Το μικρό καΐκι «Καλλιόπη» είχε πλήρωμα μόλις τρία άτομα μαζί με τον καπετάνιο του Γιάννη Ζαρίφη. Κέρδιζαν τη ζωή τους εκτελώντας μεταφορές με το ξύλινο ιστιοφόρο για Αίγινα, Πόρο, Ύδρα, Ερμιόνη και Σπέτσες.
Διέταξα το ναυπηγό με το ναύτη του πολεμικού ναυτικού –καθώς στην ουσία ήταν επιβάτες- να κατέβουν στο αμπάρι για να χρησιμεύσουν με το βάρος τους ως σαβούρα! Λίγο αργότερα ένα τεράστιο κύμα που έσκασε πάνω στο καΐκι και το κατακάλυψε, έσπασε το τιμόνι και αχρήστευσε την πυξίδα. Από τι στιγμή εκείνη η «Καλλιόπη», άλλαξε πορεία και παραδομένοι όλοι μας στα κύματα και στον άνεμο ακολουθούσαμε τη δική τους ανεξέλεγκτη πορεία. Με το μεσιανό πανί καταξεσχισμένο, τραβούσαμε πάντα προς τα ανοικτά. Απελπισμένος κατέβηκα και εγώ στο αμπάρι, και μόνο οι δύο μούτσοι επέμεναν να στέκουν πάνω στο κατάστρωμα καθώς πίστευαν ότι μπορούσαν να προσανατολισθούν για το πού βρισκόμασταν. Μα του κάκου! Στεριά πουθενά δεν φαινόταν, παρά μόνο η ανταριασμένη θάλασσα και ο ουρανός φορτωμένος από μαύρα σύννεφα.
Ήρθε και το σκοτάδι της δεύτερης νύχτας. Πουθενά να κολλήσει ύπνος σε κανέναν! Όλοι μας πλέον στο μόνο που προσδοκούσαμε ήταν στην καλυτέρευση του καιρού. Πάει κι αυτή η νύχτα και ήρθε η τρίτη μέρα. Παρά την αγωνία και το στομάχι που είχαμε όλοι μας κενό, αναζητούσαμε για τροφή και βρήκαμε μόνο μερικά ξεροκόμματα. Νερό όμως δεν υπήρχε, για αυτό κι όσοι δεν άντεχαν ήπιαν στο τέλος θάλασσα. Πέρασαν άλλες τέσσερις ημέρες με ηπιότερο βέβαια κυματισμό, μα με αγωνιώδεις ώρες. Και οι πέντε είχαμε σωριαστεί στο αμπάρι από την κούραση. Το πρωί της έβδομης μέρας αντιληφθήκαμε να παραπλέει ένα ιταλικό φορτηγό. Σερνόμενοι πάνω στο κατάστρωμα κάναμε διάφορα σινιάλα, που τελικά προκάλεσαν την προσοχή του καπετάνιου του καραβιού που έπλευσε πλησίον μας. Κατέβασαν τις βάρκες τους και ανέβηκε στο σκάφος μας ο δεύτερος Ιταλός πλοίαρχος. Η πρώτη κουβέντα που ανταλλάξαμε ήταν το πού βρισκόμασταν. Λάβαμε την απάντηση ότι βρισκόμασταν στο Λιβυκό πέλαγος, 90 μίλια μακριά από τις δυτικές ακτές της Κρήτης.
Μας δόθηκαν αρκετές τροφές και νερό και μας τοποθέτησαν ένα τιμόνι που το είχανε ρεζέρβα. Ύστερα από αυτή τη βοήθεια το ιταλικό σκάφος απομακρύνθηκε και εμείς με την «Καλλιόπη» τράβηξε πορεία για την Κρήτη. Με αναστηλωμένο το ηθικό μας πλέον τραβήξαμε προς το νέο μας προορισμό. Όμως τη νύχτα που ακολούθησε, χωρίς να διαθέτουμε πυξίδα, χάσαμε και πάλι την πορεία μας και μέσα στο σκοτάδι και την κακοκαιρία, λάβαμε αντίθετη κατεύθυνση. Μετά από διήμερο ταξίδι αντικρίσαμε μια ακτή και κατορθώσαμε να την προσεγγίσουμε. Αρχικά νομίζαμε ότι ήταν η Κρήτη. Όταν όμως διακρίναμε να κυκλοφορούν στην ακτή άνθρωποι μαύροι, ξαφνιαστήκαμε, τα χάσαμε. Παρά λίγο να τρελαθούμε! Τρομοκρατημένοι δεν τολμούσαμε να δέσουμε κάβο εκεί. Ανοιχτήκαμε και πάλι στο πέλαγος μέχρι που συναντήσαμε ένα άλλο ιταλικό πλοίο, το «Καγλιάτι» του οποίου ο καπετάνιος, ύστερα από τις πολλές παρακλήσεις μας, δέχθηκε να προσδέσει το σκάφος μας και να μας σύρει έως τη Βεγγάζη. Ο εκεί Έλληνες υποπρόξενος ανέλαβε στη συνέχεια να μας περιθάλψει».
Το «Καλλιόπη» με τη φροντίδα πάντοτε του Έλληνα υποπρόξενου, έχοντας πάνω της τους πέντε χαμένους ναυτικούς, επέστρεψε στην Ελλάδα, όχι μόνο του, αλλά κατόπιν της απαραίτητης ρυμούλκησης, για να είναι όλοι σίγουροι ότι το μικρό καΐκι θα φτάσει με ασφάλεια στον Πειραιά.
Η περιπέτεια του «Καλλιόπη» στα κύματα είχε κρατήσει δέκα μερόνυχτα. Όμως η αποστολή της επιστολής του καπετάνιου από τη Βεγγάζη μέχρι την άφιξή της στην οικογένειά του στον Πειραιά, είχε προσθέσει κι άλλες μέρες αγωνίας μέχρι που άπαντες είχαν πειστεί για τον ολοκληρωτικό χαμό του σκάφους με τους ανθρώπους που επέβαιναν πάνω του.
Πηγή: pireorama.blogspot.com
Το «Καλλιόπη» ξεκίνησε από τον Πειραιά για το Κρανίδι στην Αργολίδα (το επίνειό του Πόρτο Χέλι), δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1932. Το ιστιοφόρο έφερε εκείνη τη μέρα πάνω του δύο ακόμα επιβάτες, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των ανθρώπων που επέβαιναν στους πέντε.
Μεταξύ Ύδρας και Σπετσών καταλαμβάνει το καΐκι τρομερή τρικυμία. Άνεμοι και θάλασσα βάλθηκαν να το καταπιούν. Το σκάφος χάνοντας πυξίδα και πηδάλιο έμεινε ακυβέρνητο. Όμως οι πέντε αυτοί άνθρωποι είχαν τρόφιμα και νερό μοναχά για μια μέρα. Τα ίχνη τους χάθηκαν, οι μέρες περνούσαν η μια πίσω από την άλλη μέχρι που θεωρήθηκαν χαμένοι στα σίγουρα. Οι οικογένειές τους ξεκίνησαν το μοιρολόγι του θανάτου.
Μέχρι που στις 31 Ιανουαρίου του 1933 η οικογένεια του καπετάν Γιάννη στον Πειραιά, λαμβάνει μια επιστολή από τον μέχρι τότε θεωρούμενο ως «αδικοπνιγμένο» ναυτικό. Σε αυτήν ο καπετάνιος περιγράψει την πολυήμερη περιπέτεια που είχε αυτός και το πλήρωμά του, περιπέτεια που τους οδήγησε αντί του Κρανιδίου που ήταν ο τελικός του προορισμός, στη Βεγγάζη στην Αφρική!
Η επιστολή του Καπετάν Γιάννη ήταν το μοναδικό σημείο ζωής για τον ίδιο και το πενταμελές πλήρωμα του «Καλλιόπη», αφού για περισσότερο από έναν μήνα ήταν εξαφανισμένοι, καθώς ούτε στο Πόρτο Χέλι έφτασαν ποτέ, ούτε στου Πειραιά το λιμάνι από το οποίο ξεκίνησαν επέστρεψαν! Η οικογένεια του Καπετάν Γιάννη μόλις έλαβε την επιστολή από τη Βεγγάζη έτρεξε να ενημερώσει το λιμεναρχείο Πειραιά το οποίο είχε εκδώσει σήμα εξαφάνισης του «Καλλιόπη», το οποίο είχε αποστείλει προς όλα τα λιμεναρχεία των νησιών με την εντολή να αναζητήσουν ίχνη ναυαγίου του ξύλινου ιστιοφόρου.
