Περισσότερο ελεγεία μιας εποχής, σατιρική μετα-ηθογραφία, πορτρέτο ενός τόπου, μερική πολιτική φαντασία, και λιγότερο ερωτογράφημα, «Τα καμάκια» είναι ένα βιβλίο που στην πρώτη του εμφάνιση σαράντα χρόνια πριν (1978) είχε παρεξηγηθεί σφόδρα. Ισορροπώντας μεταξύ «συμβατικής» πεζογραφίας (όσο συμβατική μπορεί να είναι η πεζογραφία του Βασιλικού), εναλλακτικής ιστορίας, δημοσιογραφίας, ημερολογίου και διήγησης, συντίθεται από ένα Πρόλογο (μια ιστορία ενδεικτική τού τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει), τρία Μέρη κι έναν Επίλογο.
Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος τιτλοφορείται «Στα βράχια της Αρβανιτιάς» και φέρνει τους αναγνώστες σ’ επαφή: μ’ έναν τόπο, το Ναύπλιο / Ανάπλι και την Αργολίδα ευρύτερα∙ μια εποχή, τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση του 1974 (και, μέσω αναδρομικών αφηγήσεων, από τις αρχές του '70, οπότε είχε ξεκινήσει ο τουρισμός στην περιοχή)∙ μια πινακοθήκη από «καμάκια», ήτοι, είδος ντόπιων «επαγγελματιών» επιβητόρων, που περνάνε το διάστημα από την άνοιξη ως την αρχή του φθινοπώρου γαμώντας ξένες τουρίστριες επ’ αμοιβή και διαθέτουν αρχαιόμορφα «επαγγελματικά» ψευδώνυμα / παρατσούκλια.
Το δεύτερο επιγράφεται «Τσόντες» και αποτελείται από «διεγερτικές» αφηγήσεις επιστρατευμένων καμακιών σε κάποια μονάδα του Έβρου, αφού στο σύμπαν του βιβλίου, το 1976 η κυβέρνηση του (κανονικού) Καραμανλή έχει βυθίσει το τούρκικο σεισμολογικό σκάφος «Χόρα» / «Σισμίκ», έχει ακολουθήσει «πόλεμος έξι ωρών» (προσοχή: όχι «έξι ημερών»), γεγονός που επέφερε ζημιές και στις δυο χώρες, επιστράτευση, διάλυση του τουρισμού και όλα τα συναφή. Στην πρώτη γραμμή, τα επιστρατευμένα καμάκια είναι πάντως έτοιμα «να χύσουν και την τελευταία ρανίδα του σπέρματός τους».
Το τρίτο, πολύ μικρό, μέρος φέρει τον τίτλο «Απ’ το ημερολόγιο ενός καμακιού. Σκόρπιες σελίδες» και είναι αυτό που λέει. Με εγγραφές από τους μήνες Φλεβάρη - Μάη του 1978, αποτυπώνεται ένα Ναύπλιο που ελπίζει να ξαναρχίσει ο τουρισμός, έστω με αργούς ρυθμούς και πολύ καθυστερημένα, εξαιτίας των προηγούμενων πολεμικών γεγονότων.
Στην ίδια γραμμή κι ο Επίλογος, με συνταξιούχους καφενόβιους να κάνουν –τι άλλο;− συζητήσεις καφενείου, που φέρνουν μελαγχολία και συγκαταβατικό γέλιο. Και το βιβλίο κλείνει καθώς οι θαμώνες του επαρχιακού καφενείου βλέπουν το μόνο πράγμα που μοιάζει πλέον να κινείται, ένα από καιρό κατασχεμένο κι αγκυροβολημένο αρόδο πλοίο, που επιτέλους έχει ξεκολλήσει. Αλλά γιατί; Μόνο και μόνο επειδή το επιτάξανε λόγω πολέμου.
Πρωταγωνιστές είναι, λοιπόν, τα καμάκια, τα οποία όμως ο δημιουργός τους δεν τα εκθειάζει εν γένει, δεν τα θαυμάζει (παρά μονάχα σποραδικά), δεν τα εξυψώνει. Μελαγχολία και άκρατη συγκατάβαση είναι το κύριο συναισθηματικό καταστάλαγμα που απομένει για τους ήρωες, μετά την προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου.
Κι αυτό επειδή μιλάμε για νέους κατά βάση άντρες, σεξουαλικά στερημένους στη φτωχή (και μεταναστεύουσα, ας μην το ξεχνάμε) ελληνική επαρχία του ’60 και του ’70, που με τον τουρισμό (εξαιτίας των αρχαίων ευρημάτων, φυσικά), έρχονται σ' επαφή με αλλοδαπές τουρίστριες κι έτσι ξεδίνουν (όπως άλλωστε κι εκείνες), αλλά συνήθως κάτι δεν πάει καλά. Επειδή οι άντρες αυτοί παρατάνε τις παραγωγικές δουλειές με τις οποίες ασχολούνταν ως τώρα και τις ξεμαθαίνουνε, έτσι που με τον πόλεμο γίνονται επίστρατοι ή άεργοι.
Το πρώτο και μεγαλύτερο μέρος τιτλοφορείται «Στα βράχια της Αρβανιτιάς» και φέρνει τους αναγνώστες σ’ επαφή: μ’ έναν τόπο, το Ναύπλιο / Ανάπλι και την Αργολίδα ευρύτερα∙ μια εποχή, τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση του 1974 (και, μέσω αναδρομικών αφηγήσεων, από τις αρχές του '70, οπότε είχε ξεκινήσει ο τουρισμός στην περιοχή)∙ μια πινακοθήκη από «καμάκια», ήτοι, είδος ντόπιων «επαγγελματιών» επιβητόρων, που περνάνε το διάστημα από την άνοιξη ως την αρχή του φθινοπώρου γαμώντας ξένες τουρίστριες επ’ αμοιβή και διαθέτουν αρχαιόμορφα «επαγγελματικά» ψευδώνυμα / παρατσούκλια.
Το δεύτερο επιγράφεται «Τσόντες» και αποτελείται από «διεγερτικές» αφηγήσεις επιστρατευμένων καμακιών σε κάποια μονάδα του Έβρου, αφού στο σύμπαν του βιβλίου, το 1976 η κυβέρνηση του (κανονικού) Καραμανλή έχει βυθίσει το τούρκικο σεισμολογικό σκάφος «Χόρα» / «Σισμίκ», έχει ακολουθήσει «πόλεμος έξι ωρών» (προσοχή: όχι «έξι ημερών»), γεγονός που επέφερε ζημιές και στις δυο χώρες, επιστράτευση, διάλυση του τουρισμού και όλα τα συναφή. Στην πρώτη γραμμή, τα επιστρατευμένα καμάκια είναι πάντως έτοιμα «να χύσουν και την τελευταία ρανίδα του σπέρματός τους».
Το τρίτο, πολύ μικρό, μέρος φέρει τον τίτλο «Απ’ το ημερολόγιο ενός καμακιού. Σκόρπιες σελίδες» και είναι αυτό που λέει. Με εγγραφές από τους μήνες Φλεβάρη - Μάη του 1978, αποτυπώνεται ένα Ναύπλιο που ελπίζει να ξαναρχίσει ο τουρισμός, έστω με αργούς ρυθμούς και πολύ καθυστερημένα, εξαιτίας των προηγούμενων πολεμικών γεγονότων.
Στην ίδια γραμμή κι ο Επίλογος, με συνταξιούχους καφενόβιους να κάνουν –τι άλλο;− συζητήσεις καφενείου, που φέρνουν μελαγχολία και συγκαταβατικό γέλιο. Και το βιβλίο κλείνει καθώς οι θαμώνες του επαρχιακού καφενείου βλέπουν το μόνο πράγμα που μοιάζει πλέον να κινείται, ένα από καιρό κατασχεμένο κι αγκυροβολημένο αρόδο πλοίο, που επιτέλους έχει ξεκολλήσει. Αλλά γιατί; Μόνο και μόνο επειδή το επιτάξανε λόγω πολέμου.
