Του Διονύση Διατσίγκου
Εάν παρακολουθήσει κανείς με ψυχραιμία τη δημόσια αντιπαράθεση των παραγόντων του ποδοσφαίρου που εκδηλώνεται με ανακοινώσεις και δηλώσεις για τη διαιτησία τα τελευταία δέκα και περισσότερα χρόνια και φυσικά είναι γνώστης προσώπων και πραγμάτων, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη δυσκολία για να διαπιστώσει ότι συνεχίζεται ο ανηλεής αγώνας για τον επηρεασμό του ευαίσθητου θεσμού. Κανείς στην ουσία δεν ενδιαφέρεται για σωστή διαιτησία, αντίθετα επιδιώκει την εύνοιά της.
Ανάλογα με την περίπτωση, όλοι όσοι αποτελούν την «τάξη» του στείρου παραγοντισμού εξαπολύουν επιθέσεις με αφορμή ένα πέναλτι, ένα οφσάιντ ή μια αποβολή, γνωρίζοντας καλά ότι αυτό είναι απαραίτητο όχι μόνο στο παιγνίδι των εντυπώσεων αλλά και στο …επενδυτικό πρόγραμμα για μια ευνοϊκή διαιτησία στη συνέχεια. Στο παιγνίδι συμμετέχουν άπαντες από την κορυφαία έως τη μικρότερη κατηγορία και η ποδοσφαιρική ζωή εξελίσσεται αρκετές φορές σε έναν εφιάλτη για εκείνους που κάποτε αγάπησαν ή συνεχίζουν να αγαπούν το συναρπαστικό σπορ.
Η υποκρισία για την υπόθεση της διαιτησίας είναι καθεστώς βαθιά ριζωμένο στην Ελλάδα και δεν λύνεται, βέβαια, με μεγάλα και κούφια λόγια, με ψεύτικες υποσχέσεις αλλά και ούτε με την πασίγνωστη θρησκευτική φράση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Τα συμφέροντα είναι μεγάλα στην κορυφαία κατηγορία αλλά σημαντικά και στις μικρότερες. Και μπροστά στην εξυπηρέτησή τους δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν θεμιτά και «αθέμιτα» μέσα, αδιαφορώντας έτσι για την φθορά των θεσμών και του αθλήματος. Πρόκειται για θλιβερή κατάσταση. Γι΄ αυτό είναι γυμνές οι εξέδρες, γι΄ αυτό έχουμε μέσο όρο εισιτηρίων μικρότερο από τριτοκοσμική χώρα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Άλλωστε εκείνο που προέχει είναι να κάνουμε τη δουλειά μας…. Και το ακόμα πιο θλιβερό είναι ότι οι εναπομείναντες οπαδοί στις εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων έχουν δυστυχώς εθιστεί στην ιδέα ότι πρέπει η διοίκηση και ιδιαίτερα ο πρόεδρος της ομάδας τους να μετέλθει κάθε μέσο για να επιτευχθούν οι στόχοι, ενώ την ίδια στιγμή οι φίλαθλοι που θέλουν να μη βιάζεται η φυσιογνωμία του παιγνιδιού αραιώνουν τις τάξεις του. Ωστόσο ο παραγοντισμός επιμένει… Και επιμένοντας φροντίζει σήμερα πια για την «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ» της ομάδας με τρόπο θα έλεγε κανείς συστηματικό, στοχευμένο και χαριτολογώντας... «επιστημονικό». Στα πλαίσια αυτά παρατηρούμε ολοένα και πιο συχνά οι ποδοσφαιρικές ομάδες (από τις μεγαλύτερες αλλά και από τις μικρότερες κατηγορίες) να προσλαμβάνουν ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ (έτσι τουλάχιστον τους βαπτίζουν), οι οποίοι το μοναδικό προσόν που διαθέτουν είναι οι «γνωριμίες» γύρω