Και επειδή καμία απάντηση προς το λιμεναρχείο δεν είχε δοθεί, κανένα ίχνος ναυαγίου δεν είχε βρεθεί, τόσο το κεντρικό λιμεναρχείο Πειραιά όσο και οι οικογένειες του πληρώματος και του καπετάνιου, είχαν σχηματίσει την πεποίθηση το πλοιάριο αυτό είχε βυθιστεί αύτανδρο στη θάλασσα και οι ναυτικοί του είχαν χαθεί οριστικά. Ωστόσο επρόκειτο για μια καταπληκτική περιπέτεια της θάλασσας, με αίσιο τέλος, από εκείνες τις ναυτικές ιστορίες που συμβαίνουν, με περιπλανήσεις και περιπέτειες στα κύματα, που φτάνουν να θεωρούνται περισσότερο ως παραμύθια παρά ως πραγματικότητα, ακόμα για μια ιστορία που καταγράφηκε στις εφημερίδες για αληθινή πέρα ως πέρα.
Το καΐκι «Καλλιόπη» ήταν ένα σκαρί μόλις πενήντα τόνων, ακατάλληλο για τις ανοιχτές θάλασσες ειδικά όταν ταξίδευε αδειανό. Στο συγκεκριμένο όμως ταξίδι, εκτός από κενό φορτίου, το καΐκι στερείτο και της απαραίτητης σαβούρας που συνήθως τα σκάφη διαθέτουν, για να μην παραδέρνουν στα κύματα. Κάποια επισκευή θα ακολουθούσε σε καρνάγιο του Πορτοχελίου και η σαβούρα είχε αφαιρεθεί. Και το απλό ταξίδι αυτού του καϊκιού κατέληξε σε περιπλάνηση ημερών στη θάλασσα. Η περιπέτεια που απασχόλησε τον Πειραιά εκείνες τις μέρες, δεν είχε να κάνει μόνο με την επιβίωση πέντε ανθρώπων στην άγρια θάλασσα, αλλά και με το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί άντεξαν χωρίς φαγητό και χωρίς νερό, αφού το αρχικό ταξίδι τους, Πειραιάς – Πόρτο Χέλι διαρκούσε λίγες μόνο ώρες.
Ανάμεσα στους επιβαίνοντες ξεχωρίζει η περίπτωση του ναυπηγοξυλουργού Λειβαδάρα που επιβιβάσθηκε στον Πειραιά για να παρακολουθήσει από κοντά τη συμπεριφορά του ασαβούρωτου καϊκιού στη θάλασσα, καθώς ήταν εκείνος που διατηρούσε το καρνάγιο στο οποίο θα κατέπλεε το «Καλλιόπη» για να υποστεί τις απαραίτητες μετατροπές. Αλλά ακόμα πιο ξεχωριστή ήταν η περίπτωση του ναύτη του Πολεμικού Ναυτικού Μανώλη Κουρελάκη που είχε λάβει οκτώ μέρες άδεια από την υπηρεσία του για να πάει στο πατρικό του σπίτι στο Κρανίδι. Στον Πειραιά κατοικούσε στην οδό Φωτίου Κορυτσάς. Και καθώς δεν είχε χρήματα, επιβιβάσθηκε στο «Καλλιόπη» στο οποίο επρόκειτο να περάσει όχι μόνο και τις οκτώ μέρες αδείας του, αλλά και δύο επιπλέον αυτής, νηστικός και διψασμένος.
