Κατά σχεδόν 30% θα μειωθεί τα επόμενα χρόνια και ως το 2035 ο αριθμός των μαθητών στα ελληνικά σχολεία, με τη μεγαλύτερη πτώση σε απόλυτα μεγέθη να καταγράφεται στα δημοτικά σχολεία, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, από 1,48 εκατ. μαθητές το 2008 και ως αποτέλεσμα της μείωσης των γεννήσεων, το 2035 θα φοιτούν στα ελληνικά νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια μόλις 1,05 εκατ. παιδιά.
Ενδεικτική της μείωσης είναι η πτώση που καταγράφεται στα παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου, που μόνο στην τελευταία πενταετία μειώθηκαν κατά 6% και από 108.500 το 2013 υποχώρησαν κατά το περσινό σχολικό έτος στις 102.000.
Όπως σχολιάζει το ΙΟΒΕ αυτή η πτωτική τάση στην περίοδο 2013-2018 αντιστράφηκε προσωρινά το 2014, όταν την πόρτα του δημοτικού σχολείου πέρασαν για πρώτη φορά τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2008, χρονιά της τελευταίας μίνι «έκρηξης» των γεννήσεων στην Ελλάδα.
Η μείωση σε βάθος χρόνου αποτυπώνεται βεβαίως και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι γενικού Λυκείου που διεκδίκησαν μία θέση στα ΑΕΙ ανήλθαν το 2008 σε 71.800 και το 2035 θα μειωθούν κατά 24,5% σε 54.200, ενώ αντίστοιχα οι εισακτέοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μειωθούν κατά 23,8% και θα υποχωρήσουν στους 51.800 φοιτητές.
Για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας, η οποία αποτελεί ουσιαστικά τον κύριο λόγο συρρίκνωσης του μαθητικού πληθυσμού της χώρας, το ΙΟΒΕ προτείνει σειρά παρεμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται:
-Η πολύπλευρη στήριξη με την επέκταση της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης και της λειτουργίας της στο σύνολο της χώρας με δυνατότητα συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα.
-Ενίσχυση των υποδομών, δηλαδή των σχολικών κτιρίων, καθώς και των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών.
-Έλεγχο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών από ανεξάρτητο φορέα.
-Βελτίωση της αρχικής εκπαίδευσης του προσωπικού των σχολικω μονάδων και συνεχής επιμόρφωση.
Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ, με τίτλο «Κρίση, δημογραφικές μεταβολές και επιπτώσεις στην εκπαίδευση», είναι τα εξής:
Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος.
Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009 (μείωση 1,1%) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%), στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης.
Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης, που διαπίστωσε η παρούσα μελέτη, αφορά στη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης καθώς από 1,53 εκ το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται: α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.), β) στην μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).
Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες αλλά βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία.
Αυτές οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μια, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεσθεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει σταματήσει και ολοκληρωθεί. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών, που οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αποτυπώνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα, και συνεχίζεται μέχρι και το 2017 αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα τα προσεχή χρόνια και να μεταβάλλουν ριζικά το συνολικό τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, από 1,48 εκατ. μαθητές το 2008 και ως αποτέλεσμα της μείωσης των γεννήσεων, το 2035 θα φοιτούν στα ελληνικά νηπιαγωγεία, δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια μόλις 1,05 εκατ. παιδιά.
Ενδεικτική της μείωσης είναι η πτώση που καταγράφεται στα παιδιά της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου, που μόνο στην τελευταία πενταετία μειώθηκαν κατά 6% και από 108.500 το 2013 υποχώρησαν κατά το περσινό σχολικό έτος στις 102.000.
Όπως σχολιάζει το ΙΟΒΕ αυτή η πτωτική τάση στην περίοδο 2013-2018 αντιστράφηκε προσωρινά το 2014, όταν την πόρτα του δημοτικού σχολείου πέρασαν για πρώτη φορά τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2008, χρονιά της τελευταίας μίνι «έκρηξης» των γεννήσεων στην Ελλάδα.
Η μείωση σε βάθος χρόνου αποτυπώνεται βεβαίως και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι γενικού Λυκείου που διεκδίκησαν μία θέση στα ΑΕΙ ανήλθαν το 2008 σε 71.800 και το 2035 θα μειωθούν κατά 24,5% σε 54.200, ενώ αντίστοιχα οι εισακτέοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μειωθούν κατά 23,8% και θα υποχωρήσουν στους 51.800 φοιτητές.
Για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας, η οποία αποτελεί ουσιαστικά τον κύριο λόγο συρρίκνωσης του μαθητικού πληθυσμού της χώρας, το ΙΟΒΕ προτείνει σειρά παρεμβάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται:
-Η πολύπλευρη στήριξη με την επέκταση της υποχρεωτικής προσχολικής εκπαίδευσης και της λειτουργίας της στο σύνολο της χώρας με δυνατότητα συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα.
-Ενίσχυση των υποδομών, δηλαδή των σχολικών κτιρίων, καθώς και των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών.
-Έλεγχο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών από ανεξάρτητο φορέα.
-Βελτίωση της αρχικής εκπαίδευσης του προσωπικού των σχολικω μονάδων και συνεχής επιμόρφωση.
Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ, με τίτλο «Κρίση, δημογραφικές μεταβολές και επιπτώσεις στην εκπαίδευση», είναι τα εξής:
Μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών στην δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε σημαντικά από 145 χιλ το 2000 σε 180 χιλ το 2010 (αύξηση 24%). Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης, ο αριθμός των εκπαιδευτικών σημείωσε σημαντική μείωση από 180 χιλ το 2010 σε 152 χιλ το 2017 (μείωση 15,6%).
Οι αυξομειώσεις του αριθμού των εκπαιδευτικών που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, μετέβαλαν σημαντικά τις αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στο σύνολο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, πριν από την κρίση, η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών από 1:10,6 (2000) μειώθηκε σε 1:8,2 (2009). Μετά την έναρξη της κρίσης, οι αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών αυξήθηκαν εκ νέου σε 1:9,5 (2017).
Παρά την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε από το 2010 και έπειτα, οι αναλογίες εκπαιδευτικών μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν στην Ελλάδα μικρότερες από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, οι αναλογίες αυτές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είτε στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (Αττική, Κεντρική Μακεδονία), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του μαθητικού πληθυσμού, είτε στις περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές με μικρότερο πληθυσμό και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες (π.χ. δυσπρόσιτα σχολεία νησιωτικών ή ορεινών περιοχών).
Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία, οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος.
Ο αριθμός των σχολικών μονάδων, έβαινε μειούμενος με αργό ρυθμό την περίοδο πριν από την κρίση από 15.714 το 2000 σε 15.547 το 2009 (μείωση 1,1%) και επιταχύνθηκε έτσι ώστε το 2015 μειώθηκε σε 13.870 (μείωση 10,8%), στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολούθησε την έναρξη της κρίσης.
Ύστερα από την έναρξη της κρίσης και ως αποτέλεσμα της διακοπής των προσλήψεων, η αναλογία μονίμων/αναπληρωτών εκπαιδευτικών μεταβλήθηκε σημαντικά. Στο δημοτικό σχολείο από 7% το 2004 και 6,6% το 2008 σε 18,7% το 2015, στο Λύκειο το ποσοστό των αναπληρωτών από 3,1% το 2002 και 3,6% το 2009 ανήλθε σε 6,8% το 2015, ενώ στην Επαγγελματική Εκπαίδευση από 7,4% το 2002 και 4,8% το 2009 ανήλθε σε 8,9 το 2015.
Επιπλέον, η κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς ο αριθμός των μαθητών από 94,2 χιλ. το 2000 και 93,4 χιλ. το 2009 μειώθηκαν σε 70,7 χιλ. το 2015 (-24,9% σε σχέση με το 2000). Οι εκπαιδευτικοί από 9,0 χιλ. το 2000 και 8,9 το 2009 μειώθηκαν σε 8,3 χιλ. το 2014 (-8,4% σε σχέση με το 2000).
Η σημαντικότερη όμως επίπτωση της κρίσης στη λειτουργία της εκπαίδευσης, που διαπίστωσε η παρούσα μελέτη, αφορά στη μείωση του συνολικού μαθητικού πληθυσμού που σημειώθηκε μετά την έναρξη της κρίσης καθώς από 1,53 εκ το 2000 μειώθηκε σε 1,49 εκ το 2009 (-3,1%) και 1,44 εκ το 2016 (-5.9% συγκριτικά με το 2000). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται: α) στην εξωτερική μετανάστευση οικογενειών κυρίως αλλοδαπών μετά την έναρξη της κρίσης, καθώς μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε κατά 55,9% (από τους 159,5 χιλ. στους 70,3 χιλ.), β) στην μείωση των γεννήσεων που σημειώθηκε από το 2010 και εντάθηκε από το 2012 και μετά (με εξαίρεση το 2016, όταν σημειώθηκε αύξηση σε σχέση με το 2015). Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162 χιλ. το 2014 σε 155,2 χιλ. το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107,2 το 2016 σε 101,9 το 2017).
Οι μεταβολές αυτές στο μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες αλλά βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία.
Αυτές οι επιπτώσεις της κρίσης δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί και αποτυπωθεί πλήρως στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Από τη μια, η μείωση του αριθμού των μαθητών που οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση έχει ήδη συντελεσθεί, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι έχει σταματήσει και ολοκληρωθεί. Από την άλλη, η μείωση του αριθμού των μαθητών, που οφείλεται στη μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης, έχει μόλις πρόσφατα αρχίσει να αποτυπώνεται στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Οι επιπτώσεις της μείωσης των γεννήσεων, που έχει σημειωθεί από το 2010 και έπειτα, και συνεχίζεται μέχρι και το 2017 αναμένεται να εκδηλωθούν σταδιακά και εντονότερα τα προσεχή χρόνια και να μεταβάλλουν ριζικά το συνολικό τοπίο του εκπαιδευτικού συστήματος.