Η γιαγιά μου ήταν καλός άνθρωπος! Όπως όλες οι γιαγιάδες του κόσμου!
Όμως εγώ θα σας μιλήσω για τη δική μου γιαγιά.
Την έλεγαν Σοφία και στο χωριό τη φώναζαν Σοφιά ή Σοφούλα, εκεί στο Μοναστηράκι των Μυκηνών.
Εκεί βίωσε τη δύσκολη ζωή μέχρι το τέλος. Εκτός από πέντε σχεδόν χρόνια, που ήρθε στην Αθήνα, με χίλια βάσανα για να βοηθήσει τους δικούς μου. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο της ζωής της ταξίδι, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο ταξίδι της για τον χρόνο, λίγο αργότερα.
Με τον παππού μου τον Νικολή έκανε πέντε παιδιά, το μικρότερο ήταν ο πατέρας μου. Έφυγε ο άντρας της για τον πόλεμο κληρωτός, έτσι τους έπαιρναν τότε. Πολέμησε τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, μεγάλωσε την πατρίδα του απελευθερώνοντας την Μακεδονία και την Ήπειρο. Στρατιώτης στη «Σιδηρά Μεραρχία Ναυπλίου».
Τον πατέρα μου τον γνώρισε όταν γύρισε από τις μάχες. Δεν ήξερε γράμματα. Ψηλός με παχύ μουστάκι, τον προόριζαν για υπαξιωματικό.
«Ξέρεις τίποτα γράμματα στρατιώτη;» τον ρώτησαν.
«Όχι» απάντησε.
«Τότε πανάθεμα τον πατέρα σου, τράβα πίσω στη γραμμή».
Αυτό το ανάθεμα ποτέ δεν το συγχώρεσε. Έμαθε γράμματα μέσα στον πόλεμο, από έναν δάσκαλο.
Όταν επέστρεψε, διάβαζε τις εφημερίδες στους συγχωριανούς του. «Γραμματιζούμενος» πλέον είχε τα προσόντα να λύνει τις διαφορές στο χωριό. Κάτι σαν δικαστής, να πούμε.
Κανείς δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις αποφάσεις του!
Δούλεψε εργάτης στις ανασκαφές επάνω στις Μυκήνες, κοντά σε μεγάλους αρχαιολόγους, όπως ο Χρήστος Τσούντας, ο Άλαν Γουέις (Alan Wace), ο Καρλ Μπλέγκεν (Carl Blegen) και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κρυώνει το κρασί του στην υγρασία του τάφου.
Όσο έλειπε ο παππούς, η γιαγιά Σοφιά κρατούσε το σπίτι. Ταυτόχρονα παρείχε υπηρεσίες γιατρού, νοσοκόμας, μαίας και μοδίστρας. Αγαπούσε τον κόσμο, αγαπούσε τα παιδιά, είχε πάντα τον καλό λόγο για όλους και για όλα. Και στα φαρμάκια που έπινε ο κόσμος από τη φτώχεια και την άγνοια, στεκόταν αρωγός.
Ξέθαψα τελευταία ένα παλιό συμβόλαιο με το οποίο η γιαγιά μου δώρισε στον πατέρα μου έναν μικρό ελαιοαγρό στις Μυκήνες. Μέσα του οι ελιές φυτρώνουν δίπλα σε αρχαίους μυκηναϊκούς τάφους!
Στο τέλος του εγγράφου, λίγο πάνω από τις υπογραφές, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε εκείνη την παλιά καθαρεύουσα που τόσο άδικα κυνηγήσαμε, ενώ κι αυτή θα αποτελούσε έναν πλούσιο παραπόταμο του μεγάλου αιώνιου ποταμού της ελληνικής γλώσσας:
«Ταύτα συνομολογησάντων και αποδεξαμένων ευχαρίστως των συμβαλλομένων, προς τους οποίους υπέμνησα (υπενθύμισα) και τας διατάξεις τού περί μεταγραφής νόμου, συνετάγη τη αιτήσει των το παρόν (συντάχθηκε το παρόν με αίτησή τους) όπερ (το οποίο) αναγνωσθέν ευκρινώς και εντόνως εις επήκοον πάντων (και το άκουσαν όλοι) και βεβαιωθέν, υπογράφεται νομίμως παρά πάντων και εμού (από όλους και από τον συμβολαιογράφο) – πλην της δωρητρίας, (δηλαδή της γιαγιάς μου της Σοφιάς), ήτις (η οποία) κληθείσα να υπογράψει ωμολόγησεν άγνοιαν γραμμάτων».
