Οσον καιρό ο Καλλισθένης έγραφε δοξαστικά για τον στρατηλάτη, δεν υπήρχε πρόβλημα. Το 327 π.Χ. όμως, οπότε πέρασε στην αντιπολίτευση και αρνήθηκε την «προσκύνησιν» που απαιτούσε ο Αλέξανδρος, μιμούμενος τους Πέρσες βασιλιάδες, περιέπεσε σε δυσμένεια. Και εκτελέστηκε.
Στους δικούς μας καιρούς, γενέθλιο έτος του νεοελληνικού Τύπου θεωρείται το 1784, όταν ο Ζακυνθινός Γεώργιος Βεντότης εξέδωσε στη Βιέννη μια εφημερίδα που δεν γνωρίζουμε καν τον τίτλο της, αφού δεν σώθηκε κανένα φύλλο της. Στην Ελλάδα πάντως η πρώτη εφημερίδα, η «Σάλπιγξ Ελληνική», εκδόθηκε λίγο μετά το ξεκίνημα του Αγώνα, τον Αύγουστο του 1821, στην Καλαμάτα, από τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, εκδότη του «Λόγιου Ερμή» στη Βιέννη. Οπως και με τις μεγαλεξανδρινές «Εφημερίδες», το νεογέννητο άκουσε πολεμικά τραγούδια και απαγορευτικές εντολές: Το τέταρτο μόλις τεύχος της «Ελληνικής Σάλπιγγος» ήταν το τελευταίο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήθελε να επιβάλει προληπτική λογοκρισία στις ελεύθερες περιοχές και ο Φαρμακίδης προτίμησε τη σιωπή παρά τη φίμωση.
Ετος σταθμός είναι πάντως το 1824. Τότε εκδίδονται τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσολόγγι, από τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ, «Ο Φίλος του Νόμου» στην Υδρα και η «Εφημερίς των Αθηνών» στην Αθήνα. Το 1825 εκδίδεται στο Ναύπλιο η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος», ως επίσημο όργανο της Κεντρικής Διοίκησης της Επανάστασης. Επικεφαλής της ορίζεται ο Φαρμακίδης.
Τελευταία κατά την Επανάσταση εμφανίζεται η «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος», που πρωτοκυκλοφορεί στην Υδρα τον Ιούλιο του 1827, όταν δεν εκδιδόταν καμία άλλη εφημερίδα. Ψυχή της, συντάκτης και τυπογράφος, ο Υδραίος ναυτικός και αγωνιστής Παντελής Κ. Παντελή, σφοδρότατος αντίπαλος των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών και των Βαυαρών. Παυαρούς τους έγραφε ο ίδιος, αφού συνήθιζε να πειράζει τα ονόματα των εχθρών του, για να τους γελοιοποιεί. Ισως τούς έλεγε Παυαρούς επειδή ποθούσε να παύσει η εξουσία τους.
Ο στόχος των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν κοινός, η απελευθέρωση, οι συγκρούσεις όμως στους κόλπους τους δεν καταλάγιασαν ποτέ, όπως πιστοποιούν οι εμφύλιοι. Η Διοίκηση και οι πολιτικοί, ειδικά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήθελαν να περιορίσουν την ελευθερία του Τύπου. Οχι επειδή έτσι επέβαλλαν οι ανάγκες του Αγώνα, όπως προφασίζονταν, αλλά επειδή δυσφορούσαν με την κριτική. Ο Μάγερ συγκρούστηκε με τη Διοίκηση και ορισμένα φύλλα των «Χρονικών» κατασχέθηκαν. Οι συνεχείς παρεμβάσεις στη «Γενική Εφημερίδα» κατέληξαν στην αποπομπή του Φαρμακίδη. Οσο για τον Π.Κ. Παντελή, ο δημοσιογραφικός του βίος ήταν μια αλυσίδα από διώξεις, απαγορεύσεις, κατασχέσεις, φυλακίσεις. Μια αλυσίδα όμως που δεν έπνιξε το πάθος του για ελευθερία και ελευθεροτυπία.
Ο,τι βλέπουμε είναι η σύγκρουση δύο αντιλήψεων. Η μία συμπυκνώνεται στην προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή προς τον Μαυροκορδάτο: «Συστήσατε αμέσως εφημερίδας εις διάδοσιν ειδήσεων. Διά των εφημερίδων και των ιεροκηρύκων μπορείτε να εξάψετε γενικόν ενθουσιασμόν». Η δεύτερη αναδεικνύεται απ’ όσα είπε ο Παναγιώτης Κρεββατάς, Μανιάτης προεστός, σε συνέλευση οπλαρχηγών στην Καλαμάτα: «Δεν μας χρειάζονται προς το παρόν εφημερίδες, γιατί η δημοσιογραφία θα χαλάσει τα μυαλά των ξυπόλυτων και των κολιγάδων, θα πάρει ο νους των αέρα, γιατί οι δημοσιογράφοι θα γράφουν ό,τι τους κατέβει».
Ο,τι τους κατέβει; Ή ό,τι όριζαν τα Συντάγματα του Αγώνα, από τα πλέον φιλελεύθερα πανευρωπαϊκώς; Και το πρώτο της Επιδαύρου, το 1822, και το Σύνταγμα του Αστρους, το 1823, και της Τροιζήνας, το 1827, κατοχυρώνουν την ελευθερία του Τύπου, απαγορεύουν την προληπτική λογοκρισία και θέτουν μόνο τρεις περιορισμούς: προσβολή της χριστιανικής θρησκείας, προσβολή της προσωπικότητας και απαγόρευση έκδοσης εφημερίδων από μη Ελληνες πολίτες.
Τα Συντάγματα όμως τα υπονομεύει κανείς ποικιλότροπα. Κρίνεται λοιπόν υπερβολική η διαβεβαίωση του Σπυρίδωνος Τρικούπη ότι «ανέπαφος διετηρείτο εξαρχής της Επαναστάσεως η ελευθερία του Τύπου, οποιασδήποτε μεταβολάς και αν έπαθεν η πολιτική της Ελλάδος, όσα πάθη και αν εξήψαν οι εμφύλιοι πόλεμοι». Και δεν ισχύει ούτε η διαβεβαίωσή του ότι «και του Κυβερνήτου ελθόντος, ουδέν ουδέ τότε ενομοθετήθη ή διετάχθη» κατά της ελευθεροτυπίας. Το ψήφισμα της 26ης Απριλίου 1831, ακόμα κι αν κατορθώθηκε επειδή ο Καποδίστριας «υπέκυψε σε αλλότριες πιέσεις», όπως γράφει στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών η Αικατερίνη Κουμαριανού (στην οποία οφείλουμε το σπουδαίο έργο «Ο Τύπος στον Αγώνα»), περιόρισε την ελευθερία του Τύπου που καθιέρωναν τα Συντάγματα. Το ψήφισμα αυτό συναρτάται με την πεποίθηση του Κυβερνήτη ότι η «άκριτος ελευθερία του Τύπου» και η «ανεξάρτητος παρρησία» είναι «ασύμφωνος με την παρούσαν πολιτικήν και εθνικήν του Εθνους κατάστασιν».
Παρότι φιλοκαποδιστριακός, ο Παντελής Παντελή πολιτεύτηκε δημοσιογραφικά σαν ακραιφνής συνταγματικός, σαν πεισματάρης λάτρης της Γαλλίας και ειδικά της Επανάστασης του 1848. Εδρασε γράφοντας και έγραψε δρώντας σαν δημοκράτης που αρνιόταν να νερώσει το κρασί του ενθουσιασμού του αλλά και των αξιώσεών του από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο ασυμβίβαστος βίος του και η μαχητική πολιτεία του αναδεικνύονται με καθαρότητα στον ογκώδη τόμο που εκπόνησε ένας απόγονός του, ο Λάμπρος Βαζαίος. Τίτλος του: «Ανεξάρτητος: Η δημοκρατική εφημερίδα της Επανάστασης του 1821» (εκδόσεις Μένανδρος, 2018).
Πρόκειται για ένα διπλό βιβλίο που, χωρίς να αποκρύπτει τη συναισθηματική του καταγωγή, ανασυσταίνει την παρουσία ενός σκληρού πολέμιου του φαύλου κομματισμού και της υποτέλειας στις ξένες δυνάμεις, παραθέτοντας αυθεντικά κείμενα του δημοσιογράφου, αλλά και σχολιάζοντάς τα και ενισχύοντάς τα με πληροφορίες που διευκολύνουν τη σημερινή ανάγνωσή τους. Σαρκαστής έως και το 1859, οπότε έπαψε να εκδίδεται η εφημερίδα, με μικρά ή και πολύ μεγάλα κενά στην κυκλοφορία της, ενίοτε λιβελογραφικά επιθετικός κατά των «ελληνοκρατόρων», με τη λεξιπλασία να υπηρετεί την κρημνιστική ορμή του και με λόγο που συναιρεί τη λόγια γλώσσα με την ακατάσχετη προφορικότητα, ακόμα κι αν αυτό τραυματίζει τη σύνταξη, με τις εμμονές του φυσικά και την παλιλλογία του, είναι ένας από τους προδρόμους της νεοελληνικής δημοσιογραφίας που έχει ακόμα κάτι να πει στους επιγόνους. Κι αν όχι με τα γραφτά του, τότε με την πράξη του: Με την απόφασή του, όταν κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τη βαυαρική διοίκηση, ν’ αλλάξει το επώνυμό του. Να του προσθέσει, σήμα σαφές, τον τίτλο της εφημερίδας του. Και να πολιτογραφηθεί επίσημα ως Παντελής Κ. Παντελή-Ανεξάρτητος.
Στους δικούς μας καιρούς, γενέθλιο έτος του νεοελληνικού Τύπου θεωρείται το 1784, όταν ο Ζακυνθινός Γεώργιος Βεντότης εξέδωσε στη Βιέννη μια εφημερίδα που δεν γνωρίζουμε καν τον τίτλο της, αφού δεν σώθηκε κανένα φύλλο της. Στην Ελλάδα πάντως η πρώτη εφημερίδα, η «Σάλπιγξ Ελληνική», εκδόθηκε λίγο μετά το ξεκίνημα του Αγώνα, τον Αύγουστο του 1821, στην Καλαμάτα, από τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, εκδότη του «Λόγιου Ερμή» στη Βιέννη. Οπως και με τις μεγαλεξανδρινές «Εφημερίδες», το νεογέννητο άκουσε πολεμικά τραγούδια και απαγορευτικές εντολές: Το τέταρτο μόλις τεύχος της «Ελληνικής Σάλπιγγος» ήταν το τελευταίο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήθελε να επιβάλει προληπτική λογοκρισία στις ελεύθερες περιοχές και ο Φαρμακίδης προτίμησε τη σιωπή παρά τη φίμωση.
Ετος σταθμός είναι πάντως το 1824. Τότε εκδίδονται τα «Ελληνικά Χρονικά» στο Μεσολόγγι, από τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ, «Ο Φίλος του Νόμου» στην Υδρα και η «Εφημερίς των Αθηνών» στην Αθήνα. Το 1825 εκδίδεται στο Ναύπλιο η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος», ως επίσημο όργανο της Κεντρικής Διοίκησης της Επανάστασης. Επικεφαλής της ορίζεται ο Φαρμακίδης.
Τελευταία κατά την Επανάσταση εμφανίζεται η «Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος», που πρωτοκυκλοφορεί στην Υδρα τον Ιούλιο του 1827, όταν δεν εκδιδόταν καμία άλλη εφημερίδα. Ψυχή της, συντάκτης και τυπογράφος, ο Υδραίος ναυτικός και αγωνιστής Παντελής Κ. Παντελή, σφοδρότατος αντίπαλος των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών και των Βαυαρών. Παυαρούς τους έγραφε ο ίδιος, αφού συνήθιζε να πειράζει τα ονόματα των εχθρών του, για να τους γελοιοποιεί. Ισως τούς έλεγε Παυαρούς επειδή ποθούσε να παύσει η εξουσία τους.
Ο στόχος των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν κοινός, η απελευθέρωση, οι συγκρούσεις όμως στους κόλπους τους δεν καταλάγιασαν ποτέ, όπως πιστοποιούν οι εμφύλιοι. Η Διοίκηση και οι πολιτικοί, ειδικά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήθελαν να περιορίσουν την ελευθερία του Τύπου. Οχι επειδή έτσι επέβαλλαν οι ανάγκες του Αγώνα, όπως προφασίζονταν, αλλά επειδή δυσφορούσαν με την κριτική. Ο Μάγερ συγκρούστηκε με τη Διοίκηση και ορισμένα φύλλα των «Χρονικών» κατασχέθηκαν. Οι συνεχείς παρεμβάσεις στη «Γενική Εφημερίδα» κατέληξαν στην αποπομπή του Φαρμακίδη. Οσο για τον Π.Κ. Παντελή, ο δημοσιογραφικός του βίος ήταν μια αλυσίδα από διώξεις, απαγορεύσεις, κατασχέσεις, φυλακίσεις. Μια αλυσίδα όμως που δεν έπνιξε το πάθος του για ελευθερία και ελευθεροτυπία.
Ο,τι βλέπουμε είναι η σύγκρουση δύο αντιλήψεων. Η μία συμπυκνώνεται στην προτροπή του Αδαμάντιου Κοραή προς τον Μαυροκορδάτο: «Συστήσατε αμέσως εφημερίδας εις διάδοσιν ειδήσεων. Διά των εφημερίδων και των ιεροκηρύκων μπορείτε να εξάψετε γενικόν ενθουσιασμόν». Η δεύτερη αναδεικνύεται απ’ όσα είπε ο Παναγιώτης Κρεββατάς, Μανιάτης προεστός, σε συνέλευση οπλαρχηγών στην Καλαμάτα: «Δεν μας χρειάζονται προς το παρόν εφημερίδες, γιατί η δημοσιογραφία θα χαλάσει τα μυαλά των ξυπόλυτων και των κολιγάδων, θα πάρει ο νους των αέρα, γιατί οι δημοσιογράφοι θα γράφουν ό,τι τους κατέβει».
