Η επιχείρηση «Περιστερά» διήρκεσε από τις 22 Δεκεμβρίου 1948 μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1949. Στόχος της ήταν η εκκαθάριση της Πελοποννήσου, ενόψει της μεγάλης επιθετικής προσπάθειας που σκόπευε να αναλάβει ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) στο Βίτσι, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη στην Πελοπόννησο και να εξοικονομηθούν δυνάμεις για τις κύριες επιχειρήσεις.
Η ανταρτική Διοίκηση Πελοποννήσου μέχρι τέλους Οκτωβρίου 1948 δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση ανάληψης σοβαρών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο από τον ΕΣ. Από τις αρχές όμως Νοεμβρίου μετέβαλε άποψη γιατί από τις πληροφορίες που είχε από το γενικό στρατηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) οι δυνάμεις του ΕΣ τηρούσαν αμυντική στάση στο μέτωπο του Βίτσι.
Το γεγονός αυτό ήταν σημάδι ότι ο ΕΣ συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να κτυπήσει κάπου αλλού. Τόσο η ηγεσία του ΔΣΕ όσο και του ΕΣ γνώριζε ότι η Πελοπόννησος αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα των ανταρτών, αφού και λίγοι ήταν στην περιοχή – όχι τυχαία, αν αναλογιστεί κανείς τη δράση του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στην περίοδο 1943-44 – αλλά και εξαιρετικά δύσκολο ήταν να ανεφοδιαστούν.
Μέχρι τότε οι εκεί δυνάμεις του ΔΣΕ ανεφοδιάζονταν με μικρά καΐκια συνήθως, τα οποία μετέφεραν όπλα και εφόδια από την Αλβανία. Ωστόσο χάρη στην στενή επιτήρηση που επέβαλε το Πολεμικό Ναυτικό τα καΐκια εξαφανίστηκαν.
Χαρακτηριστικό ήταν το επεισόδιο του μικρού περιπολικού του ΠΝ «Πολεμιστής», το οποίο με κυβερνήτη τον Βορειοηπειρώτη Πύρρο Σπυρομήλιο εντόπισε ένα καΐκι ανεφοδιασμού, το ακολούθησε και εντόπισε και μια από τις απόμερες ακτές όπου ξεφορτώνονταν τα υλικά.
Η ηγεσία του ΔΣΕ Πελοποννήσου, που διέθετε την ΙΙΙ μεραρχία, άρχισε να περιμένει επίθεση, αλλά όχι μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Οι επικεφαλής πίστευαν ότι ο ΕΣ δεν θα αποτολμούσε να επιτεθεί πριν την άνοιξη του 1949.
Έτσι υπέστησαν εξ’ αρχής στρατηγικό αιφνιδιασμό, όταν δέχτηκαν τις πρώτες επιθέσεις, τη στιγμή μάλιστα που μέχρι τότε διατηρούσαν την πρωτοβουλία των κινήσεων – επιθέσεις στη Δημητσάνα, Χαλανδρίτσα, Ζαχάρω, σε όλη την έκταση του νομού Ηλείας κ.λπ.
Βάσει της αντίληψης που είχε για την αντίδραση του αντιπάλου, η ηγεσία του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, σχεδίασε τις επόμενες κινήσεις της. Το σχέδιο δράσης της προέβλεπε σταθερή άμυνα σε θέσεις επί του όρους Ερύμανθος, με στόχο τη φθορά του ΕΣ. Για την αποστολή αυτή θα διατίθεντο το ήμισυ των διαθέσιμων δυνάμεων του ΔΣΕ. Οι υπόλοιπες δυνάμεις θα ενεργούσαν σε μικρά κλιμάκια, προσβάλλοντας τις γραμμές επικοινωνιών των επιτιθέμενων δυνάμεων του ΕΣ.
Για τον λόγο αυτό, αποφασίστηκε η συστηματική καταστροφή έργων υποδομής στην Πελοπόννησο – τεχνικά έργα, οδικό δίκτυο, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν οργανωμένες θέσεις άμυνας τόσο στον όρος Ερύμανθος, όσο και σε άλλους ορεινούς όγκους στην Πελοπόννησο. Μετά όμως τον αιφνιδιασμό που υπέστη από το απρόσμενο και απροσδόκητο κτύπημα του Τσακαλώτου, τα σχέδια της ηγεσίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου μεταβλήθηκαν, υπό την πίεση των γεγονότων.
Έτσι αποφασίστηκε, την τελευταία στιγμή, να αποφύγουν με κάθε τρόπο οι δυνάμεις του ΔΣΕ να αντιπαραταχθούν σε κατά παράταξη μάχη με τον ΕΣ, τα τμήματα του ΔΣΕ να προσπαθήσουν να διολισθήσουν ανάμεσα από την διάταξη των δυνάμεων του ΕΣ που θα εκτελούσαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και να εκτελεστούν επιθέσεις αντιπερισπασμού.
Αντίπαλες δυνάμεις και σχέδια
Ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο διέθετε την ΙΙΙ μεραρχία με τις 22η και 55η ταξιαρχίες, την σχολή αξιωματικών Πελοποννήσου, με τα αρχηγεία Ερύμανθου, Αροάνιων, Μαίναλου, Ταϋγέτου και Πάρνωνα, τα κατά τόπους έμπεδα και την τοπική Αυτοάμυνα. Συνολικά οι δυνάμεις αυτές αριθμούσαν περί τους 5-6.000 άνδρες και γυναίκες. Από αυτούς όμως περίπου 2.500 –2.800 ήταν μάχιμοι. Βάσει υπολογισμών του ΕΣ η αριθμητική δύναμη των μονάδων αυτών ήταν η εξής:
– 55η ταξιαρχία 950, με έδρα τον Πάρνωνα
– συγκρότημα Ταϋγέτου 300
– λόχος διοίκησης ΙΙΙ μεραρχίας 130
– σχολή αξιωματικών 120
– 22η ταξιαρχία 750
– συγκρότημα Αρκαδίας 300
– συγκρότημα Αχαΐας – Ηλείας 250
– συγκρότημα Αργολίδας – Κορινθίας 250
Το ηθικό των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο δεν ήταν το ίδιο υψηλό όσο σε άλλες περιοχές. Βασική αιτία για αυτό ήταν γενικά η μη ευνοϊκές για αυτές συνθήκες στην περιοχή. Επίσης μέρος των μαχητών είχαν ενταχθεί στον ΔΣΕ κατόπιν βίαιη στρατολογίας και δεν είχαν και μεγάλο ζήλο για τον αγώνα.
Επίσης, βάσει πάντα των πληροφοριών του ΕΣ, υπήρχαν διχογνωμίες στην ηγεσία του ΔΣΕ Πελοποννήσου, σχετικά με τη σκοπιμότητα συνέχισης του αγώνα. Τέλος ο οπλισμός του ΔΣΕ Πελοποννήσου περιλάμβανε 17 πολυβόλα θέσης, 404 οπλοπολυβόλα, 17 όλμοι των 81 και 50 χιλ. 138 υποπολυβόλα, 1.850 τυφέκια, 500 πάντζερφάουστ.
