V.STAMATIS
ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ
ΕΙΔΗ ΣΠΙΤΙΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΚΑΗ ΔΥΝΑΜΗ

Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Η φωτογραφία της ημέρας: Μια καρδιά που ...τσιμπάει!!!

Η φωτογραφία της ημέρας: Μια καρδιά που ...τσιμπάει!!!
Ένα φύλλο Φραγκοσυκιάς εντοπίστηκε από τον φωτογραφικό φακό σε τοποθεσία στην πόλη του Ναυπλίου σε σχήμα καρδιάς. 

 H λατινική ονομασία είναι Opuntia ficus – indica (Οπουντία η Ινδική συκή). Την συναντούμε σε όλη την Ελλάδα (ιδιαίτερα σε Πελοπόννησο και νησιά) με τα ονόματα Φραγκοσυκιά, Αγριοσυκιά, Μπαρμπαροσυκιά, Κλαψοσυκιά, Κλαποσυκιά, Παπουτσοσυκιά, Φαραοσυκιά. Ανήκει στην οικογένεια των Κακτοειδών που περιλαμβάνει περίπου 200 φυτά.

Η Φραγκοσυκιά είναι κάκτος που ζει περισσότερο από 200 χρόνια και φτάνει σε ύψος μέχρι τα 5 μέτρα. Αποτελείται από κυκλικά ή ωοειδή σαρκώδη τμήματα ενωμένα μεταξύ τους τα οποία ονομάζονται κλαδώδια. Στην πραγματικότητα, αυτά που εμείς θεωρούμε «φύλλα» του φυτού, είναι βλαστοί με λειτουργικές ιδιότητες φύλλων, μήκους 20 – 50 εκατοστών, πλάτους 10 – 20 εκατοστών και καλύπτονται από κηρώδες στρώμα. 

Αρχικώς είναι άκρως ευαίσθητοι, προοδευτικώς όμως αυξάνουν και τελικώς αποκτούν ινώδη (ξυλώδη) υπόσταση, για να καταλήξουν στον σχηματισμό του κορμού τα οποία όμως ασκούν και την φωτοσυνθετική λειτουργία. Η φραγκοσυκιά είναι άφυλλος ως δένδρο. Τα φύλλα της έχουν υποστεί «ισχυράν πήρωσιν» και έχουν μετατραπεί σε ακάνθας, ή φυλλακάνθας, Είναι μικρά, βελονοειδή, εύπτωτα, σκληρά, μυτερά όργανα και επιτυγχάνουν δύο στόχους. Μειώνουν την διαπνοή ώστε να μη χάνεται το αποταμιευμένο νερό και προστατεύουν από την επιδρομή των φυτοφάγων ζώων.

Η φραγκοσυκιά, ζει σε αμμώδη, πετρώδη ξηρά ή άνυδρα εδάφη. Για τον σκοπό αυτό έχει δημιουργήσει ένα δικό της αμυντικό σύστημα, ώστε να δύναται να επιβιώνει και σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας. Για να αντέχει στην ξηρασία το φυτό αποθηκεύει μεγάλες ποσότητες νερού στους ιστούς του κορμού ενώ παράλληλα έχει σημαντική μείωση της διαπνοής που επιτυγχάνεται με την εξαφάνιση των φύλλων και την αντικατάστασή τους από τις αγκίδες.
Τα άνθη είναι μεγάλα και εντυπωσιακά, κίτρινα, άμισχα και εκφύονται συνήθως από το πάνω μέρος του φυτού. Την άνοιξη, στην άκρη των κλάδων, παρουσιάζονται ανθοδόχες, στεφανωμένες με μεγάλα χρυσοκίτρινα άνθη, που μετατρέπονται στη συνέχεια σε χυμώδεις, κοκκινωπούς ή κιτρινωπούς καρπούς, που μοιάζουν με μικρά βαρελάκια, γεμάτους από δέσμες αιχμηρών αγκίδων. Οι καρποί περιέχουν αρκετούς σπόρους (που φθάνουν και τους 300, σε ένα φρούτο 160 γραμμαρίων) και γλυκιά γεύση. Τους βρίσκουμε στην αγορά από τον Αύγουστο έως τα μέσα Σεπτεμβρίου.

Ιστορικά στοιχεία:
Το όνομα οφείλεται στο ότι εισήχθη στη χώρα μας την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή γιατί δηλώνει πως είναι είδος ξενικό (φράγκικο). Για το δεύτερο συνθετικό του ονόματος χρησιμοποιήθηκε το σύκο, που είναι κι αυτό μαλακό με πολλούς σπόρους και ωριμάζει την ίδια περίοδο, όπως το φραγκόσυκο.

Η πατρίδα του φυτού είναι η Αμερική. Αυτοφύεται σε Περού, Μεξικό και Βραζιλία. Η πρώτη περιγραφή του έγινε το 1535 από τον Ισπανό Gonçalo Hernández de Oviedo y Valdés στην «Ιστορία των Ανατολικών Ινδιών».
Τον 16ο αιώνα μεταφέρθηκε από το Μεξικό στη Σικελία και μετά στην Κορσική. Κατόπιν μεταπήδησε στο Αλγέρι, όπου καλλιεργήθηκε συστηματικά για τους κλάδους της τα οποία έδιναν ως τροφή στις καμήλες και τα άλλα ζώα.

