Θα ξεκινήσω την ομιλία μου διατρέχοντας εν τάχει την σχετικά πρόσφατη ιστορία της εμφάνισης του κράτους της FYROM στο διεθνές στερέωμα.
Το κράτος αυτό από το 1945 αποτέλεσε ένα ομόσπονδο τμήμα της ενιαίας Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, που ονομάσθηκε, « βαπτίσθηκε» για την ακρίβεια, «Μακεδονία».
Η επιλογή της ονομασίας προφανής. Το εδαφικό αυτό τμήμα, που αποτελούσε γεωγραφική περιοχή που επεξετίνετο η Αρχαία Μακεδονία, κατοικείτο από πανσπερμία εθνοτικής προέλευσης κατοίκων, με κυρίαρχα τα σλαβικά και αλβανικά φύλα. Επειδή λοιπόν, τα υπόλοιπα ομόσπονδα τμήματα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας διέθεταν αμιγείς εθνοτικές ομάδες Σέρβων, Βοσνίων, Κροατών, Σλοβένων και Μαυροβουνίων και ήταν ευδιάκριτη, λογική και συνεκτική η κατανομή και ονοματολογία ενός εκάστου, σε αντίθεση προς το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, επελέγη σαν στοιχείο που συνέδεε και συνείχε τους κατοίκους της περιοχής αυτής η οικειοποίηση της γνωστής και ιστορικής ονομασίας της Μακεδονίας.
Εκτός από την πρόθεση της εξεύρεσης ενός επίζηλου ονοματολογικού στοιχείου, που μόνο κατά τον εδαφικό χώρο που περιελάμβανε επαληθεύετο μερικώς, το εθνοτικό στοιχείο ουδόλως παρέπεμπε σε φύλο καταγόμενο-προερχόμενο υπό των αρχαίων Μακεδόνων, η γλώσσα δε η ομιλούμενη, ως σλαβική διάλεκτος, επίσης ουδεμία συνάφεια και συγγένεια είχε προς την Αρχαία Ελληνική,που χρησιμοποιείτο υπό των Μακεδόνων.
Είναι, επομένως, πιθανό η επιλογή αυτή να υπέκρυπτε μεγαλοϊδεατισμούς κι ενδεχομένως πρόθεση σφετερισμού εδαφών γειτονικών χωρών. Στην πορεία ανεφάνησαν δείγματα των προθέσεων αυτών, αφού προέκυψαν αλυτρωτικές τάσεις, αλλά και η προβολή του νόθου και (κάλπικου) οράματος της «Αιγαιακής Μακεδονίας», που σαφώς αντιστρατεύετο εθνικές αξίες, και συγχρόνως έθετε υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.
Εν μέσω της διαίρεσης σε δύο μπλοκ επιρροής και του ψυχρού πολέμου, που ελάμβανε έντονη μορφή στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, δεν υπήρχε σοβαρή, σταθερή και πιεστική απαίτηση της χώρα μας να καταλυθούν ή έστω να καμφθούν οι πιο πάνω ατεκμηρίωτες και πάντως αρνητικές προς το εθνικό συμφέρον θέσεις της γείτονας χώρας. Τα ελαφρυντικά βέβαια, ήσαν προφανή, λόγω της προσκώλυσης της χώρας μας και των γειτόνων σε διαφορετικά «στρατόπεδα», πλην όμως η εναντίωση των τότε ηγεσιών της Ελλάδας εξαντλείτο κυρίως σε αμυντική και εσωστρεφή στάση, χωρίς συνεπή και συνεχή ανάδειξη του ζητήματος στα διεθνή φόρα, στο δε εσωτερικό αρκούμενη να εθελοτυφλεί και να λαμβάνει κατασταλτικά μέτρα εναντίον μερίδας Ελλήνων, κατοικούντων κυρίως στη βορειοδυτική Μακεδονία, που μιλούσαν τα λεγόμενα «ντόπια» ή «μακεδονίτικα».
