Ο Νικόλαος Κασομούλης γραμματικός (γραμματέας) του Νικολάου Στορνάρη, αρματολού του Ασπροπόταμου και αργότερα γραμματικός του Γεωργίου Καραϊσκάκη, στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» μας διασώζει την ευτράπελη πλευρά των αγωνιστών του 21.
Βρισκόμαστε στα 1828. Τα στρατεύματα των Οθωμανών και του Ιμπραήμ βρίσκονται ακόμα στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Γίνονται έντονες διπλωματικές διεργασίες για το μέλλον της Ελλάδας και των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους. Ο κυβερνήτης, Καποδίστριας, την εποχή αυτή βρίσκεται στην Αίγινα και καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορα μέρη της Ρούμελης και περιμένουν εντολές για να αναλάβουνε ενεργή δράση. Πολεμικές συγκρούσεις γενικευμένες δε γίνονται, γιατί γίνονται διπλωματικές συζητήσεις για το μέλλον της Ελλάδας και των συνόρων της. Στη Σαλαμίνα βρίσκονται Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί και στρατιώτες και περιμένουν τις εντολές του Κυβερνήτη με τον οποίο βρίσκονται σε σύγκρουση , λόγω της πολεμικής απραγίας. Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Κασομούλης.
Γράφει ο Κασομούλης: «Άλλη αταξία συγχρόνως γεροντική (εξεράγη) θεωρηθείσα ως αντιπολίτευσις. Από τους εκτός ενεργείας παραμελημένους στρατιωτικούς Αρχηγούς πρεσβύτας επισήμους εις Σαλαμίναν ευρίσκοντο ο Καρατάσος, Γάτσος, Πανουριάς, Δυοβουνιώτης. Εις αυτάς τας περιστάσεις, μια των ημερών, διαβαίνοντες οι δυο συμπέθεροι Πανουριάς και Δυοβουνιώτης με τα σκιάδιά των επί κεφαλής, με τας χείρας όπισθεν αμελημένως και αφελώς πως, με βήμα βραδύ διασκεδάζοντες ενώ διήρχοντο από την αγοράν, και διευθυνόμενοι την ακρογιαλιάν του λιμένος, μεταξύ των στρατιωτών οίτινες ευρίσκοντο εις τα καφενεία, λέγει ο Πανουριάς προς τον Δυοβουνιώτην:
-Αι, συμπέθερε! Όλοι οι στρατιωτικοί ευρίσκονται εις δουλειάν. Ημείς τι θα κάμωμεν τώρα;
Δυοβουνιώτης. - Ημείς; Λέγει. Να μπαρμπερίσωμεν τ’ αρχίδια μας.
Πανουργιάς. - Το κάμνεις; Λέγει.
Δυοβουνιώτης. – Πληρώνεις;
Πανουργιάς. – Μάλιστα.
Δυοβουνιώτης. – Πηγαίνομεν λοιπόν, λέγει να εύρωμεν μπαρμπέρην.
Όλοι ήκουσαν ταύτα, πλην γνωρίζοντες εξάλλου ποσάκις με τας αστείας των αισχρολογίας ευχαριστούσαν τους μικροτέρους, εγέλασαν οι ακούσαντες ταύτα. Φθάσαντες λοιπόν εις εν εργαστήριον ενός μπαρμπέρη, εσυμφώνησαν να τον δώση ο Πανουριάς ένα ρουμπιγέν δια να ξουραφίση τ’ αρχίδια του Δυοβουνιώτη. Ο Δυοβουνιώτης, χωρίς συστολήν, λύει τα βρακιά του και κάθεται εις το κάθισμα έξωθεν του εργαστηρίου (όχι μέσα στο εργαστήριο, έξω από το εργαστήριο, στον δρόμο) , τεντωμένα τα σκέλη. Ο μπαρμπέρης τον ρίπτει τα προσώπια (πεσκίρια) και παίρνει νερόν, και αρχίζει να τον μπαρμπερίζη. Βλέποντες ο κόσμος μίαν πράξιν τόσον παράξενον και γελοίαν, τρέχοντες και προσκαλούντες ένας τον άλλον, εσυσσωρεύθη όλον το πλήθος της αγοράς εκεί. Γέλωτας γενικός από όλους εξήρχετο, και μεγίστη αδιαφορία από τον Δυοβουνιώτην, συμπέθερον και τον μπαρμπέρην. Ευρεθείς εκεί αστεϊζόμενος είπον:
- Ιδού οποίοι αρχηγοί μας διοικούσαν. Και ηθέλαμεν ελευθερίαν…
- Άιδε συ, λέγει, ο Δυοβουνιώτης. Σώπα, και μη σε μέλει τι γίνεται, γελώντας.
- Τελειωθείσης της πράξεως ο Δυοβουνιώτης δέσας τα βρακιά του, ανεχώρησεν με όλην την αδιαφορίαν. Τον ερωτούσαν:
- Διατί, γερο- Καπιτάνε, το έκαμες τούτο;
- Είπεν εις μερικούς:
- Διατί και ο κυβερνήτης μπαρμπερίζει τα μουστάκια του.
Σεβόμενος ο Στρατός τούτους τους γέροντας, δεν τους ενώχλησεν, αλλά μόλις απεσύρθησαν από το εργαστήριον, και αμέσως ορμήσαντες εναντίον του μπαρμπέρη, τον εξυλοκόπησαν (μέχρι θανάτου, τον διήρπασαν) καλώς, τον έκλεισαν και το εργαστήριον».
Μετά τι έγινε; Τίποτα το σπουδαίο. Το γεγονός μαθεύτηκε και έφθασε μέχρι τον Καποδίστρια. Πολλοί βέβαια οπλαρχηγοί προσβλήθηκαν από το παράξενο αυτό γεγονός και το θεώρησαν προσβολή για όλο το στράτευμα, ακόμα και ο γιος του Δυοβουνιώτη μάλωσε και βρίστηκε με τον πατέρα του.
Ο κυβερνήτης κάλεσε τους οπλαρχηγούς στην Αίγινα, άκουσε τα παράπονά τους , τους έδωσε για ηθική ικανοποίηση και ένα χρηματικό ποσό, ο δε Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς δεν πήγαν φυσικά στην πρόσκληση του κυβερνήτη στην Αίγινα και για ένα χρονικό διάστημα κρύβονταν στα Βίλια της Αττικής έως ότου κατακάτσει ο κουρνιαχτός της προσβλητικής για τον κυβερνήτη και το Στράτευμα πράξη τους.
Καρανάσιος Στέλιος
Υστερόγραφο: Τότε τα ένδοξα εκείνα χρόνια, ο γερο- Δυοβουνιώτης, (επειδή δεν τον έστελνε ο Καποδίστριας να πολεμήσει στη Ρούμελη και όλοι οι οπλαρχηγοί φοβόντουσαν μήπως δεν συμπεριληφθεί στα σύνορα της ανεξάρτητης και ελεύθερης Ελλάδας η Ρούμελη, ζητούσαν να πάνε να πολεμήσουν για να ελευθερωθεί η Ρούμελη και έτσι ο Καποδίστριας να έχει ισχυρή διαπραγματευτική θέση), τόλμησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, (έστω και με αυτόν τον παράξενο και προσβλητικό τρόπο), να κατεβάσει τα βρακιά του και να μπαρμπερίσει τα αχαμνά του όπως μας περιγράφει ο Κασομούλης.
Βρισκόμαστε στα 1828. Τα στρατεύματα των Οθωμανών και του Ιμπραήμ βρίσκονται ακόμα στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Γίνονται έντονες διπλωματικές διεργασίες για το μέλλον της Ελλάδας και των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους. Ο κυβερνήτης, Καποδίστριας, την εποχή αυτή βρίσκεται στην Αίγινα και καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορα μέρη της Ρούμελης και περιμένουν εντολές για να αναλάβουνε ενεργή δράση. Πολεμικές συγκρούσεις γενικευμένες δε γίνονται, γιατί γίνονται διπλωματικές συζητήσεις για το μέλλον της Ελλάδας και των συνόρων της. Στη Σαλαμίνα βρίσκονται Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί και στρατιώτες και περιμένουν τις εντολές του Κυβερνήτη με τον οποίο βρίσκονται σε σύγκρουση , λόγω της πολεμικής απραγίας. Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Κασομούλης.
