Πού βρίσκεται η Τσακωνιά - Από πού προέρχεται το όνομα Τσάκωνες - Η ιστορία των Τσακώνων και η τσακώνικη διάλεκτος Κάθε τόπος σ’ αυτή τη χώρα, την Ελλάδα, έχει τη δική του ιστορία, τις δικές του χάρες και ομορφιές, τις δικές του παραδόσεις.
Μια από τις περιοχές της χώρας μας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι η Τσακωνιά. Το πιο εντυπωσιακό είναι όμως, κατά την άποψη μας, ότι δεκάδες σπουδαίοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με τους Τσάκωνες και την ιστορία τους.
Με τους Τσάκωνες θα ασχοληθούμε σήμερα κι εμείς.
Η Τσακωνιά – Γεωγραφικά στοιχεία
Η περιοχή της Τσακωνιάς, βρίσκεται στην Πελοπόννησο. Τα σημερινά της όμως όρια, δεν ταυτίζονται με τα παλαιότερα.
Σήμερα Τσακωνιά ονομάζεται το νοτιοανατολικό τμήμα της Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας.
Εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό Κόλπο σε μήκος 30-40 χιλιομέτρων και πλάτος 20-25 χιλιομέτρων. Πρόκειται για περιοχή, στο μεγαλύτερο μέρος της, ορεινή, απρόσιτη και δασοσκέπαστη. Ένα μικρό κομμάτι της Τσακωνιάς αποτελείται από τις μικρές πεδιάδες του Αγίου Ανδρέα, του Τυρού και την εύφορη πεδιάδα του Λεωνιδίου.
Το Λεωνίδιο, κωμόπολη με 3.826 κατοίκους (απογραφή 2011), είναι το κέντρο της Τσακωνιάς σήμερα. Άλλοι οικισμοί της Τσακωνιάς, είναι ο Πραστός, η Σίταινα, η Καστάνιτσα (οι ιστορικότεροι οικισμοί της Τσακωνιάς), ο Τυρός, τα Σαπουνακέικα, η Σαμπατική, το Λιβάδι, η Βασκίνα, η Πραματευτή, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Παντελεήμεων κ.α.
Πολλοί ερευνητές, δέχονται ότι η έκταση της Τσακωνιάς παλαιότερα ήταν πολύ μεγαλύτερη και ότι εκτεινόταν από το Ναύπλιο ως τα Βάτικα και τη Μονεμβασία, ως δηλαδή το ακρωτήριο του Μαλέα. Σε επιστολή του Gerlach προς τον Crusius (Μάρτιος 1578), γίνεται λόγος για 14 χωριά «inter Naupliam et Monembasiam”, οι κάτοικοι των οποίων μιλούσαν μια ξεχωριστή διάλεκτο. Δύο αιώνες αργότερα, ο Villoison, αφού κι αυτός ορίζει τη θέση της Τσακωνιάς μεταξύ Ναυπλίου και Μονεμβασιάς, γράφει ότι κατοικείται από τους Tzacones, τους οποίους συσχετίζει με τους αρχαίους Λάκωνες.
Εμφάνιση των λέξεων Τσάκωνες και Τσακωνιά
Την πρώτη μνεία του ονόματος Τσάκωνες, στον τύπο Τζέκωνες, δίνει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (10ος αι.)
«Εάν δε παντελώς εξαπορώσιν και ου δύνανται ουδέ μετά διδομένων αυτοίς συνδοτών την ίδιαν στρατείαν εξυπηρετείν, τότε αδορεύονται και δίδονται εις τα κάστρα».
Σχεδόν όλοι, ταυτίζουν τους «τζέκωνες» του Πορφυρογέννητου με τους Τσάκωνες. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις.
Ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης, θεωρεί ότι «τζέκωνες», ήταν οι φύλακες των κάστρων (καστροφύλακες), τα οποία χτίζονταν σε ορεινούς και απόκρημνους τόπους:
«…επεί εν οχυροίς τόποις και δυσβάτοις σχεδόν τα πλείστα ημών ίδρυται κάστρα».
(Νικηφόρος, «Περί Παραδρομής Πολέμου»).
Ο Φ. Κουκουλές, θεωρεί τους τζέκωνες ως φύλακες των τσακωνιών, ο Κ. Σάθας δέχεται τους Τσάκωνες της Κυνουρίας ως σώμα στρατιωτικό, ανεξάρτητο από τους Λάκωνες. Τέλος και ο Ν. Βέης, εκφράζει αμφιβολίες για το αν οι Τσάκωνες ταυτίζονται με τους τζέκωνες.
«Το όνομα Τζάκωνες», γράφει ο Χ.Π. Συμεωνίδης, «ως εθνικό εμφανίζεται μόνον κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα στον Παχυμέρη και τον Γρηγορά και παράλληλα με την εμφάνιση του ονόματος Τζακωνία που απαντά για πρώτη φορά στο Χρονικό του Μορέως, δηλαδή τον 13ο και τον 14ο αιώνα».
Έτσι, ο Παχυμέρης (1242-1310), σημειώνει:
«…άλλοι τε πλείστοι εκ των Λακώνων, ους και Τζάκωνας παραφθείροντες έλεγον…».
Τον 14 αιώνα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς εξηγεί με τον ίδιο τρόπο το όνομα Τσάκωνες:
«…Λάκωνες άρτι προσελθέντες εκ Πελοποννήσου τω βασιλεί (Μιχαήλ Η’), ους (=τους οποίους) η κοινή παραφθείρασα γλώσσα Τζάκωνας μετωνόμασεν».