και μέσα από το χώρο της διαιτησίας. Προφανώς ορισμένοι (κατά κύριο λόγο πρώην διαιτητές) κάνουν καριέρα..., αφού οι περισσότεροι πρόεδροι και οι διοικήσεις θεωρούν πλεονέκτημα να εργάζονται για τις ομάδες τους στελέχη που έχουν διασυνδέσεις ή καλύτερα που διαθέτουν την «τέχνη» να εξασφαλίσουν (υποτίθεται) με διάφορους τρόπους όχι μόνο τα νώτα της ομάδας αλλά και τη βοήθεια από τους δικαστές των δευτερολέπτων. Και επειδή βέβαια οι διαιτητές είναι ταυτόχρονα και θύματα και θύτες, γι΄ αυτό τα εξειδικευμένα «στελέχη» προσπαθούν επίσης έτσι ώστε να τύχουν οι διαιτητές της ανάλογης ευνοϊκής κρίσης (αξιολόγησης) από τους παρατηρητές διαιτησίας. Ωστόσο σ΄ αυτά τα περίεργα παιγνίδια τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο, αφού τα ενδεχόμενα είναι πολλά και απρόβλεπτα και εν πολλοίς μη ελεγχόμενα τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο. Είναι βέβαιο ότι και στο ποδόσφαιρο ισχύει το ρηθέν από τον αείμνηστο Κ. Καραμανλή για την πολιτική, ότι, δηλαδή, και στο ποδόσφαιρο «λέγονται πράγματα που δε γίνονται και γίνονται πράγματα που δε λέγονται». Και πολύ περισσότερο ισχύει αυτό που πολύ εύστοχα έχει πει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ: «σ΄ έναν αγώνα ποδοσφαίρου η παρουσία της αντίπαλης ομάδας τα κάνει όλα πιο περίπλοκα». Ειδικά για το ελληνικό ποδόσφαιρο θα μπορούσε να το παραφράσει κανείς λέγοντας ότι «...η παρουσία της αντίπαλης ομάδας ΜΕΣΑ και ΕΞΩ από το γήπεδο τα κάνει όλα πιο περίπλοκα» για,τί έτσι πιστεύω θα είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον και ότι αξίζει πραγματικά να επισημανθούν, εν συντομία, ορισμένα από αυτά τα ενδεχόμενα με βάση τις προσωπικές εμπειρίες από την πολύχρονη παρουσία και ενασχόληση στους αγωνιστικούς και όχι μόνο ποδοσφαιρικούς χώρους. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο ενδεχόμενο είναι να λειτουργήσει το «σενάριο» …να εξελιχθούν τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις των ενδιαφερομένων, οπότε όλα καλά γι΄ αυτούς αλλά προφανώς όχι για το ίδιο το άθλημα, αφού δοκιμάζεται με το χειρότερο τρόπο η αξιοπιστία του. Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι οι άρχοντες του αγώνα να μην έχουν ιδέα για το τι έχει ειπωθεί και το τι έχει συμβεί στο παρασκήνιο και να παιχτεί ένα εντελώς βρώμικο παιγνίδι σε βάρος της προσωπικής τους αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας. Στην ποδοσφαιρική «αργκώ» αναφέρεται ως «πάρολη», όπου, αν βοηθήσει η συγκυρία ή η τύχη με κάποιο ευνοϊκό σφύριγμα ή θετικό αποτέλεσμα, γίνεται η δουλίτσα... Ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα φταίει κάποιος άλλος που δεν κατάλαβε ή που μας πούλησε κ.ο.κ., οπότε πάμε για άλλα, αφού ως γνωστόν τα παραμύθια πάντα αρέσουν σε όσους θέλουν και είναι πρόθυμοι να τα ακούν.