Γράφει ο Κασομούλης: «Άλλη αταξία συγχρόνως γεροντική (εξεράγη) θεωρηθείσα ως αντιπολίτευσις. Από τους εκτός ενεργείας παραμελημένους στρατιωτικούς Αρχηγούς πρεσβύτας επισήμους εις Σαλαμίναν ευρίσκοντο ο Καρατάσος, Γάτσος, Πανουριάς, Δυοβουνιώτης. Εις αυτάς τας περιστάσεις, μια των ημερών, διαβαίνοντες οι δυο συμπέθεροι Πανουριάς και Δυοβουνιώτης με τα σκιάδιά των επί κεφαλής, με τας χείρας όπισθεν αμελημένως και αφελώς πως, με βήμα βραδύ διασκεδάζοντες ενώ διήρχοντο από την αγοράν, και διευθυνόμενοι την ακρογιαλιάν του λιμένος, μεταξύ των στρατιωτών οίτινες ευρίσκοντο εις τα καφενεία, λέγει ο Πανουριάς προς τον Δυοβουνιώτην:
-Αι, συμπέθερε! Όλοι οι στρατιωτικοί ευρίσκονται εις δουλειάν. Ημείς τι θα κάμωμεν τώρα;
Δυοβουνιώτης. - Ημείς; Λέγει. Να μπαρμπερίσωμεν τ’ αρχίδια μας.
Πανουργιάς. - Το κάμνεις; Λέγει.
Δυοβουνιώτης. – Πληρώνεις;
Πανουργιάς. – Μάλιστα.
Δυοβουνιώτης. – Πηγαίνομεν λοιπόν, λέγει να εύρωμεν μπαρμπέρην.
Όλοι ήκουσαν ταύτα, πλην γνωρίζοντες εξάλλου ποσάκις με τας αστείας των αισχρολογίας ευχαριστούσαν τους μικροτέρους, εγέλασαν οι ακούσαντες ταύτα. Φθάσαντες λοιπόν εις εν εργαστήριον ενός μπαρμπέρη, εσυμφώνησαν να τον δώση ο Πανουριάς ένα ρουμπιγέν δια να ξουραφίση τ’ αρχίδια του Δυοβουνιώτη. Ο Δυοβουνιώτης, χωρίς συστολήν, λύει τα βρακιά του και κάθεται εις το κάθισμα έξωθεν του εργαστηρίου (όχι μέσα στο εργαστήριο, έξω από το εργαστήριο, στον δρόμο) , τεντωμένα τα σκέλη. Ο μπαρμπέρης τον ρίπτει τα προσώπια (πεσκίρια) και παίρνει νερόν, και αρχίζει να τον μπαρμπερίζη. Βλέποντες ο κόσμος μίαν πράξιν τόσον παράξενον και γελοίαν, τρέχοντες και προσκαλούντες ένας τον άλλον, εσυσσωρεύθη όλον το πλήθος της αγοράς εκεί. Γέλωτας γενικός από όλους εξήρχετο, και μεγίστη αδιαφορία από τον Δυοβουνιώτην, συμπέθερον και τον μπαρμπέρην. Ευρεθείς εκεί αστεϊζόμενος είπον:
- Ιδού οποίοι αρχηγοί μας διοικούσαν. Και ηθέλαμεν ελευθερίαν…
- Άιδε συ, λέγει, ο Δυοβουνιώτης. Σώπα, και μη σε μέλει τι γίνεται, γελώντας.
- Τελειωθείσης της πράξεως ο Δυοβουνιώτης δέσας τα βρακιά του, ανεχώρησεν με όλην την αδιαφορίαν. Τον ερωτούσαν:
- Διατί, γερο- Καπιτάνε, το έκαμες τούτο;
- Είπεν εις μερικούς:
- Διατί και ο κυβερνήτης μπαρμπερίζει τα μουστάκια του.
