Μικρός, χαριτωμένος και έξυπνος, ο κόκκινος σκίουρος είναι ένας πρωταθλητής της επιβίωσης που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα μεικτά δάση των ελληνικών βουνών. Το επιστημονικό του όνομα είναι Sciurus vulgaris, δηλαδή «Σκίουρος ο κοινός».
Ανήκει στην οικογένεια των Σκιουρίδων και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία υποειδών (πάνω από 40). Οι σκίουροι που ζούνε στην Ελλάδα, μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν ότι ανήκαν σε δύο υποείδη, τον Σκίουρο τον Λιλέο (Sciurus vulgaris lilaeus) και τον Σκίουρο τον Αμέλιο (Sciurus vulgaris ameliae), όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει καθώς τα δύο υποείδη θεωρούνται πλέον συνώνυμα.
Ο σκίουρος είναι ένα μικρό, ευκίνητο, τρωκτικό με λεπτό σώμα. Τα χρώματα του ποικίλλουν καθώς το καλοκαίρι έχει έντονο κόκκινο-καφέ χρώμα και το χειμώνα σοκολατί-καφέ χρώμα με γκρίζες ανταύγειες, ενώ το στήθος του είναι μόνιμα λευκό. Τα αφτιά του τον χειμώνα βγάζουν μακρύ όρθιο τρίχωμα, ενώ την ίδια εποχή βγάζει τρίχωμα στα πέλματα το οποίο χάνει το καλοκαίρι. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, απ’ όπου βγαίνει και το όνομα του (σκιά+ουρά) είναι η μεγάλη φουντωτή ουρά που πολλές φορές φτάνει σε μήκος το υπόλοιπο σώμα του ζώου. Το μήκος του κυμαίνεται από 18 εώς 24 εκ. και το μήκος της ουράς του από 14 εώς 20 εκ., ενώ το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 250 και 350 γραμ.
Οι σκίουροι ζούνε κυρίως σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων σε σημεία που συνορεύουν με μεικτή βλάστηση από δέντρα, όπως βελανιδιές, καρυδιές, καστανιές, λεύκες, φουντουκιές, κ.α. Πολλές φορές ζούνε γύρω από χωριά και οικισμούς, ακόμα και σε πάρκα, καθώς προσελκύονται από διάφορα καρποφόρα δέντρα που χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες. Στην Ελλάδα ζούνε σε όλους τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας και της Πίνδου φτάνοντας μέχρι την Πάρνηθα στην Στερεά και το Μαίναλο και τον Ταϋγετο στην Πελοπόννησο, ενώ απουσιάζει από τα νησιά. Ο βιότοπος κάθε σκίουρου απλώνεται σε 7 περίπου εκτάρια με μία πυκνότητα που κυμαίνεται από 0,2 μέχρι 10 σκίουρους ανά εκτάριο.
Ο σκίουρος είναι μοναχικό, ημερόβιο είδος που βγαίνει από τη φωλιά του μισή ώρα μετά την ανατολή. Δραστηριοποιείται περισσότερο τέσσερις ώρες μετά την ανατολή και τρεις ώρες πριν τη δύση. Η φωλιά τους αποτελείται από κλαδιά και ξερά φυλλά στοιβαγμένα με έναν κυκλικό τρόπο, ψηλά πάνω στα δέντρα, ενώ κάθε σκίουρος μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερες από μία φωλιές. Οι σκίουροι δεν πέφτουν σε χειμέρια νάρκη, αλλά μπορεί να κάτσουν αρκετές μέρες μέσα στη φωλιά όταν ο καιρός είναι άσχημος. Δεν μπορούν να χωνέψουν την κυτταρίνη και βασίζονται αποκλειστικά σε τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπος. Οι σκίουροι τρώνε μια μεγάλη ποικιλία τροφών, όπως καρπούς από κουκουνάρια, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, βατόμουρα και άλλα φρούτα του δάσους, άνθη, μανιτάρια, έντομα, ακόμη και αυγά πουλιών. Πολλές φορές τρώνε χώμα και ξύλα για την απόκτηση μεταλλικών στοιχείων. Αποθηκεύουν στη γη και στις τρύπες των δέντρων μεγάλες ποσότητες καρπών για να τις χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανάγκης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκίουροι, μαζί με τις κίσσες, θεωρούνται οι μεγαλύτεροι αναδασωτές της φύσης. Οι αρχές της άνοιξης είναι η δυσκολότερη περίοδος για τους σκίουρους, καθώς τα θαμμένα καρύδια αρχίζουν να φυτρώνουν και δεν είναι πλέον διαθέσιμα για τροφή.