Ένα άλλο ενδεχόμενο επίσης είναι ο διαιτητής αλλά και ο παρατηρητής του αγώνα μπροστά στις πιέσεις, στις παρεμβάσεις και τα ταξίματα να δίνει κάποιες γενικόλογες και ακαθόριστες υποσχέσεις, π.χ. «καλά θα το δούμε» ή «θα κάνω ό,τι μπορώ» κ.τ.λ. Τελικά όμως παίζουν ή γράφουν με βάση αυτά που βλέπουν δηλαδή σωστά και αντικειμενικά, θέτοντας πριν και πάνω από όλα το κύρος και τη φήμη τους και ως διαιτητών αλλά πολύ περισσότερο ως ανθρώπων. Το πολύ πολύ δε, αν η ενδιαφερόμενη ομάδα έχει μεγάλη επιρροή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων που αφορούν την καριέρα τους, να κόψει στη μέση το καρπούζι και να τους δώσει τα «κουκούτσια», όπως χαρακτηριστικά συνηθίζεται να λέγεται στη διάλεκτο του ποδοσφαιρικού παρασκηνίου. Τέλος αυτό που ισχύει στη σημερινή ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, όχι απλά ως ενδεχόμενο αλλά ως δεδομένο είναι ότι και οι παράγοντες της αντίπαλης ομάδας, ταυτόχρονα και αυτοί με την ίδια «ζέση», το ίδιο ενδιαφέρον, τους ίδιους τρόπους και μεθόδους προσπαθούν να επηρεάσουν τους άρχοντες του αγώνα για να πετύχουν την κατά το δυνατόν πιο ευνοϊκή – για τη δική τους ομάδα- μεταχείριση. Άλλωστε αυτή τη σκοπιμότητα εξυπηρετεί και το φαινόμενο της παρουσίας των ΕΙΔΙΚΩΝ επί του θέματος «ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ» στην οργανωτική δομή των ομάδων. Μάλιστα, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντίπαλες ομάδες έχουν περίπου την ίδια δυναμική ΜΕΣΑ και κυρίως ΕΞΩ από το γήπεδο, οι διαιτητές περιέρχονται σε πολύ δύσκολη θέση και συνήθως βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση από τις εκατέρωθεν πιέσεις και δεν ξέρουν κατά πού να γείρουν… Αν δεν προκύψει η δύσκολη φάση, δημιουργείται ένας πραγματικός τραγέλαφος, με τον άρχοντα του αγώνα με αλληλοσυγκρουόμενες και αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις να προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του τρόμου. Όλοι θυμόμαστε σε περυσινό ντέρμπυ προς το τέλος του πρωταθλήματος οι διαιτητές του αγώνα (ικανοί και έντιμοι κατά τα άλλα, αφού οι αρμόδιοι δεν τους έστειλαν σπίτια τους) να μην μπορούν για 20΄-30’ να αποφασίσουν, αν υπάρχει γκολ ή οφσάιντ και για αρκετές ώρες στα αποδυτήρια, αν και πόσο έληξε το παιγνίδι. Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς οι έλληνες διαιτητές με τόσες πολλές και τόσο μεγάλες πιέσεις εξακολουθούν να λειτουργούν-έστω και σε αυτό το επίπεδο- κάθε Κυριακή.
Με αυτά και με αυτά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι συνθήκες που δημιουργούνται –προπάντων και κυρίως πριν από τα ντέρμπυ- είναι τόσο δύσκολες, τόσο «τοξικές», που καθίσταται σχεδόν αδύνατον να παραμείνει ανεπηρέαστο το διαιτητικό τρίο που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Και ως εκ τούτου η λύση των ξένων διαιτητών τουλάχιστον στα ντέρμπυ δείχνει και είναι δυστυχώς μονόδρομος, όσο και αν κάτι τέτοιο εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι ενοχλεί και πληγώνει όλους αυτούς που νοιάζονται και εργάζονται σκληρά τις περισσότερες φορές με ειλικρινές ενδιαφέρον προκειμένου να βελτιώσουν το επίπεδο και την «εικόνα» του έλληνα διαιτητή.
Αγαπητοί φίλοι, ένα λουλούδι, ένα δέντρο, για να ανθίσει και να κάνει καρπούς δεν αρκεί η σωστή φροντίδα και η καλλιέργειά τους από τους ενδιαφερόμενους, χρειάζεται να υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον. Δεν νομίζω ωστόσο ότι υπάρχει κανένας σοβαρός και αντικειμενικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι στη σημερινή Ελλάδα το ποδοσφαιρικό περιβάλλον, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις είναι τέτοιες που να οδηγούν στη δημιουργία ανεπηρέαστων, ανεξάρτητων και άρα αξιόπιστων διαιτητών.
