Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Το υπόδουλο έθνος νίκησε τις στρατιές που έστειλε εναντίον του ο σουλτάνος, οργανώθηκε πολιτικά και έπνιξε τελικά τα μίση των δύο εμφυλίων πολέμων για χάρη της εθνικής ενότητας
Πολλοί από τους πρωτεργάτες του εθνικού μας ξεσηκωμού έφυγαν νωρίς και μαρτυρικά, όπως ο Αθανάσιος Διάκος κι ο Μάρκος Μπότσαρης, αλλά κι αρκετοί που επέζησαν φυλακίστηκαν, όπως, Κολοκοτρώνης, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), Οδυσσέας Ανδρούτσος κ.α. αλλά και πολλοί που στήριξαν οικονομικά των Αγώνα, μετά την απελευθέρωση η βαυαρική εξουσία τους ξέχασε και έφυγαν από τη ζωή πάμφτωχοι.
O Ξάνθος, από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας και τους φλογερούς μαχητές για τη δημιουργία του επαναστατικού πνεύματος των Ελλήνων. Μέσα στη Ρωσία γίνεται στρατολόγος. Εφοδιάζει τα καράβια που κυρίεψαν οι Έλληνες από τους Οθωμανούς… Βρίσκει σε διαθεσιμότητα Ρώσο στρατηγό από τον οποίο κατάφερνε να προμηθευτή όπλα, σπαθιά και δεκαεννέα κανόνια.
Το 1827, ο ρόλος του Ξάνθου είχε τελειώσει. Είχε δώσει ό,τι μπορούσε . Φτωχός έπρεπε να κοιτάξει το ψωμί της φαμίλιας του. Πήγε στην Οδησσό και από εκεί στο Βουκουρέστι, να σκύψει πάλι στα εμπορικά κατάστιχα, ν’ αρχίσει τη βιοπάλη. Η Λευτέρη Ελλάδα τον θυμήθηκε το 1837. Του έδωσε ένα πιστοποιητικό με το οποίο τον κατέτασσε σε «εξαίρετον τάξιν» και του κρέμασε στο πέτο τον «Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος». Μ’ αυτόν θα μπορούσε να ζητιανεύει καλύτερα… Μόνο ο Ιωαν. Φιλήμων στο βιβλίο του Αγώνας εξεγέρθηκε και γράφει: « Ο Ξάνθος κατεδικάσθη εις την ελεεινοτέραν καταδίκην του επαίτου… Ζη εις την Ελλάδα δι’ ελέους…» Ο θάνατος του, άθλιος, ο οποίος έκλεισε την τραγωδία των γηρατειών του… «Κατεβαίνοντας από ένα θεωρείο της Βουλής που πρόσταξε να αδειάσει ο πρόεδρος, κατά μια θυελλώδη συνεδρίαση κυλίθηκε κάτω σπρωγμένος από το πλήθος. Δεν έζησε παρά δέκα ώρες…» (Μελάς, Οι Φιλικοί).