Η εκκαθάριση της Πελοποννήσου ανατέθηκε σε έναν εξαίρετο ηγέτη, τον αντιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Ο Τσακαλώτος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες στρατιώτες των νεώτερων χρόνων. Πραγματοποίησε αξεπέραστους άθλους το 1940-41 στη βόρειο Ήπειρο κατά των Ιταλών και το όνομά του κατέστη θρυλικό. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Μέση Ανατολή και του ανατέθηκε η διοίκηση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, επικεφαλής της οποίας πολέμησε και νίκησε στους Γερμανούς στο Ρίμινι.
Επιστρέφοντας με τους άνδρες του στην Πατρίδα βρέθηκε στη δίνη της δεκεμβριανής στάσης, στην καταστολή της οποίας συνέβαλε τα μέγιστα. Με την επίσημη έναρξη του Εμφυλίου πολέμησε από διάφορες θέσεις και το 1948 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού. Υπό αυτήν την ιδιότητα στάλθηκε στην Πελοπόννησο με στόχο την πλήρη και οριστική εκκαθάρισή της από τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Για τον σκοπό αυτό οι δυνάμεις που διατέθηκαν ήταν οι εξής:
Το στρατηγείο του Α’ ΣΣ, με την ΙΧ ΜΠ, το ΑΣΔΠ (Ανώτερο Στρατηγείο Διοίκησης Πελοποννήσου), την 41η, 42, 43, και 72η Ταξιαρχίες Πεζικού, 4 Ελαφρά Τάγματα Πεζικού (ΕΤΠ), οι Α, Β, Γ και Δ Μοίρες Καταδρομών, το λεγόμενο Βόρειο Συγκρότημα, αποτελούμενο από το ΤΣΕ (Τακτικό Στρατηγείο Εθνοφυλακής) Άργους με 3 ΕΤΠ, μια ίλη θωρακισμένων και ένα τάγμα Χωροφυλακής και το λεγόμενο Νότιο Συγκρότημα αποτελούμενο από το ΤΣΕ Καλαμάτας και το ΤΣΕ Σπάρτης με 3 συνολικά ΕΤΠ.
Επίσης η Χωροφυλακή διέθεσε 3 μειωμένης δύναμης τάγματα. Από άποψης μονάδων τεθωρακισμένων διατέθηκε το Α’ Σύνταγμα Αναγνώρισης, εφοδιασμένο με ελαφρά θωρακισμένα, τροχοφόρα οχήματα Marmon Herrington και Daimler Dingo. Πέραν των δυνάμεων αυτών διατέθηκαν επίσης, η 144 Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, οι 704 και 711 Λόχοι Μηχανικού, μια διλοχία Σκαπανέων της Μακρονήσου.
Οι δυνάμεις αυτές αναπτύχθηκαν σε δύο τακτικά συγκροτήματα. Το πρώτο, με επικεφαλής τον διοικητή της ΙΧ ΜΠ (υποστράτηγο Μανιδάκη), διέθετε την ΙΧ ΜΠ με τις 41η, 42η και 43η Ταξιαρχίες, το 5ο Τάγμα Χωροφυλακής, το 101 Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (ΣΠΠ), μείον μοίρας, την 144 ΜΟΠ, τη διλοχία Σκαπανέων, και τους 704 και 711 Λόχους Μηχανικού και μια ίλη θωρακισμένων.
Το δεύτερο συγκρότημα είχε επικεφαλής τον διοικητή του ΑΣΔΠ (υποστράτηγο Πετζόπουλο) και διέθετε το Τακτικό Συγκρότημα Κορινθίας, με την 72η Ταξιαρχία, 3 ΕΤΠ (72ο, 76ο και 77ο Άργους) και μια ίλη θωρακισμένων και το Νότιο Συγκρότημα Πελοποννήσου, με 7 ΕΤΠ, το 15ο Τάγμα Χωροφυλακής, το Μηχανοκίνητο Τάγμα Χωροφυλακής και τις λοιπές ίλες του Α’ Συντάγματος Αναγνώρισης και το 105 ΣΠΠ (μείον μοίρας). Ο Τσακαλώτος κράτησε ως άμεση εφεδρεία τις Μοίρες Καταδρομών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο περίφημος συνταγματάρχης Καλλίνσκης.
Ο Τσακαλώτος είχε σχεδιάσει με προσοχή την επιχείρηση και είχε αποφασίσει να δράσει οργανωμένα. Οι προθέσεις του συνοψίζονταν στην αναφορά του προς το ΓΕΣ όπου έγραφε:
«Απαλλαγή το ταχύτερο της Πελοποννήσου από τον συμμοριτισμό δια της πλήρους συντριβής τούτου, αποκατάσταση της τάξης και ασφάλειας, αποκατάσταση συγκοινωνιών και εξύψωση του ηθικού του πληθυσμού ώστε να συμβάλει και αυτός, με όλα τα μέσα στην παγίωση της τάξης. Ιδιαίτερα και συνεχής προσπάθεια δια την πλήρη εξουθένωση της αυτοάμυνας».
Το σχέδιο του Τσακαλώτου προέβλεπε την διεξαγωγή των επιχειρήσεων σε τρείς φάσεις. Ο συγκεκριμένος τρόπος ενεργείας ήταν προϊόν της εδαφικής διαμόρφωσης της περιοχής επιχειρήσεων. «Η αχίλλειος πτέρνα δεν είναι οι συμμορίτες», έγραφε ο Τσακαλώτος, «αλλά ο χώρος εντός του οποίου η διαφυγή των είναι πάντοτε δυνατή».
Ακριβώς για να αποφύγει την διαφυγή των δυνάμεων του ΔΣΕ, σε πρώτη φάση, θα άρχιζε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις παράκτιες περιοχές, σε αρκετό βάθος με σκοπό τον έλεγχο των κύριων οδικών κόμβων.
Κατόπιν η κύρια επιχείρηση θα ξεκινούσε από το ύψος της Τρίπολης και του ποταμού Νέδα και βόρεια αυτών, με συγκλίνουσες επιθέσεις από Βορρά – Ανατολή και Νότο προς τα Μαίναλο, με σκοπό την ολοκληρωτική συντριβή των εκεί τμημάτων του ΔΣΕ και της αυτοάμυνας και την αποκατάσταση των συγκοινωνιών.
Όπως ο Κολοκοτρώνης το 1821, έτσι και Τσακαλώτος είχε αντιληφθεί ότι αν δεν κατάφερνε να ελέγξει την Τρίπολη και την κεντρική Πελοπόννησο δεν θα κατάφερνε τίποτα τελικά. Στη φάση αυτή τα τμήματα θα ενεργούσαν σε διαδοχικά κλιμάκια, αυξάνοντας το βάθος της επιθετικής διάταξης και περιορίζοντας τις πιθανότητες των αντιπάλων τμημάτων να διαφύγουν.