Και στον επίλογο, όσο οι μεγάλες ομάδες «σφάζονται» για τον έλεγχο της ΕΠΟ με μοναδικό στόχο το λάφυρο που λέγεται ελληνική διαιτησία και κατ΄ ακολουθίαν την αθλητική δικαιοσύνη, ας μην ματαιοπονούμε ελπίζοντας ότι επιτέλους και στη χώρα μας θα φτάσει κάποια στιγμή που το διαιτητικό λάθος να θεωρείται ανθρώπινο και όχι προϊόν συναλλαγής, σκοπιμοτήτων, πιέσεων αλλά και φόβου. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν και η πολιτεία (υφυπουργείο Αθλητισμού)αντί να έχει φροντίσει να υπάρχει το VAR από χθες, ασχολείται και επενδύει σε άλλες πιο ενδιαφέρουσες, κατά την εκτίμησή τους ίσως, δουλειές. Να χρηματοδοτεί με κρατικά λεφτά, δηλαδή, των ελλήνων φορολογουμένων Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες.
Αγαπητοί φίλοι, επειδή ως γνωστόν ο θεός και οι πεθαμένοι δεν κάνουν λάθη, θέλω να πιστεύω ότι είναι σαφές πως η σημερινή μας αναφορά δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το ανθρώπινο διαιτητικό λάθος που και αναμενόμενο και ανεκτό εν πολλοίς μπορεί και πρέπει να είναι, αφού προσθέτει γοητεία στο άθλημα αυξάνοντας τις πιθανότητες του απρόβλεπτου και επομένως τις πιθανότητες ο Δαυίδ να νικήσει τον Γολιάθ.
Διονύσης Διατσίγκος
Εάν παρακολουθήσει κανείς με ψυχραιμία τη δημόσια αντιπαράθεση των παραγόντων του ποδοσφαίρου που εκδηλώνεται με ανακοινώσεις και δηλώσεις για τη διαιτησία τα τελευταία δέκα και περισσότερα χρόνια και φυσικά είναι γνώστης προσώπων και πραγμάτων, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη δυσκολία για να διαπιστώσει ότι συνεχίζεται ο ανηλεής αγώνας για τον επηρεασμό του ευαίσθητου θεσμού. Κανείς στην ουσία δεν ενδιαφέρεται για σωστή διαιτησία, αντίθετα επιδιώκει την εύνοιά της.
Ανάλογα με την περίπτωση, όλοι όσοι αποτελούν την «τάξη» του στείρου παραγοντισμού εξαπολύουν επιθέσεις με αφορμή ένα πέναλτι, ένα οφσάιντ ή μια αποβολή, γνωρίζοντας καλά ότι αυτό είναι απαραίτητο όχι μόνο στο παιγνίδι των εντυπώσεων αλλά και στο …επενδυτικό πρόγραμμα για μια ευνοϊκή διαιτησία στη συνέχεια. Στο παιγνίδι συμμετέχουν άπαντες από την κορυφαία έως τη μικρότερη κατηγορία και η ποδοσφαιρική ζωή εξελίσσεται αρκετές φορές σε έναν εφιάλτη για εκείνους που κάποτε αγάπησαν ή συνεχίζουν να αγαπούν το συναρπαστικό σπορ.
Η υποκρισία για την υπόθεση της διαιτησίας είναι καθεστώς βαθιά ριζωμένο στην Ελλάδα και δεν λύνεται, βέβαια, με μεγάλα και κούφια λόγια, με ψεύτικες υποσχέσεις αλλά και ούτε με την πασίγνωστη θρησκευτική φράση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Τα συμφέροντα είναι μεγάλα στην κορυφαία κατηγορία αλλά σημαντικά και στις μικρότερες. Και μπροστά στην εξυπηρέτησή τους δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν θεμιτά και «αθέμιτα» μέσα, αδιαφορώντας έτσι για την φθορά των θεσμών και του αθλήματος. Πρόκειται για θλιβερή κατάσταση. Γι΄ αυτό είναι γυμνές οι εξέδρες, γι΄ αυτό έχουμε μέσο όρο εισιτηρίων μικρότερο από τριτοκοσμική χώρα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Άλλωστε εκείνο που προέχει είναι να κάνουμε τη δουλειά μας…. Και το ακόμα πιο θλιβερό είναι ότι οι εναπομείναντες οπαδοί στις εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων έχουν δυστυχώς εθιστεί στην ιδέα ότι πρέπει η διοίκηση και ιδιαίτερα ο πρόεδρος της ομάδας τους να μετέλθει κάθε μέσο για να επιτευχθούν οι στόχοι, ενώ την ίδια στιγμή οι φίλαθλοι που θέλουν να μη βιάζεται η φυσιογνωμία του παιγνιδιού αραιώνουν τις τάξεις του. Ωστόσο ο παραγοντισμός επιμένει… Και επιμένοντας φροντίζει σήμερα πια για την «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ» της ομάδας με τρόπο θα έλεγε κανείς συστηματικό, στοχευμένο και χαριτολογώντας... «επιστημονικό». Στα πλαίσια αυτά παρατηρούμε ολοένα και πιο συχνά οι ποδοσφαιρικές ομάδες (από τις μεγαλύτερες αλλά και από τις μικρότερες κατηγορίες) να προσλαμβάνουν ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ (έτσι τουλάχιστον τους βαπτίζουν), οι οποίοι το μοναδικό προσόν που διαθέτουν είναι οι «γνωριμίες» γύρω και μέσα από το χώρο της διαιτησίας. Προφανώς ορισμένοι (κατά κύριο λόγο πρώην διαιτητές) κάνουν καριέρα..., αφού οι περισσότεροι πρόεδροι και οι διοικήσεις θεωρούν πλεονέκτημα να εργάζονται για τις ομάδες τους στελέχη που έχουν διασυνδέσεις ή καλύτερα που διαθέτουν την «τέχνη» να εξασφαλίσουν (υποτίθεται) με διάφορους τρόπους όχι μόνο τα νώτα της ομάδας αλλά και τη βοήθεια από τους δικαστές των δευτερολέπτων. Και επειδή βέβαια οι διαιτητές είναι ταυτόχρονα και θύματα και θύτες, γι΄ αυτό τα εξειδικευμένα «στελέχη» προσπαθούν επίσης έτσι ώστε να τύχουν οι διαιτητές της ανάλογης ευνοϊκής κρίσης (αξιολόγησης) από τους παρατηρητές διαιτησίας. Ωστόσο σ΄ αυτά τα περίεργα παιγνίδια τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο, αφού τα ενδεχόμενα είναι πολλά και απρόβλεπτα και εν πολλοίς μη ελεγχόμενα τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο. Είναι βέβαιο ότι και στο ποδόσφαιρο ισχύει το ρηθέν από τον αείμνηστο Κ. Καραμανλή για την πολιτική, ότι, δηλαδή, και στο ποδόσφαιρο «λέγονται πράγματα που δε γίνονται και γίνονται πράγματα που δε λέγονται». Και πολύ περισσότερο ισχύει αυτό που πολύ εύστοχα έχει πει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ: «σ΄ έναν αγώνα ποδοσφαίρου η παρουσία της αντίπαλης ομάδας τα κάνει όλα πιο περίπλοκα». Ειδικά για το ελληνικό ποδόσφαιρο θα μπορούσε να το παραφράσει κανείς λέγοντας ότι «...