Τον Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον γνωρίζουμε βέβαια. Τον Γιάννη Κολοκοτρώνη, αδερφό του Θόδωρου, τον έχετε ακουστά; Μάλλον όχι, καθότι σκοτώθηκε πριν την επανάσταση και ο θάνατος του δεν πολυταιριάζει με τους νεοελληνικούς ιστορικούς μας μύθους και στα ηρωικά μας στερεότυπα. Γι αυτό και ο Γιάννης Κολοκοτρώνης είναι καταχωνιασμένος στα αζήτητα της ελληνικής ιστορίας. Τι να τα σκαλίζουμε τώρα…
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης λοιπόν, ήταν κλέφτης πάνω στα βουνά του Μοριά, μαζί με τον αδερφό του Θόδωρο. Μετά από μια κάμψη της κλεφτουριάς με τα Ορλωφικά το 1779-70, τις επόμενες δεκαετίες τα βουνά ξαναγέμισαν σιγά-σιγά κλέφτες που χτυπούσαν τους Τούρκους. Όμως η Οθωμανική διοίκηση είχε βρει τρόπο να τους καταπολεμήσει και με άλλα μέσα πέραν των στρατιωτικών. Έβαλε τους δημογέροντες και τους δεσποτάδες των ραγιάδων να τους πολεμούν με κάθε τρόπο, να παρακινούν τον κόσμο και τους πιστούς εναντίον τους.
Παράλληλα, ο Πατριάρχης Καλλίνικος από το Φανάρι εξέδωσε το 1805 φοβερό επιτίμιο (κατάρα δηλαδή) εναντίον τους, που διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες του Μοριά. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν ο κόσμος να στραφεί εναντίον των κλεφτών, οι οποίοι εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Έπρεπε να επιβιώσουν, άρα ρήμαζαν εκτός απ’ τους Τούρκους και πολλούς δικούς μας.
Η ειδυλλιακή ιστορική εικόνα που φτιάξαμε εκ’ των υστέρων, σύμφωνα με την οποία οι κλέφτες ήταν μονάχα πολεμιστές της λευτεριάς και ότι είχαν την αμέριστη υποστήριξη όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων ραγιάδων, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μετά το πατριαρχικό επιτίμιο, ο κόσμος στράφηκε εναντίον τους κι άρχισε να τους κυνηγά. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή στο σώμα του να σπάσει σε μικρά μπουλούκια, να κατέβουν κρυφά στις ακτές και να δραπετεύσουν στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Ο αδερφός του Γιάννης, μαζί με άλλους πέντε έκαναν μια στάση στη μονή της Παναγίας της Αιμυαλούς, έξω από τη Δημητσάνα.
Σ’ ένα αμπέλι της μονής βρήκαν έναν καλόγερο να κλαδεύει και του ζήτησαν φαγητό. Αυτός τους έκρυψε στον ληνό, όπως λέγονταν τα σκεπαστά πατητήρια της εποχής, τους έφερε φαγητό, αλλά αμέσως μετά ειδοποίησε τους Τούρκους. Άρχισε το τουφεκίδι, οι Τούρκοι έριξαν από τα κεραμίδια στουπιά με λάδι και θειάφι, οι πολιορκημένοι έκαναν υποχρεωτική έξοδο με τα γιαταγάνια και σκοτώθηκαν όλοι. Τα κομμένα κεφάλια τους κρεμάστηκαν στον πλάτανο της πλατείας της Τριπολιτσάς. Από προδοσία ενός δικού μας καλογέρου στους αλλόθρησκους λοιπόν, σκοτώθηκε ο Γιάννης Κολοκοτρώνης.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν τον Σεπτέμβρη του 1821 κατέλαβε την Τριπολιτσά, έκοψε τον πελώριο πλάτανο της πλατείας λέγοντας «με αρκετό αίμα της γενιάς μου είναι ποτισμένος». Στα απομνημονεύματα του γράφει καταλεπτώς για την προδοσία εναντίον του αδερφού του, ενώ είχε αφήσει «ευχή και κατάρα» στα παιδιά του να κάψουν το μοναστήρι και τους καλογέρους. Κατοπινοί μάρτυρες έλεγαν ότι ο Γέρος του Μοριά είχε παρακολουθήσει τότε από μακριά τη δολοφονία του Γιάννη, ανήμπορος να επέμβει.
Την κατάρα αυτή την ανακάλεσε ο ίδιος πολύ αργότερα, το 1842, έναν χρόνο πριν πεθάνει. Πήγε στο μοναστήρι, οι καλόγεροι τον υποδέχτηκαν απ’ έξω, άλλωστε ήταν πια ήρωας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ο Γέρος έδωσε συγχώρεση, αλλά μέσα δε μπήκε. Στο πατητήρι που έπεσε ο Γιάννης υπάρχει σήμερα αναμνηστική πλάκα η οποία γράφει: «Ληνός Κολοκοτροναίων. Παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου, την 1η Φεβρουαρίου 1806, έξ κλέφται Κολοκοτρωναίοι, υπό τον Γ. Ζορμπάν». Ζορμπάς ήταν το κλέφτικο παρατσούκλι του Γιάννη.
Επειδή τη χρονιά του θανάτου του, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης απέκτησε γιό, του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου αδερφού του. Ήταν ο Γιάννης ή Γενναίος Κολοκοτρώνης, ήρωας του αγώνα και μετέπειτα υπουργός και πρωθυπουργός της χώρας επί Όθωνα.
Του Δημήτρη Καμπουράκη.
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης λοιπόν, ήταν κλέφτης πάνω στα βουνά του Μοριά, μαζί με τον αδερφό του Θόδωρο. Μετά από μια κάμψη της κλεφτουριάς με τα Ορλωφικά το 1779-70, τις επόμενες δεκαετίες τα βουνά ξαναγέμισαν σιγά-σιγά κλέφτες που χτυπούσαν τους Τούρκους. Όμως η Οθωμανική διοίκηση είχε βρει τρόπο να τους καταπολεμήσει και με άλλα μέσα πέραν των στρατιωτικών. Έβαλε τους δημογέροντες και τους δεσποτάδες των ραγιάδων να τους πολεμούν με κάθε τρόπο, να παρακινούν τον κόσμο και τους πιστούς εναντίον τους.
Παράλληλα, ο Πατριάρχης Καλλίνικος από το Φανάρι εξέδωσε το 1805 φοβερό επιτίμιο (κατάρα δηλαδή) εναντίον τους, που διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες του Μοριά. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν ο κόσμος να στραφεί εναντίον των κλεφτών, οι οποίοι εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά. Έπρεπε να επιβιώσουν, άρα ρήμαζαν εκτός απ’ τους Τούρκους και πολλούς δικούς μας.
Η ειδυλλιακή ιστορική εικόνα που φτιάξαμε εκ’ των υστέρων, σύμφωνα με την οποία οι κλέφτες ήταν μονάχα πολεμιστές της λευτεριάς και ότι είχαν την αμέριστη υποστήριξη όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων ραγιάδων, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μετά το πατριαρχικό επιτίμιο, ο κόσμος στράφηκε εναντίον τους κι άρχισε να τους κυνηγά. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή στο σώμα του να σπάσει σε μικρά μπουλούκια, να κατέβουν κρυφά στις ακτές και να δραπετεύσουν στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Ο αδερφός του Γιάννης, μαζί με άλλους πέντε έκαναν μια στάση στη μονή της Παναγίας της Αιμυαλούς, έξω από τη Δημητσάνα.
Σ’ ένα αμπέλι της μονής βρήκαν έναν καλόγερο να κλαδεύει και του ζήτησαν φαγητό. Αυτός τους έκρυψε στον ληνό, όπως λέγονταν τα σκεπαστά πατητήρια της εποχής, τους έφερε φαγητό, αλλά αμέσως μετά ειδοποίησε τους Τούρκους. Άρχισε το τουφεκίδι, οι Τούρκοι έριξαν από τα κεραμίδια στουπιά με λάδι και θειάφι, οι πολιορκημένοι έκαναν υποχρεωτική έξοδο με τα γιαταγάνια και σκοτώθηκαν όλοι. Τα κομμένα κεφάλια τους κρεμάστηκαν στον πλάτανο της πλατείας της Τριπολιτσάς. Από προδοσία ενός δικού μας καλογέρου στους αλλόθρησκους λοιπόν, σκοτώθηκε ο Γιάννης Κολοκοτρώνης.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν τον Σεπτέμβρη του 1821 κατέλαβε την Τριπολιτσά, έκοψε τον πελώριο πλάτανο της πλατείας λέγοντας «με αρκετό αίμα της γενιάς μου είναι ποτισμένος». Στα απομνημονεύματα του γράφει καταλεπτώς για την προδοσία εναντίον του αδερφού του, ενώ είχε αφήσει «ευχή και κατάρα» στα παιδιά του να κάψουν το μοναστήρι και τους καλογέρους. Κατοπινοί μάρτυρες έλεγαν ότι ο Γέρος του Μοριά είχε παρακολουθήσει τότε από μακριά τη δολοφονία του Γιάννη, ανήμπορος να επέμβει.
Την κατάρα αυτή την ανακάλεσε ο ίδιος πολύ αργότερα, το 1842, έναν χρόνο πριν πεθάνει. Πήγε στο μοναστήρι, οι καλόγεροι τον υποδέχτηκαν απ’ έξω, άλλωστε ήταν πια ήρωας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ο Γέρος έδωσε συγχώρεση, αλλά μέσα δε μπήκε. Στο πατητήρι που έπεσε ο Γιάννης υπάρχει σήμερα αναμνηστική πλάκα η οποία γράφει: «Ληνός Κολοκοτροναίων. Παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου, την 1η Φεβρουαρίου 1806, έξ κλέφται Κολοκοτρωναίοι, υπό τον Γ. Ζορμπάν». Ζορμπάς ήταν το κλέφτικο παρατσούκλι του Γιάννη.
Επειδή τη χρονιά του θανάτου του, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης απέκτησε γιό, του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου αδερφού του. Ήταν ο Γιάννης ή Γενναίος Κολοκοτρώνης, ήρωας του αγώνα και μετέπειτα υπουργός και πρωθυπουργός της χώρας επί Όθωνα.
Του Δημήτρη Καμπουράκη.