Πρόκειται για ήρεμα ζώα και οι διεκδικήσεις μεταξύ τους περιλαμβάνουν μικρές στριγγλιές και τινάγματα της ουράς. Η ιεραρχία καθορίζεται από τα θηλυκά. Ζευγαρώνουν κυρίως από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο ενώ γεννάνε δύο φορές το χρόνο από 3 εώς 7 μικρά κάθε φορά. Τα μικρά ανεξαρτητοποιούνται μετά από 4 μήνες. Η φροντίδα τους αναλαμβάνεται αποκλειστικά από τα θηλυκά τα οποία και μεταφέρουν τα μικρά τους σε περίπτωση κινδύνου. Ζούνε περίπου επτά χρόνια. Οι σκίουροι αποτελούν αγαπημένο θήραμα για πολλά ζώα ιδιαίτερα αρπακτικά πουλιά, κουνάβια, νυφίτσες, αλεπούδες και αγριόγατες.
Μεγαλύτερος όμως κίνδυνος, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η συνύπαρξη του με ξενικά συγγενικά είδη. Η περίπτωση της εισαγωγής του αμερικάνικου γκρι σκίουρου στην Αγγλία είναι χαρακτηριστική. Μέσα σε λίγα χρόνια ο γκρι σκίουρος έχει εκτοπίσει το γηγενές είδος σκίουρου, του ίδιου δηλαδή που ζει και στα δικά μας δάση. Η επικράτηση του γκρι σκίουρου έγινε επειδή είναι μεγαλύτερος και πιο προσαρμοστικός αλλά και επειδή όταν ο κόκκινος σκίουρος είναι κάτω από πίεση δεν αναπαράγεται συχνά όπως κάνει ο γκρι. Τέλος, ο γκρι σκίουρος κουβαλάει έναν θανατηφόρο ιό που αποδεκατίζει τους κόκκινους σκίουρους, ενώ ο ίδιος έχει ανοσία.
Ο κόκκινος σκίουρος προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης, από το Π.Δ. 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN.
Ο σκίουρος είναι ένα μικρό, ευκίνητο, τρωκτικό με λεπτό σώμα. Τα χρώματα του ποικίλλουν καθώς το καλοκαίρι έχει έντονο κόκκινο-καφέ χρώμα και το χειμώνα σοκολατί-καφέ χρώμα με γκρίζες ανταύγειες, ενώ το στήθος του είναι μόνιμα λευκό. Τα αφτιά του τον χειμώνα βγάζουν μακρύ όρθιο τρίχωμα, ενώ την ίδια εποχή βγάζει τρίχωμα στα πέλματα το οποίο χάνει το καλοκαίρι. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, απ’ όπου βγαίνει και το όνομα του (σκιά+ουρά) είναι η μεγάλη φουντωτή ουρά που πολλές φορές φτάνει σε μήκος το υπόλοιπο σώμα του ζώου. Το μήκος του κυμαίνεται από 18 εώς 24 εκ. και το μήκος της ουράς του από 14 εώς 20 εκ., ενώ το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 250 και 350 γραμ.
Οι σκίουροι ζούνε κυρίως σε δάση πλατύφυλλων και κωνοφόρων σε σημεία που συνορεύουν με μεικτή βλάστηση από δέντρα, όπως βελανιδιές, καρυδιές, καστανιές, λεύκες, φουντουκιές, κ.α. Πολλές φορές ζούνε γύρω από χωριά και οικισμούς, ακόμα και σε πάρκα, καθώς προσελκύονται από διάφορα καρποφόρα δέντρα που χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες. Στην Ελλάδα ζούνε σε όλους τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας και της Πίνδου φτάνοντας μέχρι την Πάρνηθα στην Στερεά και το Μαίναλο και τον Ταϋγετο στην Πελοπόννησο, ενώ απουσιάζει από τα νησιά. Ο βιότοπος κάθε σκίουρου απλώνεται σε 7 περίπου εκτάρια με μία πυκνότητα που κυμαίνεται από 0,2 μέχρι 10 σκίουρους ανά εκτάριο.