Προσέξτε το φοβερό ρήμα «ωμολόγησεν»!
Δεν λέει «εδήλωσεν»!
Ομολογώ σημαίνει αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εκφράζω την αδυναμία μου, παραδέχομαι το σφάλμα μου, συνομολογώ την ενοχή μου.
Σήμερα, με το θράσος της ανοησίας θα χρησιμοποιείτο το ρήμα «δηλώνω», παρά το γεγονός πως η λέξη έχει και φορτίο υπερηφάνειας.
Ενώ το «ομολογώ» ακόμα και σε νομικό επίπεδο έχει μέσα του την συντριβή, τη βαθιά στενοχώρια, την απελπισία. Μόνο ευαίσθητοι ομολογούν την αδυναμία τους, ακόμα κι αν δεν φταίνε, ακόμα κι αν το λάθος δεν είναι δικό τους. Ακόμα κι αν γι’ αυτό που βιώνουν ευθύνονται άλλοι.
Όμως ομολογούν γιατί πονούν, γιατί μόνο οι ευαίσθητοι πονούν. Όπως η γιαγιά που έκανε «το πρώτο της ζωής της ταξίδιον», καλύπτοντας την τεράστια για τα δεδομένα της απόσταση, από το Άργος ως την Αθήνα, μόνο και μόνο για να δει το αγαπημένο παιδί του αγαπημένου της παιδιού και να το αναστήσει λιγάκι.
Αυτός ο άνθρωπος που τόσα ήξερε και τόσα έδωσε «ωμολόγησε άγνοιαν γραμμάτων»!
Ο άλλοι, οι πνευματικά και ψυχικά αγράμματοι που δεν δίνουν τίποτα κι όμως τολμούν να μας κυβερνούν και να μας διδάσκουν, θα είχαν ποτέ το θάρρος και την ευαισθησία να ομολογήσουν δημόσια την αγραμματοσύνη τους;
Όμως εγώ θα σας μιλήσω για τη δική μου γιαγιά.
Την έλεγαν Σοφία και στο χωριό τη φώναζαν Σοφιά ή Σοφούλα, εκεί στο Μοναστηράκι των Μυκηνών.
Εκεί βίωσε τη δύσκολη ζωή μέχρι το τέλος. Εκτός από πέντε σχεδόν χρόνια, που ήρθε στην Αθήνα, με χίλια βάσανα για να βοηθήσει τους δικούς μου. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο της ζωής της ταξίδι, αν εξαιρέσουμε το μεγάλο ταξίδι της για τον χρόνο, λίγο αργότερα.
Με τον παππού μου τον Νικολή έκανε πέντε παιδιά, το μικρότερο ήταν ο πατέρας μου. Έφυγε ο άντρας της για τον πόλεμο κληρωτός, έτσι τους έπαιρναν τότε. Πολέμησε τους Τούρκους και τους Βουλγάρους, μεγάλωσε την πατρίδα του απελευθερώνοντας την Μακεδονία και την Ήπειρο. Στρατιώτης στη «Σιδηρά Μεραρχία Ναυπλίου».
Τον πατέρα μου τον γνώρισε όταν γύρισε από τις μάχες. Δεν ήξερε γράμματα. Ψηλός με παχύ μουστάκι, τον προόριζαν για υπαξιωματικό.
«Ξέρεις τίποτα γράμματα στρατιώτη;» τον ρώτησαν.
«Όχι» απάντησε.
«Τότε πανάθεμα τον πατέρα σου, τράβα πίσω στη γραμμή».
Αυτό το ανάθεμα ποτέ δεν το συγχώρεσε. Έμαθε γράμματα μέσα στον πόλεμο, από έναν δάσκαλο.
Όταν επέστρεψε, διάβαζε τις εφημερίδες στους συγχωριανούς του. «Γραμματιζούμενος» πλέον είχε τα προσόντα να λύνει τις διαφορές στο χωριό. Κάτι σαν δικαστής, να πούμε.
Κανείς δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις αποφάσεις του!
Δούλεψε εργάτης στις ανασκαφές επάνω στις Μυκήνες, κοντά σε μεγάλους αρχαιολόγους, όπως ο Χρήστος Τσούντας, ο Άλαν Γουέις (Alan Wace), ο Καρλ Μπλέγκεν (Carl Blegen) και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κρυώνει το κρασί του στην υγρασία του τάφου.
Όσο έλειπε ο παππούς, η γιαγιά Σοφιά κρατούσε το σπίτι. Ταυτόχρονα παρείχε υπηρεσίες γιατρού, νοσοκόμας, μαίας και μοδίστρας. Αγαπούσε τον κόσμο, αγαπούσε τα παιδιά, είχε πάντα τον καλό λόγο για όλους και για όλα. Και στα φαρμάκια που έπινε ο κόσμος από τη φτώχεια και την άγνοια, στεκόταν αρωγός.
Ξέθαψα τελευταία ένα παλιό συμβόλαιο με το οποίο η γιαγιά μου δώρισε στον πατέρα μου έναν μικρό ελαιοαγρό στις Μυκήνες. Μέσα του οι ελιές φυτρώνουν δίπλα σε αρχαίους μυκηναϊκούς τάφους!
Στο τέλος του εγγράφου, λίγο πάνω από τις υπογραφές, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε εκείνη την παλιά καθαρεύουσα που τόσο άδικα κυνηγήσαμε, ενώ κι αυτή θα αποτελούσε έναν πλούσιο παραπόταμο του μεγάλου αιώνιου ποταμού της ελληνικής γλώσσας:
«Ταύτα συνομολογησάντων και αποδεξαμένων ευχαρίστως των συμβαλλομένων, προς τους οποίους υπέμνησα (υπενθύμισα) και τας διατάξεις τού περί μεταγραφής νόμου, συνετάγη τη αιτήσει των το παρόν (συντάχθηκε το παρόν με αίτησή τους) όπερ (το οποίο) αναγνωσθέν ευκρινώς και εντόνως εις επήκοον πάντων (και το άκουσαν όλοι) και βεβαιωθέν, υπογράφεται νομίμως παρά πάντων και εμού (από όλους και από τον συμβολαιογράφο) – πλην της δωρητρίας, (δηλαδή της γιαγιάς μου της Σοφιάς), ήτις (η οποία) κληθείσα να υπογράψει ωμολόγησεν άγνοιαν γραμμάτων».
Προσέξτε το φοβερό ρήμα «ωμολόγησεν»!
Δεν λέει «εδήλωσεν»!
Ομολογώ σημαίνει αναγνωρίζω, παραδέχομαι, εκφράζω την αδυναμία μου, παραδέχομαι το σφάλμα μου, συνομολογώ την ενοχή μου.
Σήμερα, με το θράσος της ανοησίας θα χρησιμοποιείτο το ρήμα «δηλώνω», παρά το γεγονός πως η λέξη έχει και φορτίο υπερηφάνειας.
Ενώ το «ομολογώ» ακόμα και σε νομικό επίπεδο έχει μέσα του την συντριβή, τη βαθιά στενοχώρια, την απελπισία. Μόνο ευαίσθητοι ομολογούν την αδυναμία τους, ακόμα κι αν δεν φταίνε, ακόμα κι αν το λάθος δεν είναι δικό τους. Ακόμα κι αν γι’ αυτό που βιώνουν ευθύνονται άλλοι.
Όμως ομολογούν γιατί πονούν, γιατί μόνο οι ευαίσθητοι πονούν. Όπως η γιαγιά που έκανε «το πρώτο της ζωής της ταξίδιον», καλύπτοντας την τεράστια για τα δεδομένα της απόσταση, από το Άργος ως την Αθήνα, μόνο και μόνο για να δει το αγαπημένο παιδί του αγαπημένου της παιδιού και να το αναστήσει λιγάκι.
Αυτός ο άνθρωπος που τόσα ήξερε και τόσα έδωσε «ωμολόγησε άγνοιαν γραμμάτων»!
Ο άλλοι, οι πνευματικά και ψυχικά αγράμματοι που δεν δίνουν τίποτα κι όμως τολμούν να μας κυβερνούν και να μας διδάσκουν, θα είχαν ποτέ το θάρρος και την ευαισθησία να ομολογήσουν δημόσια την αγραμματοσύνη τους;