Εδώ και εκατοντάδες χρόνια χρησιμοποιούσαν το φυτό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
Στο Μεξικό θεωρούσαν τα άνθη και τους καρπούς του φυτού ως αποχρεμπτικά, αντιδιαρροϊκά και κατά του ερυσιπέλατος. Στο Αλγέρι χρησιμοποιούσαν τους βλαστούς σε καταπλάσματα σε αμυγδαλίτιδες. Στην Ευρώπη οι χωρικοί αρχικά χρησιμοποίησαν μέρη του σαρκώδους βλαστού για καταπλάσματα με εξαιρετικά αποτελέσματα για την ωρίμανση και διάνοιξη αποστημάτων. Το χρησιμοποιούσαν επίσης ως στυπτικό κατά της διογκώσεως της σπλήνας από ελονοσία.

Στην Ελλάδα δεν το χρησιμοποιούσαν εσωτερικώς για θεραπευτικούς σκοπούς. Στην Ιταλία όμως χρησιμοποιούσαν το αφέψημα των ανθέων κατά των παθήσεων των νεφρών με εξαιρετικά αποτελέσματα. Στη Μάνη και σε μικρότερη κλίμακα στη Μεσσηνία χρησιμοποιούν ακόμη τους κλάδους και τους καρπούς της φραγκοσυκιάς για τροφή των χοίρων και των κατσικιών, αφού πρώτα τα ψήσουν σε ανθρακιά και τα απαλλάξουν από τα αγκάθια τους.
Στην Κρήτη έλεγαν «Και μαραμένη τση φωθιάς νάναι φυτρώνει» Την χρησιμοποιούσαν ως απαλετικό για την ταχύτερη διάνοιξη των δοθιήνων και σκληριών και κυρίως για το πετροπάτημα του πέλματος ((οδυνηρή σκλήρυνση που δημιουργείτο από τα ούρα του μουλαριού όταν κάποιος τα πατούσε ξυπόλυτος. Πριν την επιθέσουν την μάραιναν λίγο στα κάρβουνά, αφαιρούσαν την τσιπαλίδα και την ράντιζαν με λάδι.

Συστατικά-χαρακτήρας:
Η φραγκοσυκιά περιέχει σάκχαρα (μανιτοσάκχαρο και γαλακτοσάκχαρο), φωσφορικό, θειικό, υδροχλωρικό οξύ, ίχνη νιτρικών οξέων, σίδηρο, ασβέστιο, μαγνήσιο, κάλιο, ίχνη νατρίου. Ο καρπός, στην πλήρη ωρίμασή του, είναι αρκετά πλούσιος σε βιταμίνη C, σε σημείο που στο παρελθόν, τον χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί στα υπερπόντια ταξίδια τους, για την πρόληψη του σκορβούτου. Επίσης, περιέχει ικανοποιητικές ποσότητες σε ασβέστιο, φώσφορο και κάποιες ποσότητες σε σίδηρο, ενώ τα 100 γραμμάρια, έχουν μόλις 40 θερμίδες. Έχει μεγάλη θρεπτική αξία και είναι δροσιστικός. Από τους καρπούς παράγεται μαρμελάδα και ποτό, ενώ δίνει εκλεκτό οινόπνευμα.

Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:

Ανθίζει στις αρχές της άνοιξης. Οι καρποί συλλέγονται Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα άνθη και τμήματα του βλαστού.

Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:

Οι καρποί τα άνθη και τα κλαδώδια δρουν ως διουρητικά, αντισπασμωδικά, αντιδιαρροϊκά και αιμολυτικά. Ενεργούν θετικά στη θεραπεία φλεγμονωδών αποστημάτων, διόγκωση σπλήνας, ελονοσία, διάρροια, ψαμμίαση, νεφρίτιδα, μώλωπες και περιποίηση τραυμάτων. Ωφελούν σε καταστάσεις υπερλιπιδαιμίας και παχυσαρκίας. Δρουν εναντίον υπερτροφίας προστάτη, χοληστερόλης, σακχαρώδη διαβήτη, φλεβίτιδας και πνευμονικών καταστάσεων. Τα κλαδώδια βρασμένα χρησιμοποιούνται κατά της μέθης.
Παρασκευή και δοσολογία:
Όταν θέλουμε το βότανο ως διουρητικό, χρησιμοποιούμε το αφέψημα των ανθέων. Βράζουμε 25 γραμμάρια αποξηραμένα άνθη (αφού τα πλύνουμε με αποσταγμένο νερό) σε ένα λίτρο νερό. Όσο το νερό εξατμίζεται με το βράσιμο προσθέτουμε σταδιακά νερό ίσης ποσότητας (1 λίτρο) έτσι ώστε τελικά θα έχουμε το αφέψημα ενός λίτρου. Αφήνουμε το αφέψημα ήρεμο για 24ώρες και στη συνέχεια το σουρώνουμε πρώτα μέσα από πάνινο φίλτρο και στη συνέχεια μέσα από χάρτινο, έτσι ώστε να απαλλαγεί από το μεγαλύτερο μέρος του γλισχραματώδους εναιωρήματος που σχηματίζεται μετά την ψύξη. Από το φιλτραρισμένο αυτό υγρό πίνουμε ένα φλιτζάνι του καφέ κάθε δύο ώρες.

Προφυλάξεις:

Δεν έχει αναφερθεί ποτέ καμία τοξικότητα από την χρήση του βοτάνου.
Αποφεύγουμε το μάζεμα των καρπών του φυτού το μεσημέρι. Την ώρα αυτή λόγω της ζέστης οι άγκαθες του φυτού αποσπώνται με το παραμικρό και γίνονται επικίνδυνες. Η μεγάλη κατανάλωση των καρπών προκαλεί δυσκοιλιότητα.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
ΝΕΥΡΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Κέντρο Βιολογικής Γεωργίας
ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