Πρωταγωνιστές είναι, λοιπόν, τα καμάκια, τα οποία όμως ο δημιουργός τους δεν τα εκθειάζει εν γένει, δεν τα θαυμάζει (παρά μονάχα σποραδικά), δεν τα εξυψώνει. Μελαγχολία και άκρατη συγκατάβαση είναι το κύριο συναισθηματικό καταστάλαγμα που απομένει για τους ήρωες, μετά την προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου.
Κι αυτό επειδή μιλάμε για νέους κατά βάση άντρες, σεξουαλικά στερημένους στη φτωχή (και μεταναστεύουσα, ας μην το ξεχνάμε) ελληνική επαρχία του ’60 και του ’70, που με τον τουρισμό (εξαιτίας των αρχαίων ευρημάτων, φυσικά), έρχονται σ' επαφή με αλλοδαπές τουρίστριες κι έτσι ξεδίνουν (όπως άλλωστε κι εκείνες), αλλά συνήθως κάτι δεν πάει καλά. Επειδή οι άντρες αυτοί παρατάνε τις παραγωγικές δουλειές με τις οποίες ασχολούνταν ως τώρα και τις ξεμαθαίνουνε, έτσι που με τον πόλεμο γίνονται επίστρατοι ή άεργοι.
Επειδή τ’ όνειρό τους είναι να βγάλουν χρήματα από το «επάγγελμά» τους και το χειμώνα να ταξιδεύουν αλλού, σπάνια όμως το καταφέρνουν. Επειδή θέλουν να είναι «σκληροί» και να μην ερωτεύονται, αλλά πολλές φορές παθαίνουν αυτό ακριβώς. Επειδή δε θέλουν κανενός είδους μπερδέματα με τις αλλοδαπές «πελάτισσές» τους, μα συνηθέστατα το παθαίνουν κι αυτό (με τις οικογένειες των γυναικών, με τις δικές τους συζύγους, μέχρι και με τη φυλακή). Επειδή τραβιούνται με τσεμπεροφόρες μανάδες και ανύπαντρες παρθένες αδερφές. Επειδή ελπίζουν να «πιάσουν την καλή» από το πρόσκαιρο αυτό «ζιγκολίκι», αλλά πολλές φορές δεν κερδίζουν απολύτως τίποτα, γιατί οι «πελάτισσες» είτε είναι άψιλες, είτε πληρώνουν τα πάντα με πιστωτική κάρτα (θεσμός που ήταν στα σπάργανα, τότε). Επειδή συχνά κοκορεύονται, αλλά συνήθως στο βρόντο, εις μάτην.
Επειδή γίνονται καταγέλαστοι, μόλις οργανώνονται σε σωματείο αστικού τύπου, οιονεί συνδικαλιστικό, ή απαιτούν να μπουν σαν αναγνωρισμένος κλάδος στη «Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού». Επειδή, ασκώντας το «επάγγελμά» τους, κολλάνε σεξουαλικά μεταδιδόμενες αρρώστιες. Επειδή καμιά σχέση δεν έχουν με αληθινούς ψαράδες καμακιστές, σαν τον Νενδ Λανδ του (σκαλίδειου) Βερν ή τον Κουίκουεγκ του Μέλβιλ. Επειδή σαν άνθρωποι παρουσιάζουν κραυγαλέες ατέλειες, σε βαθμό που το βιβλίο, αντίθετα από την αρχική επιφανειακή εντύπωση, να μπορεί να θεωρηθεί τελικά μέχρι και φεμινιστικό. Κι επειδή, τελικά, ο πόλεμος τούς τα χαλάει όλα.
Μικρή σημασία έχει αν, πέρα από το ξέσπασμα του πολέμου, υπάρχουν κι άλλα σημεία επινοημένα και ποια, ή αν όλα τα λοιπά απηχούν την πραγματικότητα. Τι θ’ άλλαζε, δηλαδή, αν μαθαίναμε π.χ. ότι το εργοστάσιο προφυλακτικών του Καραπιπέρογλου στην πραγματικότητα (δεν) υπάρχει ή ότι ο δεξιός μεγαλέμπορος πορτοκαλιών Καραγκούνης (δεν) είχε συναντήσει προσωπικά το Στάλιν και (δεν) κάνει, έκτοτε, μπίζνες με τη Σοβιετία; Ή αν τ’ αναπλιώτικα μεγαλομάγαζα «Κολιός» και «Γωβιός» (δεν) είναι επινοημένα; Ή αν (δεν) γίνονταν νυχτερινά σεξουαλικά όργια μέσα στο κάστρο, με «τελετάρχη» το φύλακα; Τίποτα δεν θ’ άλλαζε. Αυτό που έχει σημασία είναι το τελικό, πραγματωμένο συγγραφικό σύμπαν κι όχι η αστυνομική διακρίβωση της όποιας «πραγματικότητας».
