Η σοφία δεν είναι προνόμιο μόνο των μεγάλων και φωτεινών πνευμάτων, αλλά είναι συχνά προνόμιο και των απλών ανθρώπων του λαού.
Μέσα σε μικρές φράσεις ή και λέξεις, ακόμα, κλείνει μεγάλες αλήθειες και σοφά συμπεράσματα της ζωής, που άλλοτε δίνονται άμεσα και άλλοτε έμμεσα και αλληγορικά, έτσι και οι παροιμιώδεις φράσεις που ακολουθούν…
Καρφί δεν του καίγεται
Για όσους αδιαφορούν για κάτι ή για κάποιον, λέμε πως «δεν τους καίγεται καρφί», μία φράση που έρχεται από τη Βυζαντινή εποχή.
Τον 14ο αι., όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν πήγε να καλογερέψει εκεί ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να 'χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλα αυτά, ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ’ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφίν του δεν καίεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που μέχρι σήμερα τη χρησιμοποιούμε μεταφορικά για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Κάνει την πάπια
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού - ο κλειδοκράτορας δηλαδή - ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Το αξίωμα πάντως εμφανίζεται πρώτη φορά σε μια σφραγίδα που χρονολογείται γύρω στο 550-650 και όλοι οι Παπίες που έχουν καταγραφεί στο Βυζάντιο, ήταν ευνούχοι. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Παπίας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του.
Κάποτε - όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β'- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες - ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα – στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του … βούρκωναν υποκριτικά. – «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος», του έλεγε. «Πώς μπορούσα να μιλήσω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο, υποστηρίζει ο συγγραφέας Τάκης Νατσούλης. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του, του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»… Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Σύμφωνα πάντως με το συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο, στο έργο «Χιλιάδες» του βυζαντινού λόγιου Ιωάννη Τζέτζη (12ος αι.), υπάρχει ένα σημείο όπου ο Τζέτζης, αφηγούμενος το γνωστό περιστατικό της Ρωμαϊκής ιστορίας με τις χήνες του Καπιτωλίου, που φώναξαν και ξεσήκωσαν τους Ρωμαίους, ειδοποιώντας τους ότι πλησιάζουν οι εχθροί - οι Γαλάτες -, γράφει: «Και χήνας δε τιμήσαντες, ποιούσι τους παπίας» δηλαδή «και για να τιμήσουν τις χήνες (που είχαν σώσει την πόλη) τις έκαναν παπίες δηλ. τις ονόμασαν φύλακες της πόλης». Πιθανότατα ο Τζέτζης κάνει και ένα λογοπαίγνιο με τις χήνες και το πα-πα-πα της πάπιας.
Ο Σαραντάκος, διατυπώνει επίσης την άποψη, ότι όλα τα πουλερικά (εκτός από τα αρπαχτικά) θεωρούνται πως έχουν λίγο μυαλό - λέμε άλλωστε «κοκορόμυαλος», ενώ οι αρχαίοι έλεγαν «χηνώδης». Οπότε, όταν λέμε «κάνει την πάπια» είναι σαν να λέμε «κάνει τον χαζό». Γιατί διαλέξαμε την πάπια και όχι τη χήνα ή την κότα; Ίσως επειδή η πάπια, έτσι όπως κουνάει το κεφάλι της και μας κοιτάζει, μας φαίνεται ότι παίρνει ύφος αθώο, σαν να μην καταλαβαίνει
Πηγές:
«3000 ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ», Νατσούλης Τάκης, Εκδ. Σμυρνιωτάκης 2015
sarantakos.wordpress.com
en.wikipedia.org
Μέσα σε μικρές φράσεις ή και λέξεις, ακόμα, κλείνει μεγάλες αλήθειες και σοφά συμπεράσματα της ζωής, που άλλοτε δίνονται άμεσα και άλλοτε έμμεσα και αλληγορικά, έτσι και οι παροιμιώδεις φράσεις που ακολουθούν…
Καρφί δεν του καίγεται
Για όσους αδιαφορούν για κάτι ή για κάποιον, λέμε πως «δεν τους καίγεται καρφί», μία φράση που έρχεται από τη Βυζαντινή εποχή.
Τον 14ο αι., όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν πήγε να καλογερέψει εκεί ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να 'χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλα αυτά, ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ’ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφίν του δεν καίεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που μέχρι σήμερα τη χρησιμοποιούμε μεταφορικά για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Κάνει την πάπια
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού - ο κλειδοκράτορας δηλαδή - ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο. Το αξίωμα πάντως εμφανίζεται πρώτη φορά σε μια σφραγίδα που χρονολογείται γύρω στο 550-650 και όλοι οι Παπίες που έχουν καταγραφεί στο Βυζάντιο, ήταν ευνούχοι. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Παπίας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσιά του.
Κάποτε - όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β'- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες - ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα – στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του … βούρκωναν υποκριτικά. – «Είσαι ο καλύτερός μου φίλος», του έλεγε. «Πώς μπορούσα να μιλήσω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο, υποστηρίζει ο συγγραφέας Τάκης Νατσούλης. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του, του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»… Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Σύμφωνα πάντως με το συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο, στο έργο «Χιλιάδες» του βυζαντινού λόγιου Ιωάννη Τζέτζη (12ος αι.), υπάρχει ένα σημείο όπου ο Τζέτζης, αφηγούμενος το γνωστό περιστατικό της Ρωμαϊκής ιστορίας με τις χήνες του Καπιτωλίου, που φώναξαν και ξεσήκωσαν τους Ρωμαίους, ειδοποιώντας τους ότι πλησιάζουν οι εχθροί - οι Γαλάτες -, γράφει: «Και χήνας δε τιμήσαντες, ποιούσι τους παπίας» δηλαδή «και για να τιμήσουν τις χήνες (που είχαν σώσει την πόλη) τις έκαναν παπίες δηλ. τις ονόμασαν φύλακες της πόλης». Πιθανότατα ο Τζέτζης κάνει και ένα λογοπαίγνιο με τις χήνες και το πα-πα-πα της πάπιας.
Ο Σαραντάκος, διατυπώνει επίσης την άποψη, ότι όλα τα πουλερικά (εκτός από τα αρπαχτικά) θεωρούνται πως έχουν λίγο μυαλό - λέμε άλλωστε «κοκορόμυαλος», ενώ οι αρχαίοι έλεγαν «χηνώδης». Οπότε, όταν λέμε «κάνει την πάπια» είναι σαν να λέμε «κάνει τον χαζό». Γιατί διαλέξαμε την πάπια και όχι τη χήνα ή την κότα; Ίσως επειδή η πάπια, έτσι όπως κουνάει το κεφάλι της και μας κοιτάζει, μας φαίνεται ότι παίρνει ύφος αθώο, σαν να μην καταλαβαίνει
Πηγές:
«3000 ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ», Νατσούλης Τάκης, Εκδ. Σμυρνιωτάκης 2015
sarantakos.wordpress.com
en.wikipedia.org