«Εκβαρβάρωση» του αρχαίου ονόματος Λάκωνες, θεωρεί το Τσάκωνες και ο συγγραφέας του νεκρικού διαλόγου «Επιστροφή Μάζαρι εν Άιδου», που χρονολογείται από τα μέσα του 15ου αιώνα: «…δέδοικα ίνα μη βαρβαρωθώ και αυτός ώσπερ άμα βεβαρβάρωνται γε οι Λάκωνες, και νυν κέκληνται Τζάκωνες».
Σε επιστολή μητροπολίτη της Μονεμβασίας σε Πατριάρχη (στην εποχή των Παλαιολόγων), διαβάζουμε:
«…σώζοντες έτι το παλαιόν εκείνο των Λακώνων όνομα, Τζάκωνας αντί Λακώνων εαυτούς υποβαρβαρίζοντες λέγουσι».
Στην παραλλαγή Κουτλουμουσίου του Χρονικού της Μονεμβασίας, αναφέρεται ότι οι Τσάκωνες μετοίκησαν στην Τσακωνιά που πήρε το όνομά της «δια το και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι».
Τέλος, η ιταλική και η αραγονική διασκευή του Χρονικού του Μορέως, χρησιμοποιούν αντίστοιχα τα ονόματα Lacedemonia και Laconia για να δηλώσουν την Τσακωνιά.
Η ιστορία των Τσακώνων
Όπως είδαμε στο άρθρο της 5/1/2019 για τους Εζερίτες και τους Μηλιγγούς, τους Σλάβους της Πελοποννήσου, αυτοί είχαν εξεγερθεί πολλές φορές κατά των Βυζαντινών.
Μία από τις μεγαλύτερες, πιθανότατα και η τελευταία, ήταν η εξέγερση που έγινε στα χρόνια της συμβασιλείας του Θεόφιλου και του γιου του Μιχαήλ (842-847).
Οι Λάκωνες, που είχαν πικρές εμπειρίες από προηγούμενες εξεγέρσεις και μην γνωρίζοντας τι θα συμβεί, εγκατέλειψαν τις περιοχές που βρίσκονταν κοντά στους εξεγερμένους Σλάβους για να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερες.
Για τις μετοικήσεις των Λακώνων, μας δίνει πληροφορίες το «Περί Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν». Αυτό σώζεται σε τέσσερις παραλλαγές. Το πρώτο, είναι χειρόγραφο το «χειρόγραφο του Τορίνο», που ανακάλυψε το 1749 ο J. Pasini με τους συνεργάτες του και το χρησιμοποίησε ο Φαλμεράιερ για να εξαντλήσει το ανθελληνικό του μένος. Το 1884, ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος, δημοσίευσε άλλες παραλλαγές του «Χρονικού» που προέρχονταν από τις Μονές Ιβήρων και Κουτλουμουσίου, ενώ το 1912 εξέδωσε και άλλη παραλλαγή του «Χρονικού» που βρέθηκε στους κώδικες του Ελληνικού η Γρηγοριανού κολεγίου της Ρώμης (Collegio Greco).
Ο κώδικας αυτός που ονομάστηκε Ρωμαϊκός, περιέχει μόνο τα της Επισκοπής Λακεδαιμονίας.
Διαβάζουμε λοιπόν στο «Χρονικόν της Μονεμβασίας» (το οποίο κατά τον Σ. Κυριακίδη γράφτηκε τον 9ο ή τον 10ο αιώνα), τα εξής:
«Τίτε δη οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες, οι μεν εν τη νήσω Σικελία εξέπλευσαν, οι και εις έτι εισίν εν αυτή εν τόπω καλουμένω Δέμενα και Δεμενίται αντί Λακεδαιμονιτών κατονομαζόμενοι και την ίδιαν των Λακώνων διάλεκτον διασώζοντες. Οι δε δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες δια το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον, εν αυτή τη τόλει κατώκησαν μετά του ιδίου αυτών επισκόπου. Οι δε των στρεμμάτων νομείς και αγροικικοί κατωκίσθησαν εν ταις παρακειμένοις εκείσε τραχινοίς τόποις, οι και επ’ εσχάτων Τσακωνίαι επωνομάσθησαν (δια το και αυτούς τους Λάκωνας Τσάκωνας μετονομασθήναι...».
(Σπύρου Παγουλάτου, «Οι Τσάκωνες και το Περί Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν», Εν Αθήναις 1947).
Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι Λάκωνες πιέζονταν κυρίως από τους Σλάβους Μηλιγγούς, όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο και αυτό τους ανάγκασε να εγκατασταθούν αλλού.
Το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», όπως αναφέραμε, έδωσε επιχειρήματα στον Φαλμεράιερ να προβάλλει την γνωστή θεωρία του ότι οι νεότεροι Έλληνες έχουν σλαβική καταγωγή.
Μιχάλης Στούκας
Πηγή: protothema.gr
Μια από τις περιοχές της χώρας μας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι η Τσακωνιά. Το πιο εντυπωσιακό είναι όμως, κατά την άποψη μας, ότι δεκάδες σπουδαίοι επιστήμονες ασχολήθηκαν με τους Τσάκωνες και την ιστορία τους.
Με τους Τσάκωνες θα ασχοληθούμε σήμερα κι εμείς.
Η Τσακωνιά – Γεωγραφικά στοιχεία
Η περιοχή της Τσακωνιάς, βρίσκεται στην Πελοπόννησο. Τα σημερινά της όμως όρια, δεν ταυτίζονται με τα παλαιότερα.
Σήμερα Τσακωνιά ονομάζεται το νοτιοανατολικό τμήμα της Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας.
Εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό Κόλπο σε μήκος 30-40 χιλιομέτρων και πλάτος 20-25 χιλιομέτρων. Πρόκειται για περιοχή, στο μεγαλύτερο μέρος της, ορεινή, απρόσιτη και δασοσκέπαστη. Ένα μικρό κομμάτι της Τσακωνιάς αποτελείται από τις μικρές πεδιάδες του Αγίου Ανδρέα, του Τυρού και την εύφορη πεδιάδα του Λεωνιδίου.