Έτσι, ο Βασιλικός −σαν συγγραφέας, δημοσιογράφος, ιστορικός, χρονογράφος και σκηνοθέτης, όλα αυτά ταυτόχρονα− καταγράφει, αξιοποιεί, εφευρίσκει ή «αναμοχλεύει»:
• το διαχωρισμό των φύλων (π.χ. σχολεία) στα χρόνια μέχρι το 1980 και τη συνακόλουθη σεξουαλική στέρηση, την οποία αναπλήρωναν όπως-όπως τα πορνοπεριοδικά και τα πορνοσινεμά
• την υπερπολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, την οποία σκώπτει ανελέητα, έστω κι αν ο ίδιος είχε συμβάλει όχι λίγο σ’ αυτήν
• την εντονότατη απήχηση της επιστράτευσης του 1974 (στρατιωτική - νομική κατάσταση που, ειρήσθω εν παρόδω, στην αληθινή ζωή πέρασαν πολλά χρόνια για ν’ αρθεί)
• πολλές λεπτομέρειες από την Ιστορία, την κλιματολογία και την τοπογραφία του Ναυπλίου και της Αργολίδας γενικότερα
• στοιχεία από τη ζωή, τη δουλειά και το λεξιλόγιο των ψαράδων: ρεμέτζο, λατίνι, σαλαπαρούτα, τραβέρσο, σφαλαγγιά, απαλάμιστη βάρκα, θανάτωση του χταποδιού με το κατάλληλο δάγκωμα, «σκύλος», «γάτος» κ.λπ.
• τις διαφορές που έχουν τα καμάκια στο Άργος από τ’ αναπλιώτικα
• τα απίθανα πορτρέτα των μπανιστηρτζήδων
• τις αναφορές σε διαφημίσεις, γεγονότα, τραγούδια, πρόσωπα, λεξιλόγιο ή άλλα στοιχεία της εποχής, ίσως ακατανόητα για το σημερινό αναγνώστη, καθώς και διακαλλιτεχνικές αναφορές, ενίοτε κατάλληλα πειραγμένες. Ενδεικτικά: ο τούρκικος (ακόμα, και όχι βίαια εξελληνισμένος) καφές, μπακάλικα (και όχι σούπερ μάρκετ), ο εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος, ο βασανιστής Χατζηζήσης, οι χίπις, απαγωγές και εκτελέσεις επιχειρηματιών στη Γερμανία, η υπόθεση Πόλε, η υπόθεση Ανν Τσάπμαν, η προετοιμασία για την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ (τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση), τα δυο όλα κι όλα κανάλια της αποκλειστικά κρατικής τηλεόρασης, η Ραφαέλα Καρά, η οικεία σε όλους εικόνα του Ωνάση, «Τι το θες το κουταλάκι», «άραγε συλλογίστηκε κανείς τι σκέφτεται ένα καμάκι που διανυκτερεύει;», «Ντιρλαντά», «ανοίγω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα», «να το, να το πετιέται...», «κι ύστερα; μα δεν υπάρχει ύστερα», «με τα χαράματα, ξανά με κλάματα ήρθε να του ζητήσει πάλι αγκαλιά», «Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη», «‘ΛΑΙΦ - Ξέρεις ΤΙ ΠΥΝΙΣ’ (μα δεν ξέρεις τι γράφεις)», «στο αμάξι του και εντάξει του», «Σέργιος και Βάκχος», «Ακόμα στέλναν δέματα και λουλούδια του Αγίου Γεωργίου, Στυλιανού και Νικολάου στις φυλακές της επικρατείας. (Του Αη-Δημήτρη, όχι, γιατί αυτός επρόδωσε)» (μετάφραση: δώριζαν στους χουντικούς Παπαδόπουλο, Μακαρέζο, Παττακό, όχι όμως και στον Ιωαννίδη) κλπ.