Ο Καπετάν Γιάννης στην επιστολή που απέστειλε προς την οικογένειά του έγραψε τα εξής:
«Αναχωρήσαμε την προπαραμονή των Χριστουγέννων αδειανοί από φορτίο και ασαβούρωτοι για το Κρανίδι. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος το απομεσήμερο εκείνο. Μη προβλέποντας κανένα κακό, δεν είχαμε παρά λίγα τρόφιμα. Μας έφταναν και παραπάνω για την κατοπινή ολάκερη μέρα. Από το λιμάνι του Πειραιώς βγήκαμε μια χαρά, ανοίξαμε τα πανιά και πλέαμε με πρίμο καιρό προς το Κρανίδι. Ο ένας ο μούτσος βρισκόταν στο τιμόνι και ο άλλος κάτω από τα ξάρτια στην πλώρη. Εγώ με τον ναυπηγό τον Κυρ Λειβαδάρα και με τον ναύτη τον Κουρελάκη ήμασταν ξαπλωμένοι στη λιακάδα και απολαμβάναμε τον αίθριο καιρό. Εκεί που συζητούσαμε σε μια στιγμή ο Λειβαδάρας μας είπε. Βρε παιδιά στο μουράγιο την ώρα που έμπαινα στο καΐκι στραμπούλιξα το πόδι μου. Τι να πω; Γελάσαμε και οι τέσσερις όταν ακούσαμε τον αόριστο φόβο του.
Το καΐκι πλησίαζε την Ύδρα τις πρώτες εσπερινές ώρες, όταν ο καιρός αίφνης μεταβλήθηκε στο χειρότερο. Η ατμόσφαιρα άρχισε να καλύπτεται από μολυβένια σύννεφα και η θάλασσα να αναταράζεται. Μέσα σε μια ώρα εμαίνετο θάλασσα και ουρανός. Όλοι, και οι πέντε, σηκωθήκαμε στο πόδι και ο καθένας μας κατέβαλε και από μια προσπάθεια για να συγκρατηθούμε στα ξάρτια. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν τρομερή. Το πλοιάριο σαν καρυδότσουφλο εφέρετο δώθε κείθε από τα μανιασμένα κύματα που άρχισαν να σαρώνουν το κάθε τι πάνω στο κατάστρωμα. Ώρες ολάκερες ξάγρυπνοι και εξαγριωμένοι κρατιόμασταν απεγνωσμένα από τα άλμπουρα, ενώ προσπαθούσαμε συνάμα να συγκρατήσουμε τα πανιά που ξετινάζονταν και στριφογύριζαν. Εκεί κατά την αυγή, μια δίνη θάλασσας και ανέμου, που δημιουργήθηκε ξέσχισε το μπροστινό μας πανί και έσπασε το τσιμπούκι του φλόκου. Το καΐκι γέρνοντας τρομαχτικά προς τα αριστερά, απειλήθηκε με άμεση ανατροπή.
Μεταξύ Ύδρας και Σπετσών καταλαμβάνει το καΐκι τρομερή τρικυμία. Άνεμοι και θάλασσα βάλθηκαν να το καταπιούν. Το σκάφος χάνοντας πυξίδα και πηδάλιο έμεινε ακυβέρνητο. Όμως οι πέντε αυτοί άνθρωποι είχαν τρόφιμα και νερό μοναχά για μια μέρα. Τα ίχνη τους χάθηκαν, οι μέρες περνούσαν η μια πίσω από την άλλη μέχρι που θεωρήθηκαν χαμένοι στα σίγουρα. Οι οικογένειές τους ξεκίνησαν το μοιρολόγι του θανάτου.
Μέχρι που στις 31 Ιανουαρίου του 1933 η οικογένεια του καπετάν Γιάννη στον Πειραιά, λαμβάνει μια επιστολή από τον μέχρι τότε θεωρούμενο ως «αδικοπνιγμένο» ναυτικό. Σε αυτήν ο καπετάνιος περιγράψει την πολυήμερη περιπέτεια που είχε αυτός και το πλήρωμά του, περιπέτεια που τους οδήγησε αντί του Κρανιδίου που ήταν ο τελικός του προορισμός, στη Βεγγάζη στην Αφρική!
Η επιστολή του Καπετάν Γιάννη ήταν το μοναδικό σημείο ζωής για τον ίδιο και το πενταμελές πλήρωμα του «Καλλιόπη», αφού για περισσότερο από έναν μήνα ήταν εξαφανισμένοι, καθώς ούτε στο Πόρτο Χέλι έφτασαν ποτέ, ούτε στου Πειραιά το λιμάνι από το οποίο ξεκίνησαν επέστρεψαν! Η οικογένεια του Καπετάν Γιάννη μόλις έλαβε την επιστολή από τη Βεγγάζη έτρεξε να ενημερώσει το λιμεναρχείο Πειραιά το οποίο είχε εκδώσει σήμα εξαφάνισης του «Καλλιόπη», το οποίο είχε αποστείλει προς όλα τα λιμεναρχεία των νησιών με την εντολή να αναζητήσουν ίχνη ναυαγίου του ξύλινου ιστιοφόρου.
Και επειδή καμία απάντηση προς το λιμεναρχείο δεν είχε δοθεί, κανένα ίχνος ναυαγίου δεν είχε βρεθεί, τόσο το κεντρικό λιμεναρχείο Πειραιά όσο και οι οικογένειες του πληρώματος και του καπετάνιου, είχαν σχηματίσει την πεποίθηση το πλοιάριο αυτό είχε βυθιστεί αύτανδρο στη θάλασσα και οι ναυτικοί του είχαν χαθεί οριστικά. Ωστόσο επρόκειτο για μια καταπληκτική περιπέτεια της θάλασσας, με αίσιο τέλος, από εκείνες τις ναυτικές ιστορίες που συμβαίνουν, με περιπλανήσεις και περιπέτειες στα κύματα, που φτάνουν να θεωρούνται περισσότερο ως παραμύθια παρά ως πραγματικότητα, ακόμα για μια ιστορία που καταγράφηκε στις εφημερίδες για αληθινή πέρα ως πέρα.
Το καΐκι «Καλλιόπη» ήταν ένα σκαρί μόλις πενήντα τόνων, ακατάλληλο για τις ανοιχτές θάλασσες ειδικά όταν ταξίδευε αδειανό. Στο συγκεκριμένο όμως ταξίδι, εκτός από κενό φορτίου, το καΐκι στερείτο και της απαραίτητης σαβούρας που συνήθως τα σκάφη διαθέτουν, για να μην παραδέρνουν στα κύματα. Κάποια επισκευή θα ακολουθούσε σε καρνάγιο του Πορτοχελίου και η σαβούρα είχε αφαιρεθεί. Και το απλό ταξίδι αυτού του καϊκιού κατέληξε σε περιπλάνηση ημερών στη θάλασσα. Η περιπέτεια που απασχόλησε τον Πειραιά εκείνες τις μέρες, δεν είχε να κάνει μόνο με την επιβίωση πέντε ανθρώπων στην άγρια θάλασσα, αλλά και με το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί άντεξαν χωρίς φαγητό και χωρίς νερό, αφού το αρχικό ταξίδι τους, Πειραιάς – Πόρτο Χέλι διαρκούσε λίγες μόνο ώρες.
Ανάμεσα στους επιβαίνοντες ξεχωρίζει η περίπτωση του ναυπηγοξυλουργού Λειβαδάρα που επιβιβάσθηκε στον Πειραιά για να παρακολουθήσει από κοντά τη συμπεριφορά του ασαβούρωτου καϊκιού στη θάλασσα, καθώς ήταν εκείνος που διατηρούσε το καρνάγιο στο οποίο θα κατέπλεε το «Καλλιόπη» για να υποστεί τις απαραίτητες μετατροπές. Αλλά ακόμα πιο ξεχωριστή ήταν η περίπτωση του ναύτη του Πολεμικού Ναυτικού Μανώλη Κουρελάκη που είχε λάβει οκτώ μέρες άδεια από την υπηρεσία του για να πάει στο πατρικό του σπίτι στο Κρανίδι. Στον Πειραιά κατοικούσε στην οδό Φωτίου Κορυτσάς. Και καθώς δεν είχε χρήματα, επιβιβάσθηκε στο «Καλλιόπη» στο οποίο επρόκειτο να περάσει όχι μόνο και τις οκτώ μέρες αδείας του, αλλά και δύο επιπλέον αυτής, νηστικός και διψασμένος.
Ο Καπετάν Γιάννης στην επιστολή που απέστειλε προς την οικογένειά του έγραψε τα εξής:
«Αναχωρήσαμε την προπαραμονή των Χριστουγέννων αδειανοί από φορτίο και ασαβούρωτοι για το Κρανίδι. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος το απομεσήμερο εκείνο. Μη προβλέποντας κανένα κακό, δεν είχαμε παρά λίγα τρόφιμα. Μας έφταναν και παραπάνω για την κατοπινή ολάκερη μέρα. Από το λιμάνι του Πειραιώς βγήκαμε μια χαρά, ανοίξαμε τα πανιά και πλέαμε με πρίμο καιρό προς το Κρανίδι. Ο ένας ο μούτσος βρισκόταν στο τιμόνι και ο άλλος κάτω από τα ξάρτια στην πλώρη. Εγώ με τον ναυπηγό τον Κυρ Λειβαδάρα και με τον ναύτη τον Κουρελάκη ήμασταν ξαπλωμένοι στη λιακάδα και απολαμβάναμε τον αίθριο καιρό. Εκεί που συζητούσαμε σε μια στιγμή ο Λειβαδάρας μας είπε. Βρε παιδιά στο μουράγιο την ώρα που έμπαινα στο καΐκι στραμπούλιξα το πόδι μου. Τι να πω; Γελάσαμε και οι τέσσερις όταν ακούσαμε τον αόριστο φόβο του.
Το καΐκι πλησίαζε την Ύδρα τις πρώτες εσπερινές ώρες, όταν ο καιρός αίφνης μεταβλήθηκε στο χειρότερο. Η ατμόσφαιρα άρχισε να καλύπτεται από μολυβένια σύννεφα και η θάλασσα να αναταράζεται. Μέσα σε μια ώρα εμαίνετο θάλασσα και ουρανός. Όλοι, και οι πέντε, σηκωθήκαμε στο πόδι και ο καθένας μας κατέβαλε και από μια προσπάθεια για να συγκρατηθούμε στα ξάρτια. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν τρομερή. Το πλοιάριο σαν καρυδότσουφλο εφέρετο δώθε κείθε από τα μανιασμένα κύματα που άρχισαν να σαρώνουν το κάθε τι πάνω στο κατάστρωμα. Ώρες ολάκερες ξάγρυπνοι και εξαγριωμένοι κρατιόμασταν απεγνωσμένα από τα άλμπουρα, ενώ προσπαθούσαμε συνάμα να συγκρατήσουμε τα πανιά που ξετινάζονταν και στριφογύριζαν. Εκεί κατά την αυγή, μια δίνη θάλασσας και ανέμου, που δημιουργήθηκε ξέσχισε το μπροστινό μας πανί και έσπασε το τσιμπούκι του φλόκου. Το καΐκι γέρνοντας τρομαχτικά προς τα αριστερά, απειλήθηκε με άμεση ανατροπή.
Διέταξα το ναυπηγό με το ναύτη του πολεμικού ναυτικού –καθώς στην ουσία ήταν επιβάτες- να κατέβουν στο αμπάρι για να χρησιμεύσουν με το βάρος τους ως σαβούρα! Λίγο αργότερα ένα τεράστιο κύμα που έσκασε πάνω στο καΐκι και το κατακάλυψε, έσπασε το τιμόνι και αχρήστευσε την πυξίδα. Από τι στιγμή εκείνη η «Καλλιόπη», άλλαξε πορεία και παραδομένοι όλοι μας στα κύματα και στον άνεμο ακολουθούσαμε τη δική τους ανεξέλεγκτη πορεία. Με το μεσιανό πανί καταξεσχισμένο, τραβούσαμε πάντα προς τα ανοικτά. Απελπισμένος κατέβηκα και εγώ στο αμπάρι, και μόνο οι δύο μούτσοι επέμεναν να στέκουν πάνω στο κατάστρωμα καθώς πίστευαν ότι μπορούσαν να προσανατολισθούν για το πού βρισκόμασταν. Μα του κάκου! Στεριά πουθενά δεν φαινόταν, παρά μόνο η ανταριασμένη θάλασσα και ο ουρανός φορτωμένος από μαύρα σύννεφα.
Ήρθε και το σκοτάδι της δεύτερης νύχτας. Πουθενά να κολλήσει ύπνος σε κανέναν! Όλοι μας πλέον στο μόνο που προσδοκούσαμε ήταν στην καλυτέρευση του καιρού. Πάει κι αυτή η νύχτα και ήρθε η τρίτη μέρα. Παρά την αγωνία και το στομάχι που είχαμε όλοι μας κενό, αναζητούσαμε για τροφή και βρήκαμε μόνο μερικά ξεροκόμματα. Νερό όμως δεν υπήρχε, για αυτό κι όσοι δεν άντεχαν ήπιαν στο τέλος θάλασσα. Πέρασαν άλλες τέσσερις ημέρες με ηπιότερο βέβαια κυματισμό, μα με αγωνιώδεις ώρες. Και οι πέντε είχαμε σωριαστεί στο αμπάρι από την κούραση. Το πρωί της έβδομης μέρας αντιληφθήκαμε να παραπλέει ένα ιταλικό φορτηγό. Σερνόμενοι πάνω στο κατάστρωμα κάναμε διάφορα σινιάλα, που τελικά προκάλεσαν την προσοχή του καπετάνιου του καραβιού που έπλευσε πλησίον μας. Κατέβασαν τις βάρκες τους και ανέβηκε στο σκάφος μας ο δεύτερος Ιταλός πλοίαρχος. Η πρώτη κουβέντα που ανταλλάξαμε ήταν το πού βρισκόμασταν. Λάβαμε την απάντηση ότι βρισκόμασταν στο Λιβυκό πέλαγος, 90 μίλια μακριά από τις δυτικές ακτές της Κρήτης.
Μας δόθηκαν αρκετές τροφές και νερό και μας τοποθέτησαν ένα τιμόνι που το είχανε ρεζέρβα. Ύστερα από αυτή τη βοήθεια το ιταλικό σκάφος απομακρύνθηκε και εμείς με την «Καλλιόπη» τράβηξε πορεία για την Κρήτη. Με αναστηλωμένο το ηθικό μας πλέον τραβήξαμε προς το νέο μας προορισμό. Όμως τη νύχτα που ακολούθησε, χωρίς να διαθέτουμε πυξίδα, χάσαμε και πάλι την πορεία μας και μέσα στο σκοτάδι και την κακοκαιρία, λάβαμε αντίθετη κατεύθυνση. Μετά από διήμερο ταξίδι αντικρίσαμε μια ακτή και κατορθώσαμε να την προσεγγίσουμε. Αρχικά νομίζαμε ότι ήταν η Κρήτη. Όταν όμως διακρίναμε να κυκλοφορούν στην ακτή άνθρωποι μαύροι, ξαφνιαστήκαμε, τα χάσαμε. Παρά λίγο να τρελαθούμε! Τρομοκρατημένοι δεν τολμούσαμε να δέσουμε κάβο εκεί. Ανοιχτήκαμε και πάλι στο πέλαγος μέχρι που συναντήσαμε ένα άλλο ιταλικό πλοίο, το «Καγλιάτι» του οποίου ο καπετάνιος, ύστερα από τις πολλές παρακλήσεις μας, δέχθηκε να προσδέσει το σκάφος μας και να μας σύρει έως τη Βεγγάζη. Ο εκεί Έλληνες υποπρόξενος ανέλαβε στη συνέχεια να μας περιθάλψει».
Το «Καλλιόπη» με τη φροντίδα πάντοτε του Έλληνα υποπρόξενου, έχοντας πάνω της τους πέντε χαμένους ναυτικούς, επέστρεψε στην Ελλάδα, όχι μόνο του, αλλά κατόπιν της απαραίτητης ρυμούλκησης, για να είναι όλοι σίγουροι ότι το μικρό καΐκι θα φτάσει με ασφάλεια στον Πειραιά.
Η περιπέτεια του «Καλλιόπη» στα κύματα είχε κρατήσει δέκα μερόνυχτα. Όμως η αποστολή της επιστολής του καπετάνιου από τη Βεγγάζη μέχρι την άφιξή της στην οικογένειά του στον Πειραιά, είχε προσθέσει κι άλλες μέρες αγωνίας μέχρι που άπαντες είχαν πειστεί για τον ολοκληρωτικό χαμό του σκάφους με τους ανθρώπους που επέβαιναν πάνω του.
Πηγή: pireorama.blogspot.com