Ο ανασχηματισμός αποτελεί μερική μεταβολή της κυβερνητικής σύνθεσης, η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κυβερνητικού έργου. Αποτελώντας ουσιαστικά προνόμιο του εκάστοτε πρωθυπουργού, οι αναδιατάξεις του κυβερνητικού σχήματος, που επέρχονται από αντικαταστάσεις των μελών του, διενεργούνται προς όφελος της αποτελεσματικής λειτουργίας του φορέα της εκτελεστικής εξουσίας και κατ’ επέκταση του διοικητικού συστήματος ενός κράτους.
Στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι, ωστόσο, οι ανασχηματισμοί είναι διαχρονικά συνδεδεμένοι και με τον εκλογικό κύκλο, το χρονικό διάστημα, δηλαδή, προ της διεξαγωγής νέων εθνικών εκλογών.
Κατά τη διάρκεια κάθε σχεδόν προεκλογικού έτους στο ελληνικό κράτος, ήδη από τη δεκαετία του 1980, μαζί με τη σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, εντοπίζεται και η διενέργεια ανασχηματισμών, που συνήθως αύξαναν τον συνολικό αριθμό των κυβερνητικών μελών. Συγκεκριμένα, ενόσω μετά από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απαρτιζόταν από 42 μέλη, το 1984 ο αριθμός τους έφθασε τα 52. Κατά την επόμενη κυβερνητική περίοδο, παρόλο που η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου απαριθμούσε αρχικά 41 μέλη, στα τέλη του 1988 το σύνολό τους έφθασε τα 57, αριθμό-ρεκόρ στην ελληνική κυβερνητική ιστορία. Στην ίδια πεπατημένη πορεύθηκαν στις επόμενες δεκαετίες και τα κυβερνητικά σύνολα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Κώστα Σημίτη. Το μεν πρώτο, καίτοι έπειτα από την εκλογική αναμέτρηση του Απριλίου του 1990 αποτελείτο από 42 υπουργούς και υφυπουργούς, στα τέλη του 1992, κατόπιν ενός σαρωτικού ανασχηματισμού για την αντιμετώπιση της κυβερνητικής κρίσης που είχε προκληθεί από το «μακεδονικό» ζήτημα, στελεχώθηκε από 55 μέλη. Στα δε κυβερνητικά σχήματα Σημίτη της περιόδου 1996-2004, παρόλο που συνήθιζαν να απαρτίζονται από 43 κυρίως μέλη, λίγους μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2004 ο αριθμός τους έφθασε στα 48. Αντίστοιχες αυξητικές τάσεις πάντως διαπιστώνονται και στη σύνθεση των κυβερνήσεων συνεργασίας της τελευταίας επταετίας.
Καταρχάς, ενόσω η σχηματισθείσα τον Ιούνιο του 2012 τρικομματική συγκυβέρνηση απαρτιζόταν από 40 μέλη, έναν χρόνο αργότερα και παρά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ο αριθμός τους ανήλθε στα 42. Κατά το προεκλογικό δε 2014, δεδομένης της αδυναμίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, το σύνολό τους εκτοξεύθηκε στα 48. Από την άλλη, παρόλο που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τα καθήκοντά της τον Ιανουάριο του 2015 απαριθμούσε μόλις 38 μέλη, τον Νοέμβριο του 2016, κατόπιν των νέων εθνικών εκλογών του 2015 αλλά και της εκτεταμένης αναδιάταξης της κυβερνητικής σύνθεσης εκείνου του μήνα, αποτελείτο από 49 υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς. Τον Αύγουστο του 2018, μάλιστα, οπόταν η χώρα άρχισε να εισέρχεται επισήμως σε προεκλογικούς ρυθμούς, ο συνολικός αριθμός των κυβερνητικών μελών διαμορφώθηκε στα 54. Στα ίδια επίπεδα, τέλος, κινήθηκε και ο προσφάτως διεξαχθείς ανασχηματισμός, όπου την ανάγκη αντικατάστασης των αποχωρησάντων από την κυβέρνηση στελεχών των ΑΝΕΛ, λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών, συνόδευσε η πρωθυπουργική βούληση για ένα μικρό άνοιγμα προς την παπανδρεϊκή κεντροαριστερά.
