Αύξηση φόρων κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καταγράφει ο ΟΟΣΑ στην Ελλάδα για την περίοδο 2000- 2017, ανακηρύσσοντας την υπερπρωταθλήτρια κόσμου, ενώ ακόμα κι αν περιοριστεί κανείς στη μνημονιακή περίοδο 2010- 2017 η Ελλάδα δεν έχει απολύτως κανέναν ανταγωνισμό, εκτινάσσοντας τα έσοδα της από το 32% στο 39,4% του ΑΕΠ!
Το χειρότερο όλων είναι ότι αν σκαλίσει κανείς τους απόλυτους αριθμούς, δηλαδή το πόσα δισεκατομμύρια μπήκαν στα κρατικά ταμεία την επίμαχη περίοδο, θα διαπιστώσει ότι η εικόνα είναι ακόμα πιο τραγική, καθώς η καταγεγραμμένη αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται εν πολλοίς στην κατάρρευση του Εθνικού Προϊόντος, δηλαδή στον παρονομαστή και όχι στον αριθμητή του κλάσματος.
Μπαίνοντας στην κρίση το 2010, τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν στα 95,9 δις δολάρια. Μετά από τη λαίλαπα των τριών Μνημονίων, το μπαράζ των φόρων και των απίστευτης έμπνευσης χαρατσιών σε ό,τι κινείται ή δεν κινείται, τα φορολογικά έσοδα του 2017 ήταν 78,9 δις δολάρια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρά τους αιματηρούς άμεσους κι έμμεσους φόρους, η μισοπεθαμένη οικονομία και οι πολίτες της δεν μπόρεσαν ούτε καν να πλησιάσουν στα προ κρίσης έσοδα. Δεν μπορεί, βέβαια, να αφήσει κανείς ασχολίαστο το γεγονός ότι στην περίοδο 2015- 2017, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν από τα 71,6 δις στα 78,9 δις δολάρια.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η ποιοτική ανάλυση των στοιχείων της Έκθεσης «Revenue Statistics 1965- 2017», αφού μεταξύ άλλων μαρτυρά ότι παρά τα όσα ωραία ακούγονται κατά καιρούς περί κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών και προστασίας των αδύναμων, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα πλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά την περιβόητη «δημοσιονομική προσαρμογή», λόγω των απίστευτων φόρων στην κατανάλωση, που ως γνωστόν δεν κάνει διακρίσεις σε έχοντες και μη έχοντες.
Ειδικότερα, τα τελευταία συγκρίσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που αφορούν στο 2017, δείχνουν ότι ενώ οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών διαμορφώθηκαν στο 9% του ΑΕΠ και στο 22,8% του συνόλου των εσόδων, οι πάσης φύσης φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ και στο 39,1% του συνόλου των φόρων!
Πρόκειται για επιβαρύνσεις, που ούτε καν οι πλούσιες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία (26,2% εσόδων), η Γαλλία (24,4% εσόδων) ή η Ολλανδία (29,1% εσόδων), μπορούν να προσεγγίσουν.
Σημειωτέον ότι οι φόροι στην κατανάλωση είναι η μοναδική πηγή εσόδων που τείνει στα προ κρίσης επίπεδα. Συγκεκριμένα, το 2016- δηλαδή χωρίς να συμπεριληφθούν οι επιπτώσεις από τη νέα αύξηση του ΦΠΑ και των ΕΦΚ- τα έσοδα από αγαθά κι υπηρεσίες είχαν φτάσει στα 26,8 δις ευρώ, έναντι 27,7 δις ευρώ το 2010 κι αν αναλογιστεί κανείς ότι η ιδιωτική κατανάλωση σε αυτήν την περίοδο ήταν αρνητική, είναι προφανές ότι αυτοί οι φόροι ξεζούμισαν όλα τα αποθέματα των νοικοκυριών, ακόμα και των πιο φτωχών.
Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία για τις φορολογικές επιβαρύνσεις στην περιουσία, ειδικά την ακίνητη περιουσία, που αντιμετωπίζεται ως η… χήνα με τα χρυσά αυγά. Σε πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει υπερβολική φορολογία, ο ΟΟΣΑ δείχνει ότι ενώ το 2010 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία ανέρχονταν στο 0,2% του ΑΕΠ ή στα περίπου 600 εκατ. ευρώ, πλέον, μιλάμε για ένα «βουνό» που αντιστοιχεί στο 2,1% του ΑΕΠ δηλαδή σε περίπου 3,7 δις ευρώ! Κι επειδή μερικές φορές οι συγκρίσεις είναι λίαν κατατοπιστικές, τέτοιου ύψους επιβαρύνσεις (ως % του ΑΕΠ), έχουν μόνο το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο…
Το χειρότερο όλων είναι ότι αν σκαλίσει κανείς τους απόλυτους αριθμούς, δηλαδή το πόσα δισεκατομμύρια μπήκαν στα κρατικά ταμεία την επίμαχη περίοδο, θα διαπιστώσει ότι η εικόνα είναι ακόμα πιο τραγική, καθώς η καταγεγραμμένη αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται εν πολλοίς στην κατάρρευση του Εθνικού Προϊόντος, δηλαδή στον παρονομαστή και όχι στον αριθμητή του κλάσματος.
Μπαίνοντας στην κρίση το 2010, τα φορολογικά έσοδα ανέρχονταν στα 95,9 δις δολάρια. Μετά από τη λαίλαπα των τριών Μνημονίων, το μπαράζ των φόρων και των απίστευτης έμπνευσης χαρατσιών σε ό,τι κινείται ή δεν κινείται, τα φορολογικά έσοδα του 2017 ήταν 78,9 δις δολάρια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι παρά τους αιματηρούς άμεσους κι έμμεσους φόρους, η μισοπεθαμένη οικονομία και οι πολίτες της δεν μπόρεσαν ούτε καν να πλησιάσουν στα προ κρίσης έσοδα. Δεν μπορεί, βέβαια, να αφήσει κανείς ασχολίαστο το γεγονός ότι στην περίοδο 2015- 2017, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν από τα 71,6 δις στα 78,9 δις δολάρια.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η ποιοτική ανάλυση των στοιχείων της Έκθεσης «Revenue Statistics 1965- 2017», αφού μεταξύ άλλων μαρτυρά ότι παρά τα όσα ωραία ακούγονται κατά καιρούς περί κοινωνικής δικαιοσύνης, δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών και προστασίας των αδύναμων, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα πλήρωσαν και πληρώνουν πολύ ακριβά την περιβόητη «δημοσιονομική προσαρμογή», λόγω των απίστευτων φόρων στην κατανάλωση, που ως γνωστόν δεν κάνει διακρίσεις σε έχοντες και μη έχοντες.
Ειδικότερα, τα τελευταία συγκρίσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που αφορούν στο 2017, δείχνουν ότι ενώ οι φόροι επί των εισοδημάτων και των κερδών διαμορφώθηκαν στο 9% του ΑΕΠ και στο 22,8% του συνόλου των εσόδων, οι πάσης φύσης φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ και στο 39,1% του συνόλου των φόρων!
Πρόκειται για επιβαρύνσεις, που ούτε καν οι πλούσιες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία (26,2% εσόδων), η Γαλλία (24,4% εσόδων) ή η Ολλανδία (29,1% εσόδων), μπορούν να προσεγγίσουν.
Σημειωτέον ότι οι φόροι στην κατανάλωση είναι η μοναδική πηγή εσόδων που τείνει στα προ κρίσης επίπεδα. Συγκεκριμένα, το 2016- δηλαδή χωρίς να συμπεριληφθούν οι επιπτώσεις από τη νέα αύξηση του ΦΠΑ και των ΕΦΚ- τα έσοδα από αγαθά κι υπηρεσίες είχαν φτάσει στα 26,8 δις ευρώ, έναντι 27,7 δις ευρώ το 2010 κι αν αναλογιστεί κανείς ότι η ιδιωτική κατανάλωση σε αυτήν την περίοδο ήταν αρνητική, είναι προφανές ότι αυτοί οι φόροι ξεζούμισαν όλα τα αποθέματα των νοικοκυριών, ακόμα και των πιο φτωχών.
Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία για τις φορολογικές επιβαρύνσεις στην περιουσία, ειδικά την ακίνητη περιουσία, που αντιμετωπίζεται ως η… χήνα με τα χρυσά αυγά. Σε πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει υπερβολική φορολογία, ο ΟΟΣΑ δείχνει ότι ενώ το 2010 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία ανέρχονταν στο 0,2% του ΑΕΠ ή στα περίπου 600 εκατ. ευρώ, πλέον, μιλάμε για ένα «βουνό» που αντιστοιχεί στο 2,1% του ΑΕΠ δηλαδή σε περίπου 3,7 δις ευρώ! Κι επειδή μερικές φορές οι συγκρίσεις είναι λίαν κατατοπιστικές, τέτοιου ύψους επιβαρύνσεις (ως % του ΑΕΠ), έχουν μόνο το Βέλγιο, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο…