ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Ευχές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

ΕΥΧΕΣ

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Οι Αρκάδες, τα παιδιά των βουνών

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 8:54:00 π.μ. |
Οι Αρκάδες, τα παιδιά των βουνών
Του Φώτη Κόντογλου

Η Αρκαδία είναι η καρδιά του Μοριά, γεμάτη βουνά θεόχτιστα και τραγουδισμένα, παλληκαρόβουνα. Απάνω σ' αυτά είναι σκληρή η ζωή, μα τ’ αγέρι και τα νερά δίνουνε στον άνθρωπο ζωή και κέφι. 

Για τουτο από τα παμπάλαια χρόνια τούτη η χώρα γεννούσε ανθρώπους αντρείους, δουλευταράδες και προκομμένους, κι αν πολλοί απ' αυτούς βγάλανε και κακό όνομα σαν παραδόπιστοι, από την άλλη μεριά όμως η Αρκαδία γέννησε ανθρώπους με καλή θέληση, πατριώτες, φιλόξενους, φιλότιμους, καλόκεφους, με επιθυμία να κάνουνε καλό στον τόπο τους και στους άλλους, αγαπώντας τα γράμματα, τιμώντας την παράδοση, με σέβας στη θρησκεία. Το σχολείο της Δημητσάνας δίδαξε τα γράμματα όχι μοναχά στους ντόπιους, μα σ' ολόκληρο το έθνος.

Αύτο το σχολειό πρωτοσυστήθηκε σ' ένα μοναστήρι πού υπάρχει ακόμα — μα είναι, άλίμονο, ερείπιο λησμονημένο! — κοντά στον ποταμό Λούσιο και πού λεγότανε Μονή του Φιλοσόφου, επειδη το 'χτισε ένας Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος πού στάθηκε «πρωτασικρήτις», δηλαδή αρχιγραμματικός και συμβουλάτορας, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, κι από την πολλή σπουδή πού είχε, τον είπανε Φιλόσοφο.

Στα κατοπινά χρόνια αυτό το σχολειό το μετέθεσε στην πολιτεία της Δημητσάνας ένας Γεώργιος Γούνας, πού είχε γίνει πλούσιος στη Σμύρνη. Τότε το σχολειό έδωσε περισσότερη λάμψη. Ο Γούνας γίνηκε καλόγερος μέ τ' όνομα Γεράσιμος και δίδαξε στη σχολή από τα 1764.

Υστερ' απ' αυτόν δίδαξε ένας άλλος καλόγερος, Αγάπιος Λεονάρδος, μαθητής του Γούνα, κι ολοένα δυνάμωνε το φως πού έβγαινε από το σχολειό και φώτιζε το Έθνος, πού κειτότανε το κακόμοιρο στο σκοτάδι. Τρακόσα παλληκάρια Ελληνόπουλα από κάθε μεριά της Ελλάδας ως τη Μικρά Ασία, πήγανε για να μάθουνε τα ελληνικά γράμματα και να τα μεταδώσουνε ατούς άλλους.

Μεγάλος δάσκαλος ύστερ' από τα 1769 στάθηκε ο Αγάπιος Αντωνόπουλος. Σιγά - σιγά κάνανε και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, με τυπωμένα βιβλία και με χειρόγραφα.

Πολλοί από τους νέους πού ξεσκολίζανε από τη σχολή, σκορπούσανε σαν τους αποστόλους σ' όλα τα μέρη του Έθνους και μεταλαμπαδεύανε την παιδεία· Οι πιο πολλοί απ' αυτούς ήτανε παπάδες και καλόγεροι, κατά το σύστημα εκείνου του καιρού. Οι περισσότεροι ήτανε ντόπιοι. Εβδομήντα γραμματισμένοι δεσποτάδες βγήκανε από το σχολειό. Έξι γινήκανε πατριαρχάδες, δύο στην Πόλη, οικουμενικοί: ο Κύριλλος Καράκαλος κι ο Γρηγόριος ο Ε', και τέσσερες στα Ιεροσόλυμα: ο Γερμανός, ο Σωφρόνιος ο Δ', Θεοφάνης ο Καράκαλος κι ο Παΐσιος Λαμπάρδης. Ανάμεσα στους δεσποτάδες είναι κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Άλλα, κοντά στην παιδεία, οι Αρκάδες σταθήκανε κι αγωνιστές από τους πρώτους. Η Αρκαδία γέννησε τους Κολοκοτρωναίους, τους Ντεληγιανναίους, τους Αντωνόπουλους, τους Σταματελόπουλους και πλήθος άλλους. Φυλή ακατάλυτη, πού η φωτιά της δε στομωσε από τότε πού πρωτοφανήκανε άνθρωποι στ' άγρια βουνά της Λυσοκούρας, από τον Αρκάδα κι από τον Λυκάονα, ως τα σήμερα.

Για να φανεί καλά αυτό πού λέγω, ακούστε την ιστορία δύο -τριών απ' αυτούς τους βουνοθρεμμένους δράκους:

Ήτανε ένας Δημητρης Καρούτσος, από το χωριό Άκοβο. Δυο άνθρωποι από την Κορώνη ονειρευτήκανε πώς θα βρούνε θησαυρό κοντά στο ‘ρημοκκλησι τ' Άη - Γιώργη, μισή ώρα από το Άκοβο, άλλα πώς έπρεπε να πάρουνε μαζί τους και τον Καρούτσο. Πλην δεν τον ειδοποιήσανε, άλλα ρωτήσανε κ' ηύρανε σε ποιό μέρος ήτανε το ‘ρημοκκλησι, και πήγανε μοναχοί τους και ξεχώσανε τον θησαυρό και τον φορτώσανε στα μουλάρια, για να φύγουνε κρυφά, να πάνε στην Κορώνη. Την ώρα πού ξεκινήσανε, έπιασε βροχή, κι ως πού να περάσει, τους πήρε ο ύπνος, γιατί δεν είχανε κοιμηθεί ολότελα, και τα μουλάρια πήρανε το δρόμο φορτωμένα, τραβήξανε στο Άκοβο και πήγανε και σταματήσανε απ' όξω από την αυλή του Καρούτσου.

Βλέποντας τα ζώα φορτωμένα μπροστά στο σπίτι του χωρίς άνθρωπο μαζί τους, απόρησε. Σε λίγη ώρα είδε να 'ρχουνται από μακριά τους δυο Κορωναίους. Αυτοί, σαν ξυπνήσανε κ' είδανε πώς είχανε φύγει τα ζώα, πήρανε από πίσω τα σημάδια τους και φτάξανε στο σπίτι του Καρούτσου και, επειδή φοβηθήκανε μην πάθουνε κανένα κακό, αφού τα μουλάρια πήγανε μονάχα τους στου Καρούτσου, του είπανε όλη την ιστορία και μοιράσανε σε τρία μέρη τον θησαυρό. Ύστερα τραβήξανε για την Κορώνη.

Όπως είναι χτισμένο το Άκοβο σε βουνό, τ' απάνω σπίτια βλέπουνε τ' από κάτω και μέσα στις αυλές τί γίνεται. Κάποιοι λοιπόν από τα σπίτια πού ήτανε απάνω από του Καρούτσου είδανε τι έγινε, και πήγανε στον γείτονα τους και ζητήσανε μερίδιο από τα φλουριά, ειδεμή είπανε πώς θα τον καταδώσουνε στους Τούρκους. Αλλά ό Καρούτσος δεν το παραδέχτηκε, κ' έχωσε τα φλουριά στο κατώγι του σπιτιού του. Τότες οι γειτόνοι του τον προδώσανε, και τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον τυραννούσανε να μαρτυρήσει πού έχει τα λεφτά. Άλλα αυτός δεν τα μαρτυρούσε και τον βάλανε στη φυλακή και τον παιδεύανε, πλην ματαίως.

Εικοσιεννιά χρόνια έκανέ φυλακωμένος με βασανιστήρια σκληρά. Κάθε τρεις μέρες του δίνανε λίγο ψωμί και νερό, κι αυτά όσο να ζει μοναχά. Το κορμί του έβγαλε τρίχες σαν την προβιά του κριαριού.

