Του Τόλη Κοϊνη
Μια μάχη που δεν έχει γιορταστεί ποτέ. Μια μάχη που έγινε μάλλον τυχαία στο Μαλαντρένι, τον Ιούλιο του 1822. Ο Φωτάκος δίνει ως ημερομηνία τις 13 Ιουλίου, εάν όμως καταμετρήσεις σωστά τα γεγονότα πρέπει να έγινε λίγο αργότερα, 18 με 20 του Ιούλη.
Είχαν προηγηθεί τα εξής γεγονότα: 9 Ιουλίου γίνεται η κάθοδος των 50 Τούρκων ιππέων από την Κόρινθο στο Ναύπλιο, με επικεφαλής τον Αλή Πασά, Αργείτη,. 10-11 Ιουλίου οι Έλληνες συγκροτούν στρατόπεδο στους Μύλους όπου ο Κολοκοτρώνης τους αναπτύσσει το σχέδιό του. 12 Ιουλίου έρχεται το σύνολο του Τουρκικού εκστρατευτικού σώματος με τον Δράμαλη στο Ναύπλιο. Αμέσως μετά ο Τσώκρης με καταδρομικές ενέργειες βάζει φωτιά στον κάμπο και μολύνει τα πηγάδια. Ο Δ. Υψηλάντης οχυρώνεται στη Λάρισα του Άργους και ο Κολοκοτρώνης φεύγει από τους Μύλους και ακολουθώντας μονοπάτια στην πλαγιά του Αρτεμισίου προχωράει προς τη Νεμέα για να ολοκληρώσει την κυκλωτική κίνηση.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας συναντήθηκε το στράτευμα του Κολοκοτρώνη με ένα Τούρκικο σώμα στο Μαλαντρένι. Όσοι ήταν καβαλάρηδες υποχώρησαν. Έμειναν μόνο 15 περίπου Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες, που οχυρώθηκαν στα σπίτια του Μαλαντρενιού. Ο Κολοκοτρώνης απεφάσισε ότι έπρεπε να τους εξολοθρεύσουν. Τους ανάγκασαν να κλειστούν σε ένα μεγάλο σπίτι. Τους ζήτησαν να παραδοθούν… Από τις σπάνιες φορές στη διάρκεια της Επανάστασης, δεν έκαναν ξεχωριστή συμφωνία να εγκαταλείψουν τους Τούρκους. Γιατί, αυτή η πολεμόχαρη κατά τα άλλα φυλή, διακρίθηκε περισσότερο για την παραδοπιστία της απέναντι στους Τούρκους εργοδότες της, παρά για την παλικαριά τους.
Στο Μαλαντρένι ήταν η εξαίρεση. Στάθηκαν και πολέμησαν ηρωικά. Ο Κολοκοτρώνης για να μην χάνει τον καιρό του μαζί τους, διέταξε και μάζεψαν ξερά κλαριά που τα είχαν για φράχτες στο χωριό, τα έβαλαν γύρω από το πολιορκούμενο σπίτι και άναψαν φωτιά. Δεν παραδόθηκαν προτίμησαν να πεθάνουν.
Την ώρα που είχε καεί το ανώγι του σπιτιού, πλησίασε την πόρτα του φλεγόμενου οικήματος ο Παπαφλέσσας. Και τράβηξε έξω αυτόν που πολεμούσε στην πόρτα. Όχι για να τον σώσει, αλλά για να του πάρει τον πολύτιμο οπλισμό. Τον τράβηξε έξω μισοκαμμένο…
Δεν έκαναν ηρωισμούς μόνο οι δικοί μας…
Σαν εικονογράφηση βάζω την περίφημη εικόνα που δείχνει τον Γέρο του Μωριά, να φεύγει από τους Μύλους για να πάει στα Δερβενάκια (στο βάθος διακρίνονται τα κάστρα του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας).
Μια μάχη που δεν έχει γιορταστεί ποτέ. Μια μάχη που έγινε μάλλον τυχαία στο Μαλαντρένι, τον Ιούλιο του 1822. Ο Φωτάκος δίνει ως ημερομηνία τις 13 Ιουλίου, εάν όμως καταμετρήσεις σωστά τα γεγονότα πρέπει να έγινε λίγο αργότερα, 18 με 20 του Ιούλη.
Είχαν προηγηθεί τα εξής γεγονότα: 9 Ιουλίου γίνεται η κάθοδος των 50 Τούρκων ιππέων από την Κόρινθο στο Ναύπλιο, με επικεφαλής τον Αλή Πασά, Αργείτη,. 10-11 Ιουλίου οι Έλληνες συγκροτούν στρατόπεδο στους Μύλους όπου ο Κολοκοτρώνης τους αναπτύσσει το σχέδιό του. 12 Ιουλίου έρχεται το σύνολο του Τουρκικού εκστρατευτικού σώματος με τον Δράμαλη στο Ναύπλιο. Αμέσως μετά ο Τσώκρης με καταδρομικές ενέργειες βάζει φωτιά στον κάμπο και μολύνει τα πηγάδια. Ο Δ. Υψηλάντης οχυρώνεται στη Λάρισα του Άργους και ο Κολοκοτρώνης φεύγει από τους Μύλους και ακολουθώντας μονοπάτια στην πλαγιά του Αρτεμισίου προχωράει προς τη Νεμέα για να ολοκληρώσει την κυκλωτική κίνηση.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας συναντήθηκε το στράτευμα του Κολοκοτρώνη με ένα Τούρκικο σώμα στο Μαλαντρένι. Όσοι ήταν καβαλάρηδες υποχώρησαν. Έμειναν μόνο 15 περίπου Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες, που οχυρώθηκαν στα σπίτια του Μαλαντρενιού. Ο Κολοκοτρώνης απεφάσισε ότι έπρεπε να τους εξολοθρεύσουν. Τους ανάγκασαν να κλειστούν σε ένα μεγάλο σπίτι. Τους ζήτησαν να παραδοθούν… Από τις σπάνιες φορές στη διάρκεια της Επανάστασης, δεν έκαναν ξεχωριστή συμφωνία να εγκαταλείψουν τους Τούρκους. Γιατί, αυτή η πολεμόχαρη κατά τα άλλα φυλή, διακρίθηκε περισσότερο για την παραδοπιστία της απέναντι στους Τούρκους εργοδότες της, παρά για την παλικαριά τους.
Στο Μαλαντρένι ήταν η εξαίρεση. Στάθηκαν και πολέμησαν ηρωικά. Ο Κολοκοτρώνης για να μην χάνει τον καιρό του μαζί τους, διέταξε και μάζεψαν ξερά κλαριά που τα είχαν για φράχτες στο χωριό, τα έβαλαν γύρω από το πολιορκούμενο σπίτι και άναψαν φωτιά. Δεν παραδόθηκαν προτίμησαν να πεθάνουν.
Την ώρα που είχε καεί το ανώγι του σπιτιού, πλησίασε την πόρτα του φλεγόμενου οικήματος ο Παπαφλέσσας. Και τράβηξε έξω αυτόν που πολεμούσε στην πόρτα. Όχι για να τον σώσει, αλλά για να του πάρει τον πολύτιμο οπλισμό. Τον τράβηξε έξω μισοκαμμένο…
Δεν έκαναν ηρωισμούς μόνο οι δικοί μας…
Σαν εικονογράφηση βάζω την περίφημη εικόνα που δείχνει τον Γέρο του Μωριά, να φεύγει από τους Μύλους για να πάει στα Δερβενάκια (στο βάθος διακρίνονται τα κάστρα του Παλαμηδιού και της Ακροναυπλίας).