Η εκδρομή στην Επίδαυρο έχει ένα πρόγραμμα, μια ιεροτελεστία που παραμένει σταθερή όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η επιβλητική ατμόσφαιρα και η μαγεία του θεάτρου. Το χάζι στην παραλία, στα καφέ και στις ταβέρνες όπου συχνάζουν οι συντελεστές των παραστάσεων. Το φαγητό στην ιστορική ταβέρνα του Λεωνίδα στο Λυγουριό. Και στο τέλος όλοι καταλήγουν στο Καπάκι.
Εξάλλου, έτσι πήρε το όνομά του. Είναι η προσδοκία γι’ αυτό που περιμένουμε να συμβεί μέχρι να ξημερώσει. Και έρχεται έπειτα από κάτι άλλο, δηλαδή στο… καπάκι, ως τελείωμα της διασκέδασης. Καλλιτέχνες, ηθοποιοί, διανοούμενοι, ντόπιοι, τουρίστες και θεατρόφιλοι γίνονται μια μεγάλη παρέα που χορεύει κάτω από τις λεμονιές και τις νεραντζιές σε ένα χωράφι στην Παλαιά Επίδαυρο.
Η ιδιοκτήτρια, η κ. Αγγελική, θυμάται τόσο πολλά που δυσκολεύεται να επιλέξει ιστορίες, ανθρώπους και καταστάσεις. Κυρίως επειδή δεν θέλει να αδικήσει κανέναν. Η ντισκοτέκ άνοιξε το 1981, σε μια εποχή που οι αντανακλάσεις των φωτορυθμικών ήταν της μόδας και τα σχετικά ακούσματα προσείλκυαν αρκετό κόσμο. Το Καπάκι είναι το μοναδικό μαγαζί που έχει απομείνει μέχρι σήμερα στην περιοχή (από τα πολλά που είχαν ανοίξει τότε). Από τα λόγια και το γέλιο της κ. Αγγελικής αντιλαμβάνεται κανείς τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για αυτό το «δημιούργημα». Η αγωνία είναι μόνο μία: να μη στερέψει το κέφι της βραδιάς. Και φυσικά να είναι πάντοτε γεμάτη η πίστα.
Δεμένοι με το θέατρο
«Το μαγαζί άνοιξε το 1981. Εγώ γνώρισα τον σύζυγό μου το 1984 και το βρήκα έτοιμο κατά κάποιον τρόπο. Σταδιακά χτίστηκε ένας ισχυρός δεσμός με το θέατρο της Επιδαύρου. Μετά τις παραστάσεις και τις πρόβες όλοι έρχονταν στην ντίσκο για να κλείσουν τη βραδιά τους. Η ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή ήταν πιο αυθόρμητη. Ο καλλιτεχνικός χώρος ήταν απελευθερωμένος, δεν υπήρχαν το άγχος και η πίεση που έχουν σήμερα οι νέοι σε όλα τα επαγγέλματα. Θυμάμαι πολλούς ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι που έχουν παίξει στην Επίδαυρο έχουν περάσει και από το Καπάκι. Μας ένοιαζε ο κόσμος να διασκεδάζει και να περνά καλά. Δεν σκεφτόμασταν την επαγγελματική ικανοποίηση και τις οικονομικές απολαβές. Το Καπάκι είναι για εμάς κάτι περισσότερο από αυτά».
Από τότε δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτε. Η πίστα είναι ακόμη στη θέση της και οι μουσικές επιλογές ποικίλλουν και εναλλάσσονται χωρίς σοβαροφάνεια και επιτήδευση. «Είμαστε λίγο ρετρό, αλλά μας αρέσει και το απολαμβάνουμε. Η πίστα και η διακόσμηση έχουν παραμείνει ίδιες. Δεν ακολουθήσαμε ποτέ τα ρεύματα της μόδας και της μουσικής. Παίζουμε ελληνικά, εμβληματικά ντίσκο κομμάτια, ροκ, λάτιν και ό,τι άλλο προκύψει. Το πρόγραμμα έχει ελευθερία».
