Στενεύουν τα περιθώρια για περισσότερους από 4 εκατ. φορολογούμενους που θα πρέπει μέχρι το τέλος του έτους να έχουν καλύψει το αφορολόγητο όριο με δαπάνες μέσω καρτών ή ηλεκτρονικών συναλλαγών, διαφορετικά απειλούνται με πρόστιμα 22% επί του ποσού που υπολείπεται.
Μπορεί να εξετάζεται η αύξηση του ποσού που θα χτίζει το αφορολόγητο όριο για τα εισοδήματα του 2019 ωστόσο για φέτος μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πρέπει έως τις 31/12/2018 να έχουν καλύψει με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών ποσά που αντιστοιχούν από 10-20% των εισοδημάτων τους προκειμένου να επωφεληθούν το δικαίωμα της έκπτωσης φόρου από 1.900-2.100 ευρώ κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων.
Σήμερα για να δικαιούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες την έκπτωση φόρου από 1900-2100 ευρώ με την κατοχύρωση του αφορολόγητου θα πρέπει να συμπληρώσουν το 10% των δαπανών τους με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα ή μέσω e-banking όταν έχουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ, το 15% για εισόδημα από 10.001 -30.000 ευρώ και 20% για εισόδημα από 30.001 και πάνω.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν κατάφερε να καλύψει το απαιτούμενο ποσό δαπάνης με πληρωμές μέσω καρτών ή μέσω e-banking, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογείται με 22%.
Από την υποχρέωση να έχουν εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή e-banking) τις δαπάνες που κατοχυρώνουν την έκπτωση φόρου, εξαιρούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Οι φορολογούμενοι που υπάγονται στις παραπάνω περιπτώσεις «εξαιρέσεων» οφείλουν, ωστόσο, να έχουν καλύψει τα προαναφερθέντα ποσοστά του ετήσιου εισοδήματος με δαπάνες αγοράς και παροχής υπηρεσιών, εξοφληθείσες με μετρητά. Για τον λόγο αυτό οφείλουν να έχουν συγκεντρώσει και να έχουν διαφυλάξει τις αποδείξεις των δαπανών αυτών στα σπίτια τους, ώστε να είναι σε θέση να τις προσκομίσουν στις αρμόδιες φορολογικές αρχές σε περίπτωση που τους ζητηθούν για έλεγχο.
Μπορεί να εξετάζεται η αύξηση του ποσού που θα χτίζει το αφορολόγητο όριο για τα εισοδήματα του 2019 ωστόσο για φέτος μισθωτοί και συνταξιούχοι θα πρέπει έως τις 31/12/2018 να έχουν καλύψει με δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών ποσά που αντιστοιχούν από 10-20% των εισοδημάτων τους προκειμένου να επωφεληθούν το δικαίωμα της έκπτωσης φόρου από 1.900-2.100 ευρώ κατά την εκκαθάριση των δηλώσεων.
Σήμερα για να δικαιούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες την έκπτωση φόρου από 1900-2100 ευρώ με την κατοχύρωση του αφορολόγητου θα πρέπει να συμπληρώσουν το 10% των δαπανών τους με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα ή μέσω e-banking όταν έχουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ, το 15% για εισόδημα από 10.001 -30.000 ευρώ και 20% για εισόδημα από 30.001 και πάνω.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν κατάφερε να καλύψει το απαιτούμενο ποσό δαπάνης με πληρωμές μέσω καρτών ή μέσω e-banking, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογείται με 22%.
Από την υποχρέωση να έχουν εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή e-banking) τις δαπάνες που κατοχυρώνουν την έκπτωση φόρου, εξαιρούνται οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι κατ’ επάγγελμα αγρότες φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.
Οι φορολογούμενοι που υπάγονται στις παραπάνω περιπτώσεις «εξαιρέσεων» οφείλουν, ωστόσο, να έχουν καλύψει τα προαναφερθέντα ποσοστά του ετήσιου εισοδήματος με δαπάνες αγοράς και παροχής υπηρεσιών, εξοφληθείσες με μετρητά. Για τον λόγο αυτό οφείλουν να έχουν συγκεντρώσει και να έχουν διαφυλάξει τις αποδείξεις των δαπανών αυτών στα σπίτια τους, ώστε να είναι σε θέση να τις προσκομίσουν στις αρμόδιες φορολογικές αρχές σε περίπτωση που τους ζητηθούν για έλεγχο.