Στα εικοσιεννιά χρόνια εβγήκε φιρμάνι, να σκοτωθεί ανήμερα του άγιου Γιώργη. Οι Τούρκοι πού τον φυλάγανε του λέγανε να μαρτυρήσει, μα αυτός δεν έδινε απόκριση.
Την παραμονή της μέρας πού θα τον θανατώνανε, τον ζορίσανε ακόμα περισσότερο και τον τυραννήσανε, άλλα ο Καρούτσος δέν ξεκλείδωνε το στόμα του. Τη νύχτα, ξημερώνοντας του αγίου Γεωργίου, έκανε την προσευχή του και τον παρακάλεσε με δάκρυα να τόνε λευτερώσει, τάζοντας του πώς, αν λευτερωθεί, να σφάζει κάθε χρόνο ένα βόδι στη γιορτή του και να το τρώνε μοναχά οι ξένοι, χωρίς ν' αγγίξει στο κρέας κανένας ντόπιος. Άξαφνα ένα δυνατό φώς γέμισε το κελλί του κι ανοίξανε οι πόρτες της φυλακής, κι ο Καρούτσος έβγηκε κ' έφυγε, χωρίς να πάρουνε είδηση οι γενίτσαροι πού φυλάγανε.

Σαν ξημέρωσε, πήγανε να τον πάρουνε για να τον αποκεφαλίσουνε, μα δεν τον βρήκανε, κι απορήσανε πώς οι κλειδαριές ήτανε απείραχτες. Τότε πέσανε από πίσω του με τα λαγωνικά πού είχανε, και περάσανε τη Φραγκόβρυση, τ' Άνεμοδούρι, χωρίς να τον πιάσουνε. Τέλος, κοντά στο χωριό Σπανέϊκα, τον ζυγώσανε πολύ κοντά, και θα τον πιάνανε. Μα ο Καρούτσος τους είδε χωρίς να τον δούνε, και κρύφτηκε σ' ένα κούφιο δέντρο. Σε λίγο άκουσε να γαβγίζουνε οι σκύλοι και να μυρίζουνε κοντά στο δέντρο. Κείνη την ώρα, πάλι τον γλύτωσε ο άγιος. Γιατί, πριν να φτάξουνε οι Τούρκοι, ένας κόρακας πήγε και κάθησε στα κλαριά του δέντρου, κ' οι Τούρκοι, ακούγοντας τα σκυλιά να γαβγίζουνε γύρω στο δέντρο, νομίσανε πώς γαβγίζουνε για τον κόρακα, ρίξανε με τα τουφέκια απάνω του κ' υστέρα φύγανε.

Έτσι γλύτωσε ο Καρούτσος και τράβηξε πάρα πέρα, κ' ηύρε έναν παπά πού δούλευε στο χωράφι. Μα, μόλις τον είδε ο παπάς, έφυγε γρήγορα, γιατί τόνε πήρε για φάντασμα, τόσο άγριος ήτανε. Τότε του φώναξε ο Καρούτσος να μη φοβηθεί πώς είναι φάντασμα, άλλα πώς είναι άνθρωπος, και τέλος γύρισε πίσω ο παπάς και πήγε κοντά του, κι ο Καρούτσος του είπε την ιστορία του.

Ό παπάς τονε πήρε στο σπίτι του και τον κούρεψε, τον έπλυνε, τον ξεψείριασε και τον έντυσε με καινούργια ρούχα. Κι αφού κάθησε στου παπά λίγες μέρες, γύρισε τέλος στο σπίτι του στο Άκοβο.

Οι συγχωριανοί του τρομάξανε να τον γνωρίσουνε ύστερ' από τριάντα χρόνια. Δόξασε λοιπόν τον θεό πού τον γλύτωσε, και θα περνούσε τη ζωή του ήσυχος. Μα στο σπίτι του καθόντανε άνθρωποι ξένοι, κάποιοι χαλκωμάτηδες. Σαν τους είπε πώς ήτανε δικό του το σπίτι, αυτοί τον κοροϊδεύανε και γελούσανε. Κ' επειδής ο Καρούτσος επίμενε, του ζητήσανε σημάδια πώς είναι δικό του το σπίτι. Τότες ο Καρούτσος αποφάσισε και τους είπε πώς είχε χωμένα λεφτά στην αυλή του, και τα ξεχώσανε, κ' έτσι φύγανε οι χαλκιάδες από το σπίτι, κι απόμεινε μοναχός μέσα, ύστερ' από τόσα βάσανα.

Έζησε εκεί μέσα ως πού πέθανε, χωρίς να τον πειράξει κανένας, και κάθε χρόνο έκανε το τάμα του στον άη - Γιώργη, σφάζοντας στη μνήμη του μιαν αγελάδα, πού την τρώγανε οι ξένοι. Και, πριν πεθάνει, άφησε παραγγελία στους κληρονόμους του να μην ξεχάσουνε το τάμα του, κ' έτσι γινότανε μέχρι προ λίγα χρόνια. Το είχανε μάθει σ' όλη την περιφέρεια, και κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου μαζευόντανε κάμποσοι ξένοι στο πανηγύρι, για να φάνε από το κουρμπάνι.

Κατά την επανάσταση του Εικοσιένα φανερωθήκανε πλήθος γενναίοι άνθρωποι στα βουνά της Αρκαδίας.

Ήτανε ένας Νικόλας Τρίγκας, φίλος στενός του οπλαρχηγού Ζαχαρία, πού τον βγάλανε Νικηταρά για την παλληκαριά του πριν από τον Τουρκοφάγο. Παραβγαίνανε με τον Ζαχαρία ποιος τρέχει περισσότερο και πηδούσανε μέσα σ' έναν μεγάλον λάκκο πού τον λένε Γούβες.

Ο Νικόλας είχε κ' έναν αδερφό Σωτήρη, ίσον στη δύναμη μ' αυτόν. Τα δυό αδέρφια ήτανε σαν δράκοι. Τα μαλλιά τους φτάνανε ως τον αστράγαλο, κ' είχανε κ' οι δυό μικρές ουρές πού τους μποδίζανε να καθήσουνε.

Ο Νικόλας ήτανε παρόν και στον σκοτωμό του Ζαχαρία, τότε πού τον φωνάξανε οι Τούρκοι, να του δώσει τάχα ο πασάς αμνηστία. Ο Τρίγκας τον μπόδιζε να πάγει, αλλά ο Ζαχαρίας δεν τον άκουγε. Την ώρα πού μπήκε στο Διοικητήριο πρώτος ο Ζαχαρίας και τον ακολουθούσε ο Τρίγκας, οι Τούρκοι παραφυλάγανε και κόψανε το κεφάλι του, και το κορμί του πήδηξε στον αγέρα κ' έπεσε έξω από τη μάντρα. Οι Τούρκοι θελήσανε να σφάξουνε και τους άλλους Γραικούς, άλλα ο Τρίγκας πολέμησε με μεγάλη παλληκαριά και σκότωσε δυό - τρεις από τους Τούρκους, κ' έτσι γλυτώσανε. Μα ύστερ' από λίγες μέρες σκοτωθηκανε κι αυτοί από ένα απόσπασμα σιμά στο χωριό Σέλιτσα της Καλαμάτας.

Ο άλλος ο Νικηταράς, πού τον λέγανε Τουρκοφάγο, γεννήθηκε κι αύτος στο χωριό Τουρκολέκα, κ' ήτανε ανίψι -του Κολοκοτρώνη, λεγόμενος Σταματελόπουλος. Από μικρός ήτανε αντρειωμένος και χεροδύναμος. Άκουγε τ’ αντραγαθήματα του Νικηταρά Τρίγκα και ήθελε να γίνει κι αυτός ξακουσμένος. Έτρεχε πιο γρήγορα από τ' άλογο, και πηδούσε απάνω από έναν αραμπά με θημωνιές. Οι Τούρκοι θελήσανε να τον σκοτώσουνε, μα μπόρεσε και ξέφυγε. Του ρίξανε τρεις μπαταρίες, χωρίς να τον χτυπήσουνε, μοναχά άναψε η φουστανέλα του και πρόφταξε κ' έπεσε σ' έναν μικρόν βάλτο κ' έσβησε η φωτιά. Από τότες ορκίστηκε να εκδικηθεί τους Τούρκους, και γίνηκε αληθινός Τουρκοφάγος.

Ό Κολοκοτρώνης τονε πήρε κοντά του για πρωτοπαλλήκαρο. Υστερώτερα όμως ο Νικηταράς έκανε δικό του αρματολίκι, με εκατό και παραπάνω κλέφτες αντρειωμένους. Για λημέρι είχανε τους βράχους κοντά στο χωριό τους.

Είχε κ' έναν αδερφό, κι αυτός παλληκάρι. Τον λέγανε Νικόλα και σκοτώθηκε στο Δερβενάκι. Αυτός ήξερε και κάτι λίγα γράμματα, μα δεν είχε την εξυπνάδα και τη σβελτωσύνη του Νικηταρά.

Πολέμησε ο Νικηταράς σε όλες τις μάχες πού γινήκανε στον Μοριά, έκτος από το Βαλτέτσι, επειδή τον είχε στείλει ο Κολοκοτρώνης σε άλλο μέρος. Για την παλληκαριά του του κάνανε πολλά τραγούδια και ξακούστηκε σ' όλη την Ελλάδα.

Ποιος είναι κείνος πόρχεται στης Μαρμαριάς τον κάμπο;
Πόχει τη σέλλα τη χρυσή, το άλογο το γρίβο;
Αυτός είν' ο Νικηταράς από του Τουρκολέκα.
Φέρνει τους χίλιους Τσάμηδες, χίλιους απ' το Μοριά μας
και χίλιους της Αρβανιτιάς, τους κάνει τρεις χιλιάδες.
Μέσα στους Μύλους τρώει ψωμί, στο Άργος μεσημέρι,
και πάει και ρίχνει το ορδί κοντά στο Δερβενάκι.

Ας πάρουμε κ' έναν από τους πιο κατοπινούς απόγονους των οπλαρχηγών, πού ξενιτεύουνται από μικροί και πάνε στα πέρατα του κόσμου. Για παράδειγμα ας πάρουμε τον Δημήτρη Μωραΐτη, πού πέθανε προ λίγα χρόνια.
Καταγότανε από τη Δημητσάνα.

Ο παππούς του Διγενόπουλος έφυγε καταδιωγμένος από τους Αρβανίτες ύστερ' από την επανάσταση του Όρλώφ, και πήγε στην Άντρο, κ' εκεί από στεριανός έγινε θαλασσοπούλι. Κι αυτός κι ο γυιός του είχανε καράβια δικά τους. Τους λέγανε Μωραΐτες.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε μέσα στη θάλασσα. Πολύ νέος γίνηκε καπετάνιος, και στα 1891 αγόρασε δικό του παπόρι. Από τότε απόχτησε και κυβέρνησε πολλά παπόρια, κι από τα 1895 άρχισε να σκαρώνει παπόρια με δικά του χρήματα και με ξένα κεφάλαια, πού του τα μπιστευόντανε έχοντας μεγάλη πεποίθηση στην τιμιότητα του και στην αξιωσύνη του. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε βαθύπλουτος, ένας από τους πρώτους εφοπλιστές.

Κάποια φημερίδα εκείνου του καιρού έγραφε: «Ό Δ. Μωραΐτης εναυπήγησεν εσχάτως και εν μέγα ατμόπλοιον, δι' ού θα εξυπηρέτηση, πρώτος Έλλην αυτός, απ' ευθείας την υπερωκεάνειον συγκοινωνίαν Τουρκίας - Πειραιώς - Αμερικής. Εντός του 1907 περατουται η ναυπήγησις και δευτέρου υπερωκεανείου, δι' ου θά πυκνωθώσιν οι πλόες χάριν των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η ελληνική ατμήρης ναυτιλία, η εις πειρασμούς εμβάλλουσα και αυτήν την θαλασσοκράτειραν Αγγλίαν, έχει εν τώ προσώπω του Δ. Μωραΐτου αληθές έγκαλλώπισμα.»


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