Ο σκίουρος είναι μοναχικό, ημερόβιο είδος που βγαίνει από τη φωλιά του μισή ώρα μετά την ανατολή. Δραστηριοποιείται περισσότερο τέσσερις ώρες μετά την ανατολή και τρεις ώρες πριν τη δύση. Η φωλιά τους αποτελείται από κλαδιά και ξερά φυλλά στοιβαγμένα με έναν κυκλικό τρόπο, ψηλά πάνω στα δέντρα, ενώ κάθε σκίουρος μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερες από μία φωλιές. Οι σκίουροι δεν πέφτουν σε χειμέρια νάρκη, αλλά μπορεί να κάτσουν αρκετές μέρες μέσα στη φωλιά όταν ο καιρός είναι άσχημος. Δεν μπορούν να χωνέψουν την κυτταρίνη και βασίζονται αποκλειστικά σε τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπος. Οι σκίουροι τρώνε μια μεγάλη ποικιλία τροφών, όπως καρπούς από κουκουνάρια, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, βατόμουρα και άλλα φρούτα του δάσους, άνθη, μανιτάρια, έντομα, ακόμη και αυγά πουλιών. Πολλές φορές τρώνε χώμα και ξύλα για την απόκτηση μεταλλικών στοιχείων. Αποθηκεύουν στη γη και στις τρύπες των δέντρων μεγάλες ποσότητες καρπών για να τις χρησιμοποιήσουν σε περίπτωση ανάγκης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκίουροι, μαζί με τις κίσσες, θεωρούνται οι μεγαλύτεροι αναδασωτές της φύσης. Οι αρχές της άνοιξης είναι η δυσκολότερη περίοδος για τους σκίουρους, καθώς τα θαμμένα καρύδια αρχίζουν να φυτρώνουν και δεν είναι πλέον διαθέσιμα για τροφή.
Πρόκειται για ήρεμα ζώα και οι διεκδικήσεις μεταξύ τους περιλαμβάνουν μικρές στριγγλιές και τινάγματα της ουράς. Η ιεραρχία καθορίζεται από τα θηλυκά. Ζευγαρώνουν κυρίως από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο ενώ γεννάνε δύο φορές το χρόνο από 3 εώς 7 μικρά κάθε φορά. Τα μικρά ανεξαρτητοποιούνται μετά από 4 μήνες. Η φροντίδα τους αναλαμβάνεται αποκλειστικά από τα θηλυκά τα οποία και μεταφέρουν τα μικρά τους σε περίπτωση κινδύνου. Ζούνε περίπου επτά χρόνια. Οι σκίουροι αποτελούν αγαπημένο θήραμα για πολλά ζώα ιδιαίτερα αρπακτικά πουλιά, κουνάβια, νυφίτσες, αλεπούδες και αγριόγατες.
Μεγαλύτερος όμως κίνδυνος, όπως έχει αποδειχθεί, είναι η συνύπαρξη του με ξενικά συγγενικά είδη. Η περίπτωση της εισαγωγής του αμερικάνικου γκρι σκίουρου στην Αγγλία είναι χαρακτηριστική. Μέσα σε λίγα χρόνια ο γκρι σκίουρος έχει εκτοπίσει το γηγενές είδος σκίουρου, του ίδιου δηλαδή που ζει και στα δικά μας δάση. Η επικράτηση του γκρι σκίουρου έγινε επειδή είναι μεγαλύτερος και πιο προσαρμοστικός αλλά και επειδή όταν ο κόκκινος σκίουρος είναι κάτω από πίεση δεν αναπαράγεται συχνά όπως κάνει ο γκρι. Τέλος, ο γκρι σκίουρος κουβαλάει έναν θανατηφόρο ιό που αποδεκατίζει τους κόκκινους σκίουρους, ενώ ο ίδιος έχει ανοσία.
Ο κόκκινος σκίουρος προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης, από το Π.Δ. 67/1981 και από το ΚΒ-IUCN.
Φώτο - βίντεο Γιάννης Διαμαντόπουλος