Ωστόσο στη βόρεια γείτονα μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ήδη δύο γενιές των κατοίκων της, που εξ απαλών ονύχων γαλουχήθηκαν σαν μακεδόνες και μιλούσαν τα σλαβομακεδονικά. Μετά δε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την δημιουργία της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», υπό τον συνεχή «κατακλυσμό» του Γκλικόροφ και γενικώς της κρατικής εξουσίας με Μεγαλέξανδρους, Φιλίππους, Βουκεφάλες και κρυφές ματιές προς το Αιγαίο, που μάλλον το φόβο και την επιδίωξη της διατήρησης της κρατικής τους οντότητας πρόδιδαν, άρχισε και ο λαός αυτός να εμπεδώνει τον μύθο της καταγωγής του από τους Μακεδόνες.
Κατά τα άλλα, (ας δούμε και τις υπαρκτές αντιφάσεις), περίμενε τις επενδύσεις των Ελλήνων στη χώρα τους για να βρει δουλειές, αγαπούσε στην πλειονότητα τους την Ελλάδα και ερχόταν για διακοπές κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα! Ένας λαός, που όπως και σε όλη την υφήλιο, καθοδηγούμενoς και χειραγωγούμενος, βίωνε τις αντιφάσεις, την απόλυτη φτώχεια και την ανέχεια, ζηλεύoντας την επίπλαστη ευδαιμονία της γειτονικής Ελλάδας, φουσκώνοντας όμως από ψευτουπερηφάνεια, αφού τους είχαν βαπτίσει γνήσιους απόγονους του ένδοξου Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Εμπρός σε αυτό το χρονίζον και διογκούμενο πρόβλημα, που δημιούργησε πολλά και μεγάλα θέματα και βασάνισε τη χώρα μας, υπό την επιρροή ανεπαρκών ηγετόρων, ή και κάποιων που επένδυσαν σε ένα ψευδεπίγραφο «πατριωτισμό» αποσκοπούντων σε πρόδηλα καιροσκοπικά και μικροπολιτικά συμφέροντα, ώθησαν ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού λαού να ενδυθεί τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες και τις σάρισες των Μακεδονομάχων, και να απαιτήσει καθυπόταξη των γειτόνων που τόλμησαν, έστω και διαστρεβλώνοντας την Ιστορία, να διεκδικήσουν και αυτοί, ως λαός, να ταυτοποιήσουν την ύπαρξη, την οντότητα και τη συνοχή τους με ένα τμήμα της γεωγραφικής περιοχής, όπου στην Αρχαιότητα επεκτείνετο η Μεγάλη και ένδοξη Μακεδονία.
Αυτή ήταν αδρομερώς, η ιστορία, η ορθότερα μια τραυματική ιστορική πορεία, με αλήθειες, υπερβολές και μύθους.
Σε ταυτοτικά όμως ζητήματα η ρύθμιση των σχέσεων είχε βαλτώσει, παρά τη χρόνια διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, κυρίως λόγω των κραδασμών που προέρχονταν από υπερπατριωτικές κραυγές και εθνικιστικές μικροπολιτικές αντιλήψεις, ένθεν κακείθεν.
Μετά από αυτή την μακρόχρονη πορεία, η σύνεση και η λογική οδήγησε όλους τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων του δημοκρατικού τόξου της χώρας μας, να εγκαταλείψουν την ανεδαφική και ανιστόρητη γραμμή του: «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», στην επίσημη και κοινά αποδεκτή θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων- erga omnes».
Τι απέφερε λοιπόν η παρούσα συμφωνία, η οποία στην πραγματικότητα είναι μια ετεροβαρής συμφωνία εις βάρος των γειτόνων μας:
· Η αποδοχή από αυτούς μιας άλλης ονομασίας από εκείνη που είχε το κράτος τους ( ομόσπονδο ή αυτόνομο) επί 70 και πλέον έτη. Ένα γεγονός, εντελώς σπάνιο στην Παγκόσμια Ιστορία
· Η τροποποίηση του Συντάγματος τους.
· Η εγκατάλειψη όλων των μυθευμάτων περί σύνδεσης τους με την Αρχαία Μακεδονία, και του εθνικού φαντασιακού τους περί Μακεδονικής Ιστορίας, Πολιτισμού, κουλτούρας και κληρονομιάς.
