Η έκφραση που έγινε τίτλος ταινίας του Βέγγου αλλά και συνάμα έκφραση του λαού μας, ταυτίστηκε με τον άνδρα που αφού έταζε γάμο, έτρωγε τα χρήματα της υποψήφιας νύφης και στη συνέχεια εξαφανιζόταν. Ωστόσο η έκφραση αυτή παραπέμπει σε αληθινή ιστορία στην οποία εμπλέκεται λίγο-πολύ και ο Πειραιάς αφού και σε αυτόν ύστερα από τα Μέγαρα, απλώθηκε η δράση γνωστού απατεώνα που το όνομά του έφτασε να γίνει λαϊκό ερώτημα. Στον Πειραιά μάλιστα φαίνεται ότι συνελήφθη και αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του.
Διότι ο μόνιμα υποψήφιος αρραβωνιαστικός ο Παναής, μετά τη λαμπρή σταδιοδρομία που διέγραψε στα Μέγαρα, όπου έγινε γνωστό πανελληνίως το όνομά του, προσπάθησε να συνεχίσει τη λαμπρή δράση του και στον Πειραιά. Όμως συνελήφθη από τη Γενική Ασφάλεια Πειραιώς στην οποία αποκάλυψε και την πραγματική του ταυτότητα.
Επρόκειτο για τον Παναγιώτη Φωτόπουλο με καταγωγή από την Τρίπολη, που όταν συνελήφθη στον Πειραιά για πρώτη φορά το 1952, ήταν 40 ετών. Ο Φωτόπουλος ξεκίνησε τη δράση του πριν από την περίοδο της κατοχής, όταν χρησιμοποιούσε εκτενώς το επίθετο Κοτζιάς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν συγγενής με τον υπουργό διοικήσεως Πρωτευούσης Κώστα Κοτζιά της Μεταξικής περιόδου. Με βάση τη συγγένεια αυτή σκαρφιζόταν διάφορα για να εξοικονομήσει χρήματα από διάφορους αφελείς. Κατά την διάρκεια της κατοχής ο Παναγιώτης Φωτόπουλος εμφανιζόταν ως υπάλληλος του Συνεταιρισμού Δημοσίων Υπαλλήλων. Με αυτή την ιδιότητα κατάφερνε να εξαπατά διάφορα άτομα λαμβάνοντας ποσά με την υπόσχεση ότι θα τους προμηθεύσει τρόφιμα –σε μια περίοδο που ο κόσμος πέθαινε από την πείνα- που θα υπεξαιρούσε φυσικά από την αποθήκη του συνεταιρισμού που διαχειριζόταν.
Μεταπολεμικά συνέχιζε να εξαπατά με το ίδιο κόλπο, πλην όμως καθώς τα τρόφιμα υπήρχαν πλέον, το μόνο που κατάφερνε ήταν να αποσπά μικροποσά. Ο Παναγιώτης Φωτόπουλος ενώ χρησιμοποιούσε πάντα για τις απάτες το όνομα «Παναής», άλλαζε διαρκώς το επίθετό του. Για αυτό και στη λαϊκή συνείδηση καταγράφηκε μόνο με το όνομα, αφού ήταν πάντοτε το ίδιο. Ως επίθετα χρησιμοποιούσε τα Αρκαδινός, Χολέβας, Χατζηϊωάννου, Μπαρμπούτης, Μαχαίρας και Κοτζιάς που όπως είπαμε χρησιμοποιούσε την προπολεμική περίοδο.
Παρά τη μακροχρόνια δράση του ο Φωτόπουλος έμελλε να γίνει τελικά «διάσημος» ως προς το όνομά του τουλάχιστον, στην περιοχή των Μεγάρων. Οι Μεγαρίτες τον πρώτο καιρό που άρχισε να κυκλοφορεί η φράση «Μην είδατε τον Παναή» εκνευρίζονταν καθώς θεωρούσαν ότι τίποτα απολύτως δεν συνέβαινε στα Μέγαρα και ότι επρόκειτο για «παραμύθι» που γεννήθηκε στο μυαλό διαφόρων που αντιπαθούσαν τα Μέγαρα. Ο Φωτόπουλος στα Μέγαρα αποφάσισε να αλλάξει το σχέδιο της δράσης του και να αφήσει πίσω του το «ξεπερασμένο» πλέον κόλπο του διαχειριστή της αποθήκης του συνεταιρισμού των δημοσίων υπαλλήλων. Εμφανίζεται ως μεγαλέμπορος υποσχόμενος γάμο σε ελεύθερες Μεγαρίτισσες αλλά και σε χήρες και ζωντοχήρες από τις οποίες καταφέρνει να αποσπάσει μεγάλα ή μικρά ποσά και στη συνέχεια φυσικά εξαφανίζεται.
Κάποτε όμως στα Μέγαρα η δεξαμενή των θυμάτων αρχίζει να εξαντλείται. Περισσότερες από πενήντα Μεγαρίτισσες εξαπατήθηκαν και έχασαν χρήματα από τη δράση του. Αναζητώντας τον σε καφενεία των Μεγάρων, σε πλατείες και στην κεντρική αγορά της πόλης γεννήθηκε το ερώτημα «Μην είδατε τον Παναή;» αφού μόνο το όνομα αποτελούσε σταθερό σημείο αναφοράς όλων των θυμάτων. Επάγγελμα, ηλικία, καταγωγή και επίθετο διέφεραν από γυναίκα σε γυναίκα.
Ο Παναγιώτης Φωτόπουλος αποφάσισε να συνεχίσει στον Πειραιά. Φτάνει στο σημείο να προχωρήσει και στην αναγγελία γάμου δια των εφημερίδων προκειμένου να είναι πειστικός.
Παράλληλα επανέφερε την παλιά ιδιότητα του αποθηκάριου του Συνεταιρισμού Δημοσίων Υπαλλήλων. Εμφανίζεται σε διάφορα καφενεία όπου οι θαμώνες συγκεντρώνονται ανάλογα με την προέλευση καταγωγής. Είναι για αυτόν ευκολότερο να μαντεύει ποιο συγκεκριμένο τόπο καταγωγής θα υιοθετήσει. Προσεγγίζει ηλικιωμένα άτομα και γίνεται ο «συμπατριώτης» τους. Αφού αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους, κάνει γνωστή την ιδιότητά του ως αποθηκάριος. Τους προτείνει καθώς είναι «πατριωτάκια» να τους προμηθεύει τρόφιμα στη μισή τιμή.
- «Γιατί να τα αγοράζουν φθηνά οι δημόσιοι υπάλληλοι μόνο;» τους παροτρύνει.
Καθώς το ερώτημα φαίνεται δίκαιο στα υποψήφια θύματα, συμφωνούν να του δώσουν χρήματα για να προμηθευτούν κι αυτοί τρόφιμα σε ευνοϊκές τιμές. Τότε ο Παναής φυσικά εξαφανίζεται. Περνά διαδοχικά από τα περισσότερα καφενεία καταγωγής του Πειραιά. Μανιάτες, Κρητικοί, Δωδεκανήσιοι εξαπατώνται. Οι περισσότεροι κρατάνε κρυφό το πάθημά τους αφού θεωρούν ότι και οι ίδιοι εμπλέκονται στην απάτη, καθώς αποδέχθηκαν να συμμετέχουν σε κάτι μη νόμιμο. Άλλοι σκέφτονται την καζούρα των θαμώνων του καφενείου. Κάποιοι όμως καταγγέλλουν στην ασφάλεια το περιστατικό.
Έτσι ο «αποθηκάριος» Παναής το 1952 συλλαμβάνεται και οδηγείται στην Γενική Ασφάλεια Πειραιώς. Εκεί ομολογεί το παρελθόν του και αποκαλύπτεται ότι είναι ο διάσημος Παναής των Μεγάρων!
Ωστόσο για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν προφυλακίζεται μέχρι την εκδίκασή του αλλά αφήνεται ελεύθερος αφού πρώτα του ορίζεται ημερομηνία δίκης. Ο Παναής συλλαμβάνεται και οδηγείται στα κρατητήρια πολλές φορές, μέχρι το 1956 όπου η σύλληψή του αναφέρεται για μια φορά ακόμα. Έκτοτε τα ίχνη του χάνονται. Έξι χρόνια αργότερα (το 1962), η εμφάνιση του ονόματός του στην αφίσα της ταινίας του Βέγγου με τον υπέρτιτλο «Αναστήθηκε ο Παναής» υπονοεί προφανώς ότι η δράση του Παναγιώτη Φωτόπουλου διακόπηκε όχι με τη φυλάκισή του αλλά με τον θάνατό του.
Ο Παναγιώτης Φωτόπουλος, ο Παναής, ποτέ δεν πίστεψε ο ίδιος ότι ήταν απατεώνας
- «Φταίω εγώ θαρρείτε για όλα; Τα κορόιδα που με προκαλούν. Διότι αν δεν υπήρχαν αυτά τα κορόιδα, δεν θα υπήρχαν και εκείνοι που τα ξεγελούν» (εφημερίδα «Ελευθερία» φ. 4ης Ιουλίου 1952).
Γράφει μεταξύ άλλων η εφημερίδα «Προσοχή λοιπόν μην πέσει στο δρόμο σας ο Παναής. Δεν είναι μόνο ότι θα σας εξαπατήσει, αλλά θα σας διαπομπεύσει κιόλας ως κορόιδα…»
Τη μέθοδο τύπου «Παναή» ακολούθησαν δεκάδες άλλοι απατεώνες ύστερα από αυτόν ακολουθώντας τα χνάρια του. Το 1987 ο άεργος Ι.Μ. συνελήφθη διότι εμφανιζόμενος ως συνταγματάρχης με στολή που είχε αγοράσει από το Μοναστηράκι υποσχόταν γάμο ισχυριζόμενος ότι υπηρετεί στη στρατιωτική δικαιοσύνη. Για παρόμοια αδικήματα είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 12 χρόνων. Κατάφερε όμως να δραπετεύσει από τις φυλακές Κορυδαλλού και να ξαναρχίσει την παλιά του τέχνη. (Αστυνομική Επιθεώρηση, Δεκέμβριος 1987).