Από το Καπάκι έχουν περάσει τόσο πολλοί άνθρωποι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους απαριθμήσει κανείς. «Θυμάμαι πολλούς που δυστυχώς έχουν φύγει από τη ζωή. Μια βραδιά ο Μίμης Κουγιουμτζής χόρεψε τσάμικο στην πίστα. Και η Τζένη Καρέζη έχει χορέψει πολύ εδώ. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιώργος Κιμούλης, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Αντώνης Τρίτσης. Μετά το θέατρο και την ταβέρνα του Λεωνίδα, όλοι έρχονταν σε εμάς».
Το Καπάκι πέρασε δύσκολα χρόνια όταν ξέσπασε η κρίση, αλλά κατάφερε να επιβιώσει επειδή διατήρησε την ατμόσφαιρα και τον χαρακτήρα του. Πλέον, το μαγαζί έχουν αναλάβει τα παιδιά του Ηλία και της Αγγελικής, που συνεχίζουν να το δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο.
«Είμαι 56 χρόνων και δεν πηγαίνω πλέον σε καθημερινή βάση. Είμαι γριά πια γι’ αυτά» λέει γελώντας η κ. Αγγελική. «Το Καπάκι ήταν το δικό μας μέρος. Δημιουργήθηκε με αγάπη και αξιοπρέπεια. Δεν ήμασταν ποτέ στατικό μπαρ, ένα αποξενωμένο μέρος όπου ο καθένας κρατάει το ποτό του και κάθεται στην μπάρα μιλώντας με την παρέα του. Το Καπάκι είναι γλέντι και πανηγύρι».
Περασμένα, όχι ξεχασμένα
Ολα αυτά τα χρόνια ανέβηκαν στην Επίδαυρο εμβληματικές παραστάσεις που δημιουργούσαν συνωστισμό και αναστάτωση. Οι ιστορίες αμέτρητες. Γλέντια, έρωτες και ξενύχτια. «Οταν έπαιζε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, δεν μπορούσες ούτε την είσοδο να περάσεις από τον πολύ κόσμο. Θυμάμαι και τον πανικό που είχε γίνει με τους “Βατράχους” του Θεάτρου Τέχνης. Δεν θέλω όμως να ξεχωρίσω παραστάσεις γιατί σίγουρα κάποια θα αδικήσω. Σε κάτι τέτοιες βραδιές λέγαμε στον κόσμο να μην μπαίνει μέσα γιατί πραγματικά δεν χωρούσε. Θυμάμαι μια φορά που η κατάσταση ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη. Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε κάποιον τρόπο να ηρεμήσουν τα πνεύματα για να οργανωθούμε. Και έτσι ο DJ έβαλε επίτηδες το “Volare” με τον Λουτσιάνο Παβαρότι. Στην αρχή πάγωσαν όλοι. Επικράτησε σιωπή για λίγη ώρα. Θυμάμαι τότε την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να χορεύει βαλς στην πίστα. Τι να σας πω! Μετά έπαιξε το “Volare” με τους Gipsy Kings και έγινε χαμός, έπεσαν τα δέντρα από τον χορό. Ηταν πολύ ωραία χρόνια, γεμάτα αναμνήσεις. Το θέατρο ήταν πάντα γεμάτο, είχε τρομερό παλμό. Την εποχή της κρίσης όμως τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για όλους. Χρειάζονται πλέον αρκετά χρήματα για να φτάσει κάποιος μέχρι εδώ. Η Επίδαυρος βέβαια είναι αυτό που είναι. Ακόμη κρατάει τη μαγεία της».
Εξάλλου, έτσι πήρε το όνομά του. Είναι η προσδοκία γι’ αυτό που περιμένουμε να συμβεί μέχρι να ξημερώσει. Και έρχεται έπειτα από κάτι άλλο, δηλαδή στο… καπάκι, ως τελείωμα της διασκέδασης. Καλλιτέχνες, ηθοποιοί, διανοούμενοι, ντόπιοι, τουρίστες και θεατρόφιλοι γίνονται μια μεγάλη παρέα που χορεύει κάτω από τις λεμονιές και τις νεραντζιές σε ένα χωράφι στην Παλαιά Επίδαυρο.