Γεώργιος Ολύμπιος:
Ο Αγωνιστής αυτός ήταν από τη ράτσα των μεγάλων κλασικών Ελλήνων πολεμιστών… Ήταν επάνω από πολλές μορφές του 1821. Δόθηκε σύψυχος στον αγώνα. Τιμές, μισθούς, περιουσίες, δεν κράτησε τίποτα. Ήταν στρατάρχης – αρχηγός του στρατού των ηγεμονιών. Δέχθηκε όμως να γίνει δεύτερος, μετά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. «Υπόσχομαι –του έγραψε– να ακολουθήσω την προσταγή σου με την ύστερην ρανίδα του αίματος μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινη περίστασις…» Και κράτησε ως το τέλος την υπόσχεσή του. Ανατινάχθηκε με άλλους στο μοναστήρι του Σέκου, της Μολδαβίας τον Σεπτέμβριο του 1821, για να μην παραδοθεί στον Οθωμανικό στρατό…
Η εφημερίδα της εποχής στο φύλλο της 28ης Μαρτίου γράφει: «Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, αποχωρισθείς της συζύγου του ως το Κιμπουλούγκ και υπόψιν εις τον θάνατον, παρέδωσεν εις αυτήν τα δυο νήπια τέκνα του παρακαλών την γυναίκα του να παραδώση εις το έθνος. Αυτά τα τέκνα του και η γεννηθείσα κατά το έτος της θανής του θυγατήρ του μετά της γυναικός του είναι ήδη προ τριών ετών εις Αθήνας. Ο Γεώργιος Ολύμπιος ήτο πλούσιος, αλλ’ ό,τι είχε μετά της ζωής του το έδωσε στο έθνος. Εκτός των άλλων ποσοτήτων, 65.000 δραχμών έδωσεν εις μόνον του Υψηλάντην. Κατά την ομολογίαν ενυπάρχουσα. Η οικογένεια του Γεωργίου Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθό με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πως δύναται να ζήση οικογένεια εκ δυο νεανιών, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός έχουσα χρέη εις Αθήνας και παλαιά χρέη εις Βουκουρέστιον: Οι υιοί του Ολύμπιου δεν δύναται να εξέλθουν της οικίας των, επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργίου Ολύμπιου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη δια να παρακαλέση τους υπουργούς, η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμαση έπεσεν εις αυτόν τον οίκον και ο Οικονόμος επεσκέφθη την οικογένεια του Γεωργίου Ολύμπιου, φιλάνθρωπος πληρώσας και τα ιατρικά».
Αντώνης Οικονόμου:
Πλοίαρχος που μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να βρει δουλειά , επειδή ήταν «ξέμπαρκος». Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, πρώτες σήκωσαν τη σημαία της εξεγέρσεως οι Σπέτσες και τα ψαρά, ενώ η Ύδρα φάνηκε κάπως συντηρητική. Όμως ο Οικονόμου, που βρισκόταν στην Ύδρα μάζεψε του οπαδούς του, κατέλαβε τα πλοία και ανάγκασε του προύχοντες και τους καραβοκύρηδες να υποταχθούν στη θέλησή του με μια διακήρυξη που την υπέγραψαν 56 προεστοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Δημ. Τζάμαδος, ο Θοδωρής Γκίκας, ο Ιωάννης Ορλάνδος, ο Μανώλης Τομπάζης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Αντώνης Βώκος, ο Ανδρέας Βώκος (Μιαούλης) ο Β. Μπουντούρης κ.λπ.. Μέσα σε τρείς ημέρες μαζεύτηκαν από τους προύχοντες, με την επέμβαση του Οικονόμου 130.000 δίστηλα και στις 15 Απρίλιου 1821 η Ύδρα μπήκε στον Αγώνα.
Από τη στιγμή αυτή ο Οικονόμου έπαψε να είναι στη διοίκηση των πραγμάτων στους «προκρίτους της Ύδρας» και καταδίωξε την πειρατεία στο Αιγαίο, η οποία τελικώς τον αποξένωσε από τη λαϊκή βάση του, η οποία ήταν συνηθισμένη. Ενώ ο οικονόμου βρισκόταν, στο διοικητήριο της Νήσου, γίνεται επίθεση εναντίον του από τον Αντώνιο Κριεζή και άλλους και τελικά συλλαμβάνεται και κλείνεται στο Μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας των Καλαβρύτων. Σε λίγο καιρό όμως κατόρθωσε να δραπετεύσει. Στο δρόμο όμως τον βρήκα μια δύναμη σταλμένη από τους προκρίτους της Ύδρας και τον σκότωσαν.