Σεβόμενος ο Στρατός τούτους τους γέροντας, δεν τους ενώχλησεν, αλλά μόλις απεσύρθησαν από το εργαστήριον, και αμέσως ορμήσαντες εναντίον του μπαρμπέρη, τον εξυλοκόπησαν (μέχρι θανάτου, τον διήρπασαν) καλώς, τον έκλεισαν και το εργαστήριον».
Μετά τι έγινε; Τίποτα το σπουδαίο. Το γεγονός μαθεύτηκε και έφθασε μέχρι τον Καποδίστρια. Πολλοί βέβαια οπλαρχηγοί προσβλήθηκαν από το παράξενο αυτό γεγονός και το θεώρησαν προσβολή για όλο το στράτευμα, ακόμα και ο γιος του Δυοβουνιώτη μάλωσε και βρίστηκε με τον πατέρα του.
Ο κυβερνήτης κάλεσε τους οπλαρχηγούς στην Αίγινα, άκουσε τα παράπονά τους , τους έδωσε για ηθική ικανοποίηση και ένα χρηματικό ποσό, ο δε Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς δεν πήγαν φυσικά στην πρόσκληση του κυβερνήτη στην Αίγινα και για ένα χρονικό διάστημα κρύβονταν στα Βίλια της Αττικής έως ότου κατακάτσει ο κουρνιαχτός της προσβλητικής για τον κυβερνήτη και το Στράτευμα πράξη τους.
Καρανάσιος Στέλιος
Υστερόγραφο: Τότε τα ένδοξα εκείνα χρόνια, ο γερο- Δυοβουνιώτης, (επειδή δεν τον έστελνε ο Καποδίστριας να πολεμήσει στη Ρούμελη και όλοι οι οπλαρχηγοί φοβόντουσαν μήπως δεν συμπεριληφθεί στα σύνορα της ανεξάρτητης και ελεύθερης Ελλάδας η Ρούμελη, ζητούσαν να πάνε να πολεμήσουν για να ελευθερωθεί η Ρούμελη και έτσι ο Καποδίστριας να έχει ισχυρή διαπραγματευτική θέση), τόλμησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, (έστω και με αυτόν τον παράξενο και προσβλητικό τρόπο), να κατεβάσει τα βρακιά του και να μπαρμπερίσει τα αχαμνά του όπως μας περιγράφει ο Κασομούλης.
Το ερώτημα σήμερα είναι αν όλοι αυτοί που μας κυβερνούν τα τελευταία χρόνια είχαν και έχουν το κουράγιο και τη δύναμη να πράξουν κάτι ανάλογο σαν και αυτό που έπραξε ο γερο- Δυοβουνιώτης, απένατι σε Τρόικες, συμμάχους, Δ.Ν.Τ. θεσμούς και όλα αυτά που μας οδήγησαν σε νέα και χειρότερη σκλαβιά από τότε.
Όχι μόνο δεν μπορούν και δε θέλουν, αλλά έχουν σε μόνιμη βάση κατεβασμένα τα βρακιά, έχουν γυρίσει μάλιστα και από την άλλη την πιο προσβλητική και εξευτελισμένη πλευρά,( όχι από την υπερήφανη πλευρά που γύρισε ο γερο- Δυοβουνιώτης και έδειχνε τα αχαμνά του στον κόσμο) , και λένε με βροντερή φωνή: «Εδώ είμαστε, περάστε κόσμε! Δεν βλέπετε τα κάλλη μας και τις ομορφιές μας»! Να τους χαιρόμαστε και περαστικά μας! Και το άλλο το μεγαλύτερο ερώτημα είναι το εξής.
Αυτοί που προανέφερα πριν ίσως και να το απολαμβάνουν και να το ευχαριστιούνται κιόλας, γιατί συνήθισαν σ’ αυτή την κατάσταση. Εμείς όμως, όλοι οι υπόλοιποι βρε αδερφέ, που ζοριζόμαστε, γιατί δεν αντιδρούμε και τους ανεχόμαστε, αφού με μαθηματική ακρίβεια μας οδηγούν σε νέα δεσμά και σε νέα σκλαβιά;