Πώς να ήταν η Πρωτοχρονιά στην Τραπεζούντα; Μια γεύση της παίρνουμε από το αυτοβιογραφικό διήγημα του Δημήτρη Ψαθά.
Την Παρασκευή 1/1/1965 η εφημερίδα Μακεδονία δημοσίευσε το παρακάτω αυτοβιογραφικό διήγημα του Δημήτρη Ψαθά:
«Καθώς τις χρονιάρες τούτες μέρες το μυαλό φτερουγίζει πάντα προς τα παιδικά χρόνια, θα θυμηθώ σήμερα πάλι κάποια μακρινή Πρωτοχρονιά στην Τραπεζούντα, σε χρόνια ταραγμένα –ξεχασμένα– εν έτει σωτηρίω… 1917. Ήταν ένα αστείο γεγονός –ολόκληρη η πόλη να είναι ντυμένη στα ίδια υφάσματα, του ίδιου τύπου, των ίδιων χρωματισμών κι αυτό να προκαλέσει την κατάρα του δεσπότη. Επειδή όλα αυτά τα υφάσματα ήσαν… κλεμένα!
»Όχι μονάχα ήσαν κλεμένα αλλά και σε κραυγάζανε με τα ποικίλα σχέδιά τους, τόσο μαρκαρισμένα και τόσο στερεότυπα όλα ώστε μόλις έβλεπες καμιά γυναίκα –προπάντων οι γυναίκες τα φορούσαν– έλεγες: Κεμπρούκ!
»Κεμπρούκ σήμαινε το τελωνείο –ή τις αποθήκες του τελωνείου– όπου είχε γίνει η ομαδική διαρπαγή υπό συνθήκες πρωτάκουστες και κωμικοτραγικές, ενώ δηλαδή η πόλη βομβαρδιζόταν από τα καράβια της ΑΜ του τσάρου πασών των Ρωσιών. Με τους βομβαρδισμούς αυτούς, που ήσαν τακτικότατοι, είχαμε εξοικειωθεί –επί ένα ή δυο χρόνια τον καιρό εκείνο που ο τσαρικός στρατός προχωρώντας απ’ το Βακούμ καταλάμβανε τα παράλια του Πόντου και ζύγωνε προς την Τραπεζούντα με αντικειμενικό σκοπό να φτάσει εις την Κωνσταντινούπολιν και ο στόλος βομβάρδιζε τις μεγάλες παραλιακές πόλεις για να εξουδετερώσει τις ανύπαρκτες οχυρώσεις των Τούρκων.
»Αξίζει να χαράξω μερικές γραμμές γι’ αυτούς τους βομβαρδισμούς –προτού προχωρήσω στο Κεμπρούκ– γιατί είχαν μια αγριάδα αλλά και περίεργη γραφικότητα.
»Ιδιαίτερο γούστο –τραγικό– είχε η πρώτη εμφάνιση του ρωσικού στόλου που γέμισε χαρά και ενθουσιασμούς τον ελληνικό πληθυσμό της Τραπεζούντας επειδή θεωρούσε τη Ρωσία προστάτιδα δύναμη και περίμενε απ’ τον τσάρο την απελευθέρωσή του. Γέμισε ο γιαλός από Ρωμιούς που καμάρωναν τα καράβια κι απ’ τα Εξώτειχα, την πιο δυτική παραλιακή συνοικία της πόλης, μέχρι τον Άγιο Γρηγόρη και πέρα, ανατολικά, προς τη Δαφνούντα, όλοι βλέπαμε χαρούμενοι τα καράβια που ζυγώναν, ενώ οι Τούρκοι αγριεμένοι και ανήσυχοι κοιτούσαν να κρυφτούν.
»Τα παιδιά του σχολείου –στο περίφημο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος», ένα επιβλητικό κτήριο που υψωνόταν κατενάντι στην θάλασσα– είχαμε βγει στα παράθυρα και χαιρετούσαμε τον στόλο. Σε μικρή απόσταση υψωνόταν επιβλητικός επίσης ο Άγιος Γρηγόριος –η μητροπολιτική εκκλησιά– μεσολαβούσε μια απέναντι παραλία, στο τέλος της οποίας υψωνόντουσαν τα τείχη και τα κάστρα των Κομνηνών, σχεδόν άθικτα μέσα στους αιώνες. Απ’ την άλλη μεριά ήταν το λιμάνι, το «Κεμπρούκ» και πέρα η Δαφνούντα. Στην πλάτη αυτής της έκτασης υψωνόταν ο λόφος του Ποζ–τεπε, όπου αναρριχότανε η πόλη.
»Με χαρά και αγαλλίαση απ’ το σχολειό μας, το «Φροντιστήριο», παρακολουθούσαμε κι εμείς οι πιτσιρίκοι τα καράβια που όλο και πλησίαζαν όταν ξαφνικά από το ένα άστραψε μια λάμψη, ύστερα έσκισε τον αέρα ένα σφύριγμα κι απότομα: Μπουμ!…
»Μια τρομακτική έκρηξη ακούστηκε κι ένας απ’ τους συμμαθητές μας –Σπύρος Μαρμάρης– έπεσε βουτηγμένος στο αίμα.
»Αστραπιαία ήρθε ο πανικός, ο τρόμος, τρέξαν πολλοί και πιάσαν το παιδί, που είχε τραυματισθεί άσχημα στο χέρι από ένα κομμάτι της οβίδας. Σήμερα ο πρώτος εκείνος τραυματίας ζει στην Αθήνα, έχει κατάστημα και το χέρι του μαρτυρά τα αγαθά της χαρούμενης εκείνης μέρας. Δεν ήταν, φυσικά, η μόνη οβίδα που έπεσε, ούτε κι ο μόνος βομβαρδισμός της πόλης, εκείνος. Από τότε τα ρούσικα καράβια μας ερχόντουσαν ξαφνικά αλλά κανένας πια δεν έβγαινε σε παράθυρο ή μπαλκόνι για να τα χαιρετήσει. Ο ερχομός –το ξέραμε πια– σήμαινε βομβαρδισμό κι ο πανικός ξεσπούσε μόλις διαγραφόταν στο μακρινό βάθος του ορίζοντα αμυδρότατα ο καπνός των καραβιών, έστω και τόσο αδιόρατος σαν τον καπνό τσιγάρου… Μια κραυγή αντηχούσε τότε: Τα… βαπόρια!
»Με μόνη την κραυγή αυτή τρανταζότανε η πόλη γιατί μεταδινότανε σαν αστραπή κι ο κόσμος όλος –Τούρκοι και Ρωμιοί– άρχιζε να τρέχει σαν τρελός, ενώ τα ρολά των μαγαζιών κι οι πόρτες κλείνανε με πάταγο, σ’ ένα ανεμοστρόβιλο αναστάτωσης και πανικού. Ολόκληρη η πόλη ερημωνόταν μέσα σε λίγη ώρα, όλος ο πληθυσμός τρύπωνε στα υπόγεια. Το πανηγύρι, άλλωστε, δεν αργούσε: Μπαμ, μπουμ, βζζζ, μπουμ, μπουμ, μπουμ… Όταν ύστερα από μια ή δυο ώρες, σταματούσε το κακό και βγαίναμε, βλέπαμε πού και πού σπίτια χαλασμένα και μαζεύαμε απ’ τους δρόμους, ζεστά ακόμα, τα κομμάτια οβίδων.
»Σ’ όλα όμως συνηθίζει το πιο εύκολα προσαρμοζόμενο θηρίο που λέγεται άνθρωπος και μέσα σε ένα ή δυο χρόνια οι βομβαρδισμοί έγιναν μια ατραξιόν της καθημερινής ζωής μας. Άλλωστε ο ρωσικός στρατός πλησίαζε –ερχόταν η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό– κι οι Ρωμιοί είχαμε ξεθαρρέψει. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι φεύγαν προς τα δυτικά αποχαιρετώντας με τα θρηνώδη τραγούδια τους την Τραπεζούντα: Τραπεζοντάν τσικτούμ πασί σελιαμέεε…γκιαφίρ Ουρούς μπομπαρντεμάν έτιορ. Βγαίνοντας, δηλαδή, από την Τραπεζούντα, στέλνω χαιρετίσματα… ο άτιμος ο Ρώσος βομβαρδίζει… Φύγαν στο τέλος και οι τουρκικές αρχές και η πόλη τώρα βρισκόταν στα χέρια του μητροπολίτη Χρύσανθου, που και αυτός πέρασε στους θρήνους των Τούρκων –»Μητροπολίτ βερμέζ πιζέ τεσκερέέέ».