Το Λεωνίδιο, κωμόπολη με 3.826 κατοίκους (απογραφή 2011), είναι το κέντρο της Τσακωνιάς σήμερα. Άλλοι οικισμοί της Τσακωνιάς, είναι ο Πραστός, η Σίταινα, η Καστάνιτσα (οι ιστορικότεροι οικισμοί της Τσακωνιάς), ο Τυρός, τα Σαπουνακέικα, η Σαμπατική, το Λιβάδι, η Βασκίνα, η Πραματευτή, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Παντελεήμεων κ.α.
Πολλοί ερευνητές, δέχονται ότι η έκταση της Τσακωνιάς παλαιότερα ήταν πολύ μεγαλύτερη και ότι εκτεινόταν από το Ναύπλιο ως τα Βάτικα και τη Μονεμβασία, ως δηλαδή το ακρωτήριο του Μαλέα. Σε επιστολή του Gerlach προς τον Crusius (Μάρτιος 1578), γίνεται λόγος για 14 χωριά «inter Naupliam et Monembasiam”, οι κάτοικοι των οποίων μιλούσαν μια ξεχωριστή διάλεκτο. Δύο αιώνες αργότερα, ο Villoison, αφού κι αυτός ορίζει τη θέση της Τσακωνιάς μεταξύ Ναυπλίου και Μονεμβασιάς, γράφει ότι κατοικείται από τους Tzacones, τους οποίους συσχετίζει με τους αρχαίους Λάκωνες.
Εμφάνιση των λέξεων Τσάκωνες και Τσακωνιά
Την πρώτη μνεία του ονόματος Τσάκωνες, στον τύπο Τζέκωνες, δίνει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (10ος αι.)
«Εάν δε παντελώς εξαπορώσιν και ου δύνανται ουδέ μετά διδομένων αυτοίς συνδοτών την ίδιαν στρατείαν εξυπηρετείν, τότε αδορεύονται και δίδονται εις τα κάστρα».
Σχεδόν όλοι, ταυτίζουν τους «τζέκωνες» του Πορφυρογέννητου με τους Τσάκωνες. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις.
Ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης, θεωρεί ότι «τζέκωνες», ήταν οι φύλακες των κάστρων (καστροφύλακες), τα οποία χτίζονταν σε ορεινούς και απόκρημνους τόπους:
«…επεί εν οχυροίς τόποις και δυσβάτοις σχεδόν τα πλείστα ημών ίδρυται κάστρα».
(Νικηφόρος, «Περί Παραδρομής Πολέμου»).
Ο Φ. Κουκουλές, θεωρεί τους τζέκωνες ως φύλακες των τσακωνιών, ο Κ. Σάθας δέχεται τους Τσάκωνες της Κυνουρίας ως σώμα στρατιωτικό, ανεξάρτητο από τους Λάκωνες. Τέλος και ο Ν. Βέης, εκφράζει αμφιβολίες για το αν οι Τσάκωνες ταυτίζονται με τους τζέκωνες.
«Το όνομα Τζάκωνες», γράφει ο Χ.Π. Συμεωνίδης, «ως εθνικό εμφανίζεται μόνον κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα στον Παχυμέρη και τον Γρηγορά και παράλληλα με την εμφάνιση του ονόματος Τζακωνία που απαντά για πρώτη φορά στο Χρονικό του Μορέως, δηλαδή τον 13ο και τον 14ο αιώνα».
Έτσι, ο Παχυμέρης (1242-1310), σημειώνει:
«…άλλοι τε πλείστοι εκ των Λακώνων, ους και Τζάκωνας παραφθείροντες έλεγον…».
Τον 14 αιώνα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς εξηγεί με τον ίδιο τρόπο το όνομα Τσάκωνες:
«…Λάκωνες άρτι προσελθέντες εκ Πελοποννήσου τω βασιλεί (Μιχαήλ Η’), ους (=τους οποίους) η κοινή παραφθείρασα γλώσσα Τζάκωνας μετωνόμασεν».
«Εκβαρβάρωση» του αρχαίου ονόματος Λάκωνες, θεωρεί το Τσάκωνες και ο συγγραφέας του νεκρικού διαλόγου «Επιστροφή Μάζαρι εν Άιδου», που χρονολογείται από τα μέσα του 15ου αιώνα: «…δέδοικα ίνα μη βαρβαρωθώ και αυτός ώσπερ άμα βεβαρβάρωνται γε οι Λάκωνες, και νυν κέκληνται Τζάκωνες».
Σε επιστολή μητροπολίτη της Μονεμβασίας σε Πατριάρχη (στην εποχή των Παλαιολόγων), διαβάζουμε:
«…σώζοντες έτι το παλαιόν εκείνο των Λακώνων όνομα, Τζάκωνας αντί Λακώνων εαυτούς υποβαρβαρίζοντες λέγουσι».
Στην παραλλαγή Κουτλουμουσίου του Χρονικού της Μονεμβασίας, αναφέρεται ότι οι Τσάκωνες μετοίκησαν στην Τσακωνιά που πήρε το όνομά της «δια το και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι».
Τέλος, η ιταλική και η αραγονική διασκευή του Χρονικού του Μορέως, χρησιμοποιούν αντίστοιχα τα ονόματα Lacedemonia και Laconia για να δηλώσουν την Τσακωνιά.
Η ιστορία των Τσακώνων
Όπως είδαμε στο άρθρο της 5/1/2019 για τους Εζερίτες και τους Μηλιγγούς, τους Σλάβους της Πελοποννήσου, αυτοί είχαν εξεγερθεί πολλές φορές κατά των Βυζαντινών.
Μία από τις μεγαλύτερες, πιθανότατα και η τελευταία, ήταν η εξέγερση που έγινε στα χρόνια της συμβασιλείας του Θεόφιλου και του γιου του Μιχαήλ (842-847).
Οι Λάκωνες, που είχαν πικρές εμπειρίες από προηγούμενες εξεγέρσεις και μην γνωρίζοντας τι θα συμβεί, εγκατέλειψαν τις περιοχές που βρίσκονταν κοντά στους εξεγερμένους Σλάβους για να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερες.
Για τις μετοικήσεις των Λακώνων, μας δίνει πληροφορίες το «Περί Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν». Αυτό σώζεται σε τέσσερις παραλλαγές. Το πρώτο, είναι χειρόγραφο το «χειρόγραφο του Τορίνο», που ανακάλυψε το 1749 ο J. Pasini με τους συνεργάτες του και το χρησιμοποίησε ο Φαλμεράιερ για να εξαντλήσει το ανθελληνικό του μένος. Το 1884, ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος, δημοσίευσε άλλες παραλλαγές του «Χρονικού» που προέρχονταν από τις Μονές Ιβήρων και Κουτλουμουσίου, ενώ το 1912 εξέδωσε και άλλη παραλλαγή του «Χρονικού» που βρέθηκε στους κώδικες του Ελληνικού η Γρηγοριανού κολεγίου της Ρώμης (Collegio Greco).
Ο κώδικας αυτός που ονομάστηκε Ρωμαϊκός, περιέχει μόνο τα της Επισκοπής Λακεδαιμονίας.
Διαβάζουμε λοιπόν στο «Χρονικόν της Μονεμβασίας» (το οποίο κατά τον Σ. Κυριακίδη γράφτηκε τον 9ο ή τον 10ο αιώνα), τα εξής:
«Τίτε δη οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες, οι μεν εν τη νήσω Σικελία εξέπλευσαν, οι και εις έτι εισίν εν αυτή εν τόπω καλουμένω Δέμενα και Δεμενίται αντί Λακεδαιμονιτών κατονομαζόμενοι και την ίδιαν των Λακώνων διάλεκτον διασώζοντες. Οι δε δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες δια το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον, εν αυτή τη τόλει κατώκησαν μετά του ιδίου αυτών επισκόπου. Οι δε των στρεμμάτων νομείς και αγροικικοί κατωκίσθησαν εν ταις παρακειμένοις εκείσε τραχινοίς τόποις, οι και επ’ εσχάτων Τσακωνίαι επωνομάσθησαν (δια το και αυτούς τους Λάκωνας Τσάκωνας μετονομασθήναι...».
(Σπύρου Παγουλάτου, «Οι Τσάκωνες και το Περί Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικόν», Εν Αθήναις 1947).
Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι Λάκωνες πιέζονταν κυρίως από τους Σλάβους Μηλιγγούς, όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο και αυτό τους ανάγκασε να εγκατασταθούν αλλού.
Το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», όπως αναφέραμε, έδωσε επιχειρήματα στον Φαλμεράιερ να προβάλλει την γνωστή θεωρία του ότι οι νεότεροι Έλληνες έχουν σλαβική καταγωγή.
Εξαίρεση θεωρούσε τους Τσάκωνες, που πίστευε ότι η διάλεκτός τους έδειχνε την καταγωγή τους από τους αρχαίους Σπαρτιάτες ή τους Δωριείς. Δύο Γερμανοί εθνολόγοι, ο Ζιγκάιζεν και ο Μίκλοσιτς, ήταν από τους πρώτους που αντέκρουσαν τις θεωρίες του Φαλμεράιερ και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι νεότεροι Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων, παρά τις επιδρομές βαρβάρων στη χώρα μας, Επιμιξίες υπήρξαν, όμως οι ξένοι λαοί που επέδραμαν στην Ελλάδα, αφομοιώθηκαν.
Παραδόξως όμως και αντίθετα προς τον Φαλμεράιερ, ο Ζιγκάιζεν και ο Μίκλοσιτς, ισχυρίστηκαν ότι ίσως μόνο οι Τσάκωνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από Σλάβους, γιατί το διαλεκτικό τους ιδίωμα δεν είναι ίδιο με εκείνο των υπόλοιπων Ελλήνων, αλλά μοιάζει περισσότερο με το σλαβικό και αποτελείται από σλαβικές και άλλες «βαρβαρικές» λέξεις!
Το θέμα ξεκαθάρισε ο Μιχαήλ Δέφνερ, ο οποίος πήγε πολλές φορές στο Λεωνίδιο και τα άλλα μέρη της Τσακωνιάς μεταξύ 1870 και 1880 και απέδειξε ότι οι Τσάκωνες είναι αμιγείς Έλληνες και μάλιστα απόγονοι των αρχαίων Λακώνων.
Όσο για την Τσακωνική διάλεκτο, αυτή συγγενεύει σε μεγάλο βαθμό με την Ιωνική, τη Δωρική και άλλες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Αθανάσιου Ψαλλίδα (1760-1833): «Οι Τσάκωνες είναι Λάκωνες και εδώ κατοικούσαν οι παλαιοί ελευθερολάκωνες».
Την άποψη ότι οι Τσάκωνες προέρχονται από τους ελευθερολάκωνες (ονομασία που δόθηκε κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία, το Κοινό των Ελευθερολακώνων), δέχεται και ο Δημήτρης Χούπης στο βιβλίο του «Τσακώνων Άπαντα».
Επανερχόμαστε όμως στην ιστορία των Τσακώνων
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο εκχριστιανισμός τους έγινε επί Βασιλείου Α’, του ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας, μεταξύ 880 και 888.
