Ένα από τα πιο γνωστά πειρατικά καταφύγια στην Ελλάδα βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στη λιμνοθάλασσα του Μπάλου με τα εξωτικά νερά. Εκεί υπάρχουν δύο ακατοίκητα νησιά.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 οι Βενετοί κράτησαν τα τρία μικρά νησιά της, τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα και οργάνωσαν την οχύρωσή τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Διατήρησαν την κυριότητα του για 23 ακόμα χρόνια, έως το 1692, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν τελικά να το καταλάβουν, δωροδοκώντας τον Ενετό διοικητή που οι ντόπιοι αποκαλούσαν καπετάν Γραμβούσα.
Στο ελεύθερο νησί άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι Έλληνες. Οι επαναστάτες έφτιαξαν προσωρινή διοίκηση, το αποκαλούμενο «Κρητικό συμβούλιο» η σφραγίδα του οποίου, όπως και η «Σφραγίς της νήσου Γραμβούσης», φυλάσσονται στην Εθνολογική και Ιστορική Εταιρεία της Ελλάδος.
Μόνο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1827 οι πειρατές της Γραμβούσας λεηλάτησαν 81 πλοία. Η δράση τους εξόργισε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και έτσι, με συμφωνία της Ελληνικής Κυβέρνησης του Καποδίστρια, στις 19 Ιανουαρίου 1828 αγγλο-γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο φρούριο.
Η Άγρια και η Ήμερη Γραμβούσα.
Η Ήμερη Γραμβούσα είναι διάσημη για την πανέμορφη παραλία της, αλλά και για το επιβλητικό ενετικό της κάστρο. Το νησί άλλαξε πολλά χέρια και λόγω της στρατηγικής θέσης και αποτέλεσε μήλον της έριδος ανάμεσα σε Ενετούς και Τούρκους. Αργότερα οι έλληνες πειρατές το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο και επί τρία χρόνια κούρσευαν και σκορπούσαν τον τρόμο στο Αιγαίο.
Οι Βενετοί ξεκίνησαν να το κατασκευάζουν το 1579 και το ολοκλήρωσαν το 1584 . Όμως το 1588 το φρούριο καταστράφηκε από έναν κεραυνό που κτύπησε την μπαρουταποθήκη. Τότε το κάστρο είχε 24 κανόνια, 3398 βλήματα και 40.000 λίμπρες μπαρούτι. Υδρευόταν από δύο πηγάδια και πέντε στέρνες. Οι Βενετοί το ξαναέκτισαν το 1630.
Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669 οι Βενετοί κράτησαν τα τρία μικρά νησιά της, τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα και οργάνωσαν την οχύρωσή τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Διατήρησαν την κυριότητα του για 23 ακόμα χρόνια, έως το 1692, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν τελικά να το καταλάβουν, δωροδοκώντας τον Ενετό διοικητή που οι ντόπιοι αποκαλούσαν καπετάν Γραμβούσα.
Η Γραμβούσα, ήταν το πρώτο κομμάτι της Κρητικής γης, που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Έγινε καταφύγιο για τους κατοίκους και βάση των επιχειρήσεων για τις επαναστατικές ομάδες. Το παράδοξο της ιστορίας είναι η ύπαρξη πάνω στο κάστρο ενός μικρού ναού που χρονολογείται από το 16ο αιώνα. Η εκκλησία ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Αργότερα όταν το νησί οχυρώθηκε και πέρασε στα χέρια των επαναστατών ο ναός ονομάστηκε Παναγία Κλεπταποδόχα ή Κλεφτρίνα ή Κλέφτισσα.
Πήγαιναν εκεί οι ντόπιοι πειρατές και έκαναν τάματα ζητώντας να μην τους τιμωρήσει η Παναγία για τις επιδρομές τους. Πίστευαν ότι με τον Θεό δεν μπορεί να τα βάλει κανείς. Αφιέρωναν στην εκκλησία το ένα δέκατο της λείας τους ικετεύοντας για θεϊκή εύνοια και βοήθεια. Ανάμεσα στους πειρατές υπήρχαν ακόμα και ιερείς.
Το νησί των πειρατών
Το νησί των πειρατών
Στις 2 Αυγούστου 1824, 15 Σφακιανοί κατέλαβαν τη Γραμβούσα και το νησί έγινε το πρώτο κομμάτι κρητικής γης που ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Το κάστρο για τα επόμενα 2-3 χρόνια, έγινε ορμητήριο των 3.000 περίπου κρητικών αγωνιστών.
Από εκεί ξεκινούσαν οι λεγόμενοι «καλησπέρηδες», που πολεμούσαν τους Τούρκους με νυκτερινές ενέδρες και κλεφτοπόλεμο. Σύντομα οι επαναστάτες λόγω έλλειψης τροφής και εφοδίων στράφηκαν στην πειρατεία στην οποία επιδόθηκαν με επιτυχία. Δύσκολα περνούσε τουρκικό, αλλά και ευρωπαϊκό καράβι, δίχως να το κουρσέψουν.
Οι ίδιοι ισχυρίζονταν ότι αγωνίζονταν για την ελληνική επανάσταση και έτσι κατάφερναν να αποσπούν χρήματα και εφόδια από φιλελληνικές οργανώσεις.
Δημιούργησαν ακόμα και σχολείο για τα παιδιά των πειρατών με δάσκαλο τον επίσκοπο Αρδαμερίου Ιγνάτιο. Μάλιστα αυτός ήταν που εγκαινίασε την εκκλησία «Παναγιά η Κλεφτρίνα» την οποία οι πειρατές θεωρούσαν προστάτιδά τους.
Μόνο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1827 οι πειρατές της Γραμβούσας λεηλάτησαν 81 πλοία. Η δράση τους εξόργισε τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και έτσι, με συμφωνία της Ελληνικής Κυβέρνησης του Καποδίστρια, στις 19 Ιανουαρίου 1828 αγγλο-γαλλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο φρούριο.
Οι ναύαρχοι Ρόβερσον και Σταίηνς μαζί με τον εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης Μαυροκορδάτο απαίτησαν να παραδοθούν οι πειρατές, όλα τα πλοία τους και φυσικά το φρούριο. Οι περισσότεροι συνελήφθησαν. Ελάχιστοι κατάφεραν να διαφύγουν. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε πολυεθνική φρουρά με αρμοστή τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Έτσι γράφτηκαν οι τίτλοι τέλους και κατεδαφίστηκαν όλα τα σπίτια μέσα στο κάστρο.
Ο πονηρός πειρατής Αντωνιάδης
Λέγεται πως από τους πρώτους που επιχείρησαν να κάνουν πειρατική επιδρομή ήταν ο αγωνιστής του ’21, δημοσιογράφος, τυπογράφος και πολιτικός, Εμμανουήλ Αντωνιάδης. Για να αποφύγει όμως τον χαρακτηρισμό του ως πειρατή, έστελνε επιστολές στις οποίες παραπονιόταν ότι το πλήρωμά του δεν ακολουθούσε τις εντολές του και έκανε παράνομες ενέργειες.
Όταν πήγαν τα αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα στο νησί, μεταξύ αυτών που συνέλαβαν ήταν και ο Αντωνιάδης, ο οποίος αρχικά είχε εμφανιστεί ως εκπρόσωπος των προσφύγων και νομοταγής έμπορος. Οι άγγλοι και γάλλοι αξιωματικοί τον αντιμετώπισαν με αρκετό σεβασμό και του είχαν δώσει τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στο οχυρό της Γραμβούσας. Όμως αποκαλύφθηκε η δράση του και συνελήφθη.
Σε επίσημα έγγραφα χαρακτηρίστηκε ως «συνένοχος εἰς τας πειρατικάς πράξεις». Η ελληνική φρουρά έμεινε στο νησί μέχρι το 1830, όταν κατελήφθη από αγήματα Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων, για λογαριασμό του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Το 1831 περιήλθε στους Αιγυπτίους. Ουσιαστικά, ενώθηκε με την Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του Νίκου Βασιλάτου «Κάστρα της ελληνικής γης», εκδόσεις ΜΠΑΛΤΕΡ και από τον Καστρολόγο....
Πηγή: mixanitouxronou.gr