Του Γιάννη Ανδριανού
Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και χρήσιμους για τη σημερινή Ελλάδα διεθνείς δείκτες είναι αυτός της Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας Ταλέντου (Global Talent Competitive Index), που δημοσιεύουν τα τελευταία χρόνια το INSEAD, η Adecco και η Tata Communications. Κι αυτό γιατί, ενώ η φυγή νέων ανθρώπων στο εξωτερικό συνεχίζεται με δραματικές επιπτώσεις στην εθνική μας οικονομία και στην κοινωνία μας, ο δείκτης αυτός καταγράφει ακριβώς τις παραμέτρους που συμβάλλουν στη διατήρηση των ταλέντων σε μια χώρα, αλλά και την προσέλκυσή τους από το εξωτερικό.
Στον φετινό δείκτη, που δημοσιεύθηκε στις αρχές του έτους, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 42η θέση ανάμεσα σε 119 χώρες – μια επίδοση καθόλου ικανοποιητική για ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, που συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με υψηλά εισοδήματα παγκοσμίως. Αξίζει λοιπόν να δούμε τα πεδία όπου υστερούμε και πρέπει να βελτιώσουμε.
Πρώτα απ’ όλα, τα αυτονόητα: η Ελλάδα είναι 112η ανάμεσα σε 119 χώρες στην προσέλκυση ταλέντων (brain gain) και 106η στη διατήρησή τους στη χώρα (brain retention). Η απόδοση όμως των πολύ αρνητικών αυτών επιδόσεων στις επιπτώσεις της κρίσης περιγράφει μόνο ένα μέρος της εικόνας – και μάλλον όχι το σημαντικότερο.
Κι αυτό γιατί, αν δούμε τα πεδία που αφορούν την εκπαίδευση, η Ελλάδα βρίσκεται στην 89η θέση στη διά βίου μάθηση και στην 97η θέση στη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την πραγματική οικονομία. Την ίδια ώρα, είμαστε πρώτοι στον κόσμο ως προς τις εγγραφές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τη δεύτερη Νότια Κορέα. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι έχουμε ένα σύστημα που παρακινεί τους νέους να ακολουθήσουν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς όμως να διασφαλίζει τη σύνδεση με τις συνθήκες της πραγματικής οικονομίας –παράγουμε δηλαδή πτυχιούχους ανέργους– και χωρίς ελκυστικές εναλλακτικές, επαγγελματικής λόγου χάρη εκπαίδευσης.
Και η κατάσταση αυτή δεν βελτιώνεται ούτε μετά τα χρόνια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 104η θέση παγκοσμίως στην ποιότητα των σχέσεων κράτους και επιχειρήσεων, την 105η στη δυνατότητα δημιουργίας αναπτυξιακών συστάδων με γεωγραφικούς, κλαδικούς ή θεσμικούς όρους, και την 95η στις ξένες άμεσες επενδύσεις και τη μεταφορά τεχνολογίας. Ταυτόχρονα, είμαστε στην 93η θέση στην ποιότητα του επιχειρηματικού και εργασιακού περιβάλλοντος και στην 90ή ως προς τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Την ώρα που η ανεργία και η υποαπασχόληση των νέων βρίσκονται στα σημερινά επίπεδα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 102η θέση παγκοσμίως ως προς την αποτελεσματικότητα των ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας, που θα έπρεπε να βοηθούν τους ανέργους να αποκτήσουν νέες δεξιότητες και να βρουν σταθερές, καλά αμειβόμενες εργασίες.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως η Ελλάδα, παρά τη συμμετοχή-ρεκόρ των νέων ανθρώπων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καταλαμβάνει την 92η θέση παγκοσμίως ως προς την κοινωνική κινητικότητα, τη δυνατότητα των ατόμων να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση μέσω των δικών τους προσπαθειών, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική θέση των γονιών τους.
Ολα αυτά τα πορίσματα, σε συνδυασμό με την επίδοση της Ελλάδας σε δείκτες όπως αυτούς της Παγκόσμιας Οικονομικής Ελευθερίας του Ινστιτούτου Fraser (116η μεταξύ 159 χωρών), που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, όχι απλώς καταγράφουν μια δυσάρεστη εικόνα, αλλά μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε πού ακριβώς και σε ποια κατεύθυνση να στοχεύσουμε τη δράση μας.
Αλλωστε, κάθε αισιόδοξη σκέψη για την Ελλάδα του αύριο δεν μπορεί παρά να έχει ως προϋπόθεση την ανακοπή του ρεύματος φυγής των νέων και ταλαντούχων Ελλήνων στο εξωτερικό και τη διασφάλιση των όρων για την επιστροφή τους στη χώρα.
Απέναντι λοιπόν σε μια κυβέρνηση που απορρίπτει κάθε έννοια αξιολόγησης, ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα πολύτιμα δεδομένα που συμπυκνώνουν την παγκόσμια εμπειρία ως γνώμονα για το σχέδιο πολιτικής που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση, δίνοντας στους νέους Ελληνες ουσιαστικά κίνητρα και ευκαιρίες να μείνουν στην πατρίδα μας και να κάνουν εδώ πράξη τα όνειρά τους.
* Βουλευτής Ν.Δ. - αναπλ. υπεύθυνος Τομέα Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων.
Πηγή: kathimerini.gr