Οι Φράγκοι, που κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα του Μοριά (1205-1209), έχτισαν κάστρο στις αρχαίες Γερόθρες το οποίο ονόμασαν Γεράκι, για να επιβλέπουν την «Παλαιότερη Μεσαιωνική Τσακωνιά».
Τα στοιχεία που μας δίνει το «Χρονικόν του Μορεώς» γι’ αυτή την εποχή είναι πολύτιμα.
Οι Τσάκωνες, ήταν ατίθασος λαός. Επαναστάτησαν δύο φορές εναντίον των Φράγκων. Μετά από μία σύντομη περίοδο ελευθερίας της Λακωνίας, οι Φράγκοι, ξεκινώντας από το Χλεμούτσι της Ανδραβίδας, επιτέθηκαν πάλι στην περιοχή:
Στα Βάτικα, το Έλος, τη Μονοβασία (Μονεμβασία), τον Δραγάλινο κι όλη την Τσακωνία εκούρσεψαν κι αφάνισαν κι ερήμωσαν τους τόπους, κατά το «Χρονικόν του Μορέως».
Ένα μεγάλο μέρος των Τσακώνων, για ν’ αποφύγει τις βαρβαρότητες των Φράγκων, έφυγε ανατολικά και κρύφτηκε στα μεγάλα δάση του Πάρνωνα. Άλλοι, κρύφτηκαν στα έλη του Ευρώτα και αργότερα επέστρεψαν στον τόπο που κατοικούσαν.
Σε χρυσόβουλο του 1293, γίνεται αναφορά σε δύο κώμες. Στην Κωνστάντζα (Καστάνιτσα), χτισμένη υψόμετρο 840 μέτρων επί του Κυνουριακού Πάρνωνα και την Ζήτζινα (Τζίντζινα, σήμερα Πολύδροσο).
Οι Λάκωνες που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό τμήμα της Λακωνίας, ίδρυσαν δύο οικισμούς: τον Πενταλώνα, σε υψόμετρο 900 μέτρων και τον Μπεζενίκο σε υψόμετρο 1100 μέτρων.
Ο Γεώργιος Φραντζής, κάνει αναφορά σε δύο ακόμα οικισμούς της Τσακωνιάς: τον Πραστό, με το όνομα «Προάστειον» και τη Σίταινα, με το όνομα «Σίτανας».
Ορισμένοι Τσάκωνες, εγκαταστάθηκαν στην Προποντίδα.
Αυτό έγινε λόγω της ανάγκης των αυτοκρατόρων της Νίκαιας και του Βυζαντίου να έχουν καλούς στρατιώτες και ναυτικούς και να σταθεροποιήσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο Φαίδων Κουκουλές, το 1924 ανακοίνωσε ότι δυτικά της Κυζικηνής χερσονήσου, στη μικρασιατική ακτή, υπήρχε μέχρι εκείνη την εποχή οικισμός που ονομαζόταν Βάτικα ή Μουσάτσα, οι κάτοικοι του οποίου μιλούσαν την τσακωνική διάλεκτο, ενώ ανατολικότερα, κοντά στην Απολλωνιάδα λίμνη, στα Πιστικοχώρια, κατοικούσαν Τσάκωνες.
Ο Θανάσης Κωστάκης, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του χωριού Βάτ(ι)κα στη Μ. Ασία, με περισσότερες από 150 ελληνικές οικογένειες και αποκαλύπτει ότι υπήρχε, μισή ώρα από τα Βατ(ι)κα, κι ένα άλλο τσακώνικο χωριό, το Χαβουτσί.
Το 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή, οι κάτοικοι αυτών των χωριών ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη.
Αναφορά στην Τσακωνιά, κάνει και ο Τούρκος περιηγητής Elviya Tchelebi (17ος αι.)
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η περιοχή της Τσακωνιάς πέρασε σε ενετικά χέρια (ως το 1715, οπότε καταλήφθηκε από τους Τούρκους). Από το τέλος του 17ου αιώνα, πολλοί Τσάκωνες μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Ρωσία, τη Δυτική Ευρώπη, την Αίγυπτο κλπ. πλουτίζοντας.
Ο Πραστός, ήταν το «κέντρο» της (νεότερης) Τσακωνιάς και συγκέντρωνε όλο τον πλούτο της περιοχής.
Οι Τσάκωνες διακρίθηκαν ιδιαίτερα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Ο Ιμπραήμ, επέδραμε στην Τσακωνιά. Προκάλεσε μεγάλες καταστροφές (είναι χαρακτηριστικό ότι οι άνδρες του έκαψαν τα 1200 σπίτια του Πραστού που είχε εγκαταλειφθεί), είχε όμως και μεγάλες απώλειες.
Μετά την Επανάσταση, το Λεωνίδιο, που οφείλει το όνομά του στον Άγιο Λεωνίδη, απορρόφησε εκτός από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Πραστού, όλους τους εύπορους, τους λόγιους και όσους ασχολούνταν με την πολιτική.
Η προέλευση των λέξεων Τσάκωνες και Τσακωνιά
Για τις λέξεις Τσάκωνες και Τσακωνιά, έχουν διατυπωθεί περισσότερες από 20 ερμηνείες. Μέχρι σήμερα όμως, το πρόβλημα της ετυμολογίας των λέξεων αυτών παραμένει.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, θεωρούσε ότι οι Τσάκωνες είναι απόγονοι των Καυκώνων, πανάρχαιου λαού της Ηλείας, κάτι που και ο ίδιος αργότερα αναίρεσε.
Ετυμολογώντας για δεύτερη φορά το όνομα Τσάκωνες, υπέθεσε ότι έχουμε να κάνουμε με τους Σάκωνες ή Σάκους, τους κατοίκους δηλαδή της λακαιδεμονικής πόλης Σάκος, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος.
Ο Γερμανός P. Kassel, στηριζόμενος σε χωρίο του Κανανού Λάσκαρη (15ος αι.), γράφει ότι οι Τσάκωνες είναι απόγονοι σαξονικής φυλής. Τσάκωνες= Sacones ή Saxones (!). Ο Κανανός Λάσκαρης, μας πληροφορεί ότι οι Ζυγιώτες της Πελοποννήσου μιλούν τη γλώσσα που ακούγεται και σε πολλά χωριά στην περιοχή της πόλης Lubeck στη Βόρεια Γερμανία. Ο Kassel αλλά και ο Σάθας, υποστήριξαν ότι γερμανικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο κατά τους μέσους χρόνους.
Δεν αποκλείεται Γερμανοί μισθοφόροι να εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο τον 15ο αιώνα, αλλά ο λαός της Βόρειας Γερμανίας που αναφέρει ο Κανανός, ήταν σλαβικής καταγωγής, όπως Σλάβοι ήταν και οι Ζυγιώτες, απομεινάρια των Μηλιγγών.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ετυμολογεί τη λέξη Τσάκωνες από το μεσν. ουσ. «τζάκα»= ενέδρα και την Τσακωνία από το *Ζακονία.
Την ίδια περίπου άποψη είχε διατυπώσει και ο Bursian: Τζάκωνες<μεσν. Τζάκος (=κρικωτός θώρακας).
Ο σλαβιστής Kopitar, θεωρεί ότι οι Τσάκωνες ήταν Σλάβοι και ότι Τσάκωνες <σλαβ. zakon (=νόμος) (πβ. νεοελ. Ζακόνι= έθιμο, συνήθεια).
Σλάβους θεωρούν τους Τσάκωνες και οι Hopf, Heilmeier, Kriegk, Hertzberg κ.ά. ενώ άλλοι, όπως οι Schafarik, Gregorovic και Philippson, δέχονται ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που όμως αναμείχθηκαν με Σλάβους κατά τους μέσους χρόνους.
Ο Philippson γράφει ότι Τσάκωνες<σλαβ. *Tchakoni, ενώ απογόνους σλαβικού φύλου τους θεωρεί και ο Manojlovic. Ο Jirecek θεωρεί ότι Τσάκωνες <παλαιοβουλγαρικό cakon.
Ερχόμαστε σε πιο πιθανές ερμηνείες.
Ο Ducange, γράφει ότι Τσάκωνες <*Διάκονες, Διακόνοι. Την ίδια άποψη, έχει και ο αείμνηστος Δικαίος Βαγιακάνος, τονίζοντας ότι διακονία= υπηρεσία.
Ο Ross, γράφει ότι Τσάκωνες <*Δάκωνες< Λάκωνες.
Ο Defner γράφει, ότι η λέξη Τσάκωνες προήλθε από τη λέξη Λάκωνες ως εξής: τ(ου)ς Λάκωνες –τ- *Άκωνες (το λ στην τσακωνική αποβάλλεται μπροστά από τα φωνήεντα α, ο και ου) –Τσάκωνες.
Αργότερα (1931), ο Defner ανασκεύασε κάπως τη θεωρία του και υποστήριξε ότι: τ(ου)ς Λάκωνες - *Τσλάκωνες-Τσάκωνες.
Γενικότερα, οι περισσότεροι επιστήμονες δέχονται ότι η λ. Τσάκωνες προέρχεται από παραφθορά της λέξης Λάκωνες.
Ο Deville υποστήριξε πρώτος ότι η Τσακωνία <Τραχωνία (ορεινή, τραχιά περιοχή). Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης. Θυμηθείτε ότι Τράχωνες είναι παλαιότερη ονομασία του Δήμου Αλίμου Αττικής που χρησιμοποιείται και σήμερα. Βέβαια, είναι δυσερμήνευτη η μετατροπή του τρ- σε τσ-.
Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι Τσάκωνες <*έξω Λάκωνες, όπου έξω Λάκωνες =οι Λάκωνες της υπαίθρου ή οι «έξω από την Εκκλησία, οι ειδωλολάτρες Λάκωνες» καθώς οι Τσάκωνες άργησαν να εκχριστιανιστούν.
Πηγές: Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, «ΟΙ ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΚΑΙ Η ΤΣΑΚΩΝΙΑ», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, 1972.
Δημήτρης Γ. Χούπης, «ΤΣΑΚΩΝΩΝ ΑΠΑΝΤΑ», Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 2006.
Από το βιβλίο αυτό προέρχονται και οι χάρτες που παραθέτουμε.
Μιχαήλ Αντ. Λέκος, «ΠΕΡΙ ΤΣΑΚΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ», ΑΘΗΝΑΙ 1920, Βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, 2010.
Παραδόξως όμως και αντίθετα προς τον Φαλμεράιερ, ο Ζιγκάιζεν και ο Μίκλοσιτς, ισχυρίστηκαν ότι ίσως μόνο οι Τσάκωνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από Σλάβους, γιατί το διαλεκτικό τους ιδίωμα δεν είναι ίδιο με εκείνο των υπόλοιπων Ελλήνων, αλλά μοιάζει περισσότερο με το σλαβικό και αποτελείται από σλαβικές και άλλες «βαρβαρικές» λέξεις!
Το θέμα ξεκαθάρισε ο Μιχαήλ Δέφνερ, ο οποίος πήγε πολλές φορές στο Λεωνίδιο και τα άλλα μέρη της Τσακωνιάς μεταξύ 1870 και 1880 και απέδειξε ότι οι Τσάκωνες είναι αμιγείς Έλληνες και μάλιστα απόγονοι των αρχαίων Λακώνων.