η παρουσία της αντίπαλης ομάδας ΜΕΣΑ και ΕΞΩ από το γήπεδο τα κάνει όλα πιο περίπλοκα» για,τί έτσι πιστεύω θα είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον και ότι αξίζει πραγματικά να επισημανθούν, εν συντομία, ορισμένα από αυτά τα ενδεχόμενα με βάση τις προσωπικές εμπειρίες από την πολύχρονη παρουσία και ενασχόληση στους αγωνιστικούς και όχι μόνο ποδοσφαιρικούς χώρους. Έτσι, λοιπόν, το πρώτο ενδεχόμενο είναι να λειτουργήσει το «σενάριο» …να εξελιχθούν τα πράγματα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις των ενδιαφερομένων, οπότε όλα καλά γι΄ αυτούς αλλά προφανώς όχι για το ίδιο το άθλημα, αφού δοκιμάζεται με το χειρότερο τρόπο η αξιοπιστία του. Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι οι άρχοντες του αγώνα να μην έχουν ιδέα για το τι έχει ειπωθεί και το τι έχει συμβεί στο παρασκήνιο και να παιχτεί ένα εντελώς βρώμικο παιγνίδι σε βάρος της προσωπικής τους αξιοπιστίας και αξιοπρέπειας. Στην ποδοσφαιρική «αργκώ» αναφέρεται ως «πάρολη», όπου, αν βοηθήσει η συγκυρία ή η τύχη με κάποιο ευνοϊκό σφύριγμα ή θετικό αποτέλεσμα, γίνεται η δουλίτσα... Ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα φταίει κάποιος άλλος που δεν κατάλαβε ή που μας πούλησε κ.ο.κ., οπότε πάμε για άλλα, αφού ως γνωστόν τα παραμύθια πάντα αρέσουν σε όσους θέλουν και είναι πρόθυμοι να τα ακούν.
Ένα άλλο ενδεχόμενο επίσης είναι ο διαιτητής αλλά και ο παρατηρητής του αγώνα μπροστά στις πιέσεις, στις παρεμβάσεις και τα ταξίματα να δίνει κάποιες γενικόλογες και ακαθόριστες υποσχέσεις, π.χ. «καλά θα το δούμε» ή «θα κάνω ό,τι μπορώ» κ.τ.λ. Τελικά όμως παίζουν ή γράφουν με βάση αυτά που βλέπουν δηλαδή σωστά και αντικειμενικά, θέτοντας πριν και πάνω από όλα το κύρος και τη φήμη τους και ως διαιτητών αλλά πολύ περισσότερο ως ανθρώπων. Το πολύ πολύ δε, αν η ενδιαφερόμενη ομάδα έχει μεγάλη επιρροή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων που αφορούν την καριέρα τους, να κόψει στη μέση το καρπούζι και να τους δώσει τα «κουκούτσια», όπως χαρακτηριστικά συνηθίζεται να λέγεται στη διάλεκτο του ποδοσφαιρικού παρασκηνίου. Τέλος αυτό που ισχύει στη σημερινή ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, όχι απλά ως ενδεχόμενο αλλά ως δεδομένο είναι ότι και οι παράγοντες της αντίπαλης ομάδας, ταυτόχρονα και αυτοί με την ίδια «ζέση», το ίδιο ενδιαφέρον, τους ίδιους τρόπους και μεθόδους προσπαθούν να επηρεάσουν τους άρχοντες του αγώνα για να πετύχουν την κατά το δυνατόν πιο ευνοϊκή – για τη δική τους ομάδα- μεταχείριση. Άλλωστε αυτή τη σκοπιμότητα εξυπηρετεί και το φαινόμενο της παρουσίας των ΕΙΔΙΚΩΝ επί του θέματος «ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ» στην οργανωτική δομή των ομάδων. Μάλιστα, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντίπαλες ομάδες έχουν περίπου την ίδια δυναμική ΜΕΣΑ και κυρίως ΕΞΩ από το γήπεδο, οι διαιτητές περιέρχονται σε πολύ δύσκολη θέση και συνήθως βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση από τις εκατέρωθεν πιέσεις και δεν ξέρουν κατά πού να γείρουν… Αν δεν προκύψει η δύσκολη φάση, δημιουργείται ένας πραγματικός τραγέλαφος, με τον άρχοντα του αγώνα με αλληλοσυγκρουόμενες και αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις να προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία του τρόμου. Όλοι θυμόμαστε σε περυσινό ντέρμπυ προς το τέλος του πρωταθλήματος οι διαιτητές του αγώνα (ικανοί και έντιμοι κατά τα άλλα, αφού οι αρμόδιοι δεν τους έστειλαν σπίτια τους) να μην μπορούν για 20΄-30’ να αποφασίσουν, αν υπάρχει γκολ ή οφσάιντ και για αρκετές ώρες στα αποδυτήρια, αν και πόσο έληξε το παιγνίδι. Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς οι έλληνες διαιτητές με τόσες πολλές και τόσο μεγάλες πιέσεις εξακολουθούν να λειτουργούν-έστω και σε αυτό το επίπεδο- κάθε Κυριακή.
Με αυτά και με αυτά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι συνθήκες που δημιουργούνται –προπάντων και κυρίως πριν από τα ντέρμπυ- είναι τόσο δύσκολες, τόσο «τοξικές», που καθίσταται σχεδόν αδύνατον να παραμείνει ανεπηρέαστο το διαιτητικό τρίο που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Και ως εκ τούτου η λύση των ξένων διαιτητών τουλάχιστον στα ντέρμπυ δείχνει και είναι δυστυχώς μονόδρομος, όσο και αν κάτι τέτοιο εύκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι ενοχλεί και πληγώνει όλους αυτούς που νοιάζονται και εργάζονται σκληρά τις περισσότερες φορές με ειλικρινές ενδιαφέρον προκειμένου να βελτιώσουν το επίπεδο και την «εικόνα» του έλληνα διαιτητή.
Αγαπητοί φίλοι, ένα λουλούδι, ένα δέντρο, για να ανθίσει και να κάνει καρπούς δεν αρκεί η σωστή φροντίδα και η καλλιέργειά τους από τους ενδιαφερόμενους, χρειάζεται να υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον. Δεν νομίζω ωστόσο ότι υπάρχει κανένας σοβαρός και αντικειμενικός άνθρωπος που να πιστεύει ότι στη σημερινή Ελλάδα το ποδοσφαιρικό περιβάλλον, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις είναι τέτοιες που να οδηγούν στη δημιουργία ανεπηρέαστων, ανεξάρτητων και άρα αξιόπιστων διαιτητών.
Και στον επίλογο, όσο οι μεγάλες ομάδες «σφάζονται» για τον έλεγχο της ΕΠΟ με μοναδικό στόχο το λάφυρο που λέγεται ελληνική διαιτησία και κατ΄ ακολουθίαν την αθλητική δικαιοσύνη, ας μην ματαιοπονούμε ελπίζοντας ότι επιτέλους και στη χώρα μας θα φτάσει κάποια στιγμή που το διαιτητικό λάθος να θεωρείται ανθρώπινο και όχι προϊόν συναλλαγής, σκοπιμοτήτων, πιέσεων αλλά και φόβου. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν και η πολιτεία (υφυπουργείο Αθλητισμού)αντί να έχει φροντίσει να υπάρχει το VAR από χθες, ασχολείται και επενδύει σε άλλες πιο ενδιαφέρουσες, κατά την εκτίμησή τους ίσως, δουλειές. Να χρηματοδοτεί με κρατικά λεφτά, δηλαδή, των ελλήνων φορολογουμένων Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες.
Αγαπητοί φίλοι, επειδή ως γνωστόν ο θεός και οι πεθαμένοι δεν κάνουν λάθη, θέλω να πιστεύω ότι είναι σαφές πως η σημερινή μας αναφορά δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το ανθρώπινο διαιτητικό λάθος που και αναμενόμενο και ανεκτό εν πολλοίς μπορεί και πρέπει να είναι, αφού προσθέτει γοητεία στο άθλημα αυξάνοντας τις πιθανότητες του απρόβλεπτου και επομένως τις πιθανότητες ο Δαυίδ να νικήσει τον Γολιάθ.
Διονύσης Διατσίγκος