Ταυτόχρονα θα εκδηλώνονταν επιθέσεις στις περιοχές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, ώστε ο ΔΣΕ να πιστέψει ότι ο ΕΣ είχε μεταφέρει στην Πελοπόννησο δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες των υπαρχόντων και ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλο το εύρος της Πελοποννήσου.
Παράλληλα ο ΕΣ θα έπρεπε να προστατεύσει αποτελεσματικά όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα της Πελοποννήσου, μη επιτρέποντας στον ΔΣΕ τον εκ λαφύρων εφοδιασμό, ούτε ακόμα και την απόκτηση ηθικού πλεονεκτήματος από τυχόν επιτυχία του. Ως παλιός στρατιώτης ο Τσακαλώτος γνώριζε καλύτερα όλων την σημασία του παράγοντα Ηθικό στη μάχη. Η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων θα λειτουργούσε συμπληρωματικά της πρώτης.
Στόχος της θα ήταν η εκκαθάριση της νότιας Πελοποννήσου, αλλά και η εκκαθάριση τυχόν εχθρικών θυλάκων που θα είχαν απομείνει στη βόρεια ή κεντρική Πελοπόννησο. Η τρίτη και τελευταία φάση προέβλεπε την εδραίωση της τάξης στην περιοχή, με την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων των προηγουμένων επιχειρήσεων.
Στην επιχείρηση θα συμμετείχε επίσης τόσο η Αεροπορία, όσο και το Πολεμικό Ναυτικό. Η τότε ΕΒΑ διέθεσε την 337 Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη Spitfire, το 345 Σμήνος Παρατήρησης, σμήνος της 855 Μοίρας Βομβαρδισμού και σμήνος μεταφορών.
Συνολικά από στη μάχη συμμετείχαν 14 Spitfire, 2 μετασκευασμένα σε βομβαρδιστικά Ντακότα, 4 μεταφορικά Ντακότα, 6 αναγνωριστικά Χάρβαρντ και 2 αεροσκάφη συνδέσμου Ώστερ, τα οποία κανόνιζαν την βολή του πυροβολικού.
Το ΠΝ επίσης θα διέθετε σκάφη του, τα οποία θα περιπολούσαν στις πελοποννησιακές ακτές και παράλληλα θα διέθετε σε ετοιμότητα 3 -4 περιπολικά για κάθε ενδεχόμενο στα λιμάνια της Πάτρας και της Κορίνθου.
Η «Περιστερά» ανοίγει τα φτερά της
Βάσει του σχεδίου του, ο Τσακαλώτος διέταξε τα τμήματά του να ξεκινήσουν τη εκκαθάριση των παράκτιων περιοχών από τις 22 Δεκεμβρίου. Η αποστολή αυτή εκτελέστηκε χωρίς απρόοπτα και με εξαιρετική επιτυχία με τη συνδρομή και του ΠΝ.
Όταν η φάση αυτή ολοκληρώθηκε ο Τσακαλώτος κτύπησε τον ΔΣΕ ακριβώς εκεί που πονούσε. Θεωρώντας ως πηγή ισχύος των δυνάμεων του ΣΕ στην Πελοπόννησο την αυτοάμυνα και τις συναφείς υποστηρικτικές οργανώσεις, πριν ξεκινήσει τις κύριες στρατιωτικές επιχειρήσεις άρχισε την εξάρθρωση του συγκεκριμένου δικτύου υποστήριξης του αντιπάλου.
Αν το δίκτυο αυτό κατέρρεε οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν θα είχαν πλέον πληροφορίες για τις κινήσεις των μονάδων του ΕΣ, δεν θα είχαν κρίσιμα εφόδια και τροφές, δεν θα είχαν κυριολεκτικά που να σταθούν, καθώς θα καταδιώκονταν συνεχώς σε όλο το μήκος και πλάτος της Πελοποννήσου.
Τη νύκτα λοιπόν της 27ης προς 28η Δεκεμβρίου, βάσει των υπαρχόντων πληροφοριών, τμήματα του Στρατού, της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής εξόρμησαν αιφνιδιαστικά και εξάρθρωσαν πλήρως το δίκτυο υποστήριξης του ΔΣΕ, συλλαμβάνοντας σε ένα βράδυ 4.500 άτομα, σε όλη την Πελοπόννησο και κυρίως στα μεγάλα της αστικά κέντρα. Από τους συλληφθέντες, 2.500 μεταφέρθηκαν άμεσα στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο.
Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα στην Πελοπόννησο. Το πλήγμα ήταν εξαιρετικά βαρύ για τον ΔΣΕ, ο οποίος σε ένα μόνο βράδυ έχασε ολόκληρο το δίκτυο πληροφοριοδοτών του και επιμελητείας του. Μόνο μετά την επιτυχία αυτή και αφού, επίτηδες, άφησε να περάσουν μερικές μέρες, διέταξε ο Τσακαλώτος, στις 3 Ιανουαρίου 1949, την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στο διάστημα 22 /12/1948 μέχρι 3/1/1949 όνο μικροσυμπλοκές σημειώθηκαν μεταξύ ΕΣ και ΔΣΕ, στις οποίες ο ΔΣΕ ήταν πάντοτε ο ηττημένος. Οι συμπλοκές αυτές όμως είχαν τη σημασία τους, αφού κατά τη διάρκειά τους ή συνέπεια αυτών ο ΔΣΕ έχασε το 1/4 της αρχικής του δύναμης στην Πελοπόννησο. Συνολικά είχε 59 νεκρούς και 500 αιχμαλώτους και 200 αυτόμολους.
Όταν όλα ήταν έτοιμα τα τμήματα από τη καθορισμένη γραμμή εξόρμησης (Κάτω Φιγαλία, Λυκουρέσι, Λάλα, Φολόη, Προσταβίτσα, Ερύμανθος, Καλάβρυτα, Τρίκαλα Κορινθίας, λίμνη Στυμφαλίας, Αχλαδόκαμπος) άρχισαν να χτενίζουν ουσιαστικά την περιοχή. Το τακτικό συγκρότημα της ΙΧ ΜΠ κινήθηκε προς το Μαίναλο με σκοπό την εκκαθάριση του ορεινού όγκου.
Βάσει του σχεδίου τα τμήματα του τακτικού συγκροτήματος είχαν κλιμακωθεί σε μεγάλο βάθος, μη επιτρέποντας τη διολίσθηση των εχθρικών αποσπασμάτων – η ηγεσία της ΙΙΙ μεραρχίας του ΔΣΕ διέταξε τις δυνάμεις της να διασπαστούν σε ολιγομελή αποσπάσματα και να επιχειρήσουν να διαφύγουν, στα νώτα των δυνάμεων του ΕΣ. Και η τακτική αυτή όμως δεν απέδωσε.