Η ιδιοκτήτρια, η κ. Αγγελική, θυμάται τόσο πολλά που δυσκολεύεται να επιλέξει ιστορίες, ανθρώπους και καταστάσεις. Κυρίως επειδή δεν θέλει να αδικήσει κανέναν. Η ντισκοτέκ άνοιξε το 1981, σε μια εποχή που οι αντανακλάσεις των φωτορυθμικών ήταν της μόδας και τα σχετικά ακούσματα προσείλκυαν αρκετό κόσμο. Το Καπάκι είναι το μοναδικό μαγαζί που έχει απομείνει μέχρι σήμερα στην περιοχή (από τα πολλά που είχαν ανοίξει τότε). Από τα λόγια και το γέλιο της κ. Αγγελικής αντιλαμβάνεται κανείς τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για αυτό το «δημιούργημα». Η αγωνία είναι μόνο μία: να μη στερέψει το κέφι της βραδιάς. Και φυσικά να είναι πάντοτε γεμάτη η πίστα.
Δεμένοι με το θέατρο
«Το μαγαζί άνοιξε το 1981. Εγώ γνώρισα τον σύζυγό μου το 1984 και το βρήκα έτοιμο κατά κάποιον τρόπο. Σταδιακά χτίστηκε ένας ισχυρός δεσμός με το θέατρο της Επιδαύρου. Μετά τις παραστάσεις και τις πρόβες όλοι έρχονταν στην ντίσκο για να κλείσουν τη βραδιά τους. Η ατμόσφαιρα εκείνη την εποχή ήταν πιο αυθόρμητη. Ο καλλιτεχνικός χώρος ήταν απελευθερωμένος, δεν υπήρχαν το άγχος και η πίεση που έχουν σήμερα οι νέοι σε όλα τα επαγγέλματα. Θυμάμαι πολλούς ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι που έχουν παίξει στην Επίδαυρο έχουν περάσει και από το Καπάκι. Μας ένοιαζε ο κόσμος να διασκεδάζει και να περνά καλά. Δεν σκεφτόμασταν την επαγγελματική ικανοποίηση και τις οικονομικές απολαβές. Το Καπάκι είναι για εμάς κάτι περισσότερο από αυτά».
Από τότε δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτε. Η πίστα είναι ακόμη στη θέση της και οι μουσικές επιλογές ποικίλλουν και εναλλάσσονται χωρίς σοβαροφάνεια και επιτήδευση. «Είμαστε λίγο ρετρό, αλλά μας αρέσει και το απολαμβάνουμε. Η πίστα και η διακόσμηση έχουν παραμείνει ίδιες. Δεν ακολουθήσαμε ποτέ τα ρεύματα της μόδας και της μουσικής. Παίζουμε ελληνικά, εμβληματικά ντίσκο κομμάτια, ροκ, λάτιν και ό,τι άλλο προκύψει. Το πρόγραμμα έχει ελευθερία».
Από το Καπάκι έχουν περάσει τόσο πολλοί άνθρωποι που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους απαριθμήσει κανείς. «Θυμάμαι πολλούς που δυστυχώς έχουν φύγει από τη ζωή. Μια βραδιά ο Μίμης Κουγιουμτζής χόρεψε τσάμικο στην πίστα. Και η Τζένη Καρέζη έχει χορέψει πολύ εδώ. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιώργος Κιμούλης, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Αντώνης Τρίτσης. Μετά το θέατρο και την ταβέρνα του Λεωνίδα, όλοι έρχονταν σε εμάς».
Το Καπάκι πέρασε δύσκολα χρόνια όταν ξέσπασε η κρίση, αλλά κατάφερε να επιβιώσει επειδή διατήρησε την ατμόσφαιρα και τον χαρακτήρα του. Πλέον, το μαγαζί έχουν αναλάβει τα παιδιά του Ηλία και της Αγγελικής, που συνεχίζουν να το δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο.