· Η απερίφραστη αποδοχή των υπάρχοντων κοινών μας συνόρων και η επίσημη δέσμευση, ώστε ουδείς πλέον να προβαίνει σε οποιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις αλλά και το ίδιο το κράτος τους να μην επιτρέπει αυτές.
· Τέλος η πανηγυρική αποδοχή ότι η γλώσσα της χώρας τους, παρότι αποκαλείται κατά τον στοιχειώδη και αυτονόητο προσδιορισμό τους «Μακεδονική», ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών και εμφατικά ότι η επίσημη γλώσσα τους δεν έχει σχέση με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Τώρα, για το πότε τα σλαβικά φύλα κατοίκησαν στην περιοχή και ποια ήταν η γλώσσα που ομιλείτο στην Προϊστορική Μακεδονία, οι ιστορικοί έχουν δώσει την απάντηση και έχουν διαφωτίσει τους πάντες, εκτός εκείνων που εθελοτυφλούν και αρνούνται την επιστήμη.
Ποια θα είναι η κατάσταση αν δεν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία των Πρεσπών:
Η εξακολούθηση της θνησιγενούς ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, με τη FYROM, με επακόλουθο τις αψιμαχίες στα διεθνή φόρα, την αποδοχή της Συνταγματικής Ονομασίας των γειτόνων, ως Μακεδονία σκέτο, σταδιακά από όλο και περισσότερα κράτη της Υφηλίου. Αλλά και της αμοιβαίας καχυποψίας των προβληματικών διμερών σχέσεων, του περιορισμού των συναλλαγών, του εμπορίου, των επενδυτικών σχεδίων, των κοινών ενεργειακών και λοιπών δικτύων.
Επανέρχομαι! Είναι αποδεκτό ότι μια συμφωνία που αποτελεί προϊόν κοινής διαπραγμάτευσης και αποδοχής , καθιερώνει τις βασικές αρχές των διμερών σχέσεων, επιβάλλοντας τον αμοιβαίο σεβασμό σε κοινά αποδεκτές αρχές και κανόνες. Δεν είναι, όμως δυνατόν να καθορίζονται αυστηρά και περιοριστικά ούτε και να επιβάλλονται ρυθμίσεις που αφορούν τον ταυτοτικό πυρήνα της προσωπικότητατας του πολίτη. Έτσι επί παραδείγματι ο όρος «Μακεδονική» γλώσσα, με την διάταξη του άρθρου 7, εκλαμβάνεται, μεταφράζεται, μνημονεύεται με τη διάταξη αυτή, διαπιστωτικού χαρακτήρα, όπως πρέπει και αρμόζει σε δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη, με άξονα και αναφορά στα γενικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού του κάθε κράτους. Γι’ αυτό και ομιλούμε περί συμβάσεως συμφωνίας και όχι περί συνθήκης παραδόσεως.
Η Ελλάδα, με την υπό κύρωση συμφωνία ξεπερνάει την ξενοφοβία, τον επαρχιωτισμό, το κλείσιμο στα στεγανά, και το κούφιο κέλυφος ενός ψευδοπατριωτισμού. Υπερβαίνει τα συμπλέγματα ενός λαού ευρισκόμενου δήθεν υπό διαρκή διωγμό, από φανερές και αφανείς, υπαρκτές και ανύπαρκτες, λογικές και μεταφυσικές επιβουλές. Επιβεβαιώνει την Εθνική της Αυτοπεποίθηση.
Μπορούμε να θεμελιώσουμε με αυτή (τη συμφωνία) τις σχέσεις μας με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, στηριζόμενοι όχι σε εγωιστικές και μικρόψυχες , αλλά ειλικρινείς, έντιμες πολιτικές συναντίληψης των κοινών μας συμφερόντων, για την ειρήνη και τη συνανάπτυξη σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη, στα Βαλκάνια, που κάποτε και όχι στο μακρινό παρελθόν αποτέλεσε την πυριτιδαποθήκη και την εύφλεκτη ζώνη όλης της Ευρώπης.
Το κράτος αυτό από το 1945 αποτέλεσε ένα ομόσπονδο τμήμα της ενιαίας Γιουγκοσλαβικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, που ονομάσθηκε, « βαπτίσθηκε» για την ακρίβεια, «Μακεδονία».
Η επιλογή της ονομασίας προφανής. Το εδαφικό αυτό τμήμα, που αποτελούσε γεωγραφική περιοχή που επεξετίνετο η Αρχαία Μακεδονία, κατοικείτο από πανσπερμία εθνοτικής προέλευσης κατοίκων, με κυρίαρχα τα σλαβικά και αλβανικά φύλα. Επειδή λοιπόν, τα υπόλοιπα ομόσπονδα τμήματα της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας διέθεταν αμιγείς εθνοτικές ομάδες Σέρβων, Βοσνίων, Κροατών, Σλοβένων και Μαυροβουνίων και ήταν ευδιάκριτη, λογική και συνεκτική η κατανομή και ονοματολογία ενός εκάστου, σε αντίθεση προς το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας, επελέγη σαν στοιχείο που συνέδεε και συνείχε τους κατοίκους της περιοχής αυτής η οικειοποίηση της γνωστής και ιστορικής ονομασίας της Μακεδονίας.
Εκτός από την πρόθεση της εξεύρεσης ενός επίζηλου ονοματολογικού στοιχείου, που μόνο κατά τον εδαφικό χώρο που περιελάμβανε επαληθεύετο μερικώς, το εθνοτικό στοιχείο ουδόλως παρέπεμπε σε φύλο καταγόμενο-προερχόμενο υπό των αρχαίων Μακεδόνων, η γλώσσα δε η ομιλούμενη, ως σλαβική διάλεκτος, επίσης ουδεμία συνάφεια και συγγένεια είχε προς την Αρχαία Ελληνική,που χρησιμοποιείτο υπό των Μακεδόνων.
Είναι, επομένως, πιθανό η επιλογή αυτή να υπέκρυπτε μεγαλοϊδεατισμούς κι ενδεχομένως πρόθεση σφετερισμού εδαφών γειτονικών χωρών. Στην πορεία ανεφάνησαν δείγματα των προθέσεων αυτών, αφού προέκυψαν αλυτρωτικές τάσεις, αλλά και η προβολή του νόθου και (κάλπικου) οράματος της «Αιγαιακής Μακεδονίας», που σαφώς αντιστρατεύετο εθνικές αξίες, και συγχρόνως έθετε υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.
Εν μέσω της διαίρεσης σε δύο μπλοκ επιρροής και του ψυχρού πολέμου, που ελάμβανε έντονη μορφή στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, δεν υπήρχε σοβαρή, σταθερή και πιεστική απαίτηση της χώρα μας να καταλυθούν ή έστω να καμφθούν οι πιο πάνω ατεκμηρίωτες και πάντως αρνητικές προς το εθνικό συμφέρον θέσεις της γείτονας χώρας. Τα ελαφρυντικά βέβαια, ήσαν προφανή, λόγω της προσκώλυσης της χώρας μας και των γειτόνων σε διαφορετικά «στρατόπεδα», πλην όμως η εναντίωση των τότε ηγεσιών της Ελλάδας εξαντλείτο κυρίως σε αμυντική και εσωστρεφή στάση, χωρίς συνεπή και συνεχή ανάδειξη του ζητήματος στα διεθνή φόρα, στο δε εσωτερικό αρκούμενη να εθελοτυφλεί και να λαμβάνει κατασταλτικά μέτρα εναντίον μερίδας Ελλήνων, κατοικούντων κυρίως στη βορειοδυτική Μακεδονία, που μιλούσαν τα λεγόμενα «ντόπια» ή «μακεδονίτικα».