Το αρχηγείο Ερύμανθου εξοντώθηκε και ένα τάγμα της 22ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ που επιχείρησε να διεισδύσει στην Ηλεία είχε την ίδια τύχη. Καθώς η επιχείρηση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ένα άλλο τάγμα της 22ης ταξιαρχίας, μαζί με δυνάμεις του αρχηγείου Αροανίων επιχείρησαν να διεισδύσει στα νώτα της 72ης Ταξιαρχίας στην ορεινή Κορινθία.
Και πάλι όμως απέτυχαν και μάλιστα καταδιώχθηκαν νυχθημερόν μέχρι που εξουδετερώθηκαν κατά τα 3/4. Στις 13 Ιανουαρίου ότι είχε απομείνει από την 22η ταξιαρχία, μαζί με τον λόχο διοίκησης της ΙΙΙ μεραρχίας και τη σχολή αξιωματικών επιχείρησαν να διεισδύσουν στην περιοχή της Στυμφαλίας.
Δεν το κατόρθωσαν όμως και καταδιώχθηκαν άγρια. Ύστερα από διήμερη καταδίωξη τα τμήματα αυτά του ΔΣΕ βρέθηκαν στα νώτα της ΙΧ ΜΠ. Ύστερα από σύντομη μάχη η δύναμη αυτή κατατμήθηκε σε τρία τμήματα, από τα οποία τα δύο τράπηκαν προς τον Ερύμανθο και το τρίτο προς το Μαίναλο και η ΙΧ ΜΠ διατάχθηκε να αναστρέψει τη διάταξή της και να καταδιώξει μέχρι τελικής διάλυσης τα τμήματα αυτά.
Ο ελιγμός εκτελέστηκε με τρόπο υποδειγματικό και η καταδίωξη συνεχίστηκε. Τελικά τα τμήματα αυτά του ΔΣΕ υποχρεώθηκαν στις 27 και 28 Ιανουαρίου να δώσουν μάχη (στις περιοχές Φολής και Λάλα) με τις ισχυρότερες αντίπαλες τους δυνάμεις στην οποία και ηττήθηκαν κατά κράτος, αφήνοντας πίσω τους 107 καταμετρημένους νεκρούς, 97 αιχμαλώτους και ολόκληρο το αρχείο της ΙΙΙ μεραρχίας, μαζί με τους ασυρμάτους.
Η ήττα αυτή, των πιο επίλεκτων δυνάμεων του ΔΣΕ, σφράγισε ουσιαστικά και την τύχη της όλης επιχείρησης. Ήταν η ώρα να ρίξει ο Τσακαλώτος στη μάχη τις επίλεκτες εφεδρείες του, τους τρομερούς λοκατζήδες. Τμήμα αυτών διατάχτηκε να συνεχίσει την καταδίωξη των ηττημένων στα ορεινά συγκροτήματα της κεντρικής Πελοποννήσου.
Ο όγκος τους όμως ρίχτηκε στον Πάρνωνα και τον ένδοξο Ταΰγετο, καταδιώκοντας άγρια τώρα την 55η ταξιαρχία του ΔΣΕ. Στις 22 Ιανουαρίου, με νυκτερινό εγχείρημα η Γ και Δ Μοίρες Καταδρομών σκαρφάλωσαν τον Πάρνωνα και αιφνιδιαστικά προσέβαλαν την 5η ταξιαρχία.
Αποτέλεσμα της μάχης –στον Αγ. Βασίλειο Πάρνωνα – ήταν η συντριβή της 55ης που έχασε ένα ολόκληρο τάγμα της, τον εφοδιασμό και τα μεταγωγικά της. Στη μάχη σκοτώθηκαν 181 μαχητές του ΔΣΕ, ενώ άλλοι 78 αιχμαλωτίστηκαν. Η καταδίωξη των τραγικών υπολειμμάτων της 55ης ταξιαρχίας συνεχίστηκε πάντως χωρίς ανάπαυλα.
Παράλληλα, πίσω από τη ζώνη των επιχειρήσεων το Μηχανικό εργαζόμενο πυρετωδώς αποκαθιστούσε το κατεστραμμένο οδικό δίκτυο. Μέσα σε 40 μόλις μέρες αποκαταστάθηκε οδικό δίκτυο συνολικού μήκους άνω των 800 χλμ. γεγονός που αποτελεί πραγματικό άθλο δεδομένων μάλιστα των συνθηκών.
Επίσης το Μηχανικό κατασκεύασε και έναν νέο αεροδιάδρομο στο Λέχαιο. Σημαντικό ρόλο στη φάση αυτή του αγώνα διαδραμάτισε και η Αεροπορία, κυρίως με τα αναγνωριστικά της αεροσκάφη, αλλά όπου χρειάστηκε και με τα εξοπλισμένα με ρουκέτες Spitfire.
Χάρη στην εξασφάλιση άριστων συνδέσμων η Αεροπορία επενέβαινε άμεσα και καίρια. Μεγάλη ήταν και η συμβολή του Πολεμικού Ναυτικού, παρά τις άθλιες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο.
Κατά την ρήση της εποχής «ούτε κουνούπι δεν πέρασε από τη θάλασσα», ενώ συνέδραμε και τις χερσαίες επιχειρήσεις – περίπτωση Λεωνιδίου. Σημαντικότατη υπήρξε και η συμβολή της Χωροφυλακής και σε αυτόν τον αγώνα, συμβολή που δεν της συγχώρεσαν ποτέ ορισμένοι και για αυτό έλαβαν την καταστροφική απόφαση για την διάλυσή της.
Τα περίφημα μεταβατικά αποσπάσματα της Χωροφυλακής, ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα, αυξάνοντας την εις βάθος κλιμάκωση των δυνάμεων, εκκαθαρίζοντας τις τελευταίες εστίες αντίστασης, επιβάλλοντας την τάξη και ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας του πληθυσμού.
Η επιχείρηση «Περιστερά» εκτελέστηκε υποδειγματικά και ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι απώλειες του ΕΣ και της Χωροφυλακής ήταν μικρές και έφτασαν τους 41 νεκρούς (οι 2 αξιωματικοί) και τους 105 τραυματίες. Από τη άλλη πλευρά οι απώλειες ήταν σοβαρές. Οι νεκροί έφτασαν τους 649, οι αιχμάλωτοι τους 1601, ενώ άλλοι 628 παραδόθηκαν εκούσια.
Οι απώλειες αυτές αφορούσαν την μάχιμη δύναμη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Επίσης στα χέρια του ΕΣ έπεσε και σημαντικός αριθμός όπλων – 2 πολυβόλα, 40 οπλοπολυβόλα, 22 αυτόματα, 597 τυφέκια, 18 πιστόλια, 2 όλμοι, 5 ασύρματοι, 4 τηλέφωνα και 39 κτήνη.