«Είμαι 56 χρόνων και δεν πηγαίνω πλέον σε καθημερινή βάση. Είμαι γριά πια γι’ αυτά» λέει γελώντας η κ. Αγγελική. «Το Καπάκι ήταν το δικό μας μέρος. Δημιουργήθηκε με αγάπη και αξιοπρέπεια. Δεν ήμασταν ποτέ στατικό μπαρ, ένα αποξενωμένο μέρος όπου ο καθένας κρατάει το ποτό του και κάθεται στην μπάρα μιλώντας με την παρέα του. Το Καπάκι είναι γλέντι και πανηγύρι».
Περασμένα, όχι ξεχασμένα
Ολα αυτά τα χρόνια ανέβηκαν στην Επίδαυρο εμβληματικές παραστάσεις που δημιουργούσαν συνωστισμό και αναστάτωση. Οι ιστορίες αμέτρητες. Γλέντια, έρωτες και ξενύχτια. «Οταν έπαιζε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, δεν μπορούσες ούτε την είσοδο να περάσεις από τον πολύ κόσμο. Θυμάμαι και τον πανικό που είχε γίνει με τους “Βατράχους” του Θεάτρου Τέχνης. Δεν θέλω όμως να ξεχωρίσω παραστάσεις γιατί σίγουρα κάποια θα αδικήσω. Σε κάτι τέτοιες βραδιές λέγαμε στον κόσμο να μην μπαίνει μέσα γιατί πραγματικά δεν χωρούσε. Θυμάμαι μια φορά που η κατάσταση ήταν σχεδόν ανεξέλεγκτη. Προσπαθούσαμε να σκεφτούμε κάποιον τρόπο να ηρεμήσουν τα πνεύματα για να οργανωθούμε. Και έτσι ο DJ έβαλε επίτηδες το “Volare” με τον Λουτσιάνο Παβαρότι. Στην αρχή πάγωσαν όλοι. Επικράτησε σιωπή για λίγη ώρα. Θυμάμαι τότε την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να χορεύει βαλς στην πίστα. Τι να σας πω! Μετά έπαιξε το “Volare” με τους Gipsy Kings και έγινε χαμός, έπεσαν τα δέντρα από τον χορό. Ηταν πολύ ωραία χρόνια, γεμάτα αναμνήσεις. Το θέατρο ήταν πάντα γεμάτο, είχε τρομερό παλμό. Την εποχή της κρίσης όμως τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για όλους. Χρειάζονται πλέον αρκετά χρήματα για να φτάσει κάποιος μέχρι εδώ. Η Επίδαυρος βέβαια είναι αυτό που είναι. Ακόμη κρατάει τη μαγεία της».
Η Αγγελική μεγάλωσε δίπλα στο θέατρο. Οι αναμνήσεις, τα βιώματα, ολόκληρη η ζωή της είναι βαθιά δεμένα με αυτό τον χώρο. «Κάποτε δεν έχανα παράσταση. Αργότερα όμως είχαμε πολλή δουλειά και δεν υπήρχε πάντοτε αυτή η δυνατότητα. Το θέατρο και ο χώρος είναι μαγικά, εκπέμπουν θετική ενέργεια. Για εμάς που μεγαλώσαμε σε χωριό, η Επίδαυρος ήταν κουλτούρα, ήταν διέξοδος και πολιτισμός. Οσο για το Καπάκι; Αν αντέξουν τα παιδιά να το τρέχουν, νομίζω ότι θα μείνει. Η διασκέδαση μπορεί να έχει αλλάξει, κάποια πράγματα όμως παραμένουν σταθερά».
Info
Ν. Πιττίδη 10, Γιαλάσι
21059 Επίδαυρος
https://www.facebook.com/DiscoCapaki/
Info
Ν. Πιττίδη 10, Γιαλάσι
21059 Επίδαυρος
https://www.facebook.com/DiscoCapaki/
Πηγή:documentonews.gr