»Στο μεταξύ είχαν μεσολαβήσει γεγονότα φοβερά –το ομαδικό μάζεμα και η σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους– αναμνήσεις ολοζώντανες στη μνήμη μου επίσης, που ίσως με άλλη ευκαιρία να γράψω. Τώρα η πόλη ήταν χωρίς αρχές, χωρίς αστυνομία και το τελωνείο πήχτρα από εμπορεύματα που προοριζόντουσαν για την πόλη της Τραπεζούντας ή για το Ερτερούμ. Ένα σύνθημα είχε ακουστεί: Στο Κεμπρούκ!… Κόσμος και ντουνιάς ξεχύθηκε κατά το τελωνείο –εγκαταλελειμμένο απ’ τους Τούρκους– ενώ ο ρωσικός στόλος, όπως βλέπαμε τις αστραπές απ’ το γιαλό, βομβάρδιζε τα Πλάτανα, μια μικρή παραλιακή πόλη που βρισκόταν απέναντι, στα δυτικά της Τραπεζούντας, σε απόσταση λίγων ωρών. Χάζευα κι εγώ απ’ το γιαλό όταν ένας φίλος μου –μεγαλύτερος– ήλθε λαχανιασμένος:
-Ντο κάθεσαι, νέπε;
-Ντο εν; ρώτησα.
-Σο Κεμπρούκ! Πάμε κι εμείς σο Κεμπρούκ!
»Από τον Αϊ-Γρηγόρη διανύσαμε τρέχοντας την απόσταση μέχρι το Κεμπρούκ –ήταν αρκετά μακριά– ενώ στο δρόμο βλέπαμε πλήθος ανθρώπων που ήσαν φορτωμένοι ο καθένας από πέντε μέχρι και δέκα τόπια υφασμάτων. Όταν φτάσαμε στις αποθήκες το θέαμα ήταν πρωτοφανές. Μια μυρμηγκιά ανθρώπων κι ο καθένας μ’ έναν κασμά έσπαζε τα σύρματα τεραστίων δεμάτων απ’ τα οποία ξεχυνόντουσαν τόπια υφασμάτων.
»Μέσα σ’ απερίγραπτο σαματά και φασαρία ο καθένας φορτωνόταν όσα τόπια μπορούσε και τραβούσε για το σπίτι του.
»Αλλά ο στόλος απ’ τα Πλάτανα έφτασε στην Τραπεζούντα κι άρχισε την κανονική ατραξιόν. Κανένας όμως δεν έδινε σημασία στις οβίδες που σκάζαν πέρα στην πόλη. Οι κασμάδες συνεχίζαν τη δουλειά τους κι όσο ξεχυνόντουσαν τα τόπια τόσο ξεμακραίνανε το φόβο. Σε δυο τρεις εβδομάδες –οι Ρώσοι είχαν μπει στην Τραπεζούντα– ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν ντυμένο απ’ το Κεμπρούκ. Προπάντων την πρωτοχρονιά το θέαμα ήταν μοναδικό γιατί στις εκκλησιές όλοι είχαν βάλει… τα καλά τους και δείχναν έτσι ομοιόμορφα ντυμένοι, σαν από ορφανοτροφείο.
»Ο δεσπότης, λέγαν, καταράστηκε όσους πήραν τόπια απ’ το Κεμπρούκ καλώντας τους να τα επιστρέψουν αλλά η λαϊκή μούσα το γύρισε στο αστείο και τραγουδούσε με τον κεμεντζέ –την ποντιακή λύρα:
Α σο Κεμπρούκ που κι έκλεψεν
σον Αδ θα πάη κλαμένος
κι α σου δεσπότ’ την κατάραν
θα πάη κουρταρεμένος.
»Δηλαδή εκείνος που δεν έκλεψε απ’ το Κεμπρούκ θα γλιτώσει μεν απ’ την κατάρα του δεσπότη αλλά θα πάει στον Άδη κλαμένος. Και φυσικά οι περισσότεροι ήσαν ευχαριστημένοι που δεν θα πηγαίνανε κλαμένοι, αλλά καλοντυμένοι και χαρούμενοι».