Η ανταρτική Διοίκηση Πελοποννήσου μέχρι τέλους Οκτωβρίου 1948 δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση ανάληψης σοβαρών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο από τον ΕΣ. Από τις αρχές όμως Νοεμβρίου μετέβαλε άποψη γιατί από τις πληροφορίες που είχε από το γενικό στρατηγείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) οι δυνάμεις του ΕΣ τηρούσαν αμυντική στάση στο μέτωπο του Βίτσι.
Το γεγονός αυτό ήταν σημάδι ότι ο ΕΣ συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να κτυπήσει κάπου αλλού. Τόσο η ηγεσία του ΔΣΕ όσο και του ΕΣ γνώριζε ότι η Πελοπόννησος αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα των ανταρτών, αφού και λίγοι ήταν στην περιοχή – όχι τυχαία, αν αναλογιστεί κανείς τη δράση του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο στην περίοδο 1943-44 – αλλά και εξαιρετικά δύσκολο ήταν να ανεφοδιαστούν.
Μέχρι τότε οι εκεί δυνάμεις του ΔΣΕ ανεφοδιάζονταν με μικρά καΐκια συνήθως, τα οποία μετέφεραν όπλα και εφόδια από την Αλβανία. Ωστόσο χάρη στην στενή επιτήρηση που επέβαλε το Πολεμικό Ναυτικό τα καΐκια εξαφανίστηκαν.
Χαρακτηριστικό ήταν το επεισόδιο του μικρού περιπολικού του ΠΝ «Πολεμιστής», το οποίο με κυβερνήτη τον Βορειοηπειρώτη Πύρρο Σπυρομήλιο εντόπισε ένα καΐκι ανεφοδιασμού, το ακολούθησε και εντόπισε και μια από τις απόμερες ακτές όπου ξεφορτώνονταν τα υλικά.
Η ηγεσία του ΔΣΕ Πελοποννήσου, που διέθετε την ΙΙΙ μεραρχία, άρχισε να περιμένει επίθεση, αλλά όχι μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Οι επικεφαλής πίστευαν ότι ο ΕΣ δεν θα αποτολμούσε να επιτεθεί πριν την άνοιξη του 1949.
Έτσι υπέστησαν εξ’ αρχής στρατηγικό αιφνιδιασμό, όταν δέχτηκαν τις πρώτες επιθέσεις, τη στιγμή μάλιστα που μέχρι τότε διατηρούσαν την πρωτοβουλία των κινήσεων – επιθέσεις στη Δημητσάνα, Χαλανδρίτσα, Ζαχάρω, σε όλη την έκταση του νομού Ηλείας κ.λπ.
Βάσει της αντίληψης που είχε για την αντίδραση του αντιπάλου, η ηγεσία του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, σχεδίασε τις επόμενες κινήσεις της. Το σχέδιο δράσης της προέβλεπε σταθερή άμυνα σε θέσεις επί του όρους Ερύμανθος, με στόχο τη φθορά του ΕΣ. Για την αποστολή αυτή θα διατίθεντο το ήμισυ των διαθέσιμων δυνάμεων του ΔΣΕ. Οι υπόλοιπες δυνάμεις θα ενεργούσαν σε μικρά κλιμάκια, προσβάλλοντας τις γραμμές επικοινωνιών των επιτιθέμενων δυνάμεων του ΕΣ.
Για τον λόγο αυτό, αποφασίστηκε η συστηματική καταστροφή έργων υποδομής στην Πελοπόννησο – τεχνικά έργα, οδικό δίκτυο, εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν οργανωμένες θέσεις άμυνας τόσο στον όρος Ερύμανθος, όσο και σε άλλους ορεινούς όγκους στην Πελοπόννησο. Μετά όμως τον αιφνιδιασμό που υπέστη από το απρόσμενο και απροσδόκητο κτύπημα του Τσακαλώτου, τα σχέδια της ηγεσίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου μεταβλήθηκαν, υπό την πίεση των γεγονότων.
Έτσι αποφασίστηκε, την τελευταία στιγμή, να αποφύγουν με κάθε τρόπο οι δυνάμεις του ΔΣΕ να αντιπαραταχθούν σε κατά παράταξη μάχη με τον ΕΣ, τα τμήματα του ΔΣΕ να προσπαθήσουν να διολισθήσουν ανάμεσα από την διάταξη των δυνάμεων του ΕΣ που θα εκτελούσαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και να εκτελεστούν επιθέσεις αντιπερισπασμού.
Αντίπαλες δυνάμεις και σχέδια
Ο ΔΣΕ στην Πελοπόννησο διέθετε την ΙΙΙ μεραρχία με τις 22η και 55η ταξιαρχίες, την σχολή αξιωματικών Πελοποννήσου, με τα αρχηγεία Ερύμανθου, Αροάνιων, Μαίναλου, Ταϋγέτου και Πάρνωνα, τα κατά τόπους έμπεδα και την τοπική Αυτοάμυνα. Συνολικά οι δυνάμεις αυτές αριθμούσαν περί τους 5-6.000 άνδρες και γυναίκες. Από αυτούς όμως περίπου 2.500 –2.800 ήταν μάχιμοι. Βάσει υπολογισμών του ΕΣ η αριθμητική δύναμη των μονάδων αυτών ήταν η εξής:
– 55η ταξιαρχία 950, με έδρα τον Πάρνωνα
– συγκρότημα Ταϋγέτου 300
– λόχος διοίκησης ΙΙΙ μεραρχίας 130
– σχολή αξιωματικών 120
– 22η ταξιαρχία 750
– συγκρότημα Αρκαδίας 300
– συγκρότημα Αχαΐας – Ηλείας 250
– συγκρότημα Αργολίδας – Κορινθίας 250
Το ηθικό των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο δεν ήταν το ίδιο υψηλό όσο σε άλλες περιοχές. Βασική αιτία για αυτό ήταν γενικά η μη ευνοϊκές για αυτές συνθήκες στην περιοχή. Επίσης μέρος των μαχητών είχαν ενταχθεί στον ΔΣΕ κατόπιν βίαιη στρατολογίας και δεν είχαν και μεγάλο ζήλο για τον αγώνα.
Επίσης, βάσει πάντα των πληροφοριών του ΕΣ, υπήρχαν διχογνωμίες στην ηγεσία του ΔΣΕ Πελοποννήσου, σχετικά με τη σκοπιμότητα συνέχισης του αγώνα. Τέλος ο οπλισμός του ΔΣΕ Πελοποννήσου περιλάμβανε 17 πολυβόλα θέσης, 404 οπλοπολυβόλα, 17 όλμοι των 81 και 50 χιλ. 138 υποπολυβόλα, 1.850 τυφέκια, 500 πάντζερφάουστ.