Aν έπρεπε, ωστόσο, να διαλέξω ένα κυρίαρχο στοιχείο που χαρακτηρίζει συνολικά το μυθιστόρημα, αυτό είναι το χιούμορ, του οποίου παρελαύνουν όλες οι κατηγοριοποιήσεις, από χοντρή πλάκα μέχρι δουλεμένο σαρκασμό. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας διασκέδαζε πολύ γράφοντας και έγραφε προσπαθώντας να μεταδώσει αυτή την ευφορική κατάσταση στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του (κατάσταση πολύ γνωστή και από άλλα μείζονα έργα του Βασιλικού – βλέπε «Γλαύκος Θρασάκης» κι όχι μόνο).
Μερικά επιλεγμένα παραδείγματα:
• Η δίγλωσση διαφήμιση «NAFPLION BY NIGHT», που αποτελεί μόνη της ένα κοινωνιολογικό, διαγλωσσικό, στικτικό, (αν)ορθογραφικό κλπ σχόλιο
• Το πώς δίνεται αυτό που έπαθε το καμάκι Γιάννης / Αντήνορας από ένα ζευγάρι τουριστριών που συνδέονταν συγγενικά μεταξύ τους: «Ενώ ή καθεμιά χωριστά δεχόταν, η μια όμως κρυφά από την άλλη, οι δυο τους μαζί απέκλειαν την παρτούζα. Φοβόταν πώς η αδελφή θα κάρφωνε στον αδελφό τα καμώματα της γυναίκας του, όπως κι η γυναίκα του μπορούσε να του καρφώσει τα καμώματα της αδελφής του. Έτσι ο απών αδελφός -και σύζυγος– τις αδρανοποιούσε κι έφερνε τον Γιάννη σε αδιέξοδο»
• Η ειρωνεία προς ένα ψαρά: «Ο χταποδάς κρατούσε το ξέπλεκο χταπόδι λίγα δευτερόλεπτα ψηλά στον αέρα για να μπορέσουν οι ξένοι ν’ απαθανατίσουν τη σκηνή, αφού στη βίαιη κίνησή του προς τα κάτω η φωτογραφία θα ’βγαινε χαλασμένη»
• Ο λεπτός αντισοβιετισμός: «Ο κομισάριος του σοβιετικού εκπαιδευτικού πλοίου ‘Προφεσόρ Άρμπούζωφ’ ρώτησε τον τοπικό υπεύθυνο του ΚΚΕ πού θα μπορούσαν να πηδήξουν οι εκπαιδευτές του πλοίου που ήταν πάνω από μήνα αγκυροβολημένο στ’ Ανάπλι. Κι ήταν όλοι άντρες στην ακμή της ηλικίας τους και της καψούρας. Έπρεπε να βρεθεί δηλαδή ένα μπουρδέλο ασφαλές, για να μην τους αρπάξει στα νύχια του ο ‘αστικός’ τύπος και τους κάνει, όπως μπορεί, όπως κάθε φορά, ρεζίλι. Ο υπεύθυνος συζήτησε τότε το πρωτόφαντο πρόβλημα με το Διπλοκάμακο, που ήταν αριστερό καμάκι»
• Ο λεπτός αντιθρησκευτισμός: «Άνοδος προς τον ιστορικό ναό της ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ» (κάποιος είχε σβήσει το ΠΑΝΑ, και είχε τραβήξει μια κάθετη γραμμή στό Γ, έτσι πού διαβάζονταν ΠΙΤΣΑΣ»)
• Ο λεπτός αντι-αντικομμουνισμός: «Μαγιά της αποψινής παρέας ήταν οι σκληροπυρηνικοί της Παν-πελοποννησιακής Σταυροφορίας διά τον Επαναπατρισμόν των Πολιτικών Βασιλικών Προσφύγων»
• Η καταγραφή του ετήσιου απολογισμού στο Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου των καμακιών: «‘Καμακώθηκαν συνολικά 3.262 ξένες από ένα σύνολο περίπου 300.000 γυναικών που πέρασαν .. μια νύχτα στο Ανάπλι. Άρα ποσοστό 1%. Το νούμερο … είναι αυτό πού κατορθώθηκε να συγκεντρωθεί από τα καμάκια που ανήκαν στο σωματείο… Από τις 3.262 αυτές ξένες οι 1110 ήταν Γερμανίδες, οι 390 Αυστριακές, οι 906 Γαλλίδες, μόνο 482 Αμερικανίδες κι οι υπόλοιπες Ιταλίδες, Λατινοαμερικάνες, Ισπανίδες, Αυστραλέζες και Καναδέζες. Μέσος όρος’, εξακολούθησε, σαν ψυχρός γραμματέας που ήταν, ‘της ηλικίας των χτυπημένων γυναικών ήταν το 33ο έτος της ηλικίας τους… όμως … η γκάμα περιλάμβανε από ανήλικα των 16 μέχρι γριές των 80’»
• Ο απόλυτος αυτοσαρκασμός των καμακιών: «Θεωρητικός του κινήματος αναγνωρίστηκε ομόφωνα ο ‘ανήμπορος για σεξ’ Καζαντζάκης» ή «Ο μόνος ανασφάλιστος κλάδος εξακολουθεί να παραμένει ο δικός μας».
Αυτά για την ώρα − και το μικρό αυτό κείμενο θα έχει πετύχει το σκοπό του, αν σας κάνει ν’ ανατρέξετε ξανά στο βιβλίο.
d.fyssas@gmail.com
Μικρή σημασία έχει αν, πέρα από το ξέσπασμα του πολέμου, υπάρχουν κι άλλα σημεία επινοημένα και ποια, ή αν όλα τα λοιπά απηχούν την πραγματικότητα. Τι θ’ άλλαζε, δηλαδή, αν μαθαίναμε π.χ. ότι το εργοστάσιο προφυλακτικών του Καραπιπέρογλου στην πραγματικότητα (δεν) υπάρχει ή ότι ο δεξιός μεγαλέμπορος πορτοκαλιών Καραγκούνης (δεν) είχε συναντήσει προσωπικά το Στάλιν και (δεν) κάνει, έκτοτε, μπίζνες με τη Σοβιετία; Ή αν τ’ αναπλιώτικα μεγαλομάγαζα «Κολιός» και «Γωβιός» (δεν) είναι επινοημένα; Ή αν (δεν) γίνονταν νυχτερινά σεξουαλικά όργια μέσα στο κάστρο, με «τελετάρχη» το φύλακα; Τίποτα δεν θ’ άλλαζε. Αυτό που έχει σημασία είναι το τελικό, πραγματωμένο συγγραφικό σύμπαν κι όχι η αστυνομική διακρίβωση της όποιας «πραγματικότητας».
Έτσι, ο Βασιλικός −σαν συγγραφέας, δημοσιογράφος, ιστορικός, χρονογράφος και σκηνοθέτης, όλα αυτά ταυτόχρονα− καταγράφει, αξιοποιεί, εφευρίσκει ή «αναμοχλεύει»:
• το διαχωρισμό των φύλων (π.χ. σχολεία) στα χρόνια μέχρι το 1980 και τη συνακόλουθη σεξουαλική στέρηση, την οποία αναπλήρωναν όπως-όπως τα πορνοπεριοδικά και τα πορνοσινεμά
• την υπερπολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης, την οποία σκώπτει ανελέητα, έστω κι αν ο ίδιος είχε συμβάλει όχι λίγο σ’ αυτήν
• την εντονότατη απήχηση της επιστράτευσης του 1974 (στρατιωτική - νομική κατάσταση που, ειρήσθω εν παρόδω, στην αληθινή ζωή πέρασαν πολλά χρόνια για ν’ αρθεί)
• πολλές λεπτομέρειες από την Ιστορία, την κλιματολογία και την τοπογραφία του Ναυπλίου και της Αργολίδας γενικότερα
• στοιχεία από τη ζωή, τη δουλειά και το λεξιλόγιο των ψαράδων: ρεμέτζο, λατίνι, σαλαπαρούτα, τραβέρσο, σφαλαγγιά, απαλάμιστη βάρκα, θανάτωση του χταποδιού με το κατάλληλο δάγκωμα, «σκύλος», «γάτος» κ.λπ.
• τις διαφορές που έχουν τα καμάκια στο Άργος από τ’ αναπλιώτικα
• τα απίθανα πορτρέτα των μπανιστηρτζήδων
• τις αναφορές σε διαφημίσεις, γεγονότα, τραγούδια, πρόσωπα, λεξιλόγιο ή άλλα στοιχεία της εποχής, ίσως ακατανόητα για το σημερινό αναγνώστη, καθώς και διακαλλιτεχνικές αναφορές, ενίοτε κατάλληλα πειραγμένες. Ενδεικτικά: ο τούρκικος (ακόμα, και όχι βίαια εξελληνισμένος) καφές, μπακάλικα (και όχι σούπερ μάρκετ), ο εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος, ο βασανιστής Χατζηζήσης, οι χίπις, απαγωγές και εκτελέσεις επιχειρηματιών στη Γερμανία, η υπόθεση Πόλε, η υπόθεση Ανν Τσάπμαν, η προετοιμασία για την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ (τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση), τα δυο όλα κι όλα κανάλια της αποκλειστικά κρατικής τηλεόρασης, η Ραφαέλα Καρά, η οικεία σε όλους εικόνα του Ωνάση, «Τι το θες το κουταλάκι», «άραγε συλλογίστηκε κανείς τι σκέφτεται ένα καμάκι που διανυκτερεύει;», «Ντιρλαντά», «ανοίγω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα», «να το, να το πετιέται...», «κι ύστερα; μα δεν υπάρχει ύστερα», «με τα χαράματα, ξανά με κλάματα ήρθε να του ζητήσει πάλι αγκαλιά», «Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη», «‘ΛΑΙΦ - Ξέρεις ΤΙ ΠΥΝΙΣ’ (μα δεν ξέρεις τι γράφεις)», «στο αμάξι του και εντάξει του», «Σέργιος και Βάκχος», «Ακόμα στέλναν δέματα και λουλούδια του Αγίου Γεωργίου, Στυλιανού και Νικολάου στις φυλακές της επικρατείας. (Του Αη-Δημήτρη, όχι, γιατί αυτός επρόδωσε)» (μετάφραση: δώριζαν στους χουντικούς Παπαδόπουλο, Μακαρέζο, Παττακό, όχι όμως και στον Ιωαννίδη) κλπ.
Aν έπρεπε, ωστόσο, να διαλέξω ένα κυρίαρχο στοιχείο που χαρακτηρίζει συνολικά το μυθιστόρημα, αυτό είναι το χιούμορ, του οποίου παρελαύνουν όλες οι κατηγοριοποιήσεις, από χοντρή πλάκα μέχρι δουλεμένο σαρκασμό. Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας διασκέδαζε πολύ γράφοντας και έγραφε προσπαθώντας να μεταδώσει αυτή την ευφορική κατάσταση στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του (κατάσταση πολύ γνωστή και από άλλα μείζονα έργα του Βασιλικού – βλέπε «Γλαύκος Θρασάκης» κι όχι μόνο).