Ο,τι τους κατέβει; Ή ό,τι όριζαν τα Συντάγματα του Αγώνα, από τα πλέον φιλελεύθερα πανευρωπαϊκώς; Και το πρώτο της Επιδαύρου, το 1822, και το Σύνταγμα του Αστρους, το 1823, και της Τροιζήνας, το 1827, κατοχυρώνουν την ελευθερία του Τύπου, απαγορεύουν την προληπτική λογοκρισία και θέτουν μόνο τρεις περιορισμούς: προσβολή της χριστιανικής θρησκείας, προσβολή της προσωπικότητας και απαγόρευση έκδοσης εφημερίδων από μη Ελληνες πολίτες.
Τα Συντάγματα όμως τα υπονομεύει κανείς ποικιλότροπα. Κρίνεται λοιπόν υπερβολική η διαβεβαίωση του Σπυρίδωνος Τρικούπη ότι «ανέπαφος διετηρείτο εξαρχής της Επαναστάσεως η ελευθερία του Τύπου, οποιασδήποτε μεταβολάς και αν έπαθεν η πολιτική της Ελλάδος, όσα πάθη και αν εξήψαν οι εμφύλιοι πόλεμοι». Και δεν ισχύει ούτε η διαβεβαίωσή του ότι «και του Κυβερνήτου ελθόντος, ουδέν ουδέ τότε ενομοθετήθη ή διετάχθη» κατά της ελευθεροτυπίας. Το ψήφισμα της 26ης Απριλίου 1831, ακόμα κι αν κατορθώθηκε επειδή ο Καποδίστριας «υπέκυψε σε αλλότριες πιέσεις», όπως γράφει στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών η Αικατερίνη Κουμαριανού (στην οποία οφείλουμε το σπουδαίο έργο «Ο Τύπος στον Αγώνα»), περιόρισε την ελευθερία του Τύπου που καθιέρωναν τα Συντάγματα. Το ψήφισμα αυτό συναρτάται με την πεποίθηση του Κυβερνήτη ότι η «άκριτος ελευθερία του Τύπου» και η «ανεξάρτητος παρρησία» είναι «ασύμφωνος με την παρούσαν πολιτικήν και εθνικήν του Εθνους κατάστασιν».
Παρότι φιλοκαποδιστριακός, ο Παντελής Παντελή πολιτεύτηκε δημοσιογραφικά σαν ακραιφνής συνταγματικός, σαν πεισματάρης λάτρης της Γαλλίας και ειδικά της Επανάστασης του 1848. Εδρασε γράφοντας και έγραψε δρώντας σαν δημοκράτης που αρνιόταν να νερώσει το κρασί του ενθουσιασμού του αλλά και των αξιώσεών του από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο ασυμβίβαστος βίος του και η μαχητική πολιτεία του αναδεικνύονται με καθαρότητα στον ογκώδη τόμο που εκπόνησε ένας απόγονός του, ο Λάμπρος Βαζαίος. Τίτλος του: «Ανεξάρτητος: Η δημοκρατική εφημερίδα της Επανάστασης του 1821» (εκδόσεις Μένανδρος, 2018).
Πρόκειται για ένα διπλό βιβλίο που, χωρίς να αποκρύπτει τη συναισθηματική του καταγωγή, ανασυσταίνει την παρουσία ενός σκληρού πολέμιου του φαύλου κομματισμού και της υποτέλειας στις ξένες δυνάμεις, παραθέτοντας αυθεντικά κείμενα του δημοσιογράφου, αλλά και σχολιάζοντάς τα και ενισχύοντάς τα με πληροφορίες που διευκολύνουν τη σημερινή ανάγνωσή τους. Σαρκαστής έως και το 1859, οπότε έπαψε να εκδίδεται η εφημερίδα, με μικρά ή και πολύ μεγάλα κενά στην κυκλοφορία της, ενίοτε λιβελογραφικά επιθετικός κατά των «ελληνοκρατόρων», με τη λεξιπλασία να υπηρετεί την κρημνιστική ορμή του και με λόγο που συναιρεί τη λόγια γλώσσα με την ακατάσχετη προφορικότητα, ακόμα κι αν αυτό τραυματίζει τη σύνταξη, με τις εμμονές του φυσικά και την παλιλλογία του, είναι ένας από τους προδρόμους της νεοελληνικής δημοσιογραφίας που έχει ακόμα κάτι να πει στους επιγόνους. Κι αν όχι με τα γραφτά του, τότε με την πράξη του: Με την απόφασή του, όταν κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τη βαυαρική διοίκηση, ν’ αλλάξει το επώνυμό του. Να του προσθέσει, σήμα σαφές, τον τίτλο της εφημερίδας του. Και να πολιτογραφηθεί επίσημα ως Παντελής Κ. Παντελή-Ανεξάρτητος.
Πηγή: kathimerini.gr