Η εκκαθάριση της Πελοποννήσου ανατέθηκε σε έναν εξαίρετο ηγέτη, τον αντιστράτηγο Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Ο Τσακαλώτος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες στρατιώτες των νεώτερων χρόνων. Πραγματοποίησε αξεπέραστους άθλους το 1940-41 στη βόρειο Ήπειρο κατά των Ιταλών και το όνομά του κατέστη θρυλικό. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Μέση Ανατολή και του ανατέθηκε η διοίκηση της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, επικεφαλής της οποίας πολέμησε και νίκησε στους Γερμανούς στο Ρίμινι.
Επιστρέφοντας με τους άνδρες του στην Πατρίδα βρέθηκε στη δίνη της δεκεμβριανής στάσης, στην καταστολή της οποίας συνέβαλε τα μέγιστα. Με την επίσημη έναρξη του Εμφυλίου πολέμησε από διάφορες θέσεις και το 1948 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού. Υπό αυτήν την ιδιότητα στάλθηκε στην Πελοπόννησο με στόχο την πλήρη και οριστική εκκαθάρισή της από τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Για τον σκοπό αυτό οι δυνάμεις που διατέθηκαν ήταν οι εξής:
Το στρατηγείο του Α’ ΣΣ, με την ΙΧ ΜΠ, το ΑΣΔΠ (Ανώτερο Στρατηγείο Διοίκησης Πελοποννήσου), την 41η, 42, 43, και 72η Ταξιαρχίες Πεζικού, 4 Ελαφρά Τάγματα Πεζικού (ΕΤΠ), οι Α, Β, Γ και Δ Μοίρες Καταδρομών, το λεγόμενο Βόρειο Συγκρότημα, αποτελούμενο από το ΤΣΕ (Τακτικό Στρατηγείο Εθνοφυλακής) Άργους με 3 ΕΤΠ, μια ίλη θωρακισμένων και ένα τάγμα Χωροφυλακής και το λεγόμενο Νότιο Συγκρότημα αποτελούμενο από το ΤΣΕ Καλαμάτας και το ΤΣΕ Σπάρτης με 3 συνολικά ΕΤΠ.
Επίσης η Χωροφυλακή διέθεσε 3 μειωμένης δύναμης τάγματα. Από άποψης μονάδων τεθωρακισμένων διατέθηκε το Α’ Σύνταγμα Αναγνώρισης, εφοδιασμένο με ελαφρά θωρακισμένα, τροχοφόρα οχήματα Marmon Herrington και Daimler Dingo. Πέραν των δυνάμεων αυτών διατέθηκαν επίσης, η 144 Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού, οι 704 και 711 Λόχοι Μηχανικού, μια διλοχία Σκαπανέων της Μακρονήσου.
Οι δυνάμεις αυτές αναπτύχθηκαν σε δύο τακτικά συγκροτήματα. Το πρώτο, με επικεφαλής τον διοικητή της ΙΧ ΜΠ (υποστράτηγο Μανιδάκη), διέθετε την ΙΧ ΜΠ με τις 41η, 42η και 43η Ταξιαρχίες, το 5ο Τάγμα Χωροφυλακής, το 101 Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (ΣΠΠ), μείον μοίρας, την 144 ΜΟΠ, τη διλοχία Σκαπανέων, και τους 704 και 711 Λόχους Μηχανικού και μια ίλη θωρακισμένων.
Το δεύτερο συγκρότημα είχε επικεφαλής τον διοικητή του ΑΣΔΠ (υποστράτηγο Πετζόπουλο) και διέθετε το Τακτικό Συγκρότημα Κορινθίας, με την 72η Ταξιαρχία, 3 ΕΤΠ (72ο, 76ο και 77ο Άργους) και μια ίλη θωρακισμένων και το Νότιο Συγκρότημα Πελοποννήσου, με 7 ΕΤΠ, το 15ο Τάγμα Χωροφυλακής, το Μηχανοκίνητο Τάγμα Χωροφυλακής και τις λοιπές ίλες του Α’ Συντάγματος Αναγνώρισης και το 105 ΣΠΠ (μείον μοίρας). Ο Τσακαλώτος κράτησε ως άμεση εφεδρεία τις Μοίρες Καταδρομών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο περίφημος συνταγματάρχης Καλλίνσκης.
Ο Τσακαλώτος είχε σχεδιάσει με προσοχή την επιχείρηση και είχε αποφασίσει να δράσει οργανωμένα. Οι προθέσεις του συνοψίζονταν στην αναφορά του προς το ΓΕΣ όπου έγραφε:
«Απαλλαγή το ταχύτερο της Πελοποννήσου από τον συμμοριτισμό δια της πλήρους συντριβής τούτου, αποκατάσταση της τάξης και ασφάλειας, αποκατάσταση συγκοινωνιών και εξύψωση του ηθικού του πληθυσμού ώστε να συμβάλει και αυτός, με όλα τα μέσα στην παγίωση της τάξης. Ιδιαίτερα και συνεχής προσπάθεια δια την πλήρη εξουθένωση της αυτοάμυνας».
Το σχέδιο του Τσακαλώτου προέβλεπε την διεξαγωγή των επιχειρήσεων σε τρείς φάσεις. Ο συγκεκριμένος τρόπος ενεργείας ήταν προϊόν της εδαφικής διαμόρφωσης της περιοχής επιχειρήσεων. «Η αχίλλειος πτέρνα δεν είναι οι συμμορίτες», έγραφε ο Τσακαλώτος, «αλλά ο χώρος εντός του οποίου η διαφυγή των είναι πάντοτε δυνατή».
Ακριβώς για να αποφύγει την διαφυγή των δυνάμεων του ΔΣΕ, σε πρώτη φάση, θα άρχιζε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις παράκτιες περιοχές, σε αρκετό βάθος με σκοπό τον έλεγχο των κύριων οδικών κόμβων.
Κατόπιν η κύρια επιχείρηση θα ξεκινούσε από το ύψος της Τρίπολης και του ποταμού Νέδα και βόρεια αυτών, με συγκλίνουσες επιθέσεις από Βορρά – Ανατολή και Νότο προς τα Μαίναλο, με σκοπό την ολοκληρωτική συντριβή των εκεί τμημάτων του ΔΣΕ και της αυτοάμυνας και την αποκατάσταση των συγκοινωνιών.
Όπως ο Κολοκοτρώνης το 1821, έτσι και Τσακαλώτος είχε αντιληφθεί ότι αν δεν κατάφερνε να ελέγξει την Τρίπολη και την κεντρική Πελοπόννησο δεν θα κατάφερνε τίποτα τελικά. Στη φάση αυτή τα τμήματα θα ενεργούσαν σε διαδοχικά κλιμάκια, αυξάνοντας το βάθος της επιθετικής διάταξης και περιορίζοντας τις πιθανότητες των αντιπάλων τμημάτων να διαφύγουν.
Ταυτόχρονα θα εκδηλώνονταν επιθέσεις στις περιοχές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, ώστε ο ΔΣΕ να πιστέψει ότι ο ΕΣ είχε μεταφέρει στην Πελοπόννησο δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες των υπαρχόντων και ότι ήταν σε θέση να εκτελέσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε όλο το εύρος της Πελοποννήσου.
Παράλληλα ο ΕΣ θα έπρεπε να προστατεύσει αποτελεσματικά όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα της Πελοποννήσου, μη επιτρέποντας στον ΔΣΕ τον εκ λαφύρων εφοδιασμό, ούτε ακόμα και την απόκτηση ηθικού πλεονεκτήματος από τυχόν επιτυχία του. Ως παλιός στρατιώτης ο Τσακαλώτος γνώριζε καλύτερα όλων την σημασία του παράγοντα Ηθικό στη μάχη. Η δεύτερη φάση των επιχειρήσεων θα λειτουργούσε συμπληρωματικά της πρώτης.
Στόχος της θα ήταν η εκκαθάριση της νότιας Πελοποννήσου, αλλά και η εκκαθάριση τυχόν εχθρικών θυλάκων που θα είχαν απομείνει στη βόρεια ή κεντρική Πελοπόννησο. Η τρίτη και τελευταία φάση προέβλεπε την εδραίωση της τάξης στην περιοχή, με την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων των προηγουμένων επιχειρήσεων.
Στην επιχείρηση θα συμμετείχε επίσης τόσο η Αεροπορία, όσο και το Πολεμικό Ναυτικό. Η τότε ΕΒΑ διέθεσε την 337 Μοίρα Δίωξης με αεροσκάφη Spitfire, το 345 Σμήνος Παρατήρησης, σμήνος της 855 Μοίρας Βομβαρδισμού και σμήνος μεταφορών.
Συνολικά από στη μάχη συμμετείχαν 14 Spitfire, 2 μετασκευασμένα σε βομβαρδιστικά Ντακότα, 4 μεταφορικά Ντακότα, 6 αναγνωριστικά Χάρβαρντ και 2 αεροσκάφη συνδέσμου Ώστερ, τα οποία κανόνιζαν την βολή του πυροβολικού.
Το ΠΝ επίσης θα διέθετε σκάφη του, τα οποία θα περιπολούσαν στις πελοποννησιακές ακτές και παράλληλα θα διέθετε σε ετοιμότητα 3 -4 περιπολικά για κάθε ενδεχόμενο στα λιμάνια της Πάτρας και της Κορίνθου.
Η «Περιστερά» ανοίγει τα φτερά της
Βάσει του σχεδίου του, ο Τσακαλώτος διέταξε τα τμήματά του να ξεκινήσουν τη εκκαθάριση των παράκτιων περιοχών από τις 22 Δεκεμβρίου. Η αποστολή αυτή εκτελέστηκε χωρίς απρόοπτα και με εξαιρετική επιτυχία με τη συνδρομή και του ΠΝ.
Όταν η φάση αυτή ολοκληρώθηκε ο Τσακαλώτος κτύπησε τον ΔΣΕ ακριβώς εκεί που πονούσε. Θεωρώντας ως πηγή ισχύος των δυνάμεων του ΣΕ στην Πελοπόννησο την αυτοάμυνα και τις συναφείς υποστηρικτικές οργανώσεις, πριν ξεκινήσει τις κύριες στρατιωτικές επιχειρήσεις άρχισε την εξάρθρωση του συγκεκριμένου δικτύου υποστήριξης του αντιπάλου.
Αν το δίκτυο αυτό κατέρρεε οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν θα είχαν πλέον πληροφορίες για τις κινήσεις των μονάδων του ΕΣ, δεν θα είχαν κρίσιμα εφόδια και τροφές, δεν θα είχαν κυριολεκτικά που να σταθούν, καθώς θα καταδιώκονταν συνεχώς σε όλο το μήκος και πλάτος της Πελοποννήσου.
Τη νύκτα λοιπόν της 27ης προς 28η Δεκεμβρίου, βάσει των υπαρχόντων πληροφοριών, τμήματα του Στρατού, της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής εξόρμησαν αιφνιδιαστικά και εξάρθρωσαν πλήρως το δίκτυο υποστήριξης του ΔΣΕ, συλλαμβάνοντας σε ένα βράδυ 4.500 άτομα, σε όλη την Πελοπόννησο και κυρίως στα μεγάλα της αστικά κέντρα. Από τους συλληφθέντες, 2.500 μεταφέρθηκαν άμεσα στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο.
Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα στην Πελοπόννησο. Το πλήγμα ήταν εξαιρετικά βαρύ για τον ΔΣΕ, ο οποίος σε ένα μόνο βράδυ έχασε ολόκληρο το δίκτυο πληροφοριοδοτών του και επιμελητείας του. Μόνο μετά την επιτυχία αυτή και αφού, επίτηδες, άφησε να περάσουν μερικές μέρες, διέταξε ο Τσακαλώτος, στις 3 Ιανουαρίου 1949, την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Στο διάστημα 22 /12/1948 μέχρι 3/1/1949 όνο μικροσυμπλοκές σημειώθηκαν μεταξύ ΕΣ και ΔΣΕ, στις οποίες ο ΔΣΕ ήταν πάντοτε ο ηττημένος. Οι συμπλοκές αυτές όμως είχαν τη σημασία τους, αφού κατά τη διάρκειά τους ή συνέπεια αυτών ο ΔΣΕ έχασε το 1/4 της αρχικής του δύναμης στην Πελοπόννησο. Συνολικά είχε 59 νεκρούς και 500 αιχμαλώτους και 200 αυτόμολους.
Όταν όλα ήταν έτοιμα τα τμήματα από τη καθορισμένη γραμμή εξόρμησης (Κάτω Φιγαλία, Λυκουρέσι, Λάλα, Φολόη, Προσταβίτσα, Ερύμανθος, Καλάβρυτα, Τρίκαλα Κορινθίας, λίμνη Στυμφαλίας, Αχλαδόκαμπος) άρχισαν να χτενίζουν ουσιαστικά την περιοχή. Το τακτικό συγκρότημα της ΙΧ ΜΠ κινήθηκε προς το Μαίναλο με σκοπό την εκκαθάριση του ορεινού όγκου.
Βάσει του σχεδίου τα τμήματα του τακτικού συγκροτήματος είχαν κλιμακωθεί σε μεγάλο βάθος, μη επιτρέποντας τη διολίσθηση των εχθρικών αποσπασμάτων – η ηγεσία της ΙΙΙ μεραρχίας του ΔΣΕ διέταξε τις δυνάμεις της να διασπαστούν σε ολιγομελή αποσπάσματα και να επιχειρήσουν να διαφύγουν, στα νώτα των δυνάμεων του ΕΣ. Και η τακτική αυτή όμως δεν απέδωσε.
Το αρχηγείο Ερύμανθου εξοντώθηκε και ένα τάγμα της 22ης ταξιαρχίας του ΔΣΕ που επιχείρησε να διεισδύσει στην Ηλεία είχε την ίδια τύχη. Καθώς η επιχείρηση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ένα άλλο τάγμα της 22ης ταξιαρχίας, μαζί με δυνάμεις του αρχηγείου Αροανίων επιχείρησαν να διεισδύσει στα νώτα της 72ης Ταξιαρχίας στην ορεινή Κορινθία.
Και πάλι όμως απέτυχαν και μάλιστα καταδιώχθηκαν νυχθημερόν μέχρι που εξουδετερώθηκαν κατά τα 3/4. Στις 13 Ιανουαρίου ότι είχε απομείνει από την 22η ταξιαρχία, μαζί με τον λόχο διοίκησης της ΙΙΙ μεραρχίας και τη σχολή αξιωματικών επιχείρησαν να διεισδύσουν στην περιοχή της Στυμφαλίας.
Δεν το κατόρθωσαν όμως και καταδιώχθηκαν άγρια. Ύστερα από διήμερη καταδίωξη τα τμήματα αυτά του ΔΣΕ βρέθηκαν στα νώτα της ΙΧ ΜΠ. Ύστερα από σύντομη μάχη η δύναμη αυτή κατατμήθηκε σε τρία τμήματα, από τα οποία τα δύο τράπηκαν προς τον Ερύμανθο και το τρίτο προς το Μαίναλο και η ΙΧ ΜΠ διατάχθηκε να αναστρέψει τη διάταξή της και να καταδιώξει μέχρι τελικής διάλυσης τα τμήματα αυτά.
Ο ελιγμός εκτελέστηκε με τρόπο υποδειγματικό και η καταδίωξη συνεχίστηκε. Τελικά τα τμήματα αυτά του ΔΣΕ υποχρεώθηκαν στις 27 και 28 Ιανουαρίου να δώσουν μάχη (στις περιοχές Φολής και Λάλα) με τις ισχυρότερες αντίπαλες τους δυνάμεις στην οποία και ηττήθηκαν κατά κράτος, αφήνοντας πίσω τους 107 καταμετρημένους νεκρούς, 97 αιχμαλώτους και ολόκληρο το αρχείο της ΙΙΙ μεραρχίας, μαζί με τους ασυρμάτους.
Η ήττα αυτή, των πιο επίλεκτων δυνάμεων του ΔΣΕ, σφράγισε ουσιαστικά και την τύχη της όλης επιχείρησης. Ήταν η ώρα να ρίξει ο Τσακαλώτος στη μάχη τις επίλεκτες εφεδρείες του, τους τρομερούς λοκατζήδες. Τμήμα αυτών διατάχτηκε να συνεχίσει την καταδίωξη των ηττημένων στα ορεινά συγκροτήματα της κεντρικής Πελοποννήσου.
Ο όγκος τους όμως ρίχτηκε στον Πάρνωνα και τον ένδοξο Ταΰγετο, καταδιώκοντας άγρια τώρα την 55η ταξιαρχία του ΔΣΕ. Στις 22 Ιανουαρίου, με νυκτερινό εγχείρημα η Γ και Δ Μοίρες Καταδρομών σκαρφάλωσαν τον Πάρνωνα και αιφνιδιαστικά προσέβαλαν την 5η ταξιαρχία.
Αποτέλεσμα της μάχης –στον Αγ. Βασίλειο Πάρνωνα – ήταν η συντριβή της 55ης που έχασε ένα ολόκληρο τάγμα της, τον εφοδιασμό και τα μεταγωγικά της. Στη μάχη σκοτώθηκαν 181 μαχητές του ΔΣΕ, ενώ άλλοι 78 αιχμαλωτίστηκαν. Η καταδίωξη των τραγικών υπολειμμάτων της 55ης ταξιαρχίας συνεχίστηκε πάντως χωρίς ανάπαυλα.
Παράλληλα, πίσω από τη ζώνη των επιχειρήσεων το Μηχανικό εργαζόμενο πυρετωδώς αποκαθιστούσε το κατεστραμμένο οδικό δίκτυο. Μέσα σε 40 μόλις μέρες αποκαταστάθηκε οδικό δίκτυο συνολικού μήκους άνω των 800 χλμ. γεγονός που αποτελεί πραγματικό άθλο δεδομένων μάλιστα των συνθηκών.
Επίσης το Μηχανικό κατασκεύασε και έναν νέο αεροδιάδρομο στο Λέχαιο. Σημαντικό ρόλο στη φάση αυτή του αγώνα διαδραμάτισε και η Αεροπορία, κυρίως με τα αναγνωριστικά της αεροσκάφη, αλλά όπου χρειάστηκε και με τα εξοπλισμένα με ρουκέτες Spitfire.
Χάρη στην εξασφάλιση άριστων συνδέσμων η Αεροπορία επενέβαινε άμεσα και καίρια. Μεγάλη ήταν και η συμβολή του Πολεμικού Ναυτικού, παρά τις άθλιες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο.
Κατά την ρήση της εποχής «ούτε κουνούπι δεν πέρασε από τη θάλασσα», ενώ συνέδραμε και τις χερσαίες επιχειρήσεις – περίπτωση Λεωνιδίου. Σημαντικότατη υπήρξε και η συμβολή της Χωροφυλακής και σε αυτόν τον αγώνα, συμβολή που δεν της συγχώρεσαν ποτέ ορισμένοι και για αυτό έλαβαν την καταστροφική απόφαση για την διάλυσή της.
Τα περίφημα μεταβατικά αποσπάσματα της Χωροφυλακής, ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα, αυξάνοντας την εις βάθος κλιμάκωση των δυνάμεων, εκκαθαρίζοντας τις τελευταίες εστίες αντίστασης, επιβάλλοντας την τάξη και ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας του πληθυσμού.
Η επιχείρηση «Περιστερά» εκτελέστηκε υποδειγματικά και ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι απώλειες του ΕΣ και της Χωροφυλακής ήταν μικρές και έφτασαν τους 41 νεκρούς (οι 2 αξιωματικοί) και τους 105 τραυματίες. Από τη άλλη πλευρά οι απώλειες ήταν σοβαρές. Οι νεκροί έφτασαν τους 649, οι αιχμάλωτοι τους 1601, ενώ άλλοι 628 παραδόθηκαν εκούσια.
Οι απώλειες αυτές αφορούσαν την μάχιμη δύναμη του ΔΣΕ Πελοποννήσου. Επίσης στα χέρια του ΕΣ έπεσε και σημαντικός αριθμός όπλων – 2 πολυβόλα, 40 οπλοπολυβόλα, 22 αυτόματα, 597 τυφέκια, 18 πιστόλια, 2 όλμοι, 5 ασύρματοι, 4 τηλέφωνα και 39 κτήνη.