Μερικά επιλεγμένα παραδείγματα:
• Η δίγλωσση διαφήμιση «NAFPLION BY NIGHT», που αποτελεί μόνη της ένα κοινωνιολογικό, διαγλωσσικό, στικτικό, (αν)ορθογραφικό κλπ σχόλιο
• Το πώς δίνεται αυτό που έπαθε το καμάκι Γιάννης / Αντήνορας από ένα ζευγάρι τουριστριών που συνδέονταν συγγενικά μεταξύ τους: «Ενώ ή καθεμιά χωριστά δεχόταν, η μια όμως κρυφά από την άλλη, οι δυο τους μαζί απέκλειαν την παρτούζα. Φοβόταν πώς η αδελφή θα κάρφωνε στον αδελφό τα καμώματα της γυναίκας του, όπως κι η γυναίκα του μπορούσε να του καρφώσει τα καμώματα της αδελφής του. Έτσι ο απών αδελφός -και σύζυγος– τις αδρανοποιούσε κι έφερνε τον Γιάννη σε αδιέξοδο»
• Η ειρωνεία προς ένα ψαρά: «Ο χταποδάς κρατούσε το ξέπλεκο χταπόδι λίγα δευτερόλεπτα ψηλά στον αέρα για να μπορέσουν οι ξένοι ν’ απαθανατίσουν τη σκηνή, αφού στη βίαιη κίνησή του προς τα κάτω η φωτογραφία θα ’βγαινε χαλασμένη»
• Ο λεπτός αντισοβιετισμός: «Ο κομισάριος του σοβιετικού εκπαιδευτικού πλοίου ‘Προφεσόρ Άρμπούζωφ’ ρώτησε τον τοπικό υπεύθυνο του ΚΚΕ πού θα μπορούσαν να πηδήξουν οι εκπαιδευτές του πλοίου που ήταν πάνω από μήνα αγκυροβολημένο στ’ Ανάπλι. Κι ήταν όλοι άντρες στην ακμή της ηλικίας τους και της καψούρας. Έπρεπε να βρεθεί δηλαδή ένα μπουρδέλο ασφαλές, για να μην τους αρπάξει στα νύχια του ο ‘αστικός’ τύπος και τους κάνει, όπως μπορεί, όπως κάθε φορά, ρεζίλι. Ο υπεύθυνος συζήτησε τότε το πρωτόφαντο πρόβλημα με το Διπλοκάμακο, που ήταν αριστερό καμάκι»
• Ο λεπτός αντιθρησκευτισμός: «Άνοδος προς τον ιστορικό ναό της ΠΑΝΑΓΙΤΣΑΣ» (κάποιος είχε σβήσει το ΠΑΝΑ, και είχε τραβήξει μια κάθετη γραμμή στό Γ, έτσι πού διαβάζονταν ΠΙΤΣΑΣ»)
• Ο λεπτός αντι-αντικομμουνισμός: «Μαγιά της αποψινής παρέας ήταν οι σκληροπυρηνικοί της Παν-πελοποννησιακής Σταυροφορίας διά τον Επαναπατρισμόν των Πολιτικών Βασιλικών Προσφύγων»
• Η καταγραφή του ετήσιου απολογισμού στο Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου των καμακιών: «‘Καμακώθηκαν συνολικά 3.262 ξένες από ένα σύνολο περίπου 300.000 γυναικών που πέρασαν .. μια νύχτα στο Ανάπλι. Άρα ποσοστό 1%. Το νούμερο … είναι αυτό πού κατορθώθηκε να συγκεντρωθεί από τα καμάκια που ανήκαν στο σωματείο… Από τις 3.262 αυτές ξένες οι 1110 ήταν Γερμανίδες, οι 390 Αυστριακές, οι 906 Γαλλίδες, μόνο 482 Αμερικανίδες κι οι υπόλοιπες Ιταλίδες, Λατινοαμερικάνες, Ισπανίδες, Αυστραλέζες και Καναδέζες. Μέσος όρος’, εξακολούθησε, σαν ψυχρός γραμματέας που ήταν, ‘της ηλικίας των χτυπημένων γυναικών ήταν το 33ο έτος της ηλικίας τους… όμως … η γκάμα περιλάμβανε από ανήλικα των 16 μέχρι γριές των 80’»
• Ο απόλυτος αυτοσαρκασμός των καμακιών: «Θεωρητικός του κινήματος αναγνωρίστηκε ομόφωνα ο ‘ανήμπορος για σεξ’ Καζαντζάκης» ή «Ο μόνος ανασφάλιστος κλάδος εξακολουθεί να παραμένει ο δικός μας».
Αυτά για την ώρα − και το μικρό αυτό κείμενο θα έχει πετύχει το σκοπό του, αν σας κάνει ν’ ανατρέξετε ξανά στο βιβλίο.
d.fyssas@gmail.com
Πηγή: athensvoice.gr