Κοντολογίς, σε όλη σχεδόν τη μεταπολιτευτική περίοδο οι ανασχηματισμοί τείνουν να ακολουθούν τον εκλογικό κύκλο. Αντί για την επίτευξη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας και τη διασφάλιση της συνέχειας της διοικητικής δράσης, στη διενέργειά τους υπερτερούν προσωπικές ιδιοτέλειες και πολιτικές σκοπιμότητες. Ως εκ τούτου, το ελληνικό κράτος βυθίζεται καθόλη τη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας στη δίνη του ‘υπουργειοπληθωρισμού’, της πλασματικής, δηλαδή, αύξησης του αριθμού των υπουργείων εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των έτερων των υπουργών κυβερνητικών αξιωμάτων. Για το λόγο αυτό, ενώ στα κυβερνητικά σχήματα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών ο συνολικός αριθμός των μελών τους δύσκολα ξεπερνά τα 30, στην Ελλάδα υπερβαίνει συχνά τα 45, ή ακόμα και τα 50. Κατά συνέπεια, οι εκπορευόμενες από την πληθώρα των κυβερνητικών μελών επικαλύψεις και συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, όπως και το έλλειμμα κυβερνητικού συντονισμού, πλήττουν βάναυσα την κυβερνητική αποτελεσματικότητα, στην επίτευξη της οποίας αποσκοπούν μόνο φαινομενικά οι κατά καιρούς πραγματοποιούμενοι ανασχηματισμοί.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών
Κατά τη διάρκεια κάθε σχεδόν προεκλογικού έτους στο ελληνικό κράτος, ήδη από τη δεκαετία του 1980, μαζί με τη σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, εντοπίζεται και η διενέργεια ανασχηματισμών, που συνήθως αύξαναν τον συνολικό αριθμό των κυβερνητικών μελών. Συγκεκριμένα, ενόσω μετά από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ απαρτιζόταν από 42 μέλη, το 1984 ο αριθμός τους έφθασε τα 52. Κατά την επόμενη κυβερνητική περίοδο, παρόλο που η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου απαριθμούσε αρχικά 41 μέλη, στα τέλη του 1988 το σύνολό τους έφθασε τα 57, αριθμό-ρεκόρ στην ελληνική κυβερνητική ιστορία. Στην ίδια πεπατημένη πορεύθηκαν στις επόμενες δεκαετίες και τα κυβερνητικά σύνολα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Κώστα Σημίτη. Το μεν πρώτο, καίτοι έπειτα από την εκλογική αναμέτρηση του Απριλίου του 1990 αποτελείτο από 42 υπουργούς και υφυπουργούς, στα τέλη του 1992, κατόπιν ενός σαρωτικού ανασχηματισμού για την αντιμετώπιση της κυβερνητικής κρίσης που είχε προκληθεί από το «μακεδονικό» ζήτημα, στελεχώθηκε από 55 μέλη. Στα δε κυβερνητικά σχήματα Σημίτη της περιόδου 1996-2004, παρόλο που συνήθιζαν να απαρτίζονται από 43 κυρίως μέλη, λίγους μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 2004 ο αριθμός τους έφθασε στα 48. Αντίστοιχες αυξητικές τάσεις πάντως διαπιστώνονται και στη σύνθεση των κυβερνήσεων συνεργασίας της τελευταίας επταετίας.
Καταρχάς, ενόσω η σχηματισθείσα τον Ιούνιο του 2012 τρικομματική συγκυβέρνηση απαρτιζόταν από 40 μέλη, έναν χρόνο αργότερα και παρά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ο αριθμός τους ανήλθε στα 42. Κατά το προεκλογικό δε 2014, δεδομένης της αδυναμίας εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, το σύνολό τους εκτοξεύθηκε στα 48. Από την άλλη, παρόλο που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τα καθήκοντά της τον Ιανουάριο του 2015 απαριθμούσε μόλις 38 μέλη, τον Νοέμβριο του 2016, κατόπιν των νέων εθνικών εκλογών του 2015 αλλά και της εκτεταμένης αναδιάταξης της κυβερνητικής σύνθεσης εκείνου του μήνα, αποτελείτο από 49 υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς. Τον Αύγουστο του 2018, μάλιστα, οπόταν η χώρα άρχισε να εισέρχεται επισήμως σε προεκλογικούς ρυθμούς, ο συνολικός αριθμός των κυβερνητικών μελών διαμορφώθηκε στα 54. Στα ίδια επίπεδα, τέλος, κινήθηκε και ο προσφάτως διεξαχθείς ανασχηματισμός, όπου την ανάγκη αντικατάστασης των αποχωρησάντων από την κυβέρνηση στελεχών των ΑΝΕΛ, λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών, συνόδευσε η πρωθυπουργική βούληση για ένα μικρό άνοιγμα προς την παπανδρεϊκή κεντροαριστερά.
Κοντολογίς, σε όλη σχεδόν τη μεταπολιτευτική περίοδο οι ανασχηματισμοί τείνουν να ακολουθούν τον εκλογικό κύκλο. Αντί για την επίτευξη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας και τη διασφάλιση της συνέχειας της διοικητικής δράσης, στη διενέργειά τους υπερτερούν προσωπικές ιδιοτέλειες και πολιτικές σκοπιμότητες. Ως εκ τούτου, το ελληνικό κράτος βυθίζεται καθόλη τη διάρκεια της τελευταίας 40ετίας στη δίνη του ‘υπουργειοπληθωρισμού’, της πλασματικής, δηλαδή, αύξησης του αριθμού των υπουργείων εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των έτερων των υπουργών κυβερνητικών αξιωμάτων. Για το λόγο αυτό, ενώ στα κυβερνητικά σχήματα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών ο συνολικός αριθμός των μελών τους δύσκολα ξεπερνά τα 30, στην Ελλάδα υπερβαίνει συχνά τα 45, ή ακόμα και τα 50. Κατά συνέπεια, οι εκπορευόμενες από την πληθώρα των κυβερνητικών μελών επικαλύψεις και συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, όπως και το έλλειμμα κυβερνητικού συντονισμού, πλήττουν βάναυσα την κυβερνητική αποτελεσματικότητα, στην επίτευξη της οποίας αποσκοπούν μόνο φαινομενικά οι κατά καιρούς πραγματοποιούμενοι ανασχηματισμοί.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών