή πουθενά το Προεδρικό Διάταγμα 152 δεν μιλά για απολύσεις εκπαιδευτικών. Κι όχι μόνο αυτό αυτό: και ο νόμος 4250/2014 αναφέρεται ρητά σε αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων, διοικητικών και όχι εκπαιδευτικών, αλλά και η σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης ρητά ξεκαθαρίζει ότι η ποσόστωση στην αξιολόγηση δεν ίσχυε για τους εκπαιδευτικούς. Για να μην υπάρχει λοιπόν καμία σκιά και για να μη δημιουργείται καμία εντύπωση, καταθέτω τα έγγραφα αυτά στα πρακτικά.
Να υπενθυμίσω όμως τι απάντησε ο κ. Υπουργός όταν του τα επισημάναμε όλα αυτά. Είπε: “Το Προεδρικό Διάταγμα 152, παρότι δεν το προβλέπει το ίδιο, έχει ταυτιστεί με την αξιολόγηση για να γίνουν απολύσεις. Αυτό δεν μπορεί να προσδώσει μια νομιμότητα στην αξιολόγηση, άρα πρέπει να καταργηθεί και για αυτό το καταργούμε”, και όλα τα άλλα είναι, όπως λέει, “νομικίστικα”.
Αυτό κύριε Υπουργέ, το να μην ενδιαφέρει έναν πολιτικό η αλήθεια αλλά το τι νομίζει, τι αισθάνεται και τι θα ήθελε ο ίδιος και το πολιτικό του ακροατήριό του να είναι η αλήθεια, στη γλώσσα της πολιτικής επιστήμης τα τελευταία χρόνια λέγεται “εναλλακτικά δεδομένα”. Κι επειδή ο κίνδυνος για την ίδια τη δημοκρατία αν αρχίσουμε να σχετικοποιούμε την αλήθεια είναι πολύ μεγάλος, και πιστεύω ότι το αντιλαμβάνεστε πλήρως αυτό, σας καλώ να το λάβετε πολύ σοβαρά υπόψη σας. Ιδίως μάλιστα, όταν τις τελευταίες μέρες ένα ακόμη στέλεχος της Κυβέρνησης, ο Υπουργός Εξωτερικών, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για τα εθνικά μας θέματα, επιχειρεί κι αυτός να σχετικοποιήσει την αλήθεια.
Εμείς, η Νέα Δημοκρατία, πιστεύουμε στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Πιστεύουμε ότι η αξιολόγηση είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο για να ενθαρρύνουμε και να επιβραβεύσουμε την καλή δουλειά και τη δημιουργικότητα, για να εντοπίζουμε τις βέλτιστες πρακτικές, αλλά και τα σημεία όπου χρειάζεται βελτίωση.
Όπως τόνισα και στην Επιτροπή, σήμερα όσοι εκπαιδευτικοί κάνουν καλά τη δουλειά τους, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο από φιλότιμο, χωρίς αναγνώριση, χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς ηθική, υλική και θεσμική επιβράβευση. Όσοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμία παρακίνηση για να βελτιωθούν. Κι αυτό είναι άδικο. Είναι άδικο για τους ευσυνείδητους εκπαιδευτικούς, είναι άδικο για όσους θέλουν να βελτιωθούν και δεν ξέρουν πώς, είναι άδικο για τα παιδιά και τις οικογένειές τους που τους λέτε σήμερα ότι έχουμε ως κοινωνία ένα εργαλείο που διασφαλίζει καλύτερη ποιότητα στην εκπαίδευση, ένα εργαλείο που αποδίδει αποδεδειγμένα, αλλά επιλέγετε να μη το χρησιμοποιήσετε γιατί δήθεν διαφωνείτε μ' αυτό φιλοσοφικά – όταν όλοι ξέρουμε ότι εξυπηρετείτε έτσι κομματικά σας ακροατήρια εις βάρος της εκπαίδευσης.
Εμείς είμαστε ξεκάθαροι: Δεσμευόμαστε να επαναφέρουμε την αξιολόγηση και στους διδάσκοντες – επώνυμα και τεκμηριωμένα, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με δίκαια και αδιάβλητα κριτήρια, ως εργαλείο δουλειάς πρώτα απ' όλα για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Όπως επίσης δεσμευόμαστε να καταργήσουμε την παράλογη και ήδη κριθείσα ως αντισυνταγματική με ειλημμένη απόφαση του ΣτΕ πρόβλεψη για αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης από τους υφιστάμενους τους με ανώνυμα ερωτηματολόγια. Ειδικά για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων μάλιστα το άρθρο 40 προβλέπει το εντελώς παράλογο να αξιολογούνται από τους υφισταμένους τους χωρίς να συμμετέχουν καν οι ίδιοι στην αξιολόγησή των υφισταμένων τους.
Ιδιαίτερα προβληματικές είναι επίσης και οι διατάξεις των άρθρων 53-70 που αφορούν το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και βρίθουν φωτογραφικών διατάξεων, δημιουργικής ασάφειας και νέων δαπανών που δεν εκτιμώνται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Διατάξεις που προβλέπουν μεταξύ άλλων την παράνομη αυτόματη ανανέωση της θητείας των μελών του ΔΣ, την ακατανόητη πρόβλεψη της δυνατότητας σύναψης δανείων από το ΙΕΠ, τη νομιμοποίηση παράνομων δαπανών, την απολύτως φωτογραφική παροχή της δυνατότητας σε ιδιώτη έμμισθο δικηγόρο, κατά παρέκκλιση των κειμένων γενικών και ειδικών διατάξεων, να μετατάσσεται σαν να ήταν δημόσιος υπάλληλος σε δημόσιες υπηρεσίες και ανεξάρτητες αρχές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Παρόμοια λογική έχει και η διαφοροποίηση στα άρθρα 79 και 80 των προσόντων των μονίμων εκπαιδευτικών που αποσπώνται σε ΔΥΕΠ από εκείνα των αναπληρωτών, ώστε να επαναπροσληφθούν όσοι έχουν επιλεγεί παλαιότερα στα έργα που είχαν υλοποιήσει τα πανεπιστήμια για την εκπαίδευση των προσφυγοπαίδων.
Κι επειδή λέει ο Υπουργός ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει προτάσεις, εμείς έχουμε διατυπώσει τις προτάσεις μας για την παιδεία:
-τους άξονες της μεγαλύτερης αυτονομίας των σχολικών μονάδων
-της αξιοσύνης, της διαφάνειας και του αδιάβλητου στην επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης,
-της ενίσχυσης και ουσιαστικής βελτίωσης θεσμών με αποδεδειγμένη προσφορά όπως οι Σχολικοί Σύμβουλοι,
-της αξιολόγησης παντού με δίκαια κριτήρια χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα,
-της ηθικής, υλικής και θεσμικής αναγνώρισης του ρόλου του εκπαιδευτικού
-της ενθάρρυνσης της ποιότητας και της δημιουργικότητας παντού,
-της περαιτέρω ουσιαστικής στήριξης της ειδικής αγωγής.
Αυτό είναι το πλαίσιο των προτάσεών μας, γιατί λέτε παραπλανητικά ότι δεν υπάρχουν προτάσεις από τη Νέα Δημοκρατία. Αυτές τις προτάσεις, αυτή την πολιτική, σύντομα θα κληθεί να υλοποιήσει η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Γι' αυτούς τους λόγους, καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο αυτό που πιστεύουμε πως δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εκπαίδευσης, και δεσμευόμαστε να το καταργήσουμε κατά προτεραιότητα όταν αναλάβουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης”.