Την Παρασκευή 1/1/1965 η εφημερίδα Μακεδονία δημοσίευσε το παρακάτω αυτοβιογραφικό διήγημα του Δημήτρη Ψαθά:
«Καθώς τις χρονιάρες τούτες μέρες το μυαλό φτερουγίζει πάντα προς τα παιδικά χρόνια, θα θυμηθώ σήμερα πάλι κάποια μακρινή Πρωτοχρονιά στην Τραπεζούντα, σε χρόνια ταραγμένα –ξεχασμένα– εν έτει σωτηρίω… 1917. Ήταν ένα αστείο γεγονός –ολόκληρη η πόλη να είναι ντυμένη στα ίδια υφάσματα, του ίδιου τύπου, των ίδιων χρωματισμών κι αυτό να προκαλέσει την κατάρα του δεσπότη. Επειδή όλα αυτά τα υφάσματα ήσαν… κλεμένα!
»Όχι μονάχα ήσαν κλεμένα αλλά και σε κραυγάζανε με τα ποικίλα σχέδιά τους, τόσο μαρκαρισμένα και τόσο στερεότυπα όλα ώστε μόλις έβλεπες καμιά γυναίκα –προπάντων οι γυναίκες τα φορούσαν– έλεγες: Κεμπρούκ!
»Κεμπρούκ σήμαινε το τελωνείο –ή τις αποθήκες του τελωνείου– όπου είχε γίνει η ομαδική διαρπαγή υπό συνθήκες πρωτάκουστες και κωμικοτραγικές, ενώ δηλαδή η πόλη βομβαρδιζόταν από τα καράβια της ΑΜ του τσάρου πασών των Ρωσιών. Με τους βομβαρδισμούς αυτούς, που ήσαν τακτικότατοι, είχαμε εξοικειωθεί –επί ένα ή δυο χρόνια τον καιρό εκείνο που ο τσαρικός στρατός προχωρώντας απ’ το Βακούμ καταλάμβανε τα παράλια του Πόντου και ζύγωνε προς την Τραπεζούντα με αντικειμενικό σκοπό να φτάσει εις την Κωνσταντινούπολιν και ο στόλος βομβάρδιζε τις μεγάλες παραλιακές πόλεις για να εξουδετερώσει τις ανύπαρκτες οχυρώσεις των Τούρκων.
»Αξίζει να χαράξω μερικές γραμμές γι’ αυτούς τους βομβαρδισμούς –προτού προχωρήσω στο Κεμπρούκ– γιατί είχαν μια αγριάδα αλλά και περίεργη γραφικότητα.
»Ιδιαίτερο γούστο –τραγικό– είχε η πρώτη εμφάνιση του ρωσικού στόλου που γέμισε χαρά και ενθουσιασμούς τον ελληνικό πληθυσμό της Τραπεζούντας επειδή θεωρούσε τη Ρωσία προστάτιδα δύναμη και περίμενε απ’ τον τσάρο την απελευθέρωσή του. Γέμισε ο γιαλός από Ρωμιούς που καμάρωναν τα καράβια κι απ’ τα Εξώτειχα, την πιο δυτική παραλιακή συνοικία της πόλης, μέχρι τον Άγιο Γρηγόρη και πέρα, ανατολικά, προς τη Δαφνούντα, όλοι βλέπαμε χαρούμενοι τα καράβια που ζυγώναν, ενώ οι Τούρκοι αγριεμένοι και ανήσυχοι κοιτούσαν να κρυφτούν.
»Τα παιδιά του σχολείου –στο περίφημο «Φροντιστήριον Τραπεζούντος», ένα επιβλητικό κτήριο που υψωνόταν κατενάντι στην θάλασσα– είχαμε βγει στα παράθυρα και χαιρετούσαμε τον στόλο. Σε μικρή απόσταση υψωνόταν επιβλητικός επίσης ο Άγιος Γρηγόριος –η μητροπολιτική εκκλησιά– μεσολαβούσε μια απέναντι παραλία, στο τέλος της οποίας υψωνόντουσαν τα τείχη και τα κάστρα των Κομνηνών, σχεδόν άθικτα μέσα στους αιώνες. Απ’ την άλλη μεριά ήταν το λιμάνι, το «Κεμπρούκ» και πέρα η Δαφνούντα. Στην πλάτη αυτής της έκτασης υψωνόταν ο λόφος του Ποζ–τεπε, όπου αναρριχότανε η πόλη.
»Με χαρά και αγαλλίαση απ’ το σχολειό μας, το «Φροντιστήριο», παρακολουθούσαμε κι εμείς οι πιτσιρίκοι τα καράβια που όλο και πλησίαζαν όταν ξαφνικά από το ένα άστραψε μια λάμψη, ύστερα έσκισε τον αέρα ένα σφύριγμα κι απότομα: Μπουμ!…
»Μια τρομακτική έκρηξη ακούστηκε κι ένας απ’ τους συμμαθητές μας –Σπύρος Μαρμάρης– έπεσε βουτηγμένος στο αίμα.
»Αστραπιαία ήρθε ο πανικός, ο τρόμος, τρέξαν πολλοί και πιάσαν το παιδί, που είχε τραυματισθεί άσχημα στο χέρι από ένα κομμάτι της οβίδας. Σήμερα ο πρώτος εκείνος τραυματίας ζει στην Αθήνα, έχει κατάστημα και το χέρι του μαρτυρά τα αγαθά της χαρούμενης εκείνης μέρας. Δεν ήταν, φυσικά, η μόνη οβίδα που έπεσε, ούτε κι ο μόνος βομβαρδισμός της πόλης, εκείνος. Από τότε τα ρούσικα καράβια μας ερχόντουσαν ξαφνικά αλλά κανένας πια δεν έβγαινε σε παράθυρο ή μπαλκόνι για να τα χαιρετήσει. Ο ερχομός –το ξέραμε πια– σήμαινε βομβαρδισμό κι ο πανικός ξεσπούσε μόλις διαγραφόταν στο μακρινό βάθος του ορίζοντα αμυδρότατα ο καπνός των καραβιών, έστω και τόσο αδιόρατος σαν τον καπνό τσιγάρου… Μια κραυγή αντηχούσε τότε: Τα… βαπόρια!
»Με μόνη την κραυγή αυτή τρανταζότανε η πόλη γιατί μεταδινότανε σαν αστραπή κι ο κόσμος όλος –Τούρκοι και Ρωμιοί– άρχιζε να τρέχει σαν τρελός, ενώ τα ρολά των μαγαζιών κι οι πόρτες κλείνανε με πάταγο, σ’ ένα ανεμοστρόβιλο αναστάτωσης και πανικού. Ολόκληρη η πόλη ερημωνόταν μέσα σε λίγη ώρα, όλος ο πληθυσμός τρύπωνε στα υπόγεια. Το πανηγύρι, άλλωστε, δεν αργούσε: Μπαμ, μπουμ, βζζζ, μπουμ, μπουμ, μπουμ… Όταν ύστερα από μια ή δυο ώρες, σταματούσε το κακό και βγαίναμε, βλέπαμε πού και πού σπίτια χαλασμένα και μαζεύαμε απ’ τους δρόμους, ζεστά ακόμα, τα κομμάτια οβίδων.
»Σ’ όλα όμως συνηθίζει το πιο εύκολα προσαρμοζόμενο θηρίο που λέγεται άνθρωπος και μέσα σε ένα ή δυο χρόνια οι βομβαρδισμοί έγιναν μια ατραξιόν της καθημερινής ζωής μας. Άλλωστε ο ρωσικός στρατός πλησίαζε –ερχόταν η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό– κι οι Ρωμιοί είχαμε ξεθαρρέψει. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι φεύγαν προς τα δυτικά αποχαιρετώντας με τα θρηνώδη τραγούδια τους την Τραπεζούντα: Τραπεζοντάν τσικτούμ πασί σελιαμέεε…γκιαφίρ Ουρούς μπομπαρντεμάν έτιορ. Βγαίνοντας, δηλαδή, από την Τραπεζούντα, στέλνω χαιρετίσματα… ο άτιμος ο Ρώσος βομβαρδίζει… Φύγαν στο τέλος και οι τουρκικές αρχές και η πόλη τώρα βρισκόταν στα χέρια του μητροπολίτη Χρύσανθου, που και αυτός πέρασε στους θρήνους των Τούρκων –»Μητροπολίτ βερμέζ πιζέ τεσκερέέέ».
»Στο μεταξύ είχαν μεσολαβήσει γεγονότα φοβερά –το ομαδικό μάζεμα και η σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους– αναμνήσεις ολοζώντανες στη μνήμη μου επίσης, που ίσως με άλλη ευκαιρία να γράψω. Τώρα η πόλη ήταν χωρίς αρχές, χωρίς αστυνομία και το τελωνείο πήχτρα από εμπορεύματα που προοριζόντουσαν για την πόλη της Τραπεζούντας ή για το Ερτερούμ. Ένα σύνθημα είχε ακουστεί: Στο Κεμπρούκ!… Κόσμος και ντουνιάς ξεχύθηκε κατά το τελωνείο –εγκαταλελειμμένο απ’ τους Τούρκους– ενώ ο ρωσικός στόλος, όπως βλέπαμε τις αστραπές απ’ το γιαλό, βομβάρδιζε τα Πλάτανα, μια μικρή παραλιακή πόλη που βρισκόταν απέναντι, στα δυτικά της Τραπεζούντας, σε απόσταση λίγων ωρών. Χάζευα κι εγώ απ’ το γιαλό όταν ένας φίλος μου –μεγαλύτερος– ήλθε λαχανιασμένος:
-Ντο κάθεσαι, νέπε;
-Ντο εν; ρώτησα.
-Σο Κεμπρούκ! Πάμε κι εμείς σο Κεμπρούκ!
»Από τον Αϊ-Γρηγόρη διανύσαμε τρέχοντας την απόσταση μέχρι το Κεμπρούκ –ήταν αρκετά μακριά– ενώ στο δρόμο βλέπαμε πλήθος ανθρώπων που ήσαν φορτωμένοι ο καθένας από πέντε μέχρι και δέκα τόπια υφασμάτων. Όταν φτάσαμε στις αποθήκες το θέαμα ήταν πρωτοφανές. Μια μυρμηγκιά ανθρώπων κι ο καθένας μ’ έναν κασμά έσπαζε τα σύρματα τεραστίων δεμάτων απ’ τα οποία ξεχυνόντουσαν τόπια υφασμάτων.
»Μέσα σ’ απερίγραπτο σαματά και φασαρία ο καθένας φορτωνόταν όσα τόπια μπορούσε και τραβούσε για το σπίτι του.
»Αλλά ο στόλος απ’ τα Πλάτανα έφτασε στην Τραπεζούντα κι άρχισε την κανονική ατραξιόν. Κανένας όμως δεν έδινε σημασία στις οβίδες που σκάζαν πέρα στην πόλη. Οι κασμάδες συνεχίζαν τη δουλειά τους κι όσο ξεχυνόντουσαν τα τόπια τόσο ξεμακραίνανε το φόβο. Σε δυο τρεις εβδομάδες –οι Ρώσοι είχαν μπει στην Τραπεζούντα– ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν ντυμένο απ’ το Κεμπρούκ. Προπάντων την πρωτοχρονιά το θέαμα ήταν μοναδικό γιατί στις εκκλησιές όλοι είχαν βάλει… τα καλά τους και δείχναν έτσι ομοιόμορφα ντυμένοι, σαν από ορφανοτροφείο.
»Ο δεσπότης, λέγαν, καταράστηκε όσους πήραν τόπια απ’ το Κεμπρούκ καλώντας τους να τα επιστρέψουν αλλά η λαϊκή μούσα το γύρισε στο αστείο και τραγουδούσε με τον κεμεντζέ –την ποντιακή λύρα:
Α σο Κεμπρούκ που κι έκλεψεν
σον Αδ θα πάη κλαμένος
κι α σου δεσπότ’ την κατάραν
θα πάη κουρταρεμένος.
»Δηλαδή εκείνος που δεν έκλεψε απ’ το Κεμπρούκ θα γλιτώσει μεν απ’ την κατάρα του δεσπότη αλλά θα πάει στον Άδη κλαμένος. Και φυσικά οι περισσότεροι ήσαν ευχαριστημένοι που δεν θα πηγαίνανε κλαμένοι, αλλά καλοντυμένοι και χαρούμενοι».