Όσο για την Τσακωνική διάλεκτο, αυτή συγγενεύει σε μεγάλο βαθμό με την Ιωνική, τη Δωρική και άλλες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Αθανάσιου Ψαλλίδα (1760-1833): «Οι Τσάκωνες είναι Λάκωνες και εδώ κατοικούσαν οι παλαιοί ελευθερολάκωνες».
Την άποψη ότι οι Τσάκωνες προέρχονται από τους ελευθερολάκωνες (ονομασία που δόθηκε κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία, το Κοινό των Ελευθερολακώνων), δέχεται και ο Δημήτρης Χούπης στο βιβλίο του «Τσακώνων Άπαντα».
Επανερχόμαστε όμως στην ιστορία των Τσακώνων
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, ο εκχριστιανισμός τους έγινε επί Βασιλείου Α’, του ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας, μεταξύ 880 και 888.
Οι Φράγκοι, που κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα του Μοριά (1205-1209), έχτισαν κάστρο στις αρχαίες Γερόθρες το οποίο ονόμασαν Γεράκι, για να επιβλέπουν την «Παλαιότερη Μεσαιωνική Τσακωνιά».
Τα στοιχεία που μας δίνει το «Χρονικόν του Μορεώς» γι’ αυτή την εποχή είναι πολύτιμα.
Οι Τσάκωνες, ήταν ατίθασος λαός. Επαναστάτησαν δύο φορές εναντίον των Φράγκων. Μετά από μία σύντομη περίοδο ελευθερίας της Λακωνίας, οι Φράγκοι, ξεκινώντας από το Χλεμούτσι της Ανδραβίδας, επιτέθηκαν πάλι στην περιοχή:
Στα Βάτικα, το Έλος, τη Μονοβασία (Μονεμβασία), τον Δραγάλινο κι όλη την Τσακωνία εκούρσεψαν κι αφάνισαν κι ερήμωσαν τους τόπους, κατά το «Χρονικόν του Μορέως».
Ένα μεγάλο μέρος των Τσακώνων, για ν’ αποφύγει τις βαρβαρότητες των Φράγκων, έφυγε ανατολικά και κρύφτηκε στα μεγάλα δάση του Πάρνωνα. Άλλοι, κρύφτηκαν στα έλη του Ευρώτα και αργότερα επέστρεψαν στον τόπο που κατοικούσαν.
Σε χρυσόβουλο του 1293, γίνεται αναφορά σε δύο κώμες. Στην Κωνστάντζα (Καστάνιτσα), χτισμένη υψόμετρο 840 μέτρων επί του Κυνουριακού Πάρνωνα και την Ζήτζινα (Τζίντζινα, σήμερα Πολύδροσο).
Οι Λάκωνες που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό τμήμα της Λακωνίας, ίδρυσαν δύο οικισμούς: τον Πενταλώνα, σε υψόμετρο 900 μέτρων και τον Μπεζενίκο σε υψόμετρο 1100 μέτρων.
Ο Γεώργιος Φραντζής, κάνει αναφορά σε δύο ακόμα οικισμούς της Τσακωνιάς: τον Πραστό, με το όνομα «Προάστειον» και τη Σίταινα, με το όνομα «Σίτανας».
Ορισμένοι Τσάκωνες, εγκαταστάθηκαν στην Προποντίδα.
Αυτό έγινε λόγω της ανάγκης των αυτοκρατόρων της Νίκαιας και του Βυζαντίου να έχουν καλούς στρατιώτες και ναυτικούς και να σταθεροποιήσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο Φαίδων Κουκουλές, το 1924 ανακοίνωσε ότι δυτικά της Κυζικηνής χερσονήσου, στη μικρασιατική ακτή, υπήρχε μέχρι εκείνη την εποχή οικισμός που ονομαζόταν Βάτικα ή Μουσάτσα, οι κάτοικοι του οποίου μιλούσαν την τσακωνική διάλεκτο, ενώ ανατολικότερα, κοντά στην Απολλωνιάδα λίμνη, στα Πιστικοχώρια, κατοικούσαν Τσάκωνες.
Ο Θανάσης Κωστάκης, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του χωριού Βάτ(ι)κα στη Μ. Ασία, με περισσότερες από 150 ελληνικές οικογένειες και αποκαλύπτει ότι υπήρχε, μισή ώρα από τα Βατ(ι)κα, κι ένα άλλο τσακώνικο χωριό, το Χαβουτσί.
Το 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή, οι κάτοικοι αυτών των χωριών ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη.
Αναφορά στην Τσακωνιά, κάνει και ο Τούρκος περιηγητής Elviya Tchelebi (17ος αι.)
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η περιοχή της Τσακωνιάς πέρασε σε ενετικά χέρια (ως το 1715, οπότε καταλήφθηκε από τους Τούρκους). Από το τέλος του 17ου αιώνα, πολλοί Τσάκωνες μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Ρωσία, τη Δυτική Ευρώπη, την Αίγυπτο κλπ. πλουτίζοντας.
Ο Πραστός, ήταν το «κέντρο» της (νεότερης) Τσακωνιάς και συγκέντρωνε όλο τον πλούτο της περιοχής.
Οι Τσάκωνες διακρίθηκαν ιδιαίτερα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Ο Ιμπραήμ, επέδραμε στην Τσακωνιά. Προκάλεσε μεγάλες καταστροφές (είναι χαρακτηριστικό ότι οι άνδρες του έκαψαν τα 1200 σπίτια του Πραστού που είχε εγκαταλειφθεί), είχε όμως και μεγάλες απώλειες.
Μετά την Επανάσταση, το Λεωνίδιο, που οφείλει το όνομά του στον Άγιο Λεωνίδη, απορρόφησε εκτός από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του Πραστού, όλους τους εύπορους, τους λόγιους και όσους ασχολούνταν με την πολιτική.
Η προέλευση των λέξεων Τσάκωνες και Τσακωνιά
Για τις λέξεις Τσάκωνες και Τσακωνιά, έχουν διατυπωθεί περισσότερες από 20 ερμηνείες. Μέχρι σήμερα όμως, το πρόβλημα της ετυμολογίας των λέξεων αυτών παραμένει.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, θεωρούσε ότι οι Τσάκωνες είναι απόγονοι των Καυκώνων, πανάρχαιου λαού της Ηλείας, κάτι που και ο ίδιος αργότερα αναίρεσε.
Ετυμολογώντας για δεύτερη φορά το όνομα Τσάκωνες, υπέθεσε ότι έχουμε να κάνουμε με τους Σάκωνες ή Σάκους, τους κατοίκους δηλαδή της λακαιδεμονικής πόλης Σάκος, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος.
Ο Γερμανός P. Kassel, στηριζόμενος σε χωρίο του Κανανού Λάσκαρη (15ος αι.), γράφει ότι οι Τσάκωνες είναι απόγονοι σαξονικής φυλής. Τσάκωνες= Sacones ή Saxones (!). Ο Κανανός Λάσκαρης, μας πληροφορεί ότι οι Ζυγιώτες της Πελοποννήσου μιλούν τη γλώσσα που ακούγεται και σε πολλά χωριά στην περιοχή της πόλης Lubeck στη Βόρεια Γερμανία. Ο Kassel αλλά και ο Σάθας, υποστήριξαν ότι γερμανικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο κατά τους μέσους χρόνους.
Δεν αποκλείεται Γερμανοί μισθοφόροι να εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο τον 15ο αιώνα, αλλά ο λαός της Βόρειας Γερμανίας που αναφέρει ο Κανανός, ήταν σλαβικής καταγωγής, όπως Σλάβοι ήταν και οι Ζυγιώτες, απομεινάρια των Μηλιγγών.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ετυμολογεί τη λέξη Τσάκωνες από το μεσν. ουσ. «τζάκα»= ενέδρα και την Τσακωνία από το *Ζακονία.
Την ίδια περίπου άποψη είχε διατυπώσει και ο Bursian: Τζάκωνες<μεσν. Τζάκος (=κρικωτός θώρακας).
Ο σλαβιστής Kopitar, θεωρεί ότι οι Τσάκωνες ήταν Σλάβοι και ότι Τσάκωνες <σλαβ. zakon (=νόμος) (πβ. νεοελ. Ζακόνι= έθιμο, συνήθεια).
Σλάβους θεωρούν τους Τσάκωνες και οι Hopf, Heilmeier, Kriegk, Hertzberg κ.ά. ενώ άλλοι, όπως οι Schafarik, Gregorovic και Philippson, δέχονται ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που όμως αναμείχθηκαν με Σλάβους κατά τους μέσους χρόνους.
Ο Philippson γράφει ότι Τσάκωνες<σλαβ. *Tchakoni, ενώ απογόνους σλαβικού φύλου τους θεωρεί και ο Manojlovic. Ο Jirecek θεωρεί ότι Τσάκωνες <παλαιοβουλγαρικό cakon.
Ερχόμαστε σε πιο πιθανές ερμηνείες.
Ο Ducange, γράφει ότι Τσάκωνες <*Διάκονες, Διακόνοι. Την ίδια άποψη, έχει και ο αείμνηστος Δικαίος Βαγιακάνος, τονίζοντας ότι διακονία= υπηρεσία.
Ο Ross, γράφει ότι Τσάκωνες <*Δάκωνες< Λάκωνες.
Ο Defner γράφει, ότι η λέξη Τσάκωνες προήλθε από τη λέξη Λάκωνες ως εξής: τ(ου)ς Λάκωνες –τ- *Άκωνες (το λ στην τσακωνική αποβάλλεται μπροστά από τα φωνήεντα α, ο και ου) –Τσάκωνες.
Αργότερα (1931), ο Defner ανασκεύασε κάπως τη θεωρία του και υποστήριξε ότι: τ(ου)ς Λάκωνες - *Τσλάκωνες-Τσάκωνες.
Γενικότερα, οι περισσότεροι επιστήμονες δέχονται ότι η λ. Τσάκωνες προέρχεται από παραφθορά της λέξης Λάκωνες.
Ο Deville υποστήριξε πρώτος ότι η Τσακωνία <Τραχωνία (ορεινή, τραχιά περιοχή). Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και ο Χαράλαμπος Συμεωνίδης. Θυμηθείτε ότι Τράχωνες είναι παλαιότερη ονομασία του Δήμου Αλίμου Αττικής που χρησιμοποιείται και σήμερα. Βέβαια, είναι δυσερμήνευτη η μετατροπή του τρ- σε τσ-.
Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι Τσάκωνες <*έξω Λάκωνες, όπου έξω Λάκωνες =οι Λάκωνες της υπαίθρου ή οι «έξω από την Εκκλησία, οι ειδωλολάτρες Λάκωνες» καθώς οι Τσάκωνες άργησαν να εκχριστιανιστούν.
Πηγές: Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, «ΟΙ ΤΣΑΚΩΝΕΣ ΚΑΙ Η ΤΣΑΚΩΝΙΑ», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, 1972.
Δημήτρης Γ. Χούπης, «ΤΣΑΚΩΝΩΝ ΑΠΑΝΤΑ», Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 2006.
Από το βιβλίο αυτό προέρχονται και οι χάρτες που παραθέτουμε.
Μιχαήλ Αντ. Λέκος, «ΠΕΡΙ ΤΣΑΚΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ», ΑΘΗΝΑΙ 1920, Βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία, 2010.
Πηγή: protothema.gr