Ωστόσο στη βόρεια γείτονα μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ήδη δύο γενιές των κατοίκων της, που εξ απαλών ονύχων γαλουχήθηκαν σαν μακεδόνες και μιλούσαν τα σλαβομακεδονικά. Μετά δε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την δημιουργία της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», υπό τον συνεχή «κατακλυσμό» του Γκλικόροφ και γενικώς της κρατικής εξουσίας με Μεγαλέξανδρους, Φιλίππους, Βουκεφάλες και κρυφές ματιές προς το Αιγαίο, που μάλλον το φόβο και την επιδίωξη της διατήρησης της κρατικής τους οντότητας πρόδιδαν, άρχισε και ο λαός αυτός να εμπεδώνει τον μύθο της καταγωγής του από τους Μακεδόνες.
Κατά τα άλλα, (ας δούμε και τις υπαρκτές αντιφάσεις), περίμενε τις επενδύσεις των Ελλήνων στη χώρα τους για να βρει δουλειές, αγαπούσε στην πλειονότητα τους την Ελλάδα και ερχόταν για διακοπές κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα! Ένας λαός, που όπως και σε όλη την υφήλιο, καθοδηγούμενoς και χειραγωγούμενος, βίωνε τις αντιφάσεις, την απόλυτη φτώχεια και την ανέχεια, ζηλεύoντας την επίπλαστη ευδαιμονία της γειτονικής Ελλάδας, φουσκώνοντας όμως από ψευτουπερηφάνεια, αφού τους είχαν βαπτίσει γνήσιους απόγονους του ένδοξου Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Εμπρός σε αυτό το χρονίζον και διογκούμενο πρόβλημα, που δημιούργησε πολλά και μεγάλα θέματα και βασάνισε τη χώρα μας, υπό την επιρροή ανεπαρκών ηγετόρων, ή και κάποιων που επένδυσαν σε ένα ψευδεπίγραφο «πατριωτισμό» αποσκοπούντων σε πρόδηλα καιροσκοπικά και μικροπολιτικά συμφέροντα, ώθησαν ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού λαού να ενδυθεί τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες και τις σάρισες των Μακεδονομάχων, και να απαιτήσει καθυπόταξη των γειτόνων που τόλμησαν, έστω και διαστρεβλώνοντας την Ιστορία, να διεκδικήσουν και αυτοί, ως λαός, να ταυτοποιήσουν την ύπαρξη, την οντότητα και τη συνοχή τους με ένα τμήμα της γεωγραφικής περιοχής, όπου στην Αρχαιότητα επεκτείνετο η Μεγάλη και ένδοξη Μακεδονία.
Αυτή ήταν αδρομερώς, η ιστορία, η ορθότερα μια τραυματική ιστορική πορεία, με αλήθειες, υπερβολές και μύθους.
Σε ταυτοτικά όμως ζητήματα η ρύθμιση των σχέσεων είχε βαλτώσει, παρά τη χρόνια διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, κυρίως λόγω των κραδασμών που προέρχονταν από υπερπατριωτικές κραυγές και εθνικιστικές μικροπολιτικές αντιλήψεις, ένθεν κακείθεν.
Μετά από αυτή την μακρόχρονη πορεία, η σύνεση και η λογική οδήγησε όλους τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων του δημοκρατικού τόξου της χώρας μας, να εγκαταλείψουν την ανεδαφική και ανιστόρητη γραμμή του: «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική», στην επίσημη και κοινά αποδεκτή θέση «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων- erga omnes».
Τι απέφερε λοιπόν η παρούσα συμφωνία, η οποία στην πραγματικότητα είναι μια ετεροβαρής συμφωνία εις βάρος των γειτόνων μας:
· Η αποδοχή από αυτούς μιας άλλης ονομασίας από εκείνη που είχε το κράτος τους ( ομόσπονδο ή αυτόνομο) επί 70 και πλέον έτη. Ένα γεγονός, εντελώς σπάνιο στην Παγκόσμια Ιστορία
· Η τροποποίηση του Συντάγματος τους.
· Η εγκατάλειψη όλων των μυθευμάτων περί σύνδεσης τους με την Αρχαία Μακεδονία, και του εθνικού φαντασιακού τους περί Μακεδονικής Ιστορίας, Πολιτισμού, κουλτούρας και κληρονομιάς.