Γεώργιος Λεβέντης:
Από τους μεγάλους, αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας στην οποία μπήκε το 1818. Γεννήθηκε στο Κορακοβούνι της Κυνουρίας το 1790 από το οποίο έφυγε στο Βουκουρέστι για να σπουδάσει στο Ιάσι της Μολδαβίας. Ενεργητικός μαχητικός, μέλος της «Υψίστης Αρχής» είχε ανοιχτό μυαλό και έμεινε μέχρι τέλος. Όλη την περιουσία του την έδωσε για τον Αγώνα και βοήθησε όσους κατέφευγαν στη Ρουμανία και πλήρωνε τα έξοδα τους. Ο Πρωτοψάλτης στο βιβλίο του «Φιλική Εταιρεία» γράφει: « Ο λεβέντης υπήρξε δραστήριος, γενναιόδωρος και μεγαλοπράγμων. Συνέβαλε να καταστήσει το πανβαλκανικόν σχέδιο με τη συμμετοχή των Βουλγάρων και των Σέρβων στη εξέγερση κατά των Οθωμανών». Κι’ όμως ο λεβέντης είχε ξεχασθεί και πέθανε πάμπτωχος το 1847 στην Αθήνα.
Παναγιώτης Ξέκερης:
Ενας από τους μεγάλους εμπόρους στη Κωνσταντινούπολη, από την Τρίπολη, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1816. Όταν πέθανε ο Σκουφάς το 1818 έγινε μέλος της «Υπέρτατης Αρχής». Ήταν η μεγάλη πηγή της χρηματοδότησης των αγωνιστών. Από τα εννέα καράβια του, το ένα το χάρισε στην Φιλική Εταιρεία για τα ταξίδια των αποστολών της. Οι Οθωμανοί των κυνηγούσαν και έφυγε από την Οδησσό, του δέσμευσαν τα καράβια και λεηλάτησαν το σπίτι του. Ο Μελάς γράφει στο βιβλίο του «Οι Φιλικοί»: «[…] βρισκόμαστε στο 1830. Η Ελλάδα λεύτερη, ο Σέκερης πάμφτωχος στην Οδησσό.
Πάμε στην πατρίδα, λέει στη γυναίκα του, πού τόσα πάθαμε γι’ αυτήν. Εκεί κάτω θα βρούμε στέγη και ψωμί!
Το διόρισαν τελώνη στην Ύδρα… Σ’ ένα ταξίδι του Σέκερη στην Αθήνα τον συνάντησε ο Πετρόμπεης. Λυπήθηκε για τη φτώχεια του. Θέλησε σαν ιδιώτης να τον ανακούφιση:
Πάμε αδερφέ , του είπε , να ομολογήσω μπροστά σε μια επίσημη Αρχή, πόσα χρήματα έχω, πάρει από σένα. Με τι θα πολεμούσαν οι Μανιάτες μου, χωρίς αυτά; Ο Σέκερης αρνήθηκε… Πέθανε στο Ανάπλι –όπου είχε μετατεθεί από την Ύδρα «πάμφτωχος».
Μαντώ Μαυρογένους:
Η Μαντώ ήταν η κόρη του Νικ. Δημ. Μαυρογένη, σωματοφύλακα του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, που τον αποκεφάλισε ο Σελίμ ο Γ΄ στη Βελίνα της Βουλγαρίας. Η αρχική καταγωγή της οικογένειας Μαυρογένη κρατούσε από την Εύβοια. Η μαντώ η μικρότερη από τα πέντε παιδιά – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – γεννήθηκε στη Μύκονο. Ο πατέρας Φαναριώτης, είχε τεράστια περιουσία από το εμπόριο στη Τεργέστη. Στη Χίο, στη Σμύρνη, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στην Πάρο και στη Μύκονο είχε σπίτια και κτήματα. Με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της έφυγε και πήγε στη Μύκονο. Σε ομιλία των αρχόντων δήλωσε ότι διαθέτει την περιουσία της στον αγώνα. Εξοπλίζονται δυο καράβια και διαθέτει τα χρυσαφικά της για να γίνουν μπαρούτι και βόλια. Το 1822 πουλάει και τα υπόλοιπα κοσμήματά της και εξοπλίζει ένα μπρίκι με 65 άνδρες πλήρωμα. Η τεράστια περιουσία της εξαντλείται σιγά-σιγά έμεινε με τις αναμνήσεις της. 4 Μαΐου 1827 ο πρακτικογράφος της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης γράφει: «Ανάγνωση αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη προβαλλούσης της θυσίας της και απαιτούσης επί του παρόντος οίκον τινά εθνικόν εις το Ναύπλιο δια να κατοίκηση…» Η πλούσια Μαντώ, που διέθεσε για την απελευθέρωση της πατρίδα της, δεν είχε τη δυνατότητα ούτε ένα δωμάτιο να νοικιάσει και ζητούσε από το έθνος μια στέγη, ένα σπίτι από αυτά που εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί για να στεγασθεί…όλα τα αιτήματά της ήταν μάταια και τότε εγκατέλειψε το Ναύπλιο με τις ευχάριστες και θλιβερές αναμνήσεις και πήγε στον Πόρο. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας το 1828 την κάνει αντιστράτηγο ή πρώτη γυναίκα που παίρνει αυτό το βαθμό. Όλα έχουν τελειώσει πια για τη μαντώ. Και σε λίγα χρόνια το 1840 θα αρρωστήσει θλιμμένη και έρημη στον Πόρο όπου πέθανε πάμφτωχοι.
Δόμνα Βισβίζη:
Μια από τις Θρακιώτισσες ηρωίδες γυναίκες που αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους και προσέφερε όλη την περιουσία της υπήρξε και η Δόμνα Βισβίζη, από το Αίνου Ανατολικής Θράκης καταγόμενη. Πέθανε εγκαταλειμμένη, πτωχή και λησμονημένη.
Σήμερα, 198 χρόνια μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο ελληνικός λαός, στην πλειονότητα του βιώνει μια πρωτόγνωρη κατάσταση, γιατί σήμερα δεν υπάρχει ένα όραμα για το μέλλον. Η εθνική ανεξαρτησία με τα μνημόνια έχει και τυπικά παραχωρηθεί στους ξένους δυνάστες, που είναι κυρίως οι Γερμανοί, με τους τοποτηρητές Σόϊμπλε, Ραίχεμπαχ με χρέη πρωθυπουργού μέχρι το 2015 και τον μεσίτη Φούχτελ όπως και τότε ήταν οι Βαυαροί την εποχή που Όθωνα.
Το υπόδουλο έθνος νίκησε τις στρατιές που έστειλε εναντίον του ο σουλτάνος, οργανώθηκε πολιτικά και έπνιξε τελικά τα μίση των δύο εμφυλίων πολέμων για χάρη της εθνικής ενότητας
Πολλοί από τους πρωτεργάτες του εθνικού μας ξεσηκωμού έφυγαν νωρίς και μαρτυρικά, όπως ο Αθανάσιος Διάκος κι ο Μάρκος Μπότσαρης, αλλά κι αρκετοί που επέζησαν φυλακίστηκαν, όπως, Κολοκοτρώνης, Αλέξανδρος Υψηλάντης, Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), Οδυσσέας Ανδρούτσος κ.α. αλλά και πολλοί που στήριξαν οικονομικά των Αγώνα, μετά την απελευθέρωση η βαυαρική εξουσία τους ξέχασε και έφυγαν από τη ζωή πάμφτωχοι.
O Ξάνθος, από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας και τους φλογερούς μαχητές για τη δημιουργία του επαναστατικού πνεύματος των Ελλήνων. Μέσα στη Ρωσία γίνεται στρατολόγος. Εφοδιάζει τα καράβια που κυρίεψαν οι Έλληνες από τους Οθωμανούς… Βρίσκει σε διαθεσιμότητα Ρώσο στρατηγό από τον οποίο κατάφερνε να προμηθευτή όπλα, σπαθιά και δεκαεννέα κανόνια.
Το 1827, ο ρόλος του Ξάνθου είχε τελειώσει. Είχε δώσει ό,τι μπορούσε . Φτωχός έπρεπε να κοιτάξει το ψωμί της φαμίλιας του. Πήγε στην Οδησσό και από εκεί στο Βουκουρέστι, να σκύψει πάλι στα εμπορικά κατάστιχα, ν’ αρχίσει τη βιοπάλη. Η Λευτέρη Ελλάδα τον θυμήθηκε το 1837. Του έδωσε ένα πιστοποιητικό με το οποίο τον κατέτασσε σε «εξαίρετον τάξιν» και του κρέμασε στο πέτο τον «Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος». Μ’ αυτόν θα μπορούσε να ζητιανεύει καλύτερα… Μόνο ο Ιωαν. Φιλήμων στο βιβλίο του Αγώνας εξεγέρθηκε και γράφει: « Ο Ξάνθος κατεδικάσθη εις την ελεεινοτέραν καταδίκην του επαίτου… Ζη εις την Ελλάδα δι’ ελέους…» Ο θάνατος του, άθλιος, ο οποίος έκλεισε την τραγωδία των γηρατειών του… «Κατεβαίνοντας από ένα θεωρείο της Βουλής που πρόσταξε να αδειάσει ο πρόεδρος, κατά μια θυελλώδη συνεδρίαση κυλίθηκε κάτω σπρωγμένος από το πλήθος. Δεν έζησε παρά δέκα ώρες…» (Μελάς, Οι Φιλικοί).
Γεώργιος Ολύμπιος:
Ο Αγωνιστής αυτός ήταν από τη ράτσα των μεγάλων κλασικών Ελλήνων πολεμιστών… Ήταν επάνω από πολλές μορφές του 1821. Δόθηκε σύψυχος στον αγώνα. Τιμές, μισθούς, περιουσίες, δεν κράτησε τίποτα. Ήταν στρατάρχης – αρχηγός του στρατού των ηγεμονιών. Δέχθηκε όμως να γίνει δεύτερος, μετά τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. «Υπόσχομαι –του έγραψε– να ακολουθήσω την προσταγή σου με την ύστερην ρανίδα του αίματος μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινη περίστασις…» Και κράτησε ως το τέλος την υπόσχεσή του. Ανατινάχθηκε με άλλους στο μοναστήρι του Σέκου, της Μολδαβίας τον Σεπτέμβριο του 1821, για να μην παραδοθεί στον Οθωμανικό στρατό…
Η εφημερίδα της εποχής στο φύλλο της 28ης Μαρτίου γράφει: «Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, αποχωρισθείς της συζύγου του ως το Κιμπουλούγκ και υπόψιν εις τον θάνατον, παρέδωσεν εις αυτήν τα δυο νήπια τέκνα του παρακαλών την γυναίκα του να παραδώση εις το έθνος. Αυτά τα τέκνα του και η γεννηθείσα κατά το έτος της θανής του θυγατήρ του μετά της γυναικός του είναι ήδη προ τριών ετών εις Αθήνας. Ο Γεώργιος Ολύμπιος ήτο πλούσιος, αλλ’ ό,τι είχε μετά της ζωής του το έδωσε στο έθνος. Εκτός των άλλων ποσοτήτων, 65.000 δραχμών έδωσεν εις μόνον του Υψηλάντην. Κατά την ομολογίαν ενυπάρχουσα. Η οικογένεια του Γεωργίου Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθό με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πως δύναται να ζήση οικογένεια εκ δυο νεανιών, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός έχουσα χρέη εις Αθήνας και παλαιά χρέη εις Βουκουρέστιον: Οι υιοί του Ολύμπιου δεν δύναται να εξέλθουν της οικίας των, επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργίου Ολύμπιου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη δια να παρακαλέση τους υπουργούς, η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμαση έπεσεν εις αυτόν τον οίκον και ο Οικονόμος επεσκέφθη την οικογένεια του Γεωργίου Ολύμπιου, φιλάνθρωπος πληρώσας και τα ιατρικά».
Αντώνης Οικονόμου:
Πλοίαρχος που μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να βρει δουλειά , επειδή ήταν «ξέμπαρκος». Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, πρώτες σήκωσαν τη σημαία της εξεγέρσεως οι Σπέτσες και τα ψαρά, ενώ η Ύδρα φάνηκε κάπως συντηρητική. Όμως ο Οικονόμου, που βρισκόταν στην Ύδρα μάζεψε του οπαδούς του, κατέλαβε τα πλοία και ανάγκασε του προύχοντες και τους καραβοκύρηδες να υποταχθούν στη θέλησή του με μια διακήρυξη που την υπέγραψαν 56 προεστοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Δημ. Τζάμαδος, ο Θοδωρής Γκίκας, ο Ιωάννης Ορλάνδος, ο Μανώλης Τομπάζης, ο Αντώνης Κριεζής, ο Αντώνης Βώκος, ο Ανδρέας Βώκος (Μιαούλης) ο Β. Μπουντούρης κ.λπ.. Μέσα σε τρείς ημέρες μαζεύτηκαν από τους προύχοντες, με την επέμβαση του Οικονόμου 130.000 δίστηλα και στις 15 Απρίλιου 1821 η Ύδρα μπήκε στον Αγώνα.
Από τη στιγμή αυτή ο Οικονόμου έπαψε να είναι στη διοίκηση των πραγμάτων στους «προκρίτους της Ύδρας» και καταδίωξε την πειρατεία στο Αιγαίο, η οποία τελικώς τον αποξένωσε από τη λαϊκή βάση του, η οποία ήταν συνηθισμένη. Ενώ ο οικονόμου βρισκόταν, στο διοικητήριο της Νήσου, γίνεται επίθεση εναντίον του από τον Αντώνιο Κριεζή και άλλους και τελικά συλλαμβάνεται και κλείνεται στο Μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας των Καλαβρύτων. Σε λίγο καιρό όμως κατόρθωσε να δραπετεύσει. Στο δρόμο όμως τον βρήκα μια δύναμη σταλμένη από τους προκρίτους της Ύδρας και τον σκότωσαν.
Γεώργιος Λεβέντης:
Από τους μεγάλους, αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας στην οποία μπήκε το 1818. Γεννήθηκε στο Κορακοβούνι της Κυνουρίας το 1790 από το οποίο έφυγε στο Βουκουρέστι για να σπουδάσει στο Ιάσι της Μολδαβίας. Ενεργητικός μαχητικός, μέλος της «Υψίστης Αρχής» είχε ανοιχτό μυαλό και έμεινε μέχρι τέλος. Όλη την περιουσία του την έδωσε για τον Αγώνα και βοήθησε όσους κατέφευγαν στη Ρουμανία και πλήρωνε τα έξοδα τους. Ο Πρωτοψάλτης στο βιβλίο του «Φιλική Εταιρεία» γράφει: « Ο λεβέντης υπήρξε δραστήριος, γενναιόδωρος και μεγαλοπράγμων. Συνέβαλε να καταστήσει το πανβαλκανικόν σχέδιο με τη συμμετοχή των Βουλγάρων και των Σέρβων στη εξέγερση κατά των Οθωμανών». Κι’ όμως ο λεβέντης είχε ξεχασθεί και πέθανε πάμπτωχος το 1847 στην Αθήνα.
Παναγιώτης Ξέκερης:
Ενας από τους μεγάλους εμπόρους στη Κωνσταντινούπολη, από την Τρίπολη, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1816. Όταν πέθανε ο Σκουφάς το 1818 έγινε μέλος της «Υπέρτατης Αρχής». Ήταν η μεγάλη πηγή της χρηματοδότησης των αγωνιστών. Από τα εννέα καράβια του, το ένα το χάρισε στην Φιλική Εταιρεία για τα ταξίδια των αποστολών της. Οι Οθωμανοί των κυνηγούσαν και έφυγε από την Οδησσό, του δέσμευσαν τα καράβια και λεηλάτησαν το σπίτι του. Ο Μελάς γράφει στο βιβλίο του «Οι Φιλικοί»: «[…] βρισκόμαστε στο 1830. Η Ελλάδα λεύτερη, ο Σέκερης πάμφτωχος στην Οδησσό.
Πάμε στην πατρίδα, λέει στη γυναίκα του, πού τόσα πάθαμε γι’ αυτήν. Εκεί κάτω θα βρούμε στέγη και ψωμί!
Το διόρισαν τελώνη στην Ύδρα… Σ’ ένα ταξίδι του Σέκερη στην Αθήνα τον συνάντησε ο Πετρόμπεης. Λυπήθηκε για τη φτώχεια του. Θέλησε σαν ιδιώτης να τον ανακούφιση:
Πάμε αδερφέ , του είπε , να ομολογήσω μπροστά σε μια επίσημη Αρχή, πόσα χρήματα έχω, πάρει από σένα. Με τι θα πολεμούσαν οι Μανιάτες μου, χωρίς αυτά; Ο Σέκερης αρνήθηκε… Πέθανε στο Ανάπλι –όπου είχε μετατεθεί από την Ύδρα «πάμφτωχος».
Μαντώ Μαυρογένους:
Η Μαντώ ήταν η κόρη του Νικ. Δημ. Μαυρογένη, σωματοφύλακα του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, που τον αποκεφάλισε ο Σελίμ ο Γ΄ στη Βελίνα της Βουλγαρίας. Η αρχική καταγωγή της οικογένειας Μαυρογένη κρατούσε από την Εύβοια. Η μαντώ η μικρότερη από τα πέντε παιδιά – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – γεννήθηκε στη Μύκονο. Ο πατέρας Φαναριώτης, είχε τεράστια περιουσία από το εμπόριο στη Τεργέστη. Στη Χίο, στη Σμύρνη, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, στην Πάρο και στη Μύκονο είχε σπίτια και κτήματα. Με τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της έφυγε και πήγε στη Μύκονο. Σε ομιλία των αρχόντων δήλωσε ότι διαθέτει την περιουσία της στον αγώνα. Εξοπλίζονται δυο καράβια και διαθέτει τα χρυσαφικά της για να γίνουν μπαρούτι και βόλια. Το 1822 πουλάει και τα υπόλοιπα κοσμήματά της και εξοπλίζει ένα μπρίκι με 65 άνδρες πλήρωμα. Η τεράστια περιουσία της εξαντλείται σιγά-σιγά έμεινε με τις αναμνήσεις της. 4 Μαΐου 1827 ο πρακτικογράφος της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης γράφει: «Ανάγνωση αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη προβαλλούσης της θυσίας της και απαιτούσης επί του παρόντος οίκον τινά εθνικόν εις το Ναύπλιο δια να κατοίκηση…» Η πλούσια Μαντώ, που διέθεσε για την απελευθέρωση της πατρίδα της, δεν είχε τη δυνατότητα ούτε ένα δωμάτιο να νοικιάσει και ζητούσε από το έθνος μια στέγη, ένα σπίτι από αυτά που εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί για να στεγασθεί…όλα τα αιτήματά της ήταν μάταια και τότε εγκατέλειψε το Ναύπλιο με τις ευχάριστες και θλιβερές αναμνήσεις και πήγε στον Πόρο. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας το 1828 την κάνει αντιστράτηγο ή πρώτη γυναίκα που παίρνει αυτό το βαθμό. Όλα έχουν τελειώσει πια για τη μαντώ. Και σε λίγα χρόνια το 1840 θα αρρωστήσει θλιμμένη και έρημη στον Πόρο όπου πέθανε πάμφτωχοι.
Δόμνα Βισβίζη:
Μια από τις Θρακιώτισσες ηρωίδες γυναίκες που αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στον αγώνα για την απελευθέρωση του έθνους και προσέφερε όλη την περιουσία της υπήρξε και η Δόμνα Βισβίζη, από το Αίνου Ανατολικής Θράκης καταγόμενη. Πέθανε εγκαταλειμμένη, πτωχή και λησμονημένη.
Σήμερα, 198 χρόνια μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο ελληνικός λαός, στην πλειονότητα του βιώνει μια πρωτόγνωρη κατάσταση, γιατί σήμερα δεν υπάρχει ένα όραμα για το μέλλον. Η εθνική ανεξαρτησία με τα μνημόνια έχει και τυπικά παραχωρηθεί στους ξένους δυνάστες, που είναι κυρίως οι Γερμανοί, με τους τοποτηρητές Σόϊμπλε, Ραίχεμπαχ με χρέη πρωθυπουργού μέχρι το 2015 και τον μεσίτη Φούχτελ όπως και τότε ήταν οι Βαυαροί την εποχή που Όθωνα.