· Η απερίφραστη αποδοχή των υπάρχοντων κοινών μας συνόρων και η επίσημη δέσμευση, ώστε ουδείς πλέον να προβαίνει σε οποιεσδήποτε αλυτρωτικές δηλώσεις αλλά και το ίδιο το κράτος τους να μην επιτρέπει αυτές.
· Τέλος η πανηγυρική αποδοχή ότι η γλώσσα της χώρας τους, παρότι αποκαλείται κατά τον στοιχειώδη και αυτονόητο προσδιορισμό τους «Μακεδονική», ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών και εμφατικά ότι η επίσημη γλώσσα τους δεν έχει σχέση με τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Τώρα, για το πότε τα σλαβικά φύλα κατοίκησαν στην περιοχή και ποια ήταν η γλώσσα που ομιλείτο στην Προϊστορική Μακεδονία, οι ιστορικοί έχουν δώσει την απάντηση και έχουν διαφωτίσει τους πάντες, εκτός εκείνων που εθελοτυφλούν και αρνούνται την επιστήμη.
Ποια θα είναι η κατάσταση αν δεν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία των Πρεσπών:
Η εξακολούθηση της θνησιγενούς ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995, με τη FYROM, με επακόλουθο τις αψιμαχίες στα διεθνή φόρα, την αποδοχή της Συνταγματικής Ονομασίας των γειτόνων, ως Μακεδονία σκέτο, σταδιακά από όλο και περισσότερα κράτη της Υφηλίου. Αλλά και της αμοιβαίας καχυποψίας των προβληματικών διμερών σχέσεων, του περιορισμού των συναλλαγών, του εμπορίου, των επενδυτικών σχεδίων, των κοινών ενεργειακών και λοιπών δικτύων.
Επανέρχομαι! Είναι αποδεκτό ότι μια συμφωνία που αποτελεί προϊόν κοινής διαπραγμάτευσης και αποδοχής , καθιερώνει τις βασικές αρχές των διμερών σχέσεων, επιβάλλοντας τον αμοιβαίο σεβασμό σε κοινά αποδεκτές αρχές και κανόνες. Δεν είναι, όμως δυνατόν να καθορίζονται αυστηρά και περιοριστικά ούτε και να επιβάλλονται ρυθμίσεις που αφορούν τον ταυτοτικό πυρήνα της προσωπικότητατας του πολίτη. Έτσι επί παραδείγματι ο όρος «Μακεδονική» γλώσσα, με την διάταξη του άρθρου 7, εκλαμβάνεται, μεταφράζεται, μνημονεύεται με τη διάταξη αυτή, διαπιστωτικού χαρακτήρα, όπως πρέπει και αρμόζει σε δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη, με άξονα και αναφορά στα γενικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού του κάθε κράτους. Γι’ αυτό και ομιλούμε περί συμβάσεως συμφωνίας και όχι περί συνθήκης παραδόσεως.
Η Ελλάδα, με την υπό κύρωση συμφωνία ξεπερνάει την ξενοφοβία, τον επαρχιωτισμό, το κλείσιμο στα στεγανά, και το κούφιο κέλυφος ενός ψευδοπατριωτισμού. Υπερβαίνει τα συμπλέγματα ενός λαού ευρισκόμενου δήθεν υπό διαρκή διωγμό, από φανερές και αφανείς, υπαρκτές και ανύπαρκτες, λογικές και μεταφυσικές επιβουλές. Επιβεβαιώνει την Εθνική της Αυτοπεποίθηση.
Μπορούμε να θεμελιώσουμε με αυτή (τη συμφωνία) τις σχέσεις μας με το κράτος της Βόρειας Μακεδονίας, στηριζόμενοι όχι σε εγωιστικές και μικρόψυχες , αλλά ειλικρινείς, έντιμες πολιτικές συναντίληψης των κοινών μας συμφερόντων, για την ειρήνη και τη συνανάπτυξη σ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη, στα Βαλκάνια, που κάποτε και όχι στο μακρινό παρελθόν αποτέλεσε την πυριτιδαποθήκη και την εύφλεκτη